Γεννήθηκε στην Αθήνα, έζησε για λίγο στα Τίρανα με τη γιαγιά του, μεγάλωσε στην Ηλιούπολη, ζει στο Παγκράτι. Ο 27χρονος σκηνοθέτης που συγκίνησε και ενθουσίασε κοινό και κριτικούς με τη δεύτερη μόλις σκηνοθετική του δουλειά, το πολύ αγαπημένο «Goodbye, Lindita», μια θεατρική προσευχή χωρίς λόγια για τον άνθρωπο και το θάνατο στο Εθνικό Θέατρο, είναι ξανά talk of the town.
Αφορμή αυτή τη φορά η παράσταση «Μάμι», που συνεχίζεται έως τις 22 Μαρτίου στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Ωνάση. Μας μιλά για την παράσταση και όλα όσα χαρακτηρίζουν τις δουλειές του, ένα πολύ κρύο πρωινό του Φεβρουαρίου, με γατίσιες ουρές να παρεμβαίνουν στο video call, από τη δική μου πλευρά τουλάχιστον, αφού στη δική του ο γατούλης Τσίκο έχει αποκλειστεί από το δωμάτιο για να μην ποζάρει συνεχώς μπροστά στην κάμερα του κινητού.
Mεγάλωσες σε αστικό περιβάλλον ή στην εξοχή;
Οι πρώτες αναμνήσεις μου θυμίζουν περισσότερο εικόνες επαρχίας κι ας έμενα στα Τίρανα. Μέναμε σε ένα προάστιο στην άκρη της πόλης, το θεωρούσαν λίγο χωριό, το αποκαλούσαν χωριό για πλάκα. Το τοπίο στο «Μάμι» είναι πολύ επηρεασμένο από την εικόνα που έχω για τη γειτονιά όπου μεγάλωσα. Αλλά το ωραίο είναι ότι η ίδια εικόνα πάει το θεατή σε πολύ διαφορετικούς τόπους. Πολλοί ταυτίζονται με αυτή την πρώτη σκηνή, σε όλους κάτι θυμίζει… Την Αλβανία, την Καρδίτσα, το Πήλιο, το χωριό τους, ένα προάστιο στη Γαλλία, όπως μου είπε μια φίλη. Μου αρέσει πολύ που ο κόσμος μπορεί να συνδεθεί με κάτι πολύ προσωπικό, δικό μου, και να σκεφτεί τη μάνα του βλέποντας απλώς ένα ποδήλατο που ακουμπάει στην κολόνα ενός δρόμου τη νύχτα.
Ποιες μυρωδιές ή γεύσεις συνδέεις με την παιδική ηλικία;
Πιο πολύ απ’ όλα το ψωμί. Και το γάλα. Αυτές είναι οι πρώτες γεύσεις που μου έχουν μείνει.
Υπάρχει ένα έθιμο που σε εντυπωσίασε ως παιδί, με αποτέλεσμα με κάποιον τρόπο να βρίσκει το χώρο του στις δουλειές σου;
Τα έθιμα και η παράδοση είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ, με αφορά. Σίγουρα με έχει επηρεάσει η προετοιμασία και η τελετή του γάμου – το χρησιμοποίησα και στη «Lindita», αλλά και στη «Ragada» (σ.σ.: η πρώτη του σκηνοθεσία). Και στο «Μάμι» υπάρχει με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Η παράδοση, ο γάμος, η τελετή, ένα πολυφωνικό τραγούδι το οποίο παίζει πολύ στην Αλβανία (και στην Ελλάδα ακούγεται αυτή η μελωδία, εννοείται, αλλά εγώ από την Αλβανία τη θυμάμαι πιο έντονα). Πολλά στοιχεία από την παράδοση έχουν τρυπώσει στο έργο μου, το κλαρίνο είναι σίγουρα ένα από αυτά που με ενδιαφέρουν.
Μιλώντας για στοιχεία, γιατί έχεις βάλει το νερό να πρωταγωνιστεί σε όλες σου τις παραστάσεις;
Ίσως γιατί μου αρέσει να παίζω με όλα τα υλικά, να πειραματίζομαι με τι μπορώ και τι δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω πάνω στη σκηνή. Το υγρό στοιχείο, ειδικά για το συγκεκριμένο θέμα, συνδέεται άρρηκτα με τη μητέρα, τη μήτρα, την κοιλιά, την πρώτη μας κατοικία. Παίζει τεράστιο ρόλο το υγρό στοιχείο και δοκιμάσαμε διάφορους τρόπους να το εντάξουμε στην παράσταση. Ένιωσα ότι ο πιο σωστός ήταν αυτή η βύθιση των ηθοποιών. Ήταν ο μόνος τρόπος που αποτύπωνε για μένα αυτή την ησυχία που επικρατεί στη μήτρα. Μετά το νερό μπήκαν το σκούπισμα, το στέγνωμα, η φροντίδα δηλαδή. Ελευθερώνεσαι από κάτι και μετά έρχεται η μητέρα να σε σκουπίσει, να στεγνώσεις.
Αυτό που φέρνεις πάνω στη σκηνή μοιάζει με το ζωντάνεμα ενός πίνακα. Αναμνήσεις ζουν φευγαλέα στο παρόν, θαμμένα συναισθήματα έρχονται στο φως. Κι όλα αυτά χωρίς λόγια. Είναι λες και αν κάποιος μιλήσει, θα χαθεί όλη η μαγεία. Πιστεύεις στη μαγεία;
Πιστεύω στη μαγεία, ναι, με έναν ρομαντικό τρόπο. Πιστεύω στη μαγεία προτού γίνει η μαγεία, σε αυτό που μπορεί να συμβεί μεταξύ δύο ανθρώπων, μέσα από μία κουβέντα, μια όμορφη εικόνα, μέσω μιας ηλιαχτίδας που θα πέσει, για παράδειγμα, πάνω στο αριστερό σου χέρι και θα το φωτίσει με τρόπο μαγικό. Κατανοώ ότι υπάρχουν στιγμές μαγικές που αν τις παρατηρήσουμε περισσότερο μπορεί να γίνουν ένα πολύ όμορφο δώρο μέσα στη μέρα μας.
Σε κάθε παράστασή σου κάνεις ένα πέρασμα από τη σκηνή. Είναι σαν να υπογράφεις το έργο μπροστά στο κοινό;
Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, αλλά είναι σαν να μπαίνει και μια δική μου λεπτομέρεια, σαν να μπαίνει και ο πραγματικός Μάριο στο έργο. Στο «Μάμι», ακόμη και εικαστικά να το δεις, η στιγμή που ανεβαίνω στη σκηνή δεν συνάδει με τις προηγούμενες. Δηλαδή, έχει φτιαχτεί ένα σύμπαν, ένας κόσμος, τα φώτα, η μουσική και ξαφνικά γίνεται κάτι που μπορεί να αποσυντονίσει αρκετούς. Δηλαδή, ίσως δεν ταιριάζει, εγώ, με αυτά τα ρούχα, να κάνω αυτό που κάνω. Γι’ άλλους πάλι, αυτή η στιγμή λειτουργεί γιατί νιώθουν ότι έχουν μπει σε ένα σύμπαν, έναν κόσμο, μια ατμόσφαιρα, μια θεματική και έρχεται ο δημιουργός και δίνει το δικό του στίγμα για λίγο, τους λέει, ναι, είναι πραγματικό αυτό, συμβαίνει, έχει αλήθεια.
Άνοιξη σημαίνει φωτεινοί άνθρωποι, άνθρωποι που θέλουν να κάνουν το καλό. Άνοιξη είναι μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο, μια αληθινή κουβέντα, ένα μοιρασμένο μυστικό, ένα ωραίο πιάτο φαγητό που θα ετοιμάσεις με ένα φίλο.
Τι σε έσπρωξε να γράψεις το «Μάμι»;
Οτιδήποτε έχω φτιάξει μέχρι τώρα είναι κάτω από τη σκιά της μητέρας μου, δηλαδή με έναν τρόπο πάντα υποβόσκει η ενέργειά της. Οπότε σκέφτηκα ότι στο συγκεκριμένο έργο ή θα καταπιαστώ αποκλειστικά με το θέμα μητέρα ή καθόλου. Ακόμα και σε πιθανούς τίτλους που πήγα να σκεφτώ, είπα όχι, «Μάμι». Πάμε εκεί, πάμε να δούμε τη μητρική φιγούρα, να τη βρω, ποια είναι, πώς θα τη βάλω. Είπα, όλα ή τίποτα.
Έχεις πει ότι μέχρι τα έξι σε μεγάλωσε η γιαγιά σου. Αν κάθε άνθρωπος έχει μια προσωπική μυθολογία, ποια θέση έχει η γιαγιά σου σε αυτή;
Η γιαγιά μου ήταν και είναι ακόμα με έναν τρόπο μια μητρική φιγούρα. Ακούγεται περίεργο, αλλά έχω μια μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία της γιαγιάς μου σε ένα πολύ μικρό καδράκι την οποία κουβαλούσα όταν ήμουνα μικρός στο Δημοτικό, αλλά και λίγο αργότερα, μέχρι το Γυμνάσιο, νομίζω, κάθε μέρα μαζί μου. Αλήθεια σού λέω. Η μητέρα μου μίλαγε με τη γιαγιά μου στο τηλέφωνο και της το διηγούνταν. Έφτιαχνα την τσάντα μου για το σχολείο και μαζί με τα τετράδια και τα βιβλία έβαζα και τη φωτογραφία της γιαγιάς. Πήγαινα να δώσω Lower και είχα τη φωτογραφία της μαζί μου. Την έπαιρνα παντού, ήταν μια σχέση απόστασης γεμάτη από αγάπη, μου έλειπε πολύ η γιαγιά.
Υπάρχουν κάποιες έννοιες που συνδέεις με τη θηλυκότητα;
Υπάρχουν γενικά, αλλά θέλω να ξεκαθαρίσω ότι είναι έννοιες που συνδέονται με τη θηλυκότητα από τη δική μου τη ματιά, ως άντρα. Δηλαδή, δεν ξέρω τι βλέπει η ματιά μιας γυναίκας. Δημιούργησα το «Μάμι» μέσα από τη ματιά ενός παιδιού, ενός γιου. Δεν έφτιαξα ένα έργο για τη γυναίκα θέλοντας να μιλήσω για τη γυναικεία ύπαρξη σαν να τη γνωρίζω. Όπως και στη «Lindita», που έφτιαξα ένα έργο για το θάνατο όπως εγώ τον γνωρίζω. Οπότε υπάρχουν έννοιες και οι περισσότερες, ευτυχώς, έχουν μια γλυκιά πλευρά, φωτεινή πλευρά, δηλαδή οι έννοιες της φροντίδας, της αγάπης, της επικοινωνίας, της αλήθειας.
Με έναν τρόπο οι παραστάσεις σου έχουν να κάνουν όλες με το θάνατο ή έστω έναν αποχαιρετισμό. Είσαι καλός στους αποχαιρετισμούς;
Νομίζω ότι ο αποχαιρετισμός, και ως λέξη και ως έννοια, είναι το χειρότερο πράγμα. Δηλαδή, δεν είμαι καθόλου καλός με τους αποχαιρετισμούς. Ακόμα και όταν πρέπει να φύγει από το σπίτι μου ένας φίλος, ενώ έχουμε περάσει ωραία και έχουμε φάει – δεν έχω χειρότερο! Δηλαδή, μπορεί να κλάψω, να νιώσω ένα τεράστιο κενό, είτε μόλις έφυγα από το σπίτι μου είτε από μια χώρα, ακόμη και όταν πρέπει να επιστρέψω από τις διακοπές, δυσκολεύομαι. Καλά, να μη σου πω όταν πρέπει να αποχαιρετίσω τις αδερφές μου, ενώ ξέρω ότι θα κάνω πάνω από έναν χρόνο να τις δω. Δεν έχω χειρότερο από τον αποχαιρετισμό και ίσως αυτός είναι ένας λόγος που καταπιάνομαι με αυτόν. Σαν να θέλω να εξορκίσω το φόβο μου. Διότι εγώ τον αποχαιρετισμό τον φοβάμαι πάρα πολύ.
Συνδέω τη θηλυκότητα με τις έννοιες της φροντίδας, της αγάπης, της επικοινωνίας, της αλήθειας.
Ο «Guardian» σε έχει χαρακτηρίσει «ανερχόμενο αστέρι που αντιπροσωπεύει το νέο πρόσωπο του ελληνικού θεάτρου». Πόσο βαραίνουν μέσα σου τέτοιες κριτικές, τίνος η γνώμη, η έγκριση έχει τη μεγαλύτερη σημασία για σένα;
Αν θέλω να είμαι ειλικρινής, η πρώτη γνώμη που θα θέλω να ακούω πάνω απ’ όλες είναι η δική μου. Διότι δυστυχώς είναι κάτι που το ξεχνάω, το αφήνω, κι ας έχω παρατηρήσει ότι όταν με ακούσω περισσότερο μου βγαίνει σε καλό. Δεύτερον, θα ακούσω τους δικούς μου, τους ανθρώπους που αγαπάω ή τους ανθρώπους που θαυμάζω πολύ. Δηλαδή, για μένα, πώς να σας το πω, είναι πολύ σημαντική η γνώμη του κύριου Τερζόπουλου (σ.σ. ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Τερζόπουλος). Γιατί τον θαυμάζω ως άνθρωπο, ως καλλιτέχνη, θαυμάζω το ήθος του. Οπότε, ό,τι έρθει να μου πει το κρατάω σφιχτά στην καρδιά μου… Δεν έχω καταφέρει ακόμη να μην επηρεάζομαι από τη γνώμη των άλλων. Ως καλλιτέχνη, θα σε επηρεάσουν και τα αρνητικά σχόλια, γιατί ένα έργο είναι το παιδί σου. Κι ενώ εσύ μπορείς να είσαι όσο αυστηρός θέλεις με το παιδί σου, όταν οι άλλοι είναι αυστηροί με αυτό σε πιάνει ένα παράπονο. Όταν κάποιος είναι αυστηρός με το παιδί μου και του κάνει κακό, είμαι εκεί για να το προστατεύσω.

Ξεχωρίζεις κάποιο σταθμό από τις περιοδείες των έργων σου στο εξωτερικό;
Μπορεί να ακουστεί υπερβολικό, αλλά το κοινό σε όλες τις χώρες που έχουμε πάει μέχρι τώρα, σε όλες, ήταν τρομερά θερμό. Θυμάμαι πολύ έντονα το κοινό στο Αμστερνταμ, που ήταν ένα 900-1.000 άτομα. Αλλά αξέχαστη θα μου μείνει η παράσταση που δώσαμε στη Σερβία με το «Goodbye, Lindita». Στο τελευταίο δεκάλεπτο το κοινό είχε σηκωθεί και παρακολουθούσε όρθιο. Τους έβλεπα από τα παρασκήνια και μετά στο βίντεο και είχα ανατριχιάσει.
Αλήθεια, με τι διαβατήριο ταξιδεύεις;
Με αλβανικό.
Τι έχεις να πεις για το γεγονός ότι ένα παιδί που έχει γεννηθεί και έχει πάει σχολείο στην Ελλάδα, όπως εσύ, δεν έχει την ελληνική υπηκοότητα;
Δεν θα μιλήσω για μένα, αλλά θα πω γενικότερα ότι είναι κρίμα να ζούμε σε κράτη που δεν φροντίζουν τους πολίτες τους. Ο τρόπος που φερόμαστε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες είναι κάτι που ακόμα δεν το χωράει ο νους μου. Οι άνθρωποι που έχουν μεταναστεύει περνάνε δύσκολα. Όχι μόνο η πρώτη φουρνιά, αλλά και τα παιδιά τους. Είναι απίστευτος ο τρόπος που τα κράτη σχεδόν όλου του κόσμου φέρονται στους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Είναι τρομερά στενάχωρο. Κι αυτός είναι ένας λόγος που δεν θέλω να ξεχνάω από πού έρχομαι, την ταυτότητά μου. Από το τοπίο και το κλαρίνο, μέχρι το αλβανικό ραδιόφωνο. Στο «Μάμι», στη σκηνή όπου ο γιος αλλάζει την πάνα της μάνας του, ακούγεται αλβανικό ραδιόφωνο από τα κομμουνιστικά χρόνια, όταν ανοίγουν τα σύνορα στην Αλβανία. Θέλω να βάζω τέτοιες λεπτομέρειες για να ταυτίζονται οι άνθρωποι με αυτές.
Η πρώτη σου δουλειά ήταν μια ταινία και είχε τίτλο «Pranvera» (άνοιξη). Τι σημαίνει για σένα άνοιξη;
Είναι η πιο υπέροχη εποχή του χρόνου. Άνοιξη σημαίνει φωτεινοί άνθρωποι, άνθρωποι που θέλουν να κάνουν το καλό. Άνοιξη είναι μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο, μια αληθινή κουβέντα, ένα μοιρασμένο μυστικό, ένα ωραίο πιάτο φαγητό που θα ετοιμάσεις με ένα φίλο. Άνοιξη είναι το τέλος του χειμώνα, οι άνθρωποι που θα διώξουν το κακό, την ασχήμια. Η άνοιξη είναι μια επανάσταση για μένα. Φεύγουν το σκοτάδι και το κρύο κι έρχονται η ζέστη, η ομορφιά, οι μυρωδιές. Μόνο ομορφιά και φως.