Δεν έχουμε μόνο εμείς αδυναμία στη σειρά εποχής The Crown, που δικαίως χαρακτηρίζεται το πιο φωτεινό πετράδι στο στέμμα του τηλεοπτικού δικτύου Netflix. Ένθερμη φαν της τηλεοπτικής παραγωγής, που πραγματεύεται τα πρώτα χρόνια της βασιλείας της, λέγεται ότι είναι και η ίδια η Ελισάβετ Β’ με πηγές του παλατιού να σχολιάζουν ότι το κομμάτι που της προκαλεί την μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση είναι η περίπλοκη, αλλά ιδιαίτερη στενή σχέση με την αδελφή της Μαργαρίτα.
Εξάλλου, πριν η Νταϊάνα αποτελέσει το μεγαλύτερο πονοκέφαλο του Μπάκιγχαμ, πριν καν γεννηθούν οι συμπαθητικές ναι μεν, αλλά “κοινές θνητές” Κέιτ Μίντλεντον και Μέγκαν Μαρκλ που έσπασαν το πρωτόκολλο διεισδύοντας χωρίς τίτλους και αριστοκρατική καταγωγή στα άδυτα της βρετανικής οικογένειας, η Μαργαρίτα υπήρξε το απόλυτο it girl. Γαλαζοαίματη, μποέμισα, με τάση στις καταχρήσεις, κακομαθημένη, όμορφη, με ιδιαίτερη έλξη προς τους αντισυμβατικούς έρωτες, αλλά και συγχρόνως ανήμπορη να απαρνηθεί τίτλους και τιάρες, η Μαργαρίτα προκάλεσε τα πρώτα Ρίχτερ στον θεσμό της βασιλείας. Την περίοδο, μάλιστα, που εκείνος πάλευε για την επιβίωσή του, με ορατό τον κίνδυνο να εξαφανιστεί από τον παγκόσμιο μοναρχικό χάρτη η δυναστεία των Γουίνδσορ. Το διαζύγιο, οι εξωσυζυγικές της σχέσεις, τα προκλητικά της μίνι και τα γενικότερα παραστρατήματα της έδιναν τροφή για δεκαετίες στα δημοσιεύματα της εποχής. Η Μαργαρίτα, όμως, δεν ήταν απλά ένα party animal με πλήθος πιστών οπαδών, το περίφημο Margaret set, λαμπερούς νεαρούς άνδρες και γυναίκες με τους οποίους πήγαινε στο θέατρο ή διασκέδασε στο Clarence House.
Ήταν η μικρότερη αδερφή της Βασίλισσας Ελισάβετ, καταδικασμένη από την αρχή να ζήσει στη σκιά της. Συνειδητοποίησε νωρίς ότι ο ρόλος της θα ήταν αμετάκλητα δεύτερος, χωρίς, όμως, ποτέ να πάψει να την αγαπά με όλη της τη δύναμη. Αποτελούσε ίσως το μοναδικό άνθρωπο που μπορούσε να την κρίνει, να την συμβουλεύει, να είναι ο κλειδοκράτορας των πιο απόκρυφων μυστικών της, αλλά και να μιλάει με ειλικρίνεια στην ψυχρή και αφοσιωμένη στα καθήκοντά της βασίλισσα. Εξάλλου, η Ελισάβετ δεν σταμάτησε ποτέ να της έχει τεράστια αδυναμία και να της εμπιστεύεται ειδικές αποστολές, παρά την σκληρή κριτική που της ασκούσε. Κάποτε είχε πει στον γραμματέα της αστειευόμενη, με το γνωστό βρετανικό φλεγματικό χιούμορ, πως “η Μαργαρίτα ζει πάλι στο βούρκο”.
Ελάχιστοι, όμως, γνωρίζουν ότι όταν η Ελισάβετ, απεγνωσμένη να βοηθήσει τη νύφη της Νταϊάνα να προσαρμοστεί στο νέο της ρόλο, από εκείνη, το “μαύρο πρόβατο”, ήταν που ζήτησε να την πάρει υπό την προστασία της. Και κάπως έτσι έγινε. Οι δυο γυναίκες μοιράζονταν την ίδια αγάπη για το θέατρο και το μπαλέτο. Η πριγκίπισσα Μαργαρίτα συνόδευε παντού την Νταϊάνα και της μάθαινε το βασιλικό πρωτόκολλο. Ήταν, μάλιστα, ιδιαίτερα αυστηρή μαζί της. Ο σοφέρ της πριγκίπισσας Μαργαρίτας θυμάται την αυστηρή παρατήρηση αλλά και την ξυλιά που της είχε δώσει στο χέρι. Ο λόγος της χειροδικίας; Η Νταϊάνα τόλμησε να αποκαλέσει τον οδηγό με τον μικρό του όνομα. Αν και ήταν παροιμιώδης η πλούσια κοινωνική της ζωή, η Μαργαρίτα δεν μπόρεσε να αποτινάξει ποτέ από πάνω της τον τίτλο της άτυχης πριγκίπισσας. Και αυτό ίσως επειδή πίσω από την λάμψη, την «ακολασία» και τα προνόμια, μπορούσε να διακρίνει κανείς ένα κορίτσι που ευχήθηκε να είχε γεννηθεί κοινή θνητή, αλλά δεν είχε τη δύναμη να αποτινάξει όλα αυτά που την καταπίεζαν και συγχρόνως την συντηρούσαν. Ανήμπορη να συμβιβάσει τις δύο τόσο ετερόκλητες πλευρές της; αυτή του μαύρου κύκνου του παλατιού, αλλά και της πιστής αδελφής και υποστηρίκτριας του θρόνου.
Η προσκόλληση στο βασιλικό πρωτόκολλο, η μικροβιοφοβία και οι φάρσες
Η Ελισάβετ και η Μαργαρίτα ήταν αχώριστες ως παιδιά. Λόγω της ιδιαιτερότητας της καταγωγής τους, οι γονείς τους τις είχαν από πολύ μικρές συμβουλεύσει να μην σπάσουν το δεσμό τους. «Η μία μπορεί να βασίζεται μόνο στην άλλη», τους έλεγε συχνά ο πατέρας τους. Γι’ αυτό μπορεί κανείς να βρει παλαιές φωτογραφίες, ακόμα και βίντεο με τα δύο κορίτσια να κάνουν τραμπάλα, να χορεύουν και να απολαμβάνουν την ιππασία τους.
Μπορεί να έχει κυριαρχήσει η αίσθηση ότι η Μαργαρίτα ήταν ατίθαση, αψηφώντας τους κανόνες του παλατιού, αλλά η αλήθεια είναι ότι παρά τις αταξίες της η Μαργαρίτα, από τα παιδικά της χρόνια μέχρι τον θάνατό της, τηρούσε ευλαβικά το Βασιλικό πρωτόκολλο, ακόμα και όταν βρισκόταν στη συντροφιά των πιο στενών της φίλων. Συχνά, μάλιστα, οι καλεσμένοι της -ούτε καν οι ερωτικοί της σύντροφοι- δεν μπορούσαν να φάνε, μέχρι να τελειώσει εκείνη το δικό της γεύμα. Αρνιόταν να χρησιμοποιεί αυτή ή οι δικοί της άνθρωποι κάποιες λέξεις που θεωρούσε χοντροκομμένες. Μία τέτοια ήταν η «ομελέτα», επιμένοντας πως αυτό το φαγητό θα έπρεπε να ονομάζεται «βουτυρωμένα αυγά». Ακόμη, η λέξη «material» (υλικό), ήταν άλλη μια λέξη που προκαλούσε την οργή της, δηλώνοντας πως ο όρος «stuff» ήταν πιο κατάλληλος για να χρησιμοποιεί κανείς. Η αυστηρότητά της αυτή συνδυαζόταν με μία τάση που είχε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της στις φάρσες, συχνά παρασύροντας και την αδελφή της σε αθώες πλάκες. Οι βοηθοί του παλατιού έβρισκαν συχνά στις τσέπες τους κολλώδεις μπάλες και κάποιοι εργαζόμενοι τα παπούτσια τους γεμάτα με βελανίδια. Ήταν μια λατρεμένη συνήθεια της νεαρής πριγκίπισσας, που χάζευε τους υπηρέτες την ώρα που μετέφεραν πελώριους δίσκους με πορσελάνινα πιάτα, προσπαθώντας να τους κάνει να γελάσουν. Είχε μία εμμονή ακόμα και ως παιδί με την καθαριότητα. Παρά το γεγονός ότι είχε στην υπηρεσία της έναν στόλο ανθρώπων επωμισμένων με το καθήκον των οικιακών εργασιών, εκείνη καθάριζε ευλαβικά το παιδικό της δωμάτιο. Στην ενήλικη ζωή της, διατηρούσε μία συλλογή από κοχύλια στο μπάνιο της, τα οποία έπλενε όταν βαριόταν. Θύμα της μικροβιοφοβία της ήταν και ο αγαπημένος σκύλος της Ρόουλι, τον οποίο έπλενε η ίδια σχεδόν καθημερινά με πανάκριβα σαμπουάν και κοντίσιονερ, παρά τη διαφωνία του κτηνιάτρου με αυτή την πρακτική.
Η μάχη της με το ύψος, η διαμάχη με την αδελφή της και το πρώτο διαζύγιο
Μεγαλώνοντας, άρχισε να αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευρηματική στο να βρίσκει τρόπους να φαίνεται ψηλότερη απ’ ότι ήταν (το ύψος της δεν ξεπερνούσε το 1,55). Κάποτε είχε διαβάσει ένα άρθρο σ’ ένα περιοδικό που την αποκαλούσε «βασιλικό νάνο» και από τότε τα παπούτσια της είχαν πάντα κρυφό πάτο, ενώ έφτασε στο σημείο να τροποποιήσει την Rolls Royce της, ζητώντας να ανασηκώσουν το δάπεδο της. Οι σχέσεις με τη μητέρα της δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα στενές. Μιλούσαν σπάνια στο τηλέφωνο και ακόμα πιο σπάνια περνούσαν χρόνο μόνο οι δυο τους. Αντιθέτως, με την αδελφή της επικοινωνούσαν καθημερινά, ακόμα και κατά τη διάρκεια της περιόδου που η σχέση τους δοκιμάστηκε από εντάσεις που προκάλεσε η στέψη της Ελισάβετ, αλλά και οι προσωπικές επιλογές της Μαργαρίτας. Το 1951, η 22άχρονη Μαργαρίτα ερωτεύτηκε τον κατά δεκαέξι χρόνια μεγαλύτερό της, παντρεμένο σμηναγό Πίτερ Τάουνσεντ που βρισκόταν στην υπηρεσία του πατέρα της.
Παρότι εκείνος τελικά χώρισε για να είναι με την Μαργαρίτα, η Ελισάβετ, ως επικεφαλής της Αγγλικανικής Εκκλησίας αναγκάστηκε να εναντιωθεί στον γάμο τους, καθώς τότε το διαζύγιο ήταν ταμπού. Η Μαργαρίτα διατηρεί με επιμονή την σχέση αυτή, παρά τις αφόρητες πιέσεις του παλατιού. Όταν τελικά η αδελφή της θέτει τελεσίγραφο, εκείνη διαλέγει το στέμμα, βγάζοντας, μάλιστα, μία ανακοίνωση. «Έθεσα τα πριγκιπικά μου καθήκοντα υπεράνω όλων των άλλων θεμάτων». Αυτό δεν σημαίνει ότι η απόφαση της Ελισάβετ να μεταφέρει με διαταγή της τον Τάουνσεντ στην αγγλική πρεσβεία του Βελγίου δεν προκαλεί ένα ακόμα τεράστιο ξέσπασμα. Τότε είναι που η νεαρή πριγκίπισσα στρέφεται στο αλκοόλ και στην «άσωτη ζωή», που κατά πολλούς επιβάρυνε την υγεία της και επέσπευσε το τέλος της, παρά το γεγονός ότι η μητέρα της και η αδελφή της απόλαυσαν και απολαμβάνουν μακροζωία.
Το 1960 παντρεύεται τον φωτογράφο Τόνι Αρμστρονγκ Τζόουνς, γνωστό για τα πορτραίτα του στο περιοδικό Tatler και δημοφιλή φιγούρα στην κοσμική, μποέμ ζωή του Λονδίνου. Λέγεται πως αυτό που την γοήτευσε στον Τόνυ ήταν ότι δεν την αντιμετώπισε ως πριγκίπισσα, αντίθετα της φερόταν σαν να μην είναι γαλαζοαίματη. Παρά την ακαταλληλότητα της καταγωγής του (αν και είναι απόφοιτος του Ιτον, ο Τόνι δεν έχει αριστοκρατική καταγωγή), λέγεται ότι η βασιλομήτωρ ήταν που έπεισε την Ελισάβετ να συναινέσει αυτή τη φορά. Το ζευγάρι μετακόμισε στα διαμερίσματα του Kensington Palace και μαζί απέκτησαν δύο παιδιά τον Ντέιβιντ και την Σάρα.
Oμως ο γάμος τους ξεκίνησε να καταρρέει νωρίς και μπροστά σε όλους. Οι λόγοι ήταν πολλοί πίσω από αυτή την αποτυχία. Από την πλευρά της η Μαργαρίτα συνέχισε να πηγαίνει σε πάρτι, ενώ εκείνος από τη μεριά του θεωρούνταν έκφυλος. «Αν σαλεύει, θα το έχει» έτσι είχαν πει χαρακτηριστικά κάποιοι φίλοι του, με τις φήμες να διίστανται για το αν ήταν bisexual ή gay. Το ζευγάρι παρέμεινε παντρεμένο για 16 -όχι ιδανικά- χρόνια. «Ήταν και οι δύο όμορφοι, δυναμικοί και μοναδικοί, ο καθένας με τον τρόπο του, ήταν καταδικασμένοι να συγκρούονται» είχε γράψει η βιογράφος Anne de Courcy. Εκείνη την περίοδο η δουλειά του πήγαινε από το καλό στο καλύτερο και εκείνη περίμενε πως ο σύζυγος της θα περνούσε περισσότερο χρόνο κοντά της, αλλά ένα από τα πιο ισχυρά κίνητρα στη ζωή του Tony ήταν ο δουλειά του» Ο γάμος τους συνοδεύτηκε από ναρκωτικά, αλκοόλ και αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές και από τις δύο πλευρές.
Σύμφωνα με τις Βιογράφους Sara Bradford και Anne de Curse ο Snowdon έφτιαχνε λίστες με πράγματα που μισούσε στη Μαργαρίτα, ανάμεσα στις σελίδες των βιβλίων της. Σε ένα από τα κακιασμένα χαρτάκια της είχε γράψει «Μοιάζεις με εβραία μανικιουρίστα και σε μισώ». Τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο και το ζευγάρι χώρισε το 1978. Είναι το πρώτο διαζύγιο μέλους της βασιλικής οικογενείας μετά την ακύρωση του γάμου του Ερρίκου Η’ με την Αννα της Κλεβ το 1540 (τουλάχιστον αυτή η σύζυγός του γλίτωσε την γκιλοτίνα).
Η Μαργαρίτα είχε πάντως πολύ τρυφερές σχέσεις με τα δύο παιδιά της, τον λόρδο Λίνλεϊ και τη λαίδη Σάρα, που κρατούν διά βίου τους τίτλους αυτούς, αλλά δεν έχουν κανένα άλλο δικαίωμα στα προνόμια της βασιλικής οικογένειας. Απόδειξη αυτού είναι ότι επέλεξαν το επάγγελμα του ξυλουργού.
Μούσα του Πικάσο και ερωμένη του κατά 17 χρόνια κηπουρού της
Το διαζύγιό της σηματοδότησε μία πλούσια κοινωνική ζωή, αλλά και μία εξίσου πλούσια, αλλά συνάμα παρασκηνιακή ερωτική ζωή. Έκανε παρέα με καλλιτέχνες, καθώς ήταν λάτρης των τεχνών, ενώ είχε διασκεδάσει αρκετές φορές ακόμα και με τα μέλη του ροκ συγκροτήματος Beatles. Συχνά πυκνά διασκέδαζε μέχρι πρωίας με τους φίλους της, καπνίζοντας εξήντα τσιγάρα την ημέρα και πίνοντας εντυπωσιακές ποσότητες αλκοόλ.
Σύμφωνα με τον βιογράφο του Πάμπλο Πικάσο, ο ζωγράφος ήταν κολλημένος με την πριγκίπισσα για μια δεκαετία ή και παραπάνω. Στα 50’s ξεκίνησε να βλέπει ερωτικά όνειρα για τη νεαρή πριγκίπισσα. Που και που έβλεπε και με την αδερφή της. Μάλιστα ο ίδιος ο ζωγράφος εκμυστηρεύτηκε στον στενό του φίλο Roland Penrose ¨αν ήξεραν τι έχω κάνει στα όνειρα μου με τις γαλαζοαίματες θα μου είχαν κόψει το κεφάλι στο Πύργο του Λονδίνου.
Η Μαργαρίτα περνούσε πολύ από τον χρόνο της στην Καραϊβική, στο καταφύγιό της, τη βίλα «Mustique», δώρο γάμου του φίλου της Κόλιν Τέναντ, λόρδος Γκλένκονερ. Εκεί έζησε και τον πολύχρονο δεσμό της με τον κατά 17 έτη κηπουρό της.
Ο θάνατος και η κηδεία της προηγήθηκαν του θανάτου της υπέργηρης μητέρας της και έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο. «Στο καλό, αγαπημένη μου θεία», είπε στον δημόσιο αποχαιρετισμό του, αντικαθιστώντας τη μητέρα του, ο πρίγκιπας Κάρολος, στο ειδικό τηλεοπτικό πρόγραμμα του BBC. «Έζησε τη ζωή της, πάντα ζωηρό και ελεύθερο πνεύμα, ώσπου την καθήλωσε η αρρώστια από τις δοκιμασίες της οποίας την ελευθέρωσε ευσπλαχνικά ο θάνατος», είπε. «Θα την θυμάμαι πάντα να παίζει πιάνο και να τραγουδά με τους φίλους της ολόγυρα, κρατώντας τη μακριά πίπα της με το αναμμένο τσιγάρο». Απόδειξη πως η ατίθαση πριγκίπισσα στο τέλος συμβιβάστηκε, αντιλαμβανόμενη ότι πάνω από τις επιθυμίες και τα πάθη είναι το στέμμα, αποτελεί η διήγηση του έμπιστου σοφέρ της, ο οποίος δήλωσε ότι λίγο πριν το τέλος της επισκέφθηκε το Clarence House, την κατοικία της μητέρας της. Από εκεί πήρε μια μεγάλη τσάντα γεμάτη γράμματα και την έκαψε. «Τα μυστικά πρέπει να φεύγουν μαζί μας», ψιθύρισε, παρατηρώντας τις φλόγες που κατέστρεφαν επιστολές, στα οποία ο σοφέρ πρόλαβε να διακρίνει πασίγνωστα ονόματα, μεταξύ αυτών και της Νταιάνα.