Δύο δεκαετίες ασχολείται με το θέατρο και τη σκηνοθεσία ο Κωνσταντίνος Ντέλλας, πάντα ελκόμενος από την παράδοση, το παράδοξο, το θρησκευτικό στοιχείο, αλλά και βλέποντας κλασικά κείμενα με την ιδιαίτερη ματιά του.
Με σπουδές όχι μόνο θεάτρου και θεολογίας, αλλά και μουσικών οργάνων, πιάνου και ούτι, παραδοσιακής και Βυζαντινής μουσικής και χρόνια στη διδασκαλία παραδοσιακών χορών, ο Κωνσταντίνος έχει πλούσιες αποσκευές που τις ανοίγει κάθε φορά για να γεμίσει τις δουλειές του ονειρικές εικόνες και ήχους.
Τις παραστάσεις του, από τις παλιότερες, όπως ο «Έλλην Βρυκόλαξ» και η «Insomnia Greca» μέχρι τις πρόσφατες «Αντιγόνη» και «Γκιακ», μοιάζει να ενώνει ένα αόρατο νήμα φτιαγμένο από το χώμα και την παράδοση αυτού του τόπου.
Στην παράσταση «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα μυστικές ιστορίες των γυναικών της Θεσσαλίας», που σκηνοθέτησε για την Πειραματική Σκηνή του Θεσσαλικού θεάτρου και συνεχίζεται με απανωτά sold out, στο θέατρο Σταθμός ως τις 16 Νοεμβρίου, κάνει μία συρραφή κειμένων από το παρελθόν μέχρι και τις μέρες μας, με αφετηρία τον θεσσαλικό κάμπο και κεντρικό άξονα τις δοξασίες που συνδέουν το θηλυκό στοιχείο με τη μαγεία και τη μαγειρική και αφορούν τελικά τη θέση των γυναικών στην οικογένεια και την κοινωνία.
Στην παράσταση τρεις άνδρες ηθοποιοί υποδύονται τις γριές, φορώντας τις εξαιρετικές μάσκες της Μάρθας Φωκά, προσεγγίζοντας σκηνικά τα σώματα ισάριθμων ηλικιωμένων γυναικών.
Είδαμε την παράσταση, κατενθουσιαστήκαμε και στραφήκαμε στον Κωνσταντίνο με απορίες.
Υπήρξε μία αφορμή για να ασχοληθείς με τη γυναίκα στην τρίτη ηλικία στην οποία αποδίδονται αρχαίες γνώσεις και μυστικές πρακτικές;
Το θέμα του έμφυλου και το θέμα της τελετουργίας είναι τα ερευνητικά πεδία με τα οποία ασχολούμαι έτσι κι αλλιώς. Όπως και το θέμα της ανθρωπολογίας της θρησκείας και του τρόπου που αυτή επικοινωνείται μέσω των τελετουργικών πρακτικών από το θηλυκό στοιχείο.
Προϋπήρχε αυτή η αναζήτηση της σχέσης του λαϊκού, μαγικοθρησκευτικού στοιχείου και το πως αυτό επικοινωνείται μέσω του θηλυκού.
Πρότεινα το έργο στην Κυριακή Σπανού, καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεσσαλικού θεάτρου, ακριβώς γιατί υπήρχε μία αφετηρία που βασιζόταν στην εντοπιότητα, στην παράδοση που σχετίζεται με τη μαγεία στη Θεσσαλία.
Αυτό βέβαια ακουμπάει και σε μία καθαρά βιωματική σχέση δική μου γιατί είχα αυτό το μοντέλο της γιαγιάς μέσω των γιαγιάδων μου.
Οι γυναίκες κράτησαν ζωντανό το περιθώριο μέσα στην παράδοση, του έδωσαν δρόμο να αναπνέει μέσα στην πέτρα που λέγεται σύστημα.
Δώσατε παραστάσεις σε Θεσσαλία και Μακεδονία. Τι αντιδράσεις είχατε από το κοινό; Βρέθηκε μπροστά σε κάτι οικείο ή μπροστά σε κάτι που χάνεται;
Οικείο ήταν για όλους, σε ένα βαθμό. Το μοντέλο αυτό της γυναίκας είναι πολύ γνωστό. Τώρα σε νεώτερες γενιές δεν υπάρχει ίσως το ίδιο σχήμα, το μαντήλι και οι λευκές κοτσίδες, αλλά σε επίπεδο τεχνογνωσίας πάνω στη μαγειρική ή διάφορες άλλες πρακτικές γνώσεις που φέρει, ο τύπος αυτός της ηλικιωμένης γυναίκας είναι πολύ οικείο.
Η τροφή έρχεται αβίαστα και συνδέει το χτες με το σήμερα ακριβώς γιατί δεν στηρίζεται στον λόγο. Η πίτα για παράδειγμα που αφορά και την παράσταση, η ζωή και η διατροφή μας είναι γεμάτη από τυρόπιτες, χορτόπιτες και σπανακόπιτες, σκέψου πως αντιδράμε όλοι στο άκουσμα της φράσης «έφερα σπανακόπιτα που έφτιαξε η μάνα μου».
Ύστερα δες πώς αυτό που λέμε “μάτι” επιβιώνει στο 2023 και θεωρούμε τελείως φυσιολογικό να ζητάμε να μας ξεματιάσουν… Αυτές οι γυναίκες είναι ένα πολύ δικό μου βίωμα από τις γυναίκες στο χωριό μου στη Θεσσαλία. Είναι γυναίκες με την κούραση και τη σιωπή μιας ολόκληρης ζωής να χαράζεται πάνω στα σώματά τους.
Τη γεωγραφία μας δεν την έχουμε μεταβολίσσει, προσπαθούμε να γίνουμε προβολή ενός άλλου μοντέλου και οποιοδήποτε στοιχείο αφορά τη γεωγραφία μας πρέπει να το κατατάξουμε ως εξωτικό ή γραφικό για να μπορέσουμε να το έχουμε.
Γιατί σε μια παράσταση που αφορά την «προσέγγιση του γυναικείου σώματος της τρίτης ηλικίας και της σύνδεσης του με τη λαϊκή μαγεία» την ιστορία διηγούνται τρεις άνδρες;
Ήταν μία δική μου προσέγγιση όλων αυτών που φέρουμε και μεταφέρουμε. Η γιαγιά μου από την πλευρά της μάνας μου, η Ευγενία, η Πόντια, μου χάιδευε τα μαλλιά τα απογεύματα όταν ήμουν πιτσιρικάς, κι έλεγε, “τέρεν, αμόν δαχτυλίδια”, δηλαδή, κοίτα, σαν δαχτυλίδια, γιατί είναι σγουρά, κι εγώ κοιμόμουν.
Αυτό το φέρω ακόμα και τώρα, κι αν τύχει κι αράξω ένα μισάωρο κάποιο μεσημέρι στον καναπέ, είναι μία κίνηση που κάνω αυθόρμητα για να χαλαρώσω και να κοιμηθώ, περνάω τα δάχτυλά μου από τα μαλλιά μου. Αυτό το έχω κάνει κι εγώ αντίστοιχα, παίρνοντας το ρόλο της γιαγιάς μου και στις σχέσεις μου.
Μέσα από το δικό μου σώμα μεταφέρω το σώμα της γιαγιάς μου, το χέρι της και τα γόνατά της που ακουμπούσα το κεφάλι μου, την κοιλιά της και το στήθος της. Την ξαναφέρνω μέσα από εμένα. Στη διαδικασία της παράστασης, οι τρεις ηθοποιοί άρχισαν σιγά- σιγά να απενοχοποιούν πράγματα, τους βλέπεις να αφήνονται, το σώμα τους να απεμπλέκεται από φύλο και ηλικία.
Έτσι, τρία νεανικά ανδρικά σώματα φέρουν τρία γυναικεία γερασμένα μέσα από τα δικά μου και τα δικά τους βιώματα, αλλά και τις αναφορές που έχουμε λόγω κοινής γεωγραφικής αφετηρίας. Τα σώματα και η κίνησή τους είναι ένας μη λεκτικός κώδικας που αγγίζει πυρηνικά το κοινό, όπως μου λένε διάφορα άτομα, πέρα από λόγια και επιχειρήματα.
Το ότι π.χ. τα προπαππούδια μας άνοιγαν τάφους, έκαιγαν και έτρωγαν καρδιές δεν θα το διαβάσεις στην επίσημη ιστορία
Περίμενα περισσότερο μεταφυσικό στοιχείο στην παράσταση.
Κάποιοι μου λένε ότι τους έλειψε το μεταφυσικό στοιχείο, σε άλλους η μαγειρική! Είναι ενδιαφέρον να βλέπεις ποιο στοιχείο λείπει ή αγγίζει το κάθε άτομο που παρακολουθεί την παράσταση. Έχω λίγο μία αντίδραση σε σχέση με την άρνηση που έχουμε σε σχέση με την για την ανατολή και το βαλκανικό στοιχείο.
Από την ίδρυση αυτού του κράτους παλεύουμε να γίνουμε Κεντροευρωπαίοι και να φανούμε αντάξιοι του αφηγήματος με το οποίο δικαιολογήθηκε η ύπαρξη και η αναγνώρισή μας στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, στην τέχνη θεωρείται υψηλό οτιδήποτε έρχεται από τη Σκανδιναβία ή την Κεντρική Ευρώπη.
Παρόλο που ασχολούμαι με τις ρίζες, δεν θα ακούσεις ποτέ από μένα την προτροπή «επιστροφή στις ρίζες». Καμία επιστροφή. Αλλά μπορούμε να τις ονοματίσουμε τις ρίζες μας. Δεν μπορώ για παράδειγμα να κράζω τα ανατολίτικα ή βαλκανικά στοιχεία ως οπισθοδρομικά και να αναπτύσσω τις θεωρίες μου ενώ κάθομαι πέντε ώρες για καφέ. Αυτή είναι μία ανατολίτικη συνήθεια.
Τη γεωγραφία μας δεν την έχουμε μεταβολίσσει, προσπαθούμε να γίνουμε προβολή ενός άλλου μοντέλου και οποιοδήποτε στοιχείο αφορά τη γεωγραφία μας πρέπει να το κατατάξουμε ως εξωτικό ή γραφικό για να μπορέσουμε να το έχουμε.
Ας είμαστε και αυτό και ας μην μας ενοχλεί. Αυτό το μοντέλο θέλω να επαναφέρω κατά καιρούς στη σκηνή μέσα από την τέχνη, για να το βλέπουμε, να το ονοματίζουμε και ας λέμε μετά ότι δεν το θέλουμε πια. Ούτε βουκολικό είναι αυτό που κάνω, ούτε επιστροφή στις ρίζες, ούτε ηθογραφία θέλω να κάνω.
Τι είναι λοιπόν; Μια υπενθύμιση; Θα έβαζες μια ταμπέλα σε αυτό που κάνεις;
Δεν θα ήθελα να βάλω μία ταμπέλα, να σηκώσω μία σημαία. Μου αρέσει το περιθώριο, αλλά όχι το περιθώριο που πρέπει και καλά να ενταχθεί στο σύστημα για να υπάρξει, να γίνει εναλλακτικό με μια συμβατική έννοια ενός brand.
Θα έλεγα ότι ασχολούμαι με τις γκρίζες ζώνες αυτού που λέμε παράδοση, όπως είναι η μαγεία ή το βρικολάκιασμα, το θέμα μιας παλιότερης παράστασής μου.
Το ότι π.χ. τα προπαππούδια μας άνοιγαν τάφους, έκαιγαν και έτρωγαν καρδιές δεν θα το διαβάσεις στην επίσημη ιστορία. Με ενδιαφέρουν όσα βρίσκονται στο περιθώριο της ιστορίας. Π.χ σε σχέση με την τωρινή παράσταση, όταν στη δεκαετία του 50 άρχισε να εκλείπει η μαμή από τις κοινότητες -και μάλιστα έγινε απότομα το πέρασμα στον άντρα γιατρό, χωρίς να σεβαστεί κανείς τη θηλυκή τεχνογνωσία- κόπηκαν βίαια οι δρόμοι. Η μέχρι τότε γυναικεία συνεισφορά και τεχνογνωσία ξεχάστηκε, απαξιώθηκε.
Κάτι παρόμοιο έκανε η εκκλησία με το μοιρολόι. Προσπάθησε μέσα από τους Πατέρες της να το περιορίσει, να το καταστείλει. Κι όμως αυτό πέρασε σαν το ρυάκι μέσα από τα βράχια. Όλα αυτά τα μαγικοθρησκευτικά στοιχεία επιβίωσαν μέσα από το θηλυκό στοιχείο, γιατί είναι θηλυκές αρμοδιότητες.
Οι γυναίκες κράτησαν ζωντανό το περιθώριο μέσα στην παράδοση, του έδωσαν δρόμο να αναπνέει μέσα στην πέτρα που λέγεται σύστημα.
Οι αόρατες γυναίκες που εργάζονται διπλά σε σχέση με τους άνδρες (και στο σπίτι και στα χωράφια) στον Θεσσαλικό κάμπο υπάρχουν και σήμερα στην ελληνική επαρχία; Τις συνάντησες;
Υπάρχει ένα ερευνητικό κομμάτι που ξεκίνησε από τις πρώτες παραστάσεις στη Λάρισα. Δεκάδες άνθρωποι θέλησαν να συμμετέχουν σε σχετικά ερωτηματολόγια. Ήδη στις παραστάσεις της Αθήνας ενώ το κοινό κάθεται στις θέσεις του ακούγονται αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις που έγιναν μετά από τις πρώτες παραστάσεις, αλλά και μετά από τις πρόσφατες πλημμύρες στο θεσσαλικό κάμπο.
Μέσα σε αυτές τις συνεντεύξεις υπάρχουν και οι μαρτυρίες ενός ζευγαριού καθηγητών που μου μίλησαν για το πόσες γυναίκες 50, 60 χρονών πήγαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας αφού εργάστηκαν ως ανειδίκευτες ή παντρεύτηκαν χωρίς να σπουδάσουν.
Ζούμε σε έναν κόσμο όπου μπορούμε σε μεγάλο βαθμό να διαλέγουμε το επάγγελμά μας. Όμως ακόμη και σήμερα, το 2023, υπάρχει η αντίληψη ότι το θηλυκό στοιχείο θα αναλάβει την ανατροφή των παιδιών και το μαγείρεμα. Η αντίληψη, το στερεότυπο, δεν έχει χαθεί. Θα αναλάβεις εσύ, το θηλυκό, να μαγειρέψεις τα φασολάκια κι ας δουλεύουμε και οι δύο.
Κι ακόμη κι αν το ζευγάρι το έχει βρει μεταξύ τους, όταν βγει παραέξω στην κοινωνία, στο σόι, θα φανεί κάπως περίεργο, αμήχανο, αν η γυναίκα εργάζεται και ο άντρας είναι σπίτι με τα παιδιά. Η θηλυκότητα είναι συνδεδεμένη με την εστία και τη φροντίδα, με το μέσα.
Το αφήγημα του μάτσο αρσενικού που έλκεται από την περιπέτεια και το έξω και του θηλυκού που έχει καθήκον να φροντίζει το συναντάς και στα ομόφυλα ζευγάρια, είναι πολύ ισχυρό, δεν έχει να κάνει με κοινωνικό ή βιολογικό φύλο.
Γι’ αυτό μιλάω για αρσενικό και θηλυκό στοιχείο και όχι για φύλο. Ξέρεις κάτι, μου αρέσουν τα ερωτηματικά στις παραστάσεις. Θα ήθελα μέσα από την παράσταση να το συζητάμε και αυτό, να βλέπουμε αυτά που έχουμε μέσα στις οικογένειές μας, να αυτοκρινόμαστε. Είδαμε ποτέ τις γιαγιάδες μας ως γυναίκες;
Δικαιολογήσαμε την απιστία ή το ξύλο του αρσενικού στην οικογένεια; Αλλάζουν όντως τα πράγματα ή απλά αλλάζει η μορφή των πραγμάτων; Κι αν αλλάζουν, σε τι βαθμό; Πόσο δρόμο θέλουμε ακόμα;