Η Μανίνα Ζουμπουλάκη που γεννήθηκε στην Καβάλα και ζει στην Αθήνα, παραμένει έφηβη στην καρδιά της μέσης ηλικίας. Έχει στο βιογραφικό της μία μακρά πορεία στον ελληνικό Τύπο και δεκαπέντε βιβλία. Έχει γράψει μυθιστορήματα, σενάρια και μιούζικαλ και συνεχίζει απτόητη να γράφει, να είναι σύζυγος και μαμά και να διατηρεί το χιούμορ της.
«Κάτι μου κρύβεις» (2017), «Άκουσέ με» (2018), «Μη φοβάσαι» (2020) και τα τρία από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος. Πότε γεννήθηκε η ιδέα της τριλογίας της Αθήνας και τι τη διαμόρφωσε όλο αυτό το διάστημα μέχρι το τελευταίο βιβλίο;
«Μου άρεσε η ιδέα της τριλογίας, είναι στρόγγυλο νούμερο το τρία. Φαίνεται κάπως αλλά… η αφορμή ήταν ο φασισμός της καθημερινότητας, τα είδη φασισμού σε μια σύγχρονη πόλη σαν την Αθήνα – όχι απαραίτητα από πολιτική σκοπιά. Κυρίως από κοινωνική και προσωπική (σκοπιά). Δεν έχω ιδέα πώς γεννιούνται οι ιδέες, συνήθως συμβαίνει κάτι ή διαβάζω μια είδηση που με αφορά, συγκινούμαι από κάτι πραγματικό, και αρχίζει να στήνεται στο μυαλό μου μια ιστορία. Σας απαντάω φλου, επειδή δεν μπορώ να γίνω πιο σαφής».
Η αρχή της αστυνομικής πλοκής γίνεται με τη δολοφονία ενός αστέγου, ακολουθούν κι άλλες. Τι έμαθες για τα προβλήματα των αστέγων της Αθήνας καθώς έγραφες την τριλογία;
«Έκανα ρεπορτάζ κανονικό για έξη-επτά μήνες στο κέντρο της Αθήνας. Πάνω που νόμιζα ότι το έχω το θέμα, μια φίλη μου είπε, στο άσχετο, ότι μαγειρεύει σε κουζίνα των αστέγων, από χόμπι. Και ήταν σαν να άναψε ένα λαμπάκι στο μυαλό μου – η κόρη της Δώρας, η Κωνσταντίνα, ορίστε που μαγειρεύει για τους άστεγους έναν παγωμένο χειμώνα! Με ό,τι ασχολείται η ηρωίδα μου κάθε φορά, ασχολούμαι κι εγώ. Γεμίζω τουλάχιστον ένα τετράδιο με πληροφορίες για κάθε βιβλίο που γράφω».
Στο βιβλίο που κλείνει την τριλογία, με τίτλο «Μη Φοβάσαι», πρωταγωνιστεί και το καυτό αθηναϊκό καλοκαίρι. Τι συναισθήματα σου γεννά αυτή η πόλη το καλοκαίρι; Την αγαπάς λίγο παραπάνω όταν αδειάζει, τη μισείς περισσότερο όταν όλα λιώνουν κάτω από τον ήλιο;
«Πέρασα πολλά καλοκαίρια στην Αθήνα (παρόλο που όπως όλος ο κόσμος τα προτιμάω σε νησί). Δουλεύω καλά με τη ζέστη, την έχω συνηθίσει από τα χρόνια χωρίς air condition, δε με χαλάει. Μου αρέσει η αδειανή καλοκαιρινή Αθήνα, είναι μια άλλη πόλη, και η ατμόσφαιρά της είναι χαλαρή, ραχατλίδικη… ότι πρέπει για να σου κατεβαίνουν ιδέες! Θα ζούσα εύκολα σε μέρος με μόνιμο καλοκαίρι. Ακόμα και στην Αθήνα, που γίνεται πιο κοινοβιακή, πιο επικοινωνιακή τα καλοκαίρια».
Η κεντρική σου πρωταγωνίστρια, η Δώρα, έχει ένα χάρισμα, που κάνει αυτή τη νουάρ τριλογία να φλερτάρει με τον μαγικό ρεαλισμό. Τι παγίδες έκρυβε η απόφασή σου να δώσεις στην ηρωίδα σου σχεδόν μαντικές ικανότητες;
«Ε, το ρίσκο ήταν να γίνει φολκλόρ, να περάσει την λεπτή γραμμή ανάμεσα στο αλαφροΐσκιωτο και στην καφετζού… δεν ένοιωσα ότι την έκανα ρεζίλι πάντως τη Δώρα, σε κανένα σημείο. Νομίζω ότι κράτησε μια σοβαρότητα. Χωρίς να κόψει το σεξ, ας πούμε, ή έστω την ονειρομαντεία.»
Η Δώρα είναι ξεναγός, μαμά, ερωμένη. Πως διάλεξες να φωτίσεις την κάθε της διάσταση και τι θέλεις να δείξεις με αυτό;
«Μέσα από τις σχέσεις της με τους ανθρώπους που αγαπάει νομίζω φωτίζεται η κάθε της διάσταση. Μια κανονική γυναίκα είναι ταυτόχρονα εργαζόμενη, μαμά, σύζυγος, ερωμένη, όλα αυτά και πολύ περισσότερα – μαγείρισσα, οικονόμος της οικογένειας, καθαρίστρια, ό,τι θέλεις. Καταλαβαίνουμε τι είναι, και τι ρόλο παίζει ο κάθε ρόλος, παρακολουθώντας τη μέση γυναίκα στην καθημερινότητα, στις επαφές της με τους άλλους. Αυτό κάνουμε με τη Δώρα, μπαίνουμε στο πετσί της και ζούμε τη ζωή της…».
Μου αρέσει που με έναν τρόπο δίνεις στην ηρωίδα σου ένα happy ending. Ήθελες η αναγνώστριά σου να ταυτιστεί με τη Δώρα;
«Το έχω ξαναπεί, ζω για το χάπι έντ! Νομίζω ποτέ δεν έκλεισα ιστορία, διήγημα, άρθρο ή βιβλίο χωρίς να ‘λυθεί’ το πρόβλημα, χωρίς να δικαιωθεί η ηρωίδα μου. Θέλω να τιμωρηθούν οι κακοί και η ηρωίδα να βρει το θησαυρό, αλλιώς δεν αισθάνομαι την ανάταση που αναζητώ σε ένα βιβλίο. Φυσικά και θέλω να ταυτιστεί με τη Δώρα η αναγνώστρια, αλλά ταυτίζομαι κι εγώ μαζί της, δεν την προδίδω ποτέ, δεν την παρατάω στα κρύα του λουτρού!».
Το καστ του βιβλίου συμπληρώνει ένας πολυεθνικός θίασος. Πως διάλεξες αυτές τις εθνικότητες (τον Πολωνό, τους Αμερικανούς), ήθελες να χρησιμοποιήσεις τα κλισέ γύρω από αυτούς τους λαούς, να μιλήσεις για την αντίθεση ανάμεσα σε δύο κόσμους που συναντώνται σε έναν τρίτο, την άκρη της Ευρώπης που είναι η Ελλάδα;
«Γνώρισα δύο Πολωνούς, μια κοπέλα κι ένα αγόρι, στην Νίσυρο, στο Ινστιτούτο Μεσογειακού Κινηματογράφου το καλοκαίρι του ΄17. Και μου κίνησαν το ενδιαφέρον, έμαθα πολλά, δεν ξέρω πώς να το θέσω – ήταν πηγή έμπνευσης. Πολύ διαφορετικοί από ότι φανταζόμουν… Μετά είχα μια εμπειρία με μια Αμερικανίδα κυρία, και (ξανά) έζησα τον ελαφρύ πλην όμως βαθύ ρατσισμό των Αμερικανών απέναντι σε όλους τους λαούς. Οι ατάκες για το σαπούνι Νταβ (‘α, έχετε κι εδώ Νταβ; Φαντάσου, είχαν μέχρι και στη Βαγδάτη!’) ήταν ατόφιες από την πραγματική κυρία Αμερικάνα. Έχουν έναν εγωισμό, μαζί με ρατσισμό και σνομπισμό… δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, γι αυτό έβαλα το γκρουπ της Δώρας αυτή τη φορά να είναι Αμερικάνοι. Επειδή ήθελα να γράψω για κάτι που με ενοχλεί βαθιά, και να το φορέσω σε πραγματικούς ανθρώπους».
Γράφεις σε μία σημείωση στο τέλος του βιβλίου ότι «δεν είναι η ακρίβεια αυτό που μετράει στις ιστορίες, είναι η ροή, η ομορφιά και η ειλικρίνειά τους». Τι είναι αυτό που σε κάνει να διακρίνεις την ειλικρίνεια μιας ιστορίας;
«Κλωτσάει το ψεύτικο, σε χαλάει, σαν αναγνώστη. Διαβάζεις και λες ‘ώπα!’, μη σου πω και ‘ρε φίλε’. Δεν θέλω τίποτε ψεύτικο, κάθε συναίσθημα πρέπει να το έχω ζήσει για να το γράψω, ή να το έζησε πολύ κοντινό μου άτομο. Ναι, δεν έχω κλειστεί σε σκοτεινό χώρο εγώ προσωπικά, μόνο σε ασανσέρ, αλλά ο μπαμπάς μας δεν βλέπει εδώ και πολλά χρόνια. Δοκίμασα το ‘μια ώρα σε εντελώς σκοτάδι’, κι αυτά τα συναισθήματα έβαλα στη Δώρα. Αυτά, μαζί με τον φόβο – του σκοταδιού, του άγνωστου, του θανάτου… τους έχουμε όλοι, αυτούς τους φόβους. Είναι αληθινοί, και η αντιμετώπισή τους (από τη Δώρα) είναι ειλικρινής. Είναι αληθινή ηρωίδα, ηρωική πλην όμως ανθρώπινη, διπλανή μας».
Τα 25 κεφάλαια του βιβλίου ξεκινούν με τις ιστορίες ισάριθμων γυναικείων μορφών της ελληνικής μυθολογίας. (Ομολογώ ότι με μερικές με έπιασες αδιάβαστη: Βριτόμαρτις, Ασκληπιγένεια!) Ποια είναι η αγαπημένη σου;
«Μου αρέσουν όλες, η Γαλήνη, η Νεφέλη, η άγνωστη Ασκληπιγένεια… αγαπημένες μου είναι η Εστία, όπως και η Δήμητρα με την Περσεφόνη – η σχέση μάνας/κόρης τρέχει μέσα στο ‘Μη φοβάσαι’, πίσω από τη δράση. Είναι πάρα πολλές γυναικείες μορφές στην Ελληνική μυθολογία, με ωραίες ιστορίες και συμβολισμούς, που κάπως έχουνε ξεχαστεί, δεν αναφέρονται πια… και ήθελα να τις φωτίσω, έστω με μερικές παραγράφους την κάθε μία, να μας τις θυμίσω».
Μπορεί να μοιάζεις πιο Αθηναία κι από την Κοιμωμένη του Χαλεπά, αλλά είσαι γέννημα θρέμμα της Καβάλας. Αν σου ζητούσα να ξεναγήσεις στη Δώρα στην Καβάλα των παιδικών σου χρόνων που θα την πήγαινες; Και σήμερα;
«Θα την πήγαινα για μπάνιο στο Μπάτη των παιδικών μου χρόνων – αλλά και σήμερα εκεί θα την πήγαινα πρώτα πρώτα. Εκδρομές στην Ηρακλείτσα και Πέραμο, για καφέδες πάνω στη θάλασσα, σήμερα… Για ποτό σε ένα από τα μπαράκια της παραλίας, προς τα φέρυμποτ. Και βόλτες στην Παλιά Πόλη, στο Ιμαρέτ, στο Φάρο, στο Κάστρο. Σίγουρα θα ‘έβλεπε’ ένα σωρό εικόνες εκεί επάνω!»
Έχεις εργαστεί σε δεκάδες τίτλους, περιοδικά και εφημερίδες. Τι κράτησες και τι πέταξες από αυτή την καθημερινή τριβή με το γραπτό λόγο;
«Ο Φρέντυ Γερμανός κάποτε μου είπε, ‘όσο περισσότερο γράφεις, τόσο καλύτερα γράφεις’. Με αυτή τη φράση του Φρέντυ ζω: αν δεν γράψω κάτι για 2-3 μέρες, αισθάνομαι άσχημα, πέφτω ψυχολογικά, άσε που όταν δεν έχω ηρωίδα είμαι πολύ πιο ντάουν από ότι όταν έχω, δηλαδή (από) όταν γράφω μια ιστορία, βιβλίο, θεατρικό ή σενάριο. Κράτησα από την εποχή των περιοδικών την λογική του deadline, δεν αργώ ποτέ κείμενο (έχω κολλητή πρώην αρχισυντάκτρια!) και περιμένω πάντα πώς και πώς να το δω τυπωμένο, ή στημένο σε σάιτ, λες κι είναι η πρώτη φορά που θα βγει στο φως κείμενό μου. Μου αρέσει η μοναχικότητα του γραψίματος αλλά και η συνεργασία, η κουβέντα μέχρι να κάτσει το θέμα… αυτά μου έμειναν, παρατηρητικότητα (σε άσχετα πράγματα) είχα πάντα. Δεν προσέχω πού άφησε κάποιος το αμάξι του π.χ., αλλά ‘φωτογραφίζω’ μια περίεργη γιαγιά περνώντας κάτω από ένα φωτισμένο παράθυρο».
Πως άλλαξε τη ζωή σου η πανδημία; Υπάρχουν χρήσιμα συμπεράσματα για όλους μας από την κατάσταση που βιώνουμε;
«Είναι σιχαμένο πράγμα, να ζεις με τον φόβο των άλλων ανθρώπων, σιχαμένο. Ελπίζω να βρεθεί εμβόλιο σύντομα, και να είναι διαθέσιμο σε όλους. Το μόνο καλό ήταν ότι πέρασα χρόνο με τα παιδιά μου, και με τα τρία. Ξέρω ότι με την εφηβεία θα κοπεί η επικοινωνία, κι ο μεγάλος δουλεύει πολύ, δεν έχει διάθεση για κουβέντες, μετά το λοκντάουν, και καλά κάνει. Ό,τι είπαμε, το είπαμε – ήταν το χρυσόχαρτο ας πούμε, στην όλη ιστορία του λοκντάουν, η επαφή των γονιών με τα παιδιά μας».
Μη φοβάσαι. Τίτλος τρομακτικά επίκαιρος. Τι φοβάσαι σε αυτή τη ζωή, Μανίνα; (Και πως ξεπερνάς τους φόβους σου;)
«Θα σας απογοητεύσω διότι δεν φοβάμαι τίποτε πρωτότυπο, τις ακρίδες ή τις μέδουσες ή τους φαλαινοκαρχαρίες π.χ., φοβάμαι την αρρώστια και τον θάνατο: πάρα πολύ κοινότυπα και άμεσα αναγνωρίσιμα πράγματα, τυλιγμένα στο φόβο. Φοβάμαι τα νοσοκομεία, γι’ αυτό γράφω ρεπορτάζ όποτε βρίσκομαι σε νοσοκομείο. Ξεπερνάω τους φόβους μου γράφοντας. Το συστήνω σαν μέθοδο (για να μη φοβάται κανείς τους φόβους του), το γράψιμο και το διάβασμα…».