Η Μελίσσα Στοΐλη αγαπά πολύ τη Θεσσαλονίκη και όχι μόνο γιατί γεννήθηκε και σπούδασε (στη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Κ.Θ.Β.Ε.) εκεί. Την αγαπά γιατί παρακολούθησε την ιστορία της στο πέρασμα των δεκαετιών, αφουγκράστηκε τις ανάσες των ανθρώπων της και φαντάστηκε την πολυφυλετική κοινωνία της. Η ίδια, αφού εργάστηκε ως ηθοποιός στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και έγραψε κείμενα για θεατρικές παραστάσεις και τηλεοπτικές εκπομπές, στράφηκε στον περιοδικό Τύπο όπου και αρθρογραφεί από το 1998 σχετικά με τη γαστρονομία και τον υλικό πολιτισμό. Μετά από τη συλλογή αφηγημάτων Και διηγώντας τα… να τρως (εκδ. Κίχλη), η Μελίσσα Στοΐλη κυκλοφόρησε μόλις τη συλλογή διηγημάτων «Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις!» (ξανά στις εκδόσεις Κίχλη) με τις 17 ιστορίες του βιβλίου να διαδραματίζονται όλες στη Θεσσαλονίκη του χτες και του σήμερα.
Ποια είναι η Θεσσαλονίκη της καρδιάς σου και ποιες εικόνες από αυτή τη Θεσσαλονίκη έβαλες στο βιβλίο σου;
Είναι η Αγίου Δημητρίου, στο κομμάτι που γειτονεύει με τον Βαρδάρη, η Εκκλησία των 12 Αποστόλων με τα ψηφιδωτά, ο συνοικισμός Αρμένικα στις παλιές σιδηροδρομικές γραμμές όπου ήταν το σπίτι των παππούδων μου, η Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης με το θρυλικό της Λούνα Παρκ, η πλατεία Ιπποδρομίου με τους μύθους που την περιβάλλουν, τα δειλινά της που ισορροπούν μεταξύ μιας υπόσχεσης και μιας απειλής. Ολα αυτά και άλλα ακόμη μπήκαν στο βιβλίο και αποτέλεσαν το σκηνικό των ιστοριών μου. Ενα σκηνικό όμως που δεν είναι στατικό, αποτελεί μέρος της δράσης, οι ήρωες συνομιλούν με κάθε δρόμο, κάθε κτίριο, κάθε τραπέζι καφενείου, κάθε θάμνο στα πάρκα.
Μέσα από τις ιστορίες σου αναδύεται η Θεσσαλονίκη άλλων δεκαετιών, αλλά και άλλων φυλών. Τι έχει απομείνει από αυτή τη Θεσσαλονίκη στη μεγαλούπολη του σήμερα;
Κάθε εποχή εμπεριέχει τις προηγούμενες. Για αυτόν τον λόγο και μπορώ να γράψω για δεκαετίες στις οποίες δεν έχω ζήσει. Η απελπισία των προσφύγων, τα τρένα των εβραίων που κατευθυνόταν στο Άουσβιτς, το σανατόριο στο Ασβεστοχώρι δεν ανήκουν στη Θεσσαλονίκη του σήμερα, οι ιστορίες όμως πλανιώνται πάνω από την πόλη. Διαμορφώνουν τους ανθρώπους χωρίς οι ίδιοι να το συνειδητοποιούν και μεταφέρουν την μνήμη από γενιά σε γενιά.
Είναι σωστός ο όρος μεγαλούπολη γι’ αυτή τη γοητευτική πολιτεία πάνω στο Θερμαϊκό; Μήπως της ταιριάζουν καλύτερα άλλοι χαρακτηρισμοί, άλλοι ορισμοί;
Μεγαλούπολη είναι οπωσδήποτε. Από εκεί και μετά ο καθένας την αποκαλεί με διαφορετικό τρόπο. Ας πούμε ότι είναι μια γάτα που αλητεύει. Σε κάθε σπίτι που πηγαίνει, σε κάθε αυλή που τρυπώνει, την φωνάζουν με διαφορετικό όνομα. Εκείνη δεν χαλάει χατίρι σε κανέναν. Όπως και να την πουν για εκείνη μιλάνε. Έτσι κι αυτή η πόλη. Για άλλον είναι σκληρή, για άλλον στοργική, υπέροχη ή δύσκολη. Δεν έχει σημασία πως θα την αποκαλέσεις αλλά ότι δεν μπορείς να την αγνοήσεις γιατί βρίσκεται διαρκώς εκεί, άλλοτε για να σε γρατζουνίσει και άλλοτε για να μπερδευτεί στα πόδια σου -και στο μυαλό σου – με χίλιους τρόπους.
Τα τοπία όπου εκτυλίσσονται οι ιστορίες σου, όλα εξόχως κινηματογραφικά, είναι μέρη που έχεις περπατήσει και ζήσει ή τα διάλεξες και επειδή αποτελούν σημεία αναφοράς για την πόλη;
Έχω περπατήσει σε όλα, και σε πολλά έχω ζήσει. Αν περνάς κάθε μέρα μπροστά από ένα οθωμανικό λουτρό, αν κατηφορίζεις συχνά προς το λιμάνι ή αν δίνεις ραντεβού έξω από έναν κινηματογράφο, γίνονται οικεία τοπία, μέρος της καθημερινότητάς σου, δεν τους δίνεις σημασία. Όταν απομακρύνεσαι, τα βλέπεις διαφορετικά. Δεν είμαι μόνιμη κάτοικος της Θεσσαλονίκης εδώ και χρόνια και αυτό ασφαλώς μου έδωσε διαφορετική οπτική. Τα είδα όλα με άλλο μάτι. Εν μέρει τα επέλεξα και εν μέρει με επέλεξαν για να μου πουν μια ιστορία. Είναι βέβαια και η ίδια η πόλη από μόνη της ένα τεράστιο κινηματογραφικό πλατό, όπου και να στραφείς οι εικόνες είναι δυνατές.
Στη θεματολογία σου συναντάμε κάθε είδους παθογένεια της ελληνικής οικογένειας, από το στίγμα της ασθένειας, ψυχικής και κυριολεκτικής μέχρι την ενδοοικογενειακή βία. Με τι αφορμή σε απασχόλησαν; Βλέπεις να αλλάζει η ελληνική οικογένεια προς το καλύτερο;
Με απασχόλησαν ως μια πραγματικότητα και όχι ως κάτι ξεχωριστό, κάτι σπάνιο. Είναι μέρος της ζωής μας σε κάθε εποχή. Βέβαια, το στίγμα της ασθένειας, κυρίως της ψυχικής, ήταν κάποτε πολύ μεγαλύτερο. Αλλά δεν έχουν αλλάξει θεαματικά τα πράγματα. Οι άνθρωποι δεν παραδέχονται ότι έχουν μια απλή κατάθλιψη, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για πιο δύσκολες καταστάσεις. Η ενδοοικογενειακή βία, από την άλλη, είναι ακόμη πολύ μεγάλη, η διαφορά βρίσκεται στο ότι τώρα τα περιστατικά ακούγονται περισσότερο. Είναι και αυτό ένα βήμα. Η ελληνική οικογένεια συνήθιζε και συνεχίζει σε μεγάλο βαθμό να σκεπάζει και να κουκουλώνει τα πράγματα.
Ήταν και παραμένει σκληρή η ελληνική κοινωνία με το διαφορετικό; Θα αλλάξει αυτό; Πώς;
Είναι σκληρή ακόμη η κοινωνία με το διαφορετικό επειδή είναι συντηρητική σε ένα μεγάλο βαθμό. Η σκληρότητα άλλοτε είναι ωμή και άλλοτε κρύβεται πίσω από ένα δήθεν χιούμορ, αλλά πάντως υπάρχει. Ισως δημιουργεί σε αυτόν που την ασκεί την ψευδαίσθηση ότι είναι ανώτερος, αφού μπορεί να κρίνει τις επιλογές ή τις ζωές των άλλων. Δεν ξέρω αν θα αλλάξει, θεωρητικά οι κοινωνίες πηγαίνουν μπροστά με την εκπαίδευση και επειδή κάποιοι βγαίνουν μπροστά και διεκδικούν. Με όποιο κόστος.
Το μεταφυσικό στοιχείο πώς βρίσκει το δρόμο του στις ιστορίες σου; Είναι πιο εύκολο να το χρησιμοποιήσεις όταν οι ιστορίες συμβαίνουν στο παρελθόν; Εχουμε χρόνο για το μεταφυσικό στις σημερινές πολυάσχολες και πιεστικές καθημερινότητές μας;
Νομίζω ότι το μεταφυσικό δεν σταματάει εξαιτίας των πολλών ασχολιών. Δεν χρειάζεται χρόνο, ούτε απομόνωση, ούτε ιδιαίτερη ενασχόληση. Ούτε αφορά μόνο τις ανησυχίες περί ζωής και θανάτου. Οταν σκέφτεσαι κάποιον χωρίς λόγο και μετά από λίγο διασταυρώνονται οι δρόμοι σας, όταν συμβαίνει κάτι και το θεωρείς σημάδι για να πάρεις μια απόφαση, αγγίζεις το μεταφυσικό. Εχω την αίσθηση ότι ο φυσικός και μεταφυσικός κόσμος έχουν επικαλυπτόμενες περιοχές.
Είμαστε όλοι πολύ μικροί μπροστά στην απώλεια. Τι θα ‘θελες να μάθουμε από τους ήρωές σου για την (όποια διδακτική) αξία της;
Η λογοτεχνία δεν μπορεί να διδάξει. Ίσως καταφέρει να σε κάνει να νιώσεις μέρος μιας ευρύτερης ομάδας, να σε ανακουφίσει από την φυλακή της μοναξιάς. Οι ήρωές μου σπρώχνουν κάθε μέρα τον βράχο της ύπαρξής τους μέχρι την κορυφή του βουνού και όταν τον βλέπουν να κυλά πίσω παρασέρνοντας τις ελπίδες τους, παίρνουν μια ανάσα και αρχίζουν πάλι από την αρχή. Σαν Σίσυφοι, βρίσκουν το κουράγιο να συνεχίσουν ακόμη και αν πολλές φορές απελπίζονται.
Από το μπαλκόνι να φύγεις. Χωρίς να κάνουμε spoiler για το διήγημα που δίνει τον τίτλο του στο βιβλίο, τι θα έλεγες για τη φυγή ως ανθρώπινη ανάγκη; Γεννιόμαστε μαζί της ή μας τη συστήνει η ζωή η ίδια ως λύση;
Αναλόγως για ποια φυγή μιλάμε. Η φυγή τις περισσότερες φορές είναι σωτήρια, αναγκαζόμαστε να φύγουμε από ανθρώπους και καταστάσεις πολύ συχνά στη ζωή μας. Είναι ένστικτο αυτοσυντήρησης. Η φυγή όμως από απελπισία δεν είναι σε καμμιά περίπτωση λύση.
Με ποια από τις ηρωίδες (ή τους ήρωες) αυτού του βιβλίου θα πήγαινες μια φανταστική βόλτα; Πού και γιατί;
Πολλές φορές, κυρίως όταν έγραφα τις ιστορίες, καταδυόμουν στον κόσμο τους και περιπλανιόμουν μαζί τους. Δεν μπορώ να πω ακόμη ότι έχω απομακρυνθεί από τις ζωές τους. Ας πούμε ότι αυτή τη φορά θα πήγαινα με τον γιατρό Ιάσονα Καλλιφατίδη από το διήγημα « Η μυστηριώδης και πρωτάκουστη επιδημία αφασίας» στο Λοιμοκαθαρτήριο της Καλαμαριάς. Σε αυτή τη φανταστική βόλτα μας θα βρισκόμασταν πάλι στο 1923 και σε ένα αντίσκηνο με πρόσφυγες θα συναντούσα τον παππού μου ως παιδί. Θα τον διαβεβαίωνα πως όσο χάλια κι αν πάνε τα πράγματα εκείνος έχει την ικανότητα να χορεύει και να γελάει δυνατά.
Την Τετάρτη 8 Ιουνίου στις 8 το βράδυ στον Κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Ερμού 134, για το βιβλίο της Μελίσσας Στοΐλη “Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις!” θα μιλήσουν η Δήμητρα Λουκα, φιλόλογος, συγγραφέας, ο Ανδρέας Στάικος, συγγραφέας, και ο Στέφανος Τσιτσόπουλος, συγγραφέας, δημοσιογράφος, ο οποίος και θα συντονίσει την εκδήλωση. Θα διαβάσουν οι ηθοποιοί: Νεκταρία Γιαννουδάκη, Βιβή Κοκκα.