Από τον Βασίλη Δημαρά
Οι περισσότεροι γνωρίσαμε τη Μάγκυ Ταμπακάκη μέσα από την τηλεοπτική οθόνη και τη συμμετοχή της στο ελληνικό «MasterChef». Ηταν εκείνη η γυναίκα με τα πράσινα, χαμογελαστά μάτια, την εκρηκτική προσωπικότητα, την ιταλική προφορά στην ομιλία και το πάθος για τη μαγειρική που γινόταν εμφανές από την πρώτη στιγμή. Η αναγνωρισιμότητά της, όμως, δεν περιορίστηκε στη συμμετοχή της στο γνωστό reality, συνεχίστηκε και μετά, όταν πολλοί Αθηναίοι έτρεχαν μέχρι τη Βάρη και το εστιατόριο της, «Napul’é», για να δοκιμάσουν από τα χέρια της ιταλικό, σπιτικό φαγητό αλλά και τη νόστιμη πίτσα που έφτιαχνε ο τότε σύζυγος και συνεταίρος της, Φραντσέσκο.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η Μάγκυ δεν είναι από τους ανθρώπους που από μικροί έμπαιναν στην κουζίνα ή μεγάλωσαν σε ένα σπίτι με πολλές μαγειρικές επιρροές.
«Η επαφή μου με την κουζίνα ξεκίνησε σε μεγάλη ηλικία. Δεν είμαι από αυτούς που λένε “μεγάλωσα μαγειρεύοντας’’, αλλά τρώγοντας», αναφέρει χαμογελώντας. Θυμάται τη γιαγιά της να ετοιμάζει νανάκια (μικρά κοτόπουλα) με πατάτες κι εκείνη να στέκεται μπροστά στο φούρνο γιατί της άρεσαν οι μυρωδιές. «Ημουν γεματούλα τότε και έτρωγα πολύ, αλλά δεν μαγείρευα. Πολύ αργότερα, όταν έμεινα μόνη μου, μετά στην Ιταλία, γύρω στα 30, ήρθα σε πιο στενή επαφή με την κουζίνα. Ερασιτεχνικά πάντα. Για φίλους. Τότε ανακάλυψα ότι ήταν ένα πράγμα που με “άνοιγε’’ γιατί, αν και δεν φαίνεται, είμαι πολύ κλειστός και ντροπαλός άνθρωπος. Στην Ιταλία δεν ήξερα τη γλώσσα στην αρχή, δεν είχα φίλους και έτσι η μαγειρική όχι μόνο κάλυπτε ώρες κενές που δεν είχα να κάνω τίποτα, αλλά λειτούργησε ως ψυχοθεραπεία και ως όχημα για να δείξω στους γύρω μου ποια είμαι», μου λέει.
Και κάπως έτσι άρχισαν όλα. Αποφασίζει να κάνει νυχτερινά σεμινάρια για ερασιτέχνες, μια και μόλις είχε γεννήσει τον γιο της, Ματία. Μέσα σε λίγο χρόνο διαπιστώνει ότι είχε πολύ περισσότερο ταλέντο και πάθος από τους συμμαθητές της και δηλώνει συμμετοχή στο ιταλικό «MasterChef». «Εκεί το παιχνίδι είναι μόνο για ερασιτέχνες», μου αναφέρει. «Με δέχτηκαν, πράγμα που δεν περίμενα, αλλά αποχώρησα μόνη μου. Με το παιδί μόλις δέκα μηνών δεν γινόταν να φύγω από τη Ρώμη και να πάω στο Μιλάνο, όπου γίνονταν τα γυρίσματα, για μήνες ολόκληρους».
Η μαγειρική όχι μόνο κάλυπτε ώρες κενές που δεν είχα να κάνω τίποτα, αλλά λειτούργησε ως ψυχοθεραπεία και ως όχημα για να δείξω στους γύρω μου ποια είμαι.
Δεν πτοείται όμως και συνεχίζει να «σπουδάζει» μαγειρική – αυτή τη φορά σε μια κανονική σχολή. Για να πάρει το δίπλωμά της έκανε πρακτική σε ένα μισελενάτο εστιατόριο που ήταν και κοντά στο σπίτι της. «Ηθελαν να με κρατήσουν, αλλά δεν μπορούσα να μείνω, γιατί με τον σύζυγο είχαμε ήδη αποφασίσει να επιστρέψουμε στην Ελλάδα, αν κι εγώ, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν ήθελα. Είχα φτιάξει τη ζωή μου εκεί». Με το που επιστρέφει στην Αθήνα δηλώνει χωρίς δεύτερη σκέψη συμμετοχή στο ελληνικό «MasterChef». «Ηταν ο μόνος τρόπος άμεσης προβολής. Βλέπεις, είναι δύσκολο να μπεις στον κύκλο των μαγείρων από το πουθενά. Και δεν το λέω αυτό επειδή είμαι γυναίκα. Περισσότερο λόγω ηλικίας. Οταν είσαι μικρός έχεις μεγαλύτερη ανοχή, όρεξη για να μάθεις, μηδέν υποχρεώσεις. Στα 35 με παιδί και σύντροφο δεν είναι εύκολο γιατί είναι δουλειά νύχτας και αυτό τα αλλάζει όλα».
Η συμμετοχή της στο «MasterChef» τής έδωσε τη δημοσιότητα που ήθελε. Όμως, η Μάγκυ δεν έμεινε σε αυτό. «Δούλεψα σκληρά. Πολλές φορές έκανα και τρεις δουλειές ταυτόχρονα και από κάποιες δεν πληρωνόμουν κιόλας. Οχι επειδή μου το επέβαλε κάποιος, αλλά καταλάβαινα πως έπρεπε προκειμένου να δημιουργήσω ένα δίκτυο». Και κάπου εκεί ήρθε και το μαγαζί. Ενα ιταλικό εστιατόριο, το «Napul’é», που άνοιξε με τον σύζυγό της. Η ανταπόκριση του κόσμου μεγάλη. Μεγάλες όμως και οι τύψεις για το παιδί που αναγκαστικά μπήκε σε δεύτερη μοίρα. «Θυμάμαι να γυρίζω βράδυ στο σπίτι και να κλαίω από τις τύψεις. Ο Ματία ήταν μικρός ακόμα. Φαντάσου ότι στις αρχές, όταν ανοίξαμε το μαγαζί, ο μικρός κοιμόταν κάτω στη λάντζα, πάνω σε φουσκωτό στρώμα», μου αναφέρει χωρίς να κρύβει τη στεναχώρια της.
Μπορεί η αφοσίωσή της στη δουλειά να την έκανε μερικές φορές να θεωρεί τον εαυτό της «κακή» μητέρα, όμως «δεν είναι έτσι» μου λέει. «Βλέπω την αντίδραση του παιδιού τι άνθρωπος γίνεται, και όταν πηγαίνω στο σχολείο και μου λέει η δασκάλα καλά λόγια για τον Ματία καταλαβαίνω ότι κάτι έχω κάνει και παίρνω τα πάνω μου. Πολλές φορές μπλεκόμαστε σε δικά μας κουτάκια που μας έχει επιβάλει κατά κάποιον τρόπο η κοινωνία. Δηλαδή, ότι θα πρέπει να θυσιάζεσαι, να βάζεις τα όνειρά σου στην άκρη όταν έχεις ένα παιδί, ενώ δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Αν δεν βάλεις πρώτα τον εαυτό σου, να κάνεις πράγματα για σένα, δεν θα έχεις να δώσεις τίποτα στο παιδί. Είναι όπως στο αεροπλάνο που σου λένε ότι πρέπει πρώτα να φορέσεις εσύ τη μάσκα οξυγόνου και μετά στο παιδί που έχεις δίπλα σου. Αν είμαστε εμείς καλά, θα είμαστε και πιο χαρούμενοι γονείς και πιο διαθέσιμοι όταν πρέπει και θα δινόμαστε ολοκληρωτικά σε αυτά που ζητάει ένα παιδί. Αν κάνουμε πράγματα που δεν μας ικανοποιούν ή ζούμε μια ζωή που δεν θέλουμε, περνάμε αυτή τη δυστυχία στους ανθρώπους που έχουμε δίπλα μας».
Τη ρωτάω αν είναι δύσκολο να συνδυάζει την εργασία με το ρόλο της μητέρας. «Ο ρόλος είναι έμφυτος. Οσο για τις υποχρεώσεις, εκεί αρχίζουν τα δύσκολα γιατί δουλεύω τις ώρες που το παιδί σχολάει και είναι σπίτι και είμαι ελεύθερη τις ώρες που το παιδί είναι σχολείο. Αρα δεν μπορώ να τον βοηθήσω στα μαθήματα, δεν μπορώ να τον πάω σε δραστηριότητες, σε πάρτυ. Πρέπει να έχω έναν άνθρωπο να με βοηθάει. Ευτυχώς με τον πατέρα του, αν και δεν είμαστε πλέον μαζί, έχουμε καλή σχέση και ο ένας βοηθάει τον άλλον σε αυτό και τα πάμε περίφημα.
Αν κάνουμε πράγματα που δεν μας ικανοποιούν ή ζούμε μια ζωή που δεν θέλουμε, περνάμε αυτή τη δυστυχία στους ανθρώπους που έχουμε δίπλα μας.
Αφήνουμε για λίγο τα οικογενειακά και τη ρωτάω αν θα γινόταν ξανά ιδιοκτήτρια ενός εστιατόριου, και μου απαντά αμέσως αρνητικά. «Ιδιοκτήτρια ποτέ ξανά. Χάνεις όλη τη μαγεία και το ρομαντισμό της μαγειρικής αρχικά. Επέλεξα αυτό το επάγγελμα επειδή παθιάζομαι με αυτό, όχι επειδή θέλω να βιοποριστώ. Θα μπορούσα να είμαι διπλωμάτης, αυτό σπούδασα- τελείωσα το Πολιτικό της Νομικής. Στην Ιταλία πήγα για μεταπτυχιακό (Peacekeeping and Security Studies), με σκοπό να δουλέψω είτε σε μια ΜΚΟ είτε για να μπω στο κολέγιο του ΝΑΤΟ στη Ρώμη, με τη βοήθεια του πατέρα μου. Τα παράτησα προκειμένου να γίνω μαγείρισσα. Κυνήγησα το πάθος μου. Και δεν έχω μετανιώσει που επέλεξα τη μαγειρική γιατί είναι κάτι που με εκφράζει και δεν θα μπορούσα να είμαι κάτι άλλο».
Πώς όμως, την αντιμετωπίζουν οι άλλοι μάγειρες στην κουζίνα; «A priori, πολλοί πιστεύουν ότι δεν είσαι ισάξιά τους. Και στη δική μου την περίπτωση, επειδή αναδείχτηκα από το χώρο της τηλεόρασης, υπάρχει μια μεγαλύτερη δυσπιστία. Οχι από όλους, από κάποιους που μάλιστα το βλέπεις στο βλέμμα τους. Για παράδειγμα, προτού στήσω το μενού στο “Mercato”, πολλοί με έβλεπαν επικριτικά και απορούσαν που ήμουν εκεί. Ομως, όταν άρχισαν να ακούγονται καλά λόγια και πήρα καλές κριτικές, άλλαξαν συμπεριφορά. Δεν με πήραν για τα πράσινα μάτια μου, αλλά γιατί ξέρω να μαγειρεύω», μου λέει γελώντας. Θεωρεί αυτή τη δυσπιστία απέναντι στις μαγείρισσες δικαιολογημένη και ρίχνει μέρος της ευθύνης στις συναδέλφους της. «Φταίμε και εμείς οι γυναίκες που καλλιεργούμε αυτή τη νοοτροπία. Με θυμώνει όταν βλέπω τέτοιες συμπεριφορές, γυναίκες που δεν παίρνουν στα σοβαρά τη δουλειά και χαριεντίζονται».
Στο νέο της πόστο στο εστιατόριο «Mercato», στο «Four Seasons», είναι Head chef, πράγμα που σημαίνει πολλές ευθύνες και μια ολόκληρη ομάδα που απαρτίζεται εξ ολοκλήρου από άνδρες στο πρόσταγμά της.
«Καθημερινά έχω να κάνω με δέκα αρσενικά στην κουζίνα. Δύσκολα ναι, αλλά έχω βρει τον τρόπο να τους αντιμετωπίζω», δηλώνει. Τους προσεγγίζει με ένα δικό της τρόπο, ώστε να παίρνει το καλύτερο από τον καθένα, να τον κάνει να αποδίδει τα μέγιστα. «Θέλει σκέψη και στρατηγική για να σε σέβονται ως γυναίκα μαγείρισσα, θέλει να βάλεις κάποια όρια ώστε να μην τα ξεπερνούν. Σε καμία περίπτωση όμως δεν θέλω δίπλα μου ευνουχισμένους άνδρες, ούτε θέλω να βλέπω ανθρώπους που όταν μπαίνω στην κουζίνα, τρέμουν. Παρέλαβα τέτοια παιδιά και προσπαθώ να τα ανοίξω και να τα κάνω να ζήσουν τη μαγειρική ως εμπειρία δημιουργική, ρομαντική… Είναι μια ομαδική δουλειά όπου ο φόβος είναι εκτός, αλλά υπάρχει πάντα σεβασμός. Ενας σεβασμός που κερδίζεται, δεν υφίσταται απλώς λόγω θέσης».
Φταίμε και εμείς οι γυναίκες που καλλιεργούμε αυτή τη νοοτροπία. Με θυμώνει όταν βλέπω τέτοιες συμπεριφορές, γυναίκες που δεν παίρνουν στα σοβαρά τη δουλειά και χαριεντίζονται.
Στο σπίτι η Μάγκυ μαγειρεύει μόνο για το παιδί της. Μια μερίδα μόνο! «Εγώ συνήθως τη βγάζω με παξιμάδια και χούμους», λέει γελώντας. «Λόγω δουλειάς δεν μπορώ να φάω πριν πάω στο εστιατόριο γιατί θα νυστάξω. Επίσης, δεν μπορώ να φάω μετά γιατί είναι αργά. Οπότε καταλήγω στα παξιμάδια».
Τι τρώει ο γιος της; Σχεδόν τα πάντα, αλλά εκείνη προσπαθεί να του φτιάχνει ελληνικά πιάτα όπως σπανακόρυζο και τραχανά, που ο μικρός Ματία τα λατρεύει, μια και στο εστιατόριο του πατέρα του τρώει συνήθως πάστα. Μάνα και γιος δεν μπαίνουν στην κουζίνα για να φτιάξουν κάτι μαζί. «Ο μικρός είναι ζαχαροπλάστης», εξηγεί η ίδια. «Θυμάμαι το καλοκαίρι μπήκε μόνος του στην κουζίνα, δεν με ήθελε, και έφτιαξε κέικ. Το έψησε κιόλας. Κάτι όμως δεν είχε πάει καλά και τον ρωτάω τι έλεγε η συνταγή, μήπως κάτι ξέχασε. Μου απαντά ότι δεν είχε συνταγή και τα έβγαζε από το μυαλό του».
Η Μάγκυ δεν θα ήθελε ο γιος της να μπει στον κλάδο της μαγειρικής. «Θα μου άρεσε να γίνει καλλιτέχνης. Γιατί το έχει, το πήρε από τη μάνα του», μου λέει κοιτάζοντάς με με νόημα. Με τίποτα όμως δεν θα ήθελε να τον δει τεχνοκράτη να κυκλοφορεί όλη μέρα με κοστούμι και το laptop στο χέρι. «Βέβαια, αν αυτό θέλει και τον κάνει ευτυχισμένο, δεν θα πω τίποτα. Μου φτάνει να γίνει καλός άνθρωπος».
Φωτογραφίες: Άσπα Κουλύρα