Εσείς γνωρίζατε τον όρο supertasters; Ακόμα κι αν τον διαβάζετε για πρώτη φορά, υπάρχει πιθανότητα να είστε ένας από αυτούς και να μην το γνωρίζετε. Πριν από μερικά χρόνια, ιδρύματα όπως η Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Harvard, άρχισαν να μελετούν τη συμπεριφορά των ανθρώπων σε σχέση με την τροφή και το ποτό, βάσει της αντίδρασης που είχαν οι γευστικοί κάλυκες των ομάδων μελέτης απέναντι σε διαφορετικές γεύσεις. Χωρίς να έχει αποδειχτεί τίποτα ακόμα στο 100%, οι μελετητές διαχώρισαν τον πληθυσμό που συμμετείχε στις έρευνές τους σε τρεις κατηγορίες ανθρώπων: τους supertasters, τους non-tasters και όσους βρίσκονται απλά στο ενδιάμεσο. Βασικό κριτήριο σε αυτό το διαχωρισμό ήταν το εύρος της ικανότητας ενός ανθρώπου να καταλάβει διάφορες πικρές γεύσεις. Οι supertasters αντιλαμβάνονται περισσότερο τις «αποχρώσεις» μιας πικρής γεύσης, οι non-tasters είχαν μεγάλη δυσκολία σε αυτό το κομμάτι και οι medium-tasters άλλοτε τα κατάφερναν και άλλοτε όχι. Κι αν το να αντιληφθείς πόσο πικρό είναι ένα βρασμένο ραδίκι δεν έχει τόση σημασία για τη ζωή σου, η ικανότητα να «ακούσεις» τις μυρωδιές ενός κρασιού είναι κάτι που μπορεί να την επηρεάσει αρκετά. 

UNSPLASH

«Λευκό ή κόκκινο;» είναι συνήθως η πρώτη ερώτηση που κάνουμε μεταξύ μας σε μια παρέα, όταν καθόμαστε για φαγητό. «Όχι κόκκινο, είναι καλοκαίρι» ή «Όχι λευκό, αφού θα φάμε μοσχαράκι κοκκινιστό» είναι μερικά patterns απαντήσεων που ακούγονται κατά τη διάρκεια της φυλλομέτρησης ενός καταλόγου με κρασιά. Σε αυτές τις παρέες, μικρές ή μεγάλες, θα υπάρξει πάντα κάποιος που θα πει «εμένα δε με νοιάζει, ό,τι προτιμάτε εσείς» και πίσω από αυτή την απάντηση ίσως να κρύβεται το «ένοχο» μυστικό του: δεν καταλαβαίνει τι διαφορά έχει το ένα κρασί από το άλλο. Κι όταν λέμε δεν καταλαβαίνει, δεν εννοούμε απαραίτητα τη διαφορά λευκού από κόκκινο, που είναι και οφθαλμοφανής, αλλά τα αρώματα της γεύσης, τα διάφορα επίπεδά της, τη δροσιά ή τη στυφάδα και ό,τι άλλο πασχίζουν να μας μάθουν εδώ και χρόνια οι απανταχού σομελιέ, επαγγελματίες και ερασιτέχνες. Αυτό το ένοχο μυστικό το μοιράζομαι κι εγώ: καταλαβαίνω τις πικρές γεύσεις, αλλά δε με ενοχλούν ιδιαίτερα, για να μην πω ότι τις προτιμώ κιόλας στα ποτά, γιατί τούς δίνουν άλλη αίσθηση – για να μην πω απλά, γεύση, αλλά στο κρασί δεν καταλαβαίνω σχεδόν τίποτα. Καμία διαφορά δε μού φαίνεται πως έχει μια μαλαγουζιά από ένα Chardonnay. Όχι πως θα τα μπέρδευα αν τα είχα δίπλα δίπλα, απλά αν έπινα και τα δυο και κατόπιν μού έκαναν refill το ένα από αυτά, δεν υπήρχε περίπτωση να καταλάβω ποιο θα ήταν αυτό.

UNSPLASH

Χρόνια πριν εφευρεθεί ο όρος του supertaster, ειδικά για τα κρασιά, κυκλοφορούσε στις ΗΠΑ ένας αστικός μύθος σχετικά με το «τεστ του Davis». Το University of California, Davis, είναι ένα πανεπιστήμιο εγνωσμένου κύρους, ειδικά στον τομέα της Γεωπονίας και της Οινολογίας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον αρθρογράφο Calvin Trillin, οι φοιτητές του τμήματος Οινολογίας καλούνταν μετά από την εκπαίδευσή τους να περάσουν από μια δοκιμασία, η οποία – σύμφωνα πάντα με το μύθο – είχε ντροπιαστικά αποτελέσματα για την πλειοψηφία των συμμετεχόντων σε αυτή. Το εκπαιδευτικό προσωπικό σέρβιρε στους φοιτητές διάφορα κρασιά σε μαύρα ποτήρια και τούς ζητούσε να ταυτοποιήσουν το είδος τους, λευκό ή κόκκινο. Οι περισσότεροι από αυτούς έκαναν πολλά λάθη στη διαδικασία κι έτσι, ντροπιασμένοι από το αποτέλεσμα, αποφάσιζαν να κρατήσουν την ύπαρξη του τεστ μυστική από τον υπόλοιπο κόσμο – ή έστω να την αφήσουν να κυκλοφορεί ως μύθος και όχι ως γεγονός. Από την πρώτη, δεκαετίες πριν, έρευνα που έγινε ως προς την ύπαρξη ή μη αυτού του τεστ, μέχρι σήμερα, κανείς δε γνωρίζει ή δε λέει την αλήθεια, μάλλον από φόβο να μη χαρακτηριστεί ως ανίδεος ως προς το κρασί, ειδικά αν αποτελεί το αντικείμενο σπουδών του. Η αυτογνωσία, ωστόσο, είναι πιο σημαντική από την οινογνωσία – κι εγώ το παραδέχομαι δημόσια. Παρά το γεγονός ότι η οικογένειά μου παρήγαγε το δικό της σπιτικό κρασί για χρόνια, παρά τα τόσα άτυπα «σεμινάρια» που έχω ζήσει στο οικογενειακό μας τραπέζι, αλλά και σε εστιατόρια, ταβέρνες, wine bars και γενικά οπουδήποτε πωλείται κρασί, δεν έχω κατορθώσει ακόμα να ξεχωρίζω βασικά πράγματα στη γεύση του κρασιού, εκτός από τη στυφάδα που έχουν οι τανίνες. 

Κάθε φορά που ένας (άτυχος) σομελιέ βρίσκεται στο δρόμο μου και με ρωτάει «θέλετε να δοκιμάσετε;» η απάντησή μου είναι «σερβίρετε, σάς εμπιστεύομαι». Τι να του πω εξάλλου, είτε pinot grigio μού φέρεις, είτε ρετσίνα Μεσογείων, το ίδιο θα μου κάνει. Πλέον, βέβαια, δε ντρέπομαι και ζητάω αμέσως τη συμβουλή του σομελιέ ή του σερβιτόρου για το ποιο κρασί ταιριάζει με αυτό που θα φάμε – με το οποίο, παρεμπιπτόντως, δεν έχω κανένα θέμα, οριακά με λες και supertaster στα αλμυρά και τα γλυκά. Δε με νοιάζει, πλέον, να ρεζιλευτώ λέγοντας πως δεν καταλαβαίνω τι διαφορά έχει ένα βιοδυναμικό κρασί από ένα άλλο (πείτε γρήγορα πώς λένε το αντίθετο του βιοδυναμικού, αν υπάρχει, παρότι όπως προείπα, δε με νοιάζει η ντροπή πλέον). Ούτε το να επιλέγω μια συγκεκριμένη ποικιλία κρασιού κάθε φορά μπορεί να μού λύσει αυτό το πρόβλημα. Ίσως, με μια μεγάλη επιφύλαξη, να καταλάβω κατά περίπτωση ότι δε μου σέρβιραν αυτό που παρήγγειλα, αλλά δε θα ορκιστώ ποτέ στη ζωή π.χ. της Γκλόρια Στάινεμ ή της Ντόλι Πάρτον ότι δεν πρόκειται για το ίδιο κρασί, τέτοιο ρίσκο δε θα πάρω.

Και πώς με επηρεάζει αυτό, θα μου πείτε. Είναι τόσο σημαντικό, άραγε για την καθημερινότητά μου. Όχι, φυσικά, παρότι μού αρέσει το καλό φαγητό και το καλό γλυκό και θα ήθελα ιδανικά να μπορώ να τα συνδυάζω με τα ποτά που τους ταιριάζουν, ώστε να απολαμβάνω στο μέγιστο και τα δυο. Πλέον έχω σταματήσει και να κοροϊδεύω τους connoisseurs φίλους μου, όταν ξεχνιούνται σε ποιαν απευθύνονται και με ρωτάνε πράγματα όπως «καταλαβαίνεις τα εσπεριδοειδή/ τα βατόμουρα/ τις νότες από το κακάο;». Συνήθως σε αυτό η απάντησή μου είναι «όχι προφανώς, αν είχε αρώματα από λαχανοντολμά, ίσως κάτι να γινόταν». Και, πλέον, όταν έρχεται η ώρα της ερώτησης «λευκό ή κόκκινο», ακόμα και στο σπίτι μου να βρισκόμαστε, η απάντησή μου θα είναι είτε «ό,τι θέλει η παρέα, αφού με ξέρετε», είτε «εγώ πάω να φέρω μια μπύρα από την κατάψυξη, να μην καταλαβαίνω ούτε εκεί τι είναι αυτό που πίνω».

Αν ανήκετε κι εσείς σε αυτή την κατηγορία, μιλήστε ελεύθερα. Ελάτε να φτιάξουμε μια ομάδα όπου θα πίνουμε ό,τι θέλουμε και θα μιλάμε για μουσικές νότες και όχι για τις νότες του κακάο, που για μένα δε γράφονται σε κανένα πεντάγραμμο. Ή, έστω, μπορούμε να τις βρούμε πιο εύκολα σε μια γαβάθα προφιτερόλ.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below