Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που συνάντησα την Κάτια Δημοπούλου. Ηταν μια διευθύντρια περιοδικού βγαλμένη από το σινεμά. Πρώην διευθύντρια του ελληνικού Marie Claire (εγώ τη συνάντησα στο μηνιαίο coffee table περιοδικό 4essera), σε εντυπωσίαζε αρχικά με την ομορφιά και το χαμόγελό της και σε αποτελείωνε με το χιούμορ και το τσαγανό της. Κι εκείνο το αβίαστο γέλιο που έκανε σκόνη ανασφάλειες και κόμπλεξ. Σχεδόν δέκα χρόνια μετά αντηχεί ακόμη στα αυτιά μου.

ΦΩΤΟ: PANOS DAVIOS ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ

Πιστεύεις πως υπάρχει μια στιγμή (στην παιδική ηλικία, στην εφηβεία ή στις αρχές της ενήλικης ζωής μας) που συνειδητοποιούμε αυτό που θα γίνουμε μεγαλώνοντας; Δεν εννοώ επαγγελματικά, αλλά ίσως τι είδος ανθρώπου θα γίνουμε.

Νομίζω πως υπάρχει κάποια περίοδος εκεί στο τέλος της εφηβείας που φοράμε έναν ρόλο, ένα κοστούμι το οποίο έρχεται και κολλάει πάνω μας με έναν τρόπο σχεδόν αναπόδραστο. Σαν να ενώνονται οι κουκίδες και να αρχίζουν να εμφανίζουν μια εικόνα που στην αρχή είναι ένα περίγραμμα, που καθώς περνάνε τα χρόνια έρχεται και γεμίζει και αλλάζει κιόλας κάπως, αλλά πάντα υπάρχει αυτό το αρχικό περίγραμμα. Αυτό το περίγραμμα είναι που συνειδητοποιεί κανείς και με αυτό, μαζί του και συχνά εναντίον του, πορεύεται. Με την υπεράσπισή του, τον εμπλουτισμό του, την προσπάθεια να το αλλάξουμε, με αυτό πάντως. Ναι, πιστεύω πως υπάρχει αυτή η στιγμή, είτε το έχουμε εντελώς συνειδητά είτε όχι.

Η Ελλάδα της δικής σου ενηλικίωσης ήταν πολύ λαμπερή και ενδιαφέρουσα ή, δεν ξέρω, πώς αλλιώς θα τη χαρακτήριζες;

Δεν είχε τίποτα το λαμπερό, τουλάχιστον όπως χρησιμοποιούμε σήμερα τη λέξη. Ηταν σίγουρα πολύ ενδιαφέρουσα. Εντονη πολιτικοποίηση και κυρίως η δύναμη της παρέας. Εγώ μεγάλωσα στο Χαλάνδρι και η εφηβεία μου καθορίστηκε από το συγχρωτισμό με πολλές και διαφορετικές παρέες που είχαν ως κέντρο την πλατεία και που αναμειγνύονταν με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Συζητήσεις μέχρι τα ξημερώματα, διαβάσματα, μουσικές, θέατρο και ένα γενικό ξεστράβωμα. Το Χαλάνδρι ήταν ένα μεσοαστικό προάστιο αν και μας αρέσει ακόμα να λέμε πως πρόκειται για ανεξάρτητο κρατίδιο και η λάμψη της αστικής ζωής δεν θα έφτανε ούτε σαν αντίλαλος αν δεν είχα και λίγους φίλους που πήγαιναν σε ιδιωτικά σχολεία και είχαν έναν κάπως διαφορετικό τρόπο ζωής. Αυτό που λες λαμπερή ζωή δεν ήρθε στην Αθήνα για τους πολλούς παρά στα 90s. Εγώ, όμως, ήδη στα 20 το είχα σκάσει για την Υδρα, όπου πήγαινα από μικρή κάθε φορά που μάζευα αρκετά χρήματα για να μπορώ να το κάνω. Η Υδρα ήταν ένας άλλος κόσμος και εκεί έφτιαξα μια βάση που κράτησε για μία δεκαετία. Ηταν σαν να κάνεις το γύρο του κόσμου μένοντας σε ένα νησί. Βέβαια χάρη στις συγκυρίες που δημιουργήθηκαν σε αυτό το νησί γύρισα τον κόσμο και στ’ αλήθεια. Αλλά όχι, δεν ήταν λαμπερή η Ελλάδα στα 80s.

Ενιωσες ποτέ αυτό που οι αγγλόφωνοι ονομάζουν it girl;

Ούτε που το είχα σκεφτεί και μου φαίνεται αστείο που ρωτάς, όμως αν θέλω να είμαι ειλικρινής, στην Υδρα ένιωθα όπως θα ένιωθε ένα it girl τώρα που το σκέφτομαι. Που είσαι νέα και ανέμελη και γίνεσαι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος μόνο και μόνο επειδή είσαι νέα και ανέμελη.

Πώς ήταν να διευθύνεις περιοδικά τη χρυσή εποχή των περιοδικών; Τι νοσταλγείς από εκείνες τις μέρες;

Νοσταλγώ το κέφι μου γι’ αυτά που έκανα. Δεν θυμάμαι ούτε μια μέρα βαρεμάρας. Αυτό δεν είχε να κάνει μόνο με τη διεύθυνση περιοδικών αλλά με τη δουλειά στα ΜΜΕ γενικά. Επειδή στην πλειοψηφία ήμασταν όλοι στραβάδια, και όσοι δουλεύαμε αλλά και τα έντυπα, είχαμε και την τύχη να μαθαίνουμε στου κασίδη το κεφάλι. Ξεκίνησα να δουλεύω το 1988, όταν άρχισε να ανθεί ο χώρος και να γεμίζει νέους ανθρώπους που για αλλού το πήγαιναν οι περισσότεροι αλλά έπεσαν πάνω στην εποχή που τα περιοδικά άρχισαν να πληθαίνουν και να απολαμβάνουν μια μεγάλη αποδοχή. Η ζωντάνια των Μέσων τότε ήταν κάτι που το έπιανες με τις χούφτες και αυτό ήταν πολύ ωραίο. Η κριτική ήρθε αργότερα, αλλά και πάλι όταν μια εποχή είναι ταυτισμένη με τη νεότητά μας έχουμε την τάση να την υπερασπιστούμε και καλά κάνουμε δηλαδή γιατί αν δεν καβαλήσεις το κύμα όταν έρχεται με δύναμη, τότε κάτι πολύ καίριο έχεις χάσει. Αλλά όχι, δεν τη νοσταλγώ. Νοσταλγώ τη δύναμή μου τότε. Δημοσιογράφος, διευθύντρια περιοδικών, σύμβουλος επικοινωνίας.

Μοιάζουν αυτές οι τρεις δουλειές στο βιογραφικό σου. Θα μπορούσες να έχεις γίνει κάτι τελείως διαφορετικό; Μοντέλο ή φαρμακοποιός; Μαγείρισσα ή βιβλιοθηκονόμος; Είσαι κάτι άλλο σήμερα; Τι;
Οι δουλειές μοιάζουν γιατί πρόκειται για τον ίδιο χώρο, αυτόν της επικοινωνίας. Δε νομίζω πως θα μπορούσα να γίνω κάτι άλλο. Στα 14 αποφάσισα πως ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Μπερδεύτηκα κάπως αργότερα, ασχολήθηκα ερασιτεχνικά με το θέατρο, έκανα και κάποιες σπουδές δώθε κείθε πάνω σε αυτό, αλλά όταν ήρθε η ώρα να δουλέψω στ’ αλήθεια τότε επανήλθα με μεγάλη σιγουριά στη δημοσιογραφία. Τώρα δεν είμαι κάτι και μετά από χρόνια όπου πέρασα μια κρίση ταυτότητας, έχω τη χαρά να λέω πως δεν με καθορίζει ένας επαγγελματικός χώρος ή μια συγκεκριμένη δραστηριότητα. Μπορώ να κάνω πολλά και διαφορετικά πράγματα με αρκετό ενδιαφέρον για μένα. Αν έχω μετανιώσει για ένα πράγμα, αυτό είναι το γεγονός πως ποτέ δεν έγινα ειδήμων σε κάτι. Θα ’θελα να έχω κάνει πιο σοβαρές σπουδές. Μεταπτυχιακά και τέτοια. Ομως η ζωή γύρω μου ήταν συγκλονιστικά ενδιαφέρουσα και η απόφαση ήτανσυνειδητή τότε. Οτι αυτό που με ενδιαφέρει ήταν να ζω με ένταση. Ολα μαζί δεν γίνονται.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα να γράψεις ένα βιβλίο; Ή μήπως ήταν ανάγκη;
Πάντα κουτσό έγραφα και ποτέ δεν τελείωνα κάτι. Πολλή δουλειά, παιδί, η ζωή που έτρεχε κι εγώ μαζί της. Οταν ηρέμησα από την ένταση της δουλειάς ήρθε κάπως φυσικά. Εγραψα ένα δύο θεατρικά έργα και κάποια στιγμή άρχισα αυτό το βιβλίο χωρίς να ξέρω ότι θα γίνει βιβλίο. Εγραφα για τη χαρά της διερεύνησης ενός θέματος που σε αυτό το βιβλίο είναι η αδράνεια και πώς βγαίνουμε από αυτήν. Το θέμα με πήγαινε παρακάτω και αυτό έγινε βιβλίο. Η μία από τις κεντρικές σου ηρωίδες στο πρώτο σου μυθιστόρημα, Βουτιά (από τις εκδόσεις Καστανιώτη), παθαίνει κάποια στιγμή burn out.

Είναι το «κάψιμο» ένα απαραίτητο στάδιο στην πορεία των πολύ επιτυχημένων επαγγελματιών;
Οχι. Ομως η μεγάλη πίεση για πάρα πολύ καιρό μπορεί να επιδράσει έτσι. Εξαρτάται βέβαια από το χαρακτήρα του κάθε επαγγελματία. Κάποιοι έχουν άλλες δυνάμεις και αντιστέκονται στην πίεση πιο αποτελεσματικά ή κάνουν καλύτερη διαχείριση του χρόνου τους και επίσης ταξινομούν την πίεση που δέχονται με μεγαλύτερη επάρκεια. Ομως έχω δει ανθρώπους να το παθαίνουν και συνήθως πηγαίνει μαζί με μια αίσθηση ακύρωσης.

Ο «εσωτερικός χορός της θλίψης» (κλέβω τα λόγια σου) είναι χορός για έναν; Πώς σταματάει;

Μπορείς να σταματήσεις να χορεύεις από μόνος σου ή εδώ είναι που χρειάζεται ο παρτενέρ, όχι για να χορέψετε αλλά για να σταματήσει το χορό της αυτοκαταστροφής; Η θλίψη είναι ένα πηγάδι και αν πέσεις μέσα καλό είναι κάποιος να σου πετάξει ένα σχοινί. Φυσικά βγαίνεις κι από μόνος σου, αλλά παίρνει περισσότερο καιρό. Καλό είναι, πάντως, όταν πέφτεις σε αυτό, να βάλεις τις φωνές για να σε ακούσουν απέξω. Συχνά δεν ζητάμε βοήθεια, πιστεύουμε ότι το ξέρουν και ότι θα έρθουν για βοήθεια. Ή είμαστε πολύ εγωιστές και δεν θέλουμε να ξέρουν οι άλλοι πόσο χάλια είμαστε. Ή μας αρέσει να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας σαν παντοτινά θλιμμένο, έχει κάτι έντονα ναρκισσιστικό αυτό. Και τότε γίνεται αυτοκαταστροφικό.

Ονειρεύεσαι συχνά; Κυριολεκτώ, εννοώ τα βράδια που κοιμάσαι.

Ε, ναι. Τα όνειρα του ύπνου μου έπαιζαν πάντα μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Ηταν και ένα οικογενειακό παιχνίδι με έναν τρόπο. Κάθε πρωί μοιραζόμασταν τα όνειρά μας στο σπίτι. Πάντα τα πρωινά ξεκινούσαν με τον πατέρα μου να λέει. «Ακούστε τι είδα το βράδυ στο όνειρό μου». Και μετά παίρναμε σειρά οι υπόλοιποι.

Θα μοιραστείς μαζί μας ένα όνειρο που πραγματοποιήθηκε; Τώρα μιλώ μεταφορικά, εννοώ κάτι που ήθελες να συμβείστη ζωή σου.

Ηθελα να γίνω δημοσιογράφος και το έκανα. Και ήθελα να μην πλήξω ποτέ. Και συνέβη. Μαζί με πολλές οδύνες, καταστροφές, μεγάλες χαρές και ουκ ολίγες περιπέτειες, εσωτερικές και εξωτερικές.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below