Δεν μπορώ να θυμηθώ την πρώτη φορά που συνάντησα τη Λένα Διβάνη. Τα μάτια έχουν καταγράψει μια χρωματιστή παρουσία, τα αυτιά ένα κελαρυστό γέλιο, το μυαλό μία κοφτερή πένα. Θυμάμαι ακόμη ότι περίμενα μία καθηγήτρια Πανεπιστημίου, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό (έναν κάποιο βαθμό αυστηρότητας;), και αντ’ αυτού πήρα μια rock star που διδάσκει Ιστορία με έναν τρόπο που σε κάνει να την αγαπήσεις· και την Ιστορία και τη διδάσκουσα. Σήμερα, στο σπίτι της στην καρδιά της Κυψέλης όπου συζητάμε για το καινούριο της βιβλίο, Ονειρεύτηκα τη Διδώ (εκδόσεις Πατάκη), η Λένα μοιάζει να μην έχει αλλάξει καθόλου από εκείνη την πρώτη συνάντηση που χάνεται σε μια άλλη δεκαετία.
Για 90 λεπτά και ενώ ο γάτος Γκαστόνε τρίβεται στα πόδια μας, θα μιλήσουμε σχεδόν για τα πάντα: για όσα γίνονται σήμερα στον κόσμο και μας οδηγούν σε έναν χειρότερο πλανήτη, για όσους κραδαίνουν μία ρομφαία στα social media, για τα ταξίδια που «είναι σοφία απτή, τα ορειβατικά ακόμη περισσότερο γιατί το να κοιμάσαι στο χώμα σε γειώνει, σε βγάζει από την comfort zone σου», για τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, τον ήρωά της στην πολιτική, για το γεγονός ότι η ίδια είναι αριστερή στην ψυχή, όπως και η αγαπημένη της Διδώ, που γεννήθηκε το 1909 στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας.
Το κοριτσάκι του Ευάγγελου Παππά και της Μαριάνθης Παπαδοπούλου έχει άλλα τέσσερα αδέρφια – ανάμεσά τους η Έλλη Παππά, δημοσιογράφος, συγγραφέας και σύντροφος του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ, Νίκου Μπελογιάννη. Όταν γίνεται 12, λίγο πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη των οικογενειών στον Πειραιά, οι γονείς της δίνουν τη Διδώ στους πλούσιους θείους της. Σπουδάζει στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και παντρεύεται στα 24 τον μαθηματικό Πλάτωνα Σωτηρίου, θείο της Άλκης Ζέη. Δύο χρόνια μετά, θα γνωρίσει τον έρωτα της ζωής της, τον δημοσιογράφο Αντώνη Δούμα, επίσης παντρεμένο. Δεν θα διαλύσουν τους γάμους τους, αλλά ούτε θα απαρνηθούν τον έρωτά τους.
Η Διδώ κάνει καριέρα ως δημοσιογράφος, γίνεται αρχισυντάκτρια του περιοδικού Γυναίκα και στις εφημερίδες Νέος Κόσμος και Ριζοσπάστης. Είναι φεμινίστρια, μέλος της Αντίστασης, αλλά και του κομμουνιστικού κόμματος, από το οποίο τη διέγραψαν το 1947. Εμφανίστηκε στα γράμματα σε ηλικία 50 χρόνων με τη νουβέλα Οι νεκροί περιμένουν. Αν και δεν έκανε δικά της παιδιά, μεγάλωσε τον Νίκο, γιο της αδερφής της Ελλης και του Νίκου Μπελογιάννη.
Έγραψες τη βιογραφία της μέσα από ερωταπαντήσεις, γιατί χρειαζόσουν μια δομή, είσαι «δομάκιας», όπως λες. Βασίστηκες σε διηγήσεις, μεταξύ άλλων, και της Αλκης Ζέη. Εκείνη σε βοήθησε περισσότερο να φτιάξεις το προφίλ της Διδώς;
Έγραψα ένα βιβλίο όπως νομίζω ότι θα μιλούσαμε με τη Διδώ, ανάλαφρα, με προσφωνήσεις, όπως αγάπη μου, παιδί μου, γιατί το ξέρω, έτσι θα μιλούσαμε με τη Διδώ αν είχαμε συναντηθεί. ‘Εμαθα πολλά από την Άλκη, αλλά από τον Νίκο, που τον μεγάλωσε σαν γιο της, ακόμη περισσότερα. Ο Νίκος μού έδειξε μία πιο πλούσια, πιο ιδιωτική πλευρά της. Μιλούσε γι’ αυτήν ακόμη και με τη γλώσσα του σώματός του.
Είναι ένας από τους πιο γλυκούς ανθρώπους που έχω συναντήσει και τον γνώρισα χωρίς να ξέρω ότι δυστυχώς σε λίγο θα πέθαινε πρόωρα κι εκείνος. Δέχτηκε να μιλήσει με χαρά, για τα πάντα, κι ενώ ήταν μαζεμένος στα δύσκολα θέματα, όταν μιλούσε για τη Διδώ, τσακ, χωρίς να το θέλει, χαμογελούσε άθελά του πάντα. Όταν του το επισήμανα, μου είπε «μα την έβλεπες αυτή τη γυναίκα και χαμογελούσες».
Η Άλκη μού διηγήθηκε πολλά κωμικοτραγικά περιστατικά. Είχε τεράστια αγάπη και θαυμασμό για τη Διδώ, αλλά ένιωσα ότι κρατιόταν μερικές φορές από το να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Βέβαια το καυστικό χιούμορ της Άλκης ήταν αξεπέραστο. Όταν τη ρώτησα αν ήταν τόσο όμορφη η μητέρα της Διδώς, μου απάντησε: «Άντε, καλέ, η Διδώ τα έφτιαχνε έτσι. Μια μέτρια ήταν. Σιγά την όμορφη».
Η ομορφιά είναι η πιο επισφαλής μετοχή, καίγεται σίγουρα. Σου δίνει τη φρεναπάτη ότι δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο και δεν φροντίζεις το μέσα.
Έρχεται και ξανάρχεται το θέμα της ομορφιάς στο βιβλίο, «ήμουν άσχημη», λέει συνέχεια η Διδώ. Είναι η ομορφιά η αχίλλειος πτέρνα ακόμη και των πιο έξυπνων γυναικών;
Ναι, δύο είναι οι αχίλλειες πτέρνες μας. Η ομορφιά και το δεύτερο, που δένει με την ομορφιά, είναι ο χρόνος. Οι γυναίκες έχουν αναγκαστεί να καταπιούν ένα ρολόι. Η μεγαλύτερη απόφαση της ζωής μου -και η πιο σοφή που έχω πάρει μέχρι τώρα- είναι να αγνοήσω το χρόνο. Και πώς τον αγνοείς το χρόνο;
Είπα, δεν θέλω να κάνω παιδί, άρα δεν υπάρχει αυτό το τικ τοκ. Μετά είπα θα κάνω μια δουλειά στην οποία θα γίνομαι καλύτερη όσο μεγαλώνω. Διαπίστωσα μάλιστα πως ο χρόνος είναι σαν το σκύλο. ‘Αμα τον φοβάσαι σε δαγκώνει, αλλά αν δεν τον φοβάσαι σου κουνάει την ουρά του φιλικά. Η μαμά μου, ξέρετε, ήταν πολύ όμορφη.
‘Ηταν και πολύ έξυπνη, αλλά οι συνθήκες δεν της επέτρεψαν να σπουδάσει παρόλο που το ήθελε. Παντρεύτηκε 18 χρόνων από προξενιό, έκανε τρία παιδιά ως τα 21, δεν πρόλαβε να φλερτάρει, να βγει, να σπουδάσει, να δουλέψει, τίποτα. Και παρόλο που ο πατέρας μου ήταν φεμινιστής χωρίς να το ξέρει, έκανε δουλειές, τη βοηθούσε, εκείνη ένιωθε αιχμάλωτη.
Όταν λοιπόν οι 3 κόρες της μεγαλώσαμε, πήγαμε στο πανεπιστήμιο, πιάσαμε δουλειές, αρχίσαμε να βγαίνουμε, μας παρακολουθούσε έκθαμβη. Ετσι μάθαμε κι εμείς ότι η ανεξαρτησία είναι το απόλυτο αγαθό. Και ότι η ομορφιά είναι η πιο επισφαλής μετοχή, καίγεται σίγουρα. Σου δίνει τη φρεναπάτη ότι δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο και δεν φροντίζεις το μέσα. Είναι τρομερό εισιτήριο η ομορφιά, αλλά γρήγορα διαπιστώνεις ότι χάνεται, ξεθωριάζει.
Το σπίτι στο οποίο μεγαλώσαμε είναι τελικά η πυξίδα για όλες τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής;
Εννοείται! Εκεί γίνονται όλα τα καλά και τα κακά. Ο πατέρας μου, ας πούμε, πίστευε, για δικούς του λόγους, ότι είμαι κάτι μεταξύ του Αϊνστάιν και της Μέριλιν Μονρό. Αυτό μου έδωσε τόνους αυτοπεποίθησης ώστε και να διαθέσω τον εαυτό μου όπως εγώ νόμιζα, αλλά και να τον προστατεύσω. Αν ο γονιός σου πιστεύει ότι είσαι άχρηστη, δύσκολα θα επιπλεύσεις στο μέλλον. Γιατί στο σπίτι εκπαιδεύεσαι. Οι γονείς μου καβγάδιζαν συνεχώς. Ήταν δύο καλοί άνθρωποι, αταίριαστοι. Έτσι κι εγώ σιχάθηκα το γάμο. ‘Ελεγα στον εαυτό μου, «να θυμηθώ να μην παντρευτώ ποτέ». Μετά άκουγα τους γονείς μου να λένε συνέχεια «αν δεν είχαμε τα παιδιά» το ένα, «αν δεν είχαμε τα παιδιά» το άλλο. Οπότε είπα, α, ούτε παιδιά πρέπει να κάνω. Τα παιδιά κρατάνε τους ανθρώπους σε σχέσεις που έχουν τελειώσει, είναι σαν αλυσίδες με σιδερένιες μπάλες στο πόδι. Παρακολουθούσα και τι συνέβαινε στους γύρω μου, δεν έβλεπα κανέναν ευτυχισμένο γάμο σε άλλα σπίτια. Έτσι έγινα πολύ προσεκτική, πολύ παρατηρητική. Αυτό ήταν που με έκανε συγγραφέα, πιστεύω. Ξέρεις, τα παιδιά που μεγαλώνουν σε σπίτια με γονείς που μαλώνουν, συχνά αισθάνονται ότι φταίνε τα ίδια για τους καβγάδες των γονιών τους, ειδικά τα κορίτσια, γιατί τα μεγαλώνουμε έτσι, με πιο αδύναμο εγώ, τα μαθαίνουμε να είναι ενοχικά. Εγώ όμως είπα, δεν φταίω εγώ, είναι δικό τους το πρόβλημα. Και πήρα νωρίς την απόφαση να φτιάξω έναν γυάλινο κώδωνα για να προστατευτώ και να προστατεύσω όσους είναι γύρω μου και το κάνω μέχρι σήμερα με όλους τους φίλους μου. Είναι δομικό στοιχείο του χαρακτήρα μου.
Μέσα από τις ερωτήσεις προς τη Διδώ ένιωσα ότι διάβασα το μανιφέστο σου.
Δεν έχεις άδικο! Βασικά συμφωνώ μαζί της σε τόσο πολλά, από το να μη θέλω να κάνω παιδιά, να μη δίνω καμία σημασία στο γάμο, μικροπράγματα, όπως ότι μου αρέσει να μαγειρεύω, αλλά να μην πλένω τα πιάτα… Πώς να μη συμφωνώ; Σαν τη Διδώ δεν υπάρχει άλλη καμία. Φαντάσου τότε, επί Μεταξά, να είσαι φεμινίστρια, γυμνίστρια, να έχεις σύζυγο και εραστή, φανερά, όχι το κρυφό, το μικροαστικό, να έχεις τον σύζυγο να κάνει τις δουλειές και όχι οποιονδήποτε σύζυγο, τον γαμάτο σύζυγο, που είναι και κούκλος. Ο Πλάτων έκανε για τη Διδώ ό,τι τόσες και τόσες γυναίκες για τους άντρες τους που ήταν συγγραφείς: έκανε τον γραμματέα της.
Ήταν πολύ μπροστά η Διδώ ακόμα και σε σχέση με σήμερα…
Μα αυτό θαύμασα στη Διδώ και φαίνεται, νομίζω… Σκέφτομαι τις σημερινές γυναίκες που νιώθουν ότι πρέπει να παντρευτούν, να κάνουν παιδί, να κάνουν καριέρα, να τα προλάβουν όλα… Κι έχεις τη Διδώ που δεν ανέχεται κανέναν περιορισμό και κανένα πρέπει. Να σημειωθεί ότι εγώ δεν έχω ινδάλματα. Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε γκρίζες ζώνες. Αλλά η Διδώ εξαιρείται! Γι’ αυτό θα ήθελα να είναι μάνα, θεία, αδελφή μου. Γιατί χρειάζομαι έναν τέτοιο άνθρωπο στη ζωή μου, μια γυναίκα που ενώ έπλευσε σε αυτά τα ταραγμένα νερά, ενώ έζησε στην εμφυλιακή και τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, δεν έχασε ποτέ το χαμόγελό της. Πάνω απ’ όλα καταλάβαινε τους ανθρώπους, ήταν συμπονετική. Το ομολογώ, θα ήθελα πολύ να της μοιάζω…
Μπορεί ένα βιβλίο να αλλάξει τον κόσμο;
Όχι. Κάποτε όμως ένα βιβλίο μπορούσε να προκαλέσει έναν κοινωνικό σεισμό. Ας πούμε, ο Ερρίκος Ντυνάν άλλαξε τον κόσμο με ένα βιβλίο. Περνώντας από το Σολφερίνο, ένα χωριό που είχε γίνει πεδίο μάχης μεταξύ Αυστριακών και Ιταλών, είδε εγκαταλελειμμένους νεκρούς και ημιθανείς που βογκούσαν και πόνεσε η ψυχή του. Έτρεξε στο χωριό και ζήτησε από τους ανθρώπους να σώσουν τους ζωντανούς και να θάψουν τους νεκρούς. Όταν επέστρεψε στην Ελβετία έγραψε το βιβλίο Μία ανάμνηση από το Σολφερίνο, που γέννησε το κίνημα του Ερυθρού Σταυρού, του μεγαλύτερου, πιο ανθεκτικού παγκόσμιου κινήματος, που γέννησε αργότερα το κίνημα ειρήνης, το ανθρωπιστικό δίκαιο και το δίκαιο του πολέμου. Αλλά τότε ήταν σπάνια τα βιβλία, και έκαναν εντύπωση. Τώρα είναι στο σωρό χιλιάδες, δεν είναι το ίδιο. Βέβαια ο Ντυνάν έχει πει μία τρομερή φράση που την πιστεύω απόλυτα: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο δραστικό από μία ιδέα στον καιρό της».
Οι διάλογοι στο Ονειρεύτηκα τη Διδώ είναι τόσο ζωηροί που ο αναγνώστης πιστεύει ότι τη γνώριζες κι ας ξεκαθαρίζεις ότι δεν τη συνάντησες ποτέ. Πότε συνδέθηκες μαζί της;
Το περίεργο είναι ότι είχα διαβάσει τα βιβλία της (την Εντολή, που με τσάκισε, γιατί είναι κορυφαίο βιβλίο, τα Ματωμένα Χώματα, το Οι Νεκροί περιμένουν), αλλά δεν την είχα συναντήσει. Ψάχνοντας διαπίστωσα ότι ήταν ζουζούνι η Διδώ, είχε τον ακάθιστο. Δεν μπορούσε να σκλαβωθεί για έναν χρόνο και να καθίσει να γράψει λογοτεχνία- γι’ αυτό λάτρευε τη δημοσιογραφία. Βρήκε το χρόνο να γίνει συγγραφέας εξαιτίας του Νίκου (σ.σ.: Μπελογιάννη, ο γιος της αδελφής της, Έλλης Παππά, και του Νίκου Μπελογιάννη). Ήταν το δώρο του παιδιού. Στην πραγματικότητα την ερωτεύτηκα όταν την είδα σε μια τηλεοπτική συνέντευξη. Ήταν εξωτερικά μία γριά γυναίκα, διαλυμένη και μάλλον άσχημη, αλλά εξέπεμπε τόσο φως που την έβλεπες σαν σκανταλιάρικο παιδί! Αυτό ήταν που με αιχμαλώτισε. Όλοι είμαστε παιδιά μέσα μας, ξέρεις, απλά οι περισσότεροι ντρέπονται να το αφήσουν να φανεί γιατί δεν πρέπει, δεν συμβαδίζει με την ηλικία τους. Η Διδώ δεν ντρεπόταν καθόλου. Έλεγε με τσαχπινιά στον Έξαρχο, που της έπαιρνε συνέντευξη: «Εγώ ήμουνα, είμαι, πάρα πολύ ερωτική». Ήθελε να το πει, δεν το είχε παρατήσει. Αυτό λάτρεψα σε εκείνη.
Τι ξέρει άραγε η μέση 30άρα αναγνώστρια για τη Διδώ;
Φοβάμαι πως η μέση 30άρα δεν έχει ιδέα ιδέα ούτε για το ποια ήταν η Διδώ, αλλά ούτε για την εποχή της. Το βιβλίο συστήνει έναν εκπληκτικό άνθρωπο, φλογερό, που απεχθανόταν τη σοβαροφάνεια. Η Διδώ είναι το δόλωμα για να ξετυλιχτεί μπροστά στα μάτια σου μια ολόκληρη εποχή πολύ σκληρή ιδίως για τις κοπέλες. Είναι τρομερά ενδιαφέρον να δεις πως ξεπερνούσε τα εμπόδια αυτό το αξιαγάπητο πλάσμα. Ξέρεις, αυτό είναι το αγαπημένο μου επίθετο, αξιαγάπητος: είναι το απόλυτο κομπλιμέντο, να πεις σε κάποιον ότι είναι άξιος να αγαπηθεί.
Μαθαίνουν και για την Ιστορία του φεμινισμού στην Ελλάδα μέσα από τη ζωή της Διδώς;
Εννοείται, του φεμινισμού, της Κατοχής, του Εμφύλιου, της χούντας, της αριστερής διανόησης· τα πάντα έζησε η Διδώ!
Στο φεμινιστικό κίνημα θα μπορούσε να βγει πιο μπροστά;
Μα ήταν μπροστά! Ήταν μαζί με την Αύρα Θεοδωροπούλου στον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, που ιδρύθηκε το 1920. Αρχομανής όμως δεν ήταν η Διδώ, δεν ήθελε οφίτσια – κάτι άλλο που εκτιμώ σε εκείνη. ‘Ηθελε να γίνει η δουλειά. Μάλιστα ήταν γραμμένη ταυτόχρονα και στη γυναικεία οργάνωση του ΚΚΕ, που πίστευε (λανθασμένα) ότι τα όποια προβλήματα των γυναικών θα λυθούν όταν λυθεί το ταξικό πρόβλημα.
Η ίδια ήταν ακόμη και άθελά της η σημαιοφόρος ενάντια στην «εκπλήρωση του γυναικείου προορισμού».
Η ζωή της όλη ήταν μια άρνηση του «γυναικείου προορισμού». Έκανε ό,τι τραβούσε η όρεξή της! Να μην ξεχνάμε ότι ζούσε σε μια κοινωνία που οι γυναίκες ακόμα και στον κύκλο τους, ακόμα και στο ΚΚΕ, δεν δούλευαν. Μόνο υπηρέτριες, εργάτριες και στα χωράφια μπορούσαν να δουλέψουν. Αν δούλευαν σε τράπεζα όταν παντρεύονταν, τις έδιωχναν. Ανήκαν πια στο σπίτι.
Φαντάσου, επί Μεταξά, να είσαι φεμινίστρια, γυμνίστρια, να έχεις σύζυγο και εραστή, φανερά, να έχεις τον σύζυγο να κάνει τις δουλειές, να είναι γραμματέας σου.
Γιατί επιβιώνει ακόμη και σήμερα αυτή η ιδέα περί προορισμού της γυναίκας;
Γιατί αντιστέκεται τρελά η πατριαρχία και γιατί εμείς δεν αγωνιζόμαστε σωστά.
Τι κάνουμε λάθος; Πώς θα αγωνιστούμε σωστά;
Πρέπει πρώτα να συνειδητοποιούμε τι γίνεται. Πρώτα απ’ όλα δεν γίνεται συζήτηση στην Ελλάδα. Οταν πήγα στην Αγγλία το 1985, ανακάλυψα με έκπληξη ότι υπήρχε καθημερινά ένα σαλόνι στην εφημερίδα «Guardian», όπου συζητιούνταν γυναικεία θέματα. Και φτάσαμε χρόνια μετά στην Ελλάδα, να γράφει κάποιος κάτι φεμινιστικό στα scocial media, και να πέφτουν τα κοράκια να τον φάνε. Και μπορεί πολλά από αυτά τα κοράκια να είναι και γυναίκες. Γιατί είναι άψαχτες, αδιάβαστες, έχουν καταπιεί το παραμύθι της πατριαρχίας αμάσητο. Ο άνθρωπος άμα δεν ψαχτεί, αν δεν του εξηγήσει κάποιος κάτι, είναι ντουγάνι.
Τι είναι το ντουγάνι;
Το τούβλο. Για παράδειγμα, όταν πρωτοάκουσα για τα θετικά μέτρα για την προώθηση της ισότητας ανδρών – γυναικών, είπα «Καλό είναι αυτό τώρα;». «Γιατί να μην αγωνιζόμαστε επί ίσοις όροις;» Αυτό το ερώτημα το απηύθυνα -ως κλασικό ντουγάνι κι εγώ τότε- στην Άννα Φραγκουδάκη (σ.σ. καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Αθηνών). «Επί ίσοις όροις δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή, είναι σαν να βάζεις έναν κουτσό να τρέξει με έναν γυμνασμένο αθλητή», μου λέει πολύ σωστά εκείνη. Εμείς οι γυναίκες είμαστε οι κουτσοί. Επί αιώνες η κοινωνία μάς προγραμματίζει να μην έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, να μην πηγαίνουμε σχολείο, να υπηρετούμε την οικογένεια, να βάζουμε πάνω απ’ όλα τη φροντίδα της και όχι τον εαυτό μας… Έτσι είναι φορμαρισμένο το μυαλό μας από την κοινωνία. Ο κουτσός λοιπόν πρέπει να ενθαρρυνθεί για να αποφασίσει να τρέξει στην κούρσα. Γι’ αυτό και έχει μεγάλη σημασία να δουν και οι υπόλοιποι γυναίκες σε θέσεις εξουσίας, να πιστέψουν τα μικρά κορίτσια ότι μπορεί μία γυναίκα να γίνει διευθύντρια επιχείρησης, μπορεί να είναι βουλευτίνα, δημαρχίνα, πρωθυπουργός…
Δεν έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο σήμερα;
Όχι βέβαια. Είμαστε ακόμα κουτσές. Δεν έχεις προσέξει ότι βγαίνουν πολλές γυναίκες σε ορατές θέσεις ηγεσίας και λένε: «Πιστεύω στην ισότητα, αλλά δεν είμαι και φεμινίστρια». Αυτό είναι σαν να λες: «Πιστεύω στον ανθρωπισμό, αλλά δεν είμαι και ανθρωπίστρια». Απολύτως παράλογο. Κατάφερε δηλαδή το κατεστημένο να αμαυρώσει τη λέξη. Μην υποτιμάς ποτέ το σύστημα, το έλεγα συνέχεια στις φοιτήτριές μου. Νομίζετε τώρα εσείς ότι τα δικαιώματα που έχετε, για τα οποία αγωνιστήκαμε εμείς και οι προηγούμενες γενιές, ότι θα τα έχετε για πάντα; Ε, κάνετε πολύ μεγάλο λάθος. Στην Αμερική το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση το πήραν πίσω σε πολλές Πολιτείες. Είδατε στις ειδήσεις μια γιαγιά στη διαδήλωση εναντίον της κατάργησης του δικαιώματος στην άμβλωση με πλακάτ «Not again» (όχι πάλι); Αυτό τα λέει όλα.