Ένας βιολόγος που αγαπά την Ιστορία, ένας βιβλιοπώλης που λατρεύει τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ένας μεταφραστής που σέβεται τα κείμενα που μεταφράζει (του Γουάλας, του Τζόναθαμ Λέθεμ και άλλων), ένας συγγραφέας που επιλέγει να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα στα αγγλικά και να εμπιστευτεί έναν μεταφραστή, τον Γιώργο Μαραγκό, για την ελληνική έκδοση (εκδόσεις Ψυχογιός). Αυτός είναι ο Κώστας Καλτσάς, που γεννήθηκε στην Αθήνα σχεδόν μισό αιώνα πριν, το 1977. Με τη Νικήτρια Σκόνη, ένα από τα πιο εντυπωσιακά ιστορικά μυθιστορήματα που διαβάσαμε τελευταία, με σκηνικό και ιστορικό πλαίσιο που τοποθετείται σε δύο ταραγμένες εποχές της πολιτικής ζωής της χώρας, τα Δεκεμβριανά, το 1944-45 και το Δημοψήφισμα του 2015. Με αυτό το βιβλίο, γραμμένο στην αγγλική γλώσσα, ως μέρος της διατριβής του, ο Καλτσάς ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον ως υπότροφος του Arts and Humanities Research Council UK. Σήμερα ζει στην Αθήνα με τη γυναίκα (και για τις ανάγκες αυτής της συνέντευξης φωτογράφο) του και “τον αιλουροειδή αφέντη τους”.

Η “Νικήτρια Σκόνη” καταπιάνεται με τον ελληνικό Εμφύλιο – για κάποιους ένα ανοιχτό τραύμα, για άλλους ένα ξεχασμένο παρελθόν. Συμφωνείτε ότι μεγάλο ποσοστό της σημερινής κοινωνίας αγνοεί ή έχει επιλέξει να ξεχνά την περίοδο του Εμφυλίου; Ήταν αυτός ένας από τους λόγους που σας έστρεψε στην ενασχόληση με τη συγκεκριμένη περίοδο;

Ο λόγος ήταν το ίδιο το δίπολο ανοιχτό τραύμα-ξεχασμένο παρελθόν, νομίζω. Θέλω να πω, δεν είμαι τελικά σίγουρος για το τι είναι προτιμότερο, αν υποθέσουμε πως μπορεί κανείς προσωπικά να επιλέξει, κι έγραψα το μυθιστόρημα για να επιχειρήσω πρώτα από όλα εγώ να καταλάβω τι μπορεί να σημαίνουν λέξεις όπως «προτιμότερο» και «επιλογή» σε αυτό το συγκείμενο: Από τη μία το παρελθόν ως τραύμα που διαμορφώνει αλλά και διαστρεβλώνει τη σχέση μας με το παρόν, από την άλλη το παρελθόν ως άγνωστος τόπος τα «μαθήματα» του οποίου ξεχνιούνται μαζί με τα γεγονότα του. Ή, επειδή δεν μπορεί να επιλέξει σύσσωμη μια ολόκληρη κοινωνία, αυτή η ενδιάμεση κατάσταση του Εμφυλίου, π.χ.: Γενικευμένη άγνοια των γεγονότων, και ταυτόχρονη αδυναμία απαγκίστρωσης από την ιδέα του, από το διχασμό ως θεμελιώδες σχήμα της ζωής σ’ αυτόν τον τόπο.

Τι σας οδήγησε στη σύνδεση του Εμφυλίου με την πολιτική κρίση του 2015;

Σε ένα πρώτο, προβλέψιμο επίπεδο, οι συχνές εκατέρωθεν επικλήσεις στον Εμφύλιο καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης (με το 2015 ως αποκορύφωμα) ως απόπειρες εργαλειοποίησης της ιστορίας για πολιτικό όφελος. Μα πέρα από αυτό, η ιδέα πως δεν ήταν όλες αυτές οι επικλήσεις απόπειρες εργαλειοποίησης – πως αυτό που συντελούνταν ταυτόχρονα ήταν μια λιγότερο ή και καθόλου σκόπιμη ιστορική παραμόρφωση, τόσο του παρελθόντος ως απλουστευμένης εξήγησης του παρόντος, όσο και του παρόντος ως αναπόδραστης συνέπειας του παρελθόντος. Η ίδια η ιδέα της ιστορικής επανάληψης τελικά, ως αναλυτικού σχήματος και ως φυλακής.

Το βιβλίο σας υπενθυμίζει ότι η Ιστορία δεν είναι κάτι φυλακισμένο σε μουσεία, μνημεία και βιβλία, αλλά κάτι ζωντανό, τη διαμορφώνουμε και μας διαμορφώνει. Πώς μπορούν να αντιληφθούν το “βάρος” της Ιστορίας οι απλοί πολίτες, αυτοί που βρίσκονται στο έλεος των αποφάσεων των κρατούντων;

Δεν ξέρω αν υπάρχει και κανείς που να μην πιστεύει πως ζει υπό το βάρος της Ιστορίας, με ενδιαφέρει όμως ακριβώς αυτή η ιδέα πως βρισκόμαστε στο έλεος αποφάσεων που δεν μπορούμε να επηρεάσουμε. Ξέρετε, ο κατεξοχήν σκοπός κάθε απόπειρας επιβολής μιας επίσημης ιστορίας με όλες τις παραλείψεις και τις αποσιωπήσεις της δεν είναι η διαμόρφωση ενός κοινού (συνήθως «ηρωικού») παρελθόντος αλλά η κυριαρχία στο παρόν, που μπορεί πια να εκφραστεί ως το μοναδικό πιθανό status quo με βάση όσα προηγήθηκαν. Και λίγο-πολύ όλοι μας μοιάζουμε να υποπίπτουμε σε μια ενδιαφέρουσα γνωστική ασυμφωνία σχετικά: Αντικρίζοντας το παρόν μας, απελπιζόμαστε στη σκέψη πως καμιά μικρή αλλαγή που θα μπορούσαμε να επιφέρουμε δεν θα ήταν δυνατό να αλλάξει ριζικά το μέλλον, ενώ οι αλλαγές που θα άλλαζαν ριζικά το μέλλον παραείναι μεγάλες για να μπορούμε να τις επιφέρουμε. Ταυτόχρονα, σκεπτόμενοι το παρελθόν μας πέρα από την επίσημη κατασκευή του, μπορούμε, επιστρέφοντας στον Αριστοτέλη, να διακρίνουμε την Ιστορία να διαμορφώνεται όχι μόνο από την αναγκαιότητα αλλά και από την τυχαιότητα.

Να το πως ως εξής: Αντίδοτο στην απελπισία μας για το τι και πώς μπορούμε να αλλάξουμε θα έπρεπε να είναι η συνειδητοποίηση πως, π.χ., σε ιστορίες για ταξίδια στον χρόνο δεν έχουμε το παραμικρό πρόβλημα να αποδεχθούμε την ευθραυστότητα οποιασδήποτε ιστορικής πορείας, να πιστέψουμε (ελπίσουμε) πως ακόμα και μια μικρή, φαινομενικά ασήμαντη αλλαγή στο παρελθόν θα μπορούσε να οδηγήσει σ’ ένα ριζικά διαφορετικό μέλλον.

όσο πιστός και να θέλεις να είσαι στην πραγματικότητα που υποδεικνύει η έρευνά σου, την αφοσίωσή του την οφείλεις πρώτα απ’ όλα στον μύθο, κι η καταβύθιση στο υλικό σου από ένα σημείο και μετά εμπεριέχει και το ρίσκο να το ξεχάσεις αυτό.

Θα λέγατε ότι μία από τις φιλοδοξίες της Νικήτριας Σκόνης είναι να “ταρακουνήσει” τον αναγνώστη, να τον κάνει να πετάξει τη σκόνη της Ιστορίας από πάνω του;

Η φιλοδοξία είναι πρώτα από όλα να αποτελέσει, με τις όποιες δυσκολίες της, είτε θεματικές, είτε δομικές, μια ευχάριστη αναγνωστική εμπειρία. Από κει και πέρα να σταθεί αφορμή να αναλογιστεί η αναγνώστρια, εφόσον αυτό την ενδιαφέρει, τη δική της σχέση με την Ιστορία αυτού του τόπου, πέρα από ένα απλουστευτικό «πρέπει να την ξέρουμε». Θέλω να πω, είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε πως δεν υπάρχει απλή γνώση της Ιστορίας στο κενό, ακόμα και για σημεία που θεωρούμε πως μοιάζουν ξεκάθαρα, όχι ανοιχτά σε διαπραγμάτευση.

Ας πάρουμε π.χ. το θέμα της προσφυγικής κρίσης σε συνάρτηση με την υποτιθέμενα πολύ διαφορετική αντιμετώπιση των προσφύγων του 1922. Έχει γίνει πλέον κλισέ να σχολιάζουμε πως πολύς κόσμος αγνοεί ότι οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας δεν έγιναν δεκτοί με ανοιχτές αγκάλες, η ίδια τους η υποδοχή αποτέλεσε μείζον πολιτικό ζήτημα, ενώ για πολλές δεκαετίες έγιναν σοβαρές προσπάθειες από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας ακριβώς να μην γίνουν αποδεκτοί, να μην αφομοιωθούν. Μα προσέξτε πώς, για ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας του σήμερα, η γνώση αυτής της (ντροπιαστικής) ιστορίας δεν αποδεικνύεται κάποιου είδους «μάθημα» που θα αλλάξει την στάση του απέναντι στους πρόσφυγες, αλλά θεωρείται παράδειγμα προς μίμηση. Οπότε τελικά η φιλοδοξία ίσως να είναι η αναγνώστρια να αναρωτηθεί «Και μετά τη γνώση της Ιστορίας, τι;»

Τι σκέφτεστε για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό; Είναι ανοιχτό σε δύσκολα θέματα;

Δύσκολα θέματα νομίζω πως ναι, αν και καμιά φορά – μιλάω ως πρώην βιβλιοπώλης τώρα – με ίσως περισσότερο μελοδραματικό παρά αναλυτικό τρόπο. (Ας σκεφτούμε μόνο πόσα μυθιστορήματα χρησιμοποιούν εφιαλτικές στιγμές της Ιστορίας μας ως πρόσχημα για να εστιάσουν σε ερωτικά τρίγωνα και καταλήγουν – εκούσια ή μη – να προτείνουν τον έρωτα ως λύση για τα εθνικά μας δεινά.) Νομίζω αυτό που μας λείπει σ’ ένα βαθμό ως κοινό – και δεν ισχύει μόνο για το ελληνικό κοινό αυτό, αυτή είναι η εμπειρία μου μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες στην Αγγλία – είναι η διάθεση να διαβάσουμε για τα δύσκολα θέματα με τρόπο που θα μας ξεβολέψει σε ό,τι αφορά κάποιες από τις άρρητες βεβαιότητές μας γι’ αυτά.

Πόσο χρειάζεται η έρευνα τη μυθοπλασία και πόσο η μυθοπλασία την έρευνα στη λογοτεχνία; Αλληλοσυμπληρώνονται ή βάζουν εμπόδια η μία στην άλλη;

Και τα δύο. Μυθοπλασία, και δη μυθοπλασία με θέμα το παρελθόν, δεν μπορεί να γραφτεί χωρίς έρευνα, αυτό είναι δεδομένο. Ταυτόχρονα, είναι γεγονός πως η έρευνα αποτελεί κι αυτή μια μορφή «μυθοπλασίας» – θέλω να πω, η ιστορική έρευνα αποτελεί απόπειρα να συνδυαστούν οι πηγές, οι μαρτυρίες, το αρχειακό υλικό κλπ. σε μια αφήγηση που θα μας επιτρέψει να παρακολουθήσουμε και να κατανοήσουμε γεγονότα των οποίων δεν υπήρξαμε μάρτυρες (αλλά και να εντάξουμε γεγονότα των οποίων υπήρξαμε μάρτυρες σ’ ένα πλαίσιο που υπερβαίνει τα στενά όρια της ατομικής μας εμπειρίας). Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να προσεγγίζουμε και την πιο επιστημονική/αντικειμενική εξιστόρηση του παρελθόντος έχοντας στο νου μας ότι αποτελεί εξιστόρηση, με όλες τις στρεβλώσεις που αυτό μπορεί να συνεπάγεται, όχι για τα ίδια τα συμβάντα, αλλά για το πλαίσιο στο οποίο έχουν ήδη τοποθετηθεί.

Επιστρέφοντας στη μυθοπλασία, η έρευνα μπορεί να αποτελέσει, αν όχι εμπόδιο, τότε τουλάχιστον δυσκολία. Πρώτον, γιατί η διάθεση να εξετάσεις ένα ακόμα αρχείο πολλές φορές μπορεί και να πηγάζει από την προσπάθεια να αποφύγεις να γράψεις. (Μην τα ρωτάτε). Δεύτερον, γιατί όσο πιστός και να θέλεις να είσαι στην πραγματικότητα που υποδεικνύει η έρευνά σου, την αφοσίωσή του την οφείλεις πρώτα απ’ όλα στον μύθο, κι η καταβύθιση στο υλικό σου από ένα σημείο και μετά εμπεριέχει και το ρίσκο να το ξεχάσεις αυτό.

Η φιλοδοξία της Νικήτριας Σκόνης ίσως να είναι η αναγνώστρια να αναρωτηθεί «Και μετά τη γνώση της Ιστορίας, τι;»

Τι σας οδήγησε στη συγγραφή; Ήταν μια ανάγκη που ωρίμασε με τον καιρό ή κάτι πιο ξαφνικό και επιτακτικό;

Ανάγκη, που ούτε καν ωρίμασε. Τις πρώτες μου προσπάθειες τις έκανα γύρω στα δέκα με έντεκα. Έκτοτε, και ως τα τριάντα-κάτι μου, περίπου ανά πενταετία ξανακοιτούσα τις ως τότε προσπάθειές μου, που αυτομάτως οδηγούνταν στον κάδο της ανακύκλωσης. Όχι ότι έχω πλέον απαλλαγεί από αυτή την τάση. Έχει απλώς μετριασθεί σε σημείο που ενίοτε επιβιώνουν και κάποια κείμενα.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below