Aν ανήκεις στους πρώτους, το καταλαβαίνεις μόλις καλείσαι να υπερασπιστείς το νεοαποκτηθέν σου Lancia σε σκεπτικιστές γερμανόφιλους, πρακτικούς οπαδούς των γιαπωνέζικων και την μητέρα σου, που ως μέλος της τελευταίας συνομοταξίας (και σπάνια περίπτωση γυναίκας που αγοράζει περιοδικά αυτοκινήτου) αμφισβητεί την επένδυσή σου επιστρατεύοντας ένα μείγμα από στατιστικές και στερεότυπα («τα ηλεκτρολογικά βγάζουν προβλήματα»)
Γονείς. Αναπόφευκτα εμπλέκονται στην αγορά του πρώτου αυτοκινήτου μας, ειδικά εάν πρόκειται να αποπληρώσουν το δάνειο. Διότι το μικρό κεφάλαιο που είχα μαζέψει θα έφτανε για κάτι μικρότερο, κάτι «γυμνότερο», αλλά μόλις μπήκα στην έκθεση ξιπάστηκα.
Το Lancia Ypsilon μοντέλο του 2003, υπερέβαινε αρκετά το αρχικό μου budget για ένα –απλά-να-κάνεις-τη –δουλειά-σου είδος αμαξιού. Όχι. Το Lancia ήταν το «οι διπλανοί γυρίζουν και σε κοιτάζουν στα φανάρια» είδος. Και φυσικά- λες και δεν με ήξερα, το δικό μου είδος.
Εκείνη τη χρονιά κυκλοφορούσε παντού στην Αθήνα, γυαλιστερό και ντιζαινάτο σαν επανέκδοση vintage ψυγείου. Ηταν μπεζ, στο χρώμα της κρεμ μπρουλέ, είχε άνοιγμα στην οροφή που δημιουργούσε την αίσθηση του ιμικάμπριο, είχε μάσκα που το έκανε να μοιάζει με λιμουζίνα, είχε και σέξι δερμάτινα καθίσματα, κρύα το χειμώνα και καυτά το καλοκαίρι ώστε να παθαίνεις ελαφρύ έγκαυμα αν κάνεις το λάθος και μπεις μέσα βιαστικά με σορτσάκι. Αξιολάτρευτο.
Ξαφνικά έμοιαζε σαν να είχε φτιαχτεί για μένα, σαν ένα homecoming που λένε και τα τραγούδια, η αίσθηση ότι του ανήκω, ότι πάντα του άνηκα. Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε εδώ ένα inception, ένα déjà vu, μια επιστροφή σε ένα άλλο οικείο αυτοκίνητο, σύμβολο ευτυχισμένων παιδικών χρόνων: το Lancia Beta σε βαθύ πράσινο, λίγο πιο σκούρο από τον ήλιο του ΠAΣΟΚ που μαζί με τον σοσιαλιστή πατέρα μου ανέτειλε στον Εβρο της δεκαετίας του 70. Το Lancia Beta ήταν στα μάτια μου το «ευγενικό», σοφιστικέ, μοντέρνο «αμάξι» (γιατί πάντα έτσι το λέγαμε στο σπίτι, αμάξι, ποτέ αυτοκίνητο) της σύγχρονης μεσοαστικής οικογένειας. Της δικής μου. Με αυτό γυρίσαμε την Ελλάδα, πετάξαμε χαρταετούς, κλειδωθήκαμε απ έξω ένα Πασχα στην Κρήτη και η μαμά μου προσπάθησε να ανοίξει τρύπα στο τζάμι με το διαμαντένιο της δαχτυλίδι όπως είχαμε δει στις ταινίες αλλά απέτυχε (myth baster), βρήκαμε κλειδαρά στην Ιεράπετρα, κάναμε Ανάσταση.
Το Beta ήταν το αυτοκίνητο της χαράς, γεμάτο νέους ακόμη γονείς, κοτλέ παντελόνια, κίτρινα άνορακ, κασέττες με Σαββόπουλο και Κηλαιδόνη και Χαρυ Κλυν. Και τσιγάρα, πολλά τσιγάρα –αποφάσισα ότι θα γίνω αντικαπνίστρια σε μία από τις εκατοντάδες διαδρομές Αλεξανδρούπολη-Καβάλα, στην παλιά εθνική, με τις στροφές, στα στενά του Καρανίκ Ντερέ, εκεί όπου άφηνες το στομάχι σου αν ήταν λίγο ευαίσθητο.
Πίσω στον 21ο αιώνα, το κρεμ Ypsilon που απέκτησα χάρη στην οικονομική βοήθεια του πατέρα ανέχτηκε την άστατη ζωή μου για μια ντουζίνα χρόνια συνοδεύοντας κάθε σημαντική στιγμή της όψιμης ενηλικίωσης των 30: με πήγε και με έφερε σε καλύτερες δουλειές, έγινε μάρτυρας άφθονων ερωτικών μελοδραμάτων, μετέφερε πράγματα σε μετακομίσεις, και αργότερα μετέφερε από το μαιευτήριο στο σπίτι το πρώτο μωρό.
Το δεύτερο μωρό ήρθε με το «οικογενειακό» Volgswagen Cross Turan που αποκτήθηκε στη συνέχεια, αφού μετά από πιέσεις υπέκυψα κι εγώ στους Γερμανούς.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό CAR Δεκεμβρίου που κυκλοφόρησε στις 3/12 μαζί με το Πρώτο Θέμα και στη συνέχεια στα περίπτερα.