Όταν έρχεται η στιγμή να αδειάσουμε το σπίτι των γονιών μας μετά τον θάνατό τους, θα αναμετρηθούμε με τον παρελθόν μας και με τη σχέση μας με εκείνους και θα κληθούμε να πάρουμε κάποιες δύσκολες αποφάσεις. Μεταξύ άλλων: πώς θα διαχειριστούμε αντικείμενα που είχαν υψηλή συναισθηματική αξία για εκείνους; Θα τα πουλήσουμε, θα τα δώσουμε ή θα κάνουμε το παν για να τους βρούμε μια θέση στο δικό μας σπίτι;

Ένα τέτοιο δίλημμα αντιμετώπισε ο συγγραφέας Eddie Mouradian. Ο πατέρας του είχε αφιερώσει ανυπολόγιστες ώρες στην αγορά και τη σύνθεση ενός χριστουγεννιάτικου χωριού από μινιατούρες, το οποίο ο Mouradian δεν ήξερε τι να κάνει μετά τον θάνατό του.

Το έργο του πατέρα του ξεκίνησε από λίγα κεραμικά σπιτάκια που διακόσμησαν την τραπεζαρία, τα οποία όμως άρχισαν να επεκτείνονται επικίνδυνα. «Τρία χρόνια μετά, η κατάσταση είχε βγει εκτός ελέγχου. Ο πατέρας μου ξεκίνησε σταθερή συνεργασία με μια από τις πολλές εταιρείες που κατασκεύαζαν αυτά τα σπίτια και κάθε άνοιξη επέστρεφε στο σπίτι φορτωμένος με καινούρια τέτοια αποκτήματα, που είχε αγοράσει στις εκτός σεζόν εκπτώσεις».

Όταν έρχεται η στιγμή να αδειάσουμε το σπίτι των γονιών μας μετά τον θάνατό τους, θα αναμετρηθούμε με τον παρελθόν μας και με τη σχέση μας με εκείνους και θα κληθούμε να πάρουμε κάποιες δύσκολες αποφάσεις. Μεταξύ άλλων: πώς θα διαχειριστούμε αντικείμενα που είχαν υψηλή συναισθηματική αξία για εκείνους; Θα τα πουλήσουμε, θα τα δώσουμε ή θα κάνουμε το παν για να τους βρούμε μια θέση στο δικό μας σπίτι;

Το χριστουγεννιάτικο χωριό του πατέρα του κατέληξε να καταλαμβάνει ολόκληρη την τραπεζαρία. «Τότε ήμουν 22 και αγνοούσα την όλη διαδικασία. Ήταν λες και τη μία μέρα καθόμουν στο δωμάτιο και ζητούσα από κάποιον να μου δώσει το μπολ με τη σαλάτα και την επομένη είχαμε γίνει οι ιδιοκτήτες μιας μικρής πόλης. Κάθε χρόνο, από τον Νοέμβριο μέχρι τον Ιανουάριο, δεν είχαμε τραπεζαρία στο σπίτι. Μας επισκέπτονταν συγγενείς και φίλοι από μακρινές πολιτείες μόνο και μόνο για να αποτίσουν φόρο τιμής στο χωριό. Και ξέρετε κάτι; Το λάτρευαν! Ήταν εντυπωσιακό, άγριο, αξιοθαύμαστο. Μέχρι τον τέταρτο με πέμπτο χρόνο του, υπήρχαν τόσο πολλά σπίτια, που χρειάστηκε να τα τοποθετήσουμε σε διαφορετικά επίπεδα από φελιζόλ. Το χωριό εκτεινόταν σε διάφορα υψόμετρα».

Ο πατέρας του συγγραφέα διοχέτευσε την αγάπη του στους φιλοξενούμενους του πραγματικού κόσμου στους περίπου 5.000 φανταστικούς κατοίκους που υπολόγιζε ότι μπορούσε να φιλοξενήσει το χωριό του. «Το αγαπούσε βαθιά και παρόλο που ήταν εύκολο να τον πειράζουμε γι’ αυτό, ήταν επίσης αδύνατον να μην το αγαπήσουμε κι εμείς».

Το χωριό σταμάτησε να εκτίθεται στην τραπεζαρία χρόνια πριν από τον θάνατο του πατέρα του. Τα σπίτια ήταν πλέον τόσο πολλά, ώστε δεν χωρούσαν πουθενά και μετακόμισαν στο παλιό υπνοδωμάτιο της κόρης του, που μετατράπηκε σε αποθήκη.

Μετά τον θάνατό του, το 2016, τα παιδιά του μπήκαν σε διαδικασία να πουλήσουν το πατρικό τους. Τότε χρειάστηκε να αποφασίσουν τι θα έκαναν με το χριστουγεννιάτικο χωριό. «Δεν ήμασταν έτοιμοι, η μητέρα μου, η αδερφή μου κι εγώ. Αυτά τα σπίτια ήταν ό,τι πιο χειροπιαστό μάς είχε απομείνει από εκείνον. Περίπου χίλια κεραμικά αντικείμενα».

Μετά τον θάνατό του, το 2016, τα παιδιά του μπήκαν σε διαδικασία να πουλήσουν το πατρικό τους. Τότε χρειάστηκε να αποφασίσουν τι θα έκαναν με το χριστουγεννιάτικο χωριό. «Δεν ήμασταν έτοιμοι, η μητέρα μου, η αδερφή μου κι εγώ. Αυτά τα σπίτια ήταν ό,τι πιο χειροπιαστό μάς είχε απομείνει από εκείνον. Περίπου χίλια κεραμικά αντικείμενα».

Χρειάστηκε να περάσουν μερικοί ακόμα μήνες για να αρχίσει να τα καταγράφει ένα ένα, μαζί με την αδερφή του. «Δεν ξέρω αν έφταιγε το πένθος, αλλά έμοιαζαν να πολλαπλασιάζονται». Όταν επιτέλους τα είχαν απλώσει όλα στην τραπεζαρία, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, τους ήρθε η ιδέα: θα τα μοίραζαν σε αγαπημένους.

«Ζητήσαμε από ολόκληρη την οικογένεια να διαλέξουν τα σπίτια που ήθελαν για τη δική τους γιορτινή διακόσμηση. Η αδερφή μου πήρε μερικά άλλα και τα μοίρασε σε φίλους της. Κάποια τα στείλαμε στη θεία και τα ξαδέρφια μου που έμεναν μακριά. Κι εγώ προσκάλεσα τους φίλους μου σε ένα μπάρμπεκιου για να τους τα δώσω. Μερικά σπίτια τα πήραν οι γονείς των φίλων μας και άλλα ένας τύπος που ήρθε να μας βάψει το σπίτι προτού το διαθέσουμε για πώληση. Έπιασα τον εαυτό μου να λέει φράσεις όπως “το ξέρω ότι αυτό θα ακουστεί παράξενο αλλά…” προτού προσφέρω ένα σπίτι στον αγαπημένο μου μπάρμαν ή στον ταχυδρόμο μας. Τελικά, βρήκαμε σε κάθε σπίτι του χωριού ένα καινούριο καλό σπίτι».

Σαν να ήταν κατοικίδια ζώα που έδωσε για υιοθεσία, έκτοτε κάθε χρόνο συρρέουν στους λογαριασμούς του στα social media φωτογραφίες και κείμενα για τα σπίτια του χριστουγεννιάτικου χωριού και την τύχη τους στα χέρια των νέων ιδιοκτητών τους. «Όταν πεθαίνει ένας αγαπημένος σου, αναγκάζεσαι να πάρεις χιλιάδες αποφάσεις για λογαριασμό του, αμφισβητώντας κάθε μία. Όμως η απόφαση που πήραμε, να δώσουμε αυτά τα ανόητα χριστουγεννιάτικα σπιτάκια στους ανθρώπους που αγαπούσε, ήταν το καλύτερο πράγμα που κάναμε, για το οποίο δεν αμφιβάλλαμε ούτε στιγμή».

Δείτε μια σχετική ανάρτηση:

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη TODAY (@todayshow)

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below