Από τη Μία Κόλλια, Φωτογράφος: Yiorgos Kaplanidis (THIS IS NOT ANOTHER AGENCY)
Η Κάτια Γκουλιώνη είναι η Σωτηρία Μπέλλου στο «Σωτηρία με λένε», έργο καθηλωτικό, όπως και η ίδια. Η ηθοποιός έκανε βαθιά έρευνα για την Μπέλλου ενώ στάθηκε με σεβασμό και ευαισθησία στο υπέροχο κείμενο της Σοφίας Αδαμίδου. Τις επιλογές της Κάτιας Γουλιώνη τις ακουμπά πάντα ένα απαλό ευαίσθητο χέρι. Είναι μια γυναίκα που δίνει αξία στα πάντα, δίνει χρόνο για να μη χάνει την ουσία, κοιτάζει στα μάτια και η ελεύθερη ψυχή της βαδίζει σταθερά και αμετακίνητα με αρχές αδιαπραγμάτευτες που αφορούν τη δικαιοσύνη για όλους. Η πορεία της αποδεικνύει τη στόφα μιας ηθοποιού που μέσα από τους ρόλους φροντίζει να μη χάνει ποτέ τον άνθρωπο. Και το ταλέντο της φέρει τον ενθουσιασμό του παιδιού και την ωριμότητα του σοφού. Οπως και η ίδια.
Είναι έξυπνο και εντυπωσιακό το πόσο «Μπέλλου» γίνεστε χωρίς να προσπαθείτε να τη μιμηθείτε…
Αυτή ήταν η αντιμετώπιση από την αρχή. Όταν πρόκειται για ένα πρόσωπο που ήταν υπαρκτό και είχε τέτοια προσωπικότητα, αν προσπαθήσεις να κοπιάρεις ακριβώς κάτι, υπάρχει η επικινδυνότητα του μπλοκαρίσματος των αποχρώσεων, καθώς έχουμε πολύ συγκεκριμένη εικόνα γι’ αυτές τις προσωπικότητες. Θα προέκυπτε κάτι που θα έμοιαζε με έναν πίνακα που έχει μόνο ένα χρώμα. Γι’ αυτό και οι αναφορές που λειτούργησαν ως έμπνευση για μένα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ήταν πιο κοντά στο σήμερα. Είδα αρκετές stand-up comedians, γιατί πολλά μέρη της παράστασης είναι μονολογικά. Επίσης με ενέπνευσε πολύ η Nina Simone, για τα κοινά στοιχεία που είχε με τη Σωτηρία Μπέλλου στον τρόπο που αντιμετώπισαν τη ζωή τους – ακόμα και οι φωνές τους είναι από τις πιο ξεχωριστές που υπάρχουν, ακουμπώντας κατευθείαν παρά πολύ ευαίσθητες χορδές μας. Εννοώ ότι η Σωτηρία Μπέλλου, με τον τρόπο που τραγουδούσε, δεν πουλούσε ούτε χαρά ούτε λύπη. Είχε μια ακρίβεια και δωρικότητα, που ήταν πάνω από αυτά. Γενικά η προετοιμασία μου για έναν ρόλο με ενδιαφέρει πάρα πολύ, γι’ αυτό και ποτέ δεν δουλεύω διπλά την ίδια περίοδο – δεν θα κάνω μια ταινία και συγχρόνως να έχω θέατρο.
Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας ως μικρό παιδί;
Ήσυχη. Η μετεφηβεία μου ήταν λίγο πιο έντονη, με κάποια αντίδραση – και ευτυχώς, γιατί δεν πρέπει να ζούμε ετεροχρονισμένα. Οτιδήποτε προκύπτει στη νεότερη ηλικία καλό είναι να το ζούμε.
Ήταν και η οικογένειά σας έτσι ήσυχη, by the book;
Καμία οικογένεια δεν είναι by the book. Και να φαίνεται έτσι, νομίζω ότι κάθε κλειστό κύκλωμα, όπως είναι μια οικογένεια, έχει και τις δυσκολίες και τα τραύματά της. Νιώθω πως όταν κάτι δεν εκφράζεται, είναι πιθανό να βγει κάποια στιγμή αργότερα στη ζωή μας με διαφορετικούς και πιο ύπουλους τρόπους. Εξάλλου πιστεύω ότι δεν υπάρχουν συνταγές ευτυχισμένης οικογένειας ή ευτυχισμένων παιδιών, αυτές είναι ταμπέλες που μας παιδεύουν ακόμα και σήμερα, γιατί δημιουργούμε μια φαντασίωση και στις σχέσεις μας κάθε επιπέδου, η οποία είναι ουτοπική – δεν είναι έτσι η πραγματική ζωή.
«Καμία οικογένεια δεν είναι by the book. Και να φαίνεται έτσι, νομίζω ότι κάθε κλειστό κύκλωμα, όπως είναι μια οικογένεια, έχει και τις δυσκολίες και τα τραύματά της. Νιώθω πως όταν κάτι δεν εκφράζεται, είναι πιθανό να βγει κάποια στιγμή αργότερα στη ζωή μας με διαφορετικούς και πιο ύπουλους τρόπους».
Κρύβουμε όμως πάντα πράγματα κάτω από το χαλί;
Υπάρχει ακόμα ένας έντονος συντηρητισμός και φασισμός, θα μπορούσα να πω, στην κοινωνία μας. Βλέπεις ότι είναι δύσκολο πολλές φορές να συνεννοηθούμε με τους ανθρώπους. Αυτό που με στεναχωρεί όμως ακόμη πιο πολύ είναι ότι κάποιοι έχουν ένα ωραίο περιτύλιγμα γύρω τους που σε ξεγελάει και τελικά όταν φεύγει αυτό το περιτύλιγμα, τρομάζεις βλέποντας πώς είναι ουσιαστικά.
Δεν είναι αλήθεια ότι δεχόμαστε συστάσεις από τους γύρω μας για πολλά θέματα;
Ναι, έτσι είναι. Οι στολές που μας φοριούνται αφορούν τα πάντα, το πώς πρέπει να είμαστε ως γυναίκες, ως μητέρες, ως επαγγελματίες, σε τι ηλικία πρέπει να έχουμε ολοκληρώσει κάποιους στόχους… Ιδίως εμείς οι γυναίκες δεχόμαστε τεράστια πίεση. Ακόμα και στο θέμα του παιδιού, όταν μια γυναίκα φτάσει σε μία ηλικία και ακόμα δεν έχει κάνει παιδί, το ότι μπορεί κάποιος να τη ρωτάει τον λόγο θεωρώ ότι είναι απαράδεκτο. Και όμως συμβαίνει. Οι παθογένειες της κοινωνίας μας είναι πολλές ακόμα, χρειάζεται πολλή δουλειά από εμάς τις ίδιες για να νιώσουμε ότι δεν μας ελέγχει πλέον η πατριαρχία. Το κέντρο ελέγχου έρχεται ακόμη από εκεί, όσο και αν δεν εξαρτιόμαστε πλέον οι περισσότερες από τους άνδρες, γιατί έχουμε βγει στον εργασιακό στίβο. Θέλει διπλή προσπάθεια, κατακτώντας μικρά μικρά κομμάτια, να την αποτινάξουμε. Επίσης όλο αυτό, για να φύγουμε από το δίπολο άνδρας – γυναίκα, έχει να κάνει πολύ και με την ενσυναίσθηση και το φίλτρο των ανθρώπων. Εχω δει και από τα δύο φύλα ασύλληπτα αγενείς συμπεριφορές γύρω από τη μητρότητα, περνώντας τα 37 μου. Τώρα είμαι 42, αυτή είναι η ηλικία μου και τη χαίρομαι.
«Οι παθογένειες της κοινωνίας μας είναι πολλές ακόμα, χρειάζεται πολλή δουλειά από εμάς τις ίδιες για να νιώσουμε ότι δεν μας ελέγχει πλέον η πατριαρχία. Το κέντρο ελέγχου έρχεται ακόμη από εκεί, όσο και αν δεν εξαρτιόμαστε πλέον οι περισσότερες από τους άνδρες, γιατί έχουμε βγει στον εργασιακό στίβο».
Γιατί πιστεύετε όμως ότι πρέπει να εξηγούμαστε στους άλλους;
Όταν δεν έχουμε την ταυτοποίηση που μας έχουν μάθει να έχουμε, εκεί κάπως αισθανόμαστε υπόλογοι. Ο καθένας χρειάζεται μια πάρα πολύ καθαρή αναφορά για το τι είσαι: ηλικία, κοινωνική κατάσταση, επάγγελμα κ.λπ. Επειδή η μητέρα μου είναι χωρισμένη, στα 80s υπήρχε, θυμάμαι, το στίγμα της χωρισμένης γυναίκας. Ε, λοιπόν, αυτό υπάρχει και σήμερα, δεν είναι ένα κομμάτι που έχει ξεπεραστεί. Ακόμα υπάρχει η λέξη ζωντοχήρα κι αυτό εξηγεί τα πάντα. Η γυναίκα συνήθως φέρει το βάρος της αποτυχίας ενός γάμου. Αυτή πρέπει να κρατάει τα πάντα σε μια οικογένεια, γι’ αυτό και τα αγόρια δεν μεγαλώνουν με έναν τρυφερό τρόπο. Ακόμα λένε στα μικρά αγόρια ότι δεν πρέπει να κλαίνε. Πιστεύω βέβαια ότι αυτό σιγά-σιγά αλλάζει, αλλά ακόμη υπάρχουν μελανά σημεία. Περνάμε δύσκολες μέρες, κάθε μέρα μαθαίνουμε για μια κακοποίηση. Το καλό είναι ότι μέσα σε αυτόν το ζόφο, έχει αρχίσει ο κόσμος και μιλάει.
Ακόμη και όταν μιλάει, συχνά ακούμε «τώρα το θυμήθηκε;»…
Με εκνευρίζει τρομερά αυτή η ρητορική ερώτηση, γιατί υπονοεί ότι κάτι άλλο κρύβεται από πίσω. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν διαγράψει από τον εγκέφαλό τους το περιστατικό κακοποίησής τους και αργότερα, μέσω άλλων γεγονότων και ψαξίματος, είτε ψυχοθεραπείας είτε μέσω ενός επαναλαμβανόμενου μοτίβου στο κομμάτι των σχέσεών τους, άρχισαν να υποπτεύονται ότι κάτι δεν πάει καλά και με κάποιο τρόπο ενεργοποιήθηκε η πληγή που είχαν και ήρθε στην επιφάνεια. Τα τελευταία χρόνια, αφού βγήκε η κυρία Μπεκατώρου και μίλησε γι’ αυτό που της είχε συμβεί, έχει δημιουργηθεί ένα πιο εύφορο έδαφος ώστε να φύγει η ντροπή και να μπορέσουν να μιλήσουν και άλλοι άνθρωποι για κακοποιητικές συμπεριφορές. Είναι πολύ αποτρεπτική η ντροπή που νιώθεις για το στίγμα που θα φέρεις αν πας και καταγγείλεις κάτι κακό που σου συνέβη και το μάθουν όλοι. Διότι ειδικά εμάς τις γυναίκες μάς μεγαλώνουν με την ντροπή της φύσης μας. Αν ανοίξεις την τηλεόραση και δεις στις ειδήσεις γυναίκες σε θέσεις εξουσίας, ακόμη και από το ντύσιμό τους καταλαβαίνεις ότι είναι αναγκασμένες να υιοθετούν έναν πιο αυστηρό ενδυματολογικό κώδικα για να μπορούν να νιώθουν πιο ασφαλείς ότι θα τις πάρουν στα σοβαρά. Απεκδύονται τη θηλυκή τους πλευρά, για να νιώσουν πιο ισχυρές, γιατί αυτό έχουμε μάθει.
Πώς θα σκιαγραφούσατε εν τέλει την κοινωνία που ζούμε;
Τα μάτια των ανθρώπων λειτουργούν σαν σκάνερ, δεν κοιτάζουν βαθιά στα μάτια των άλλων για να επικοινωνήσουν απευθείας. Βλέπεις κάποιον στο δρόμο, τον σκανάρεις από πάνω μέχρι κάτω και μέσα σε 3 δευτερόλεπτα θέλεις να καταλάβεις τι είναι για να βάλεις μια ταμπέλα, να τον κατατάξεις κάπου και να ταυτοποιηθεί με έναν στείρο τρόπο. Επειδή μάλιστα όλη μέρα βρισκόμαστε μπροστά σε μια οθόνη και έχει διαχωριστεί η αίσθηση της όρασης από το συναίσθημα, το ερέθισμα κρατάει για λίγα δευτερόλεπτα μόνο, και από κει και πέρα δεν περνάει τίποτε άλλο πιο μέσα. Δεν βλέπουμε για να νιώσουμε, παρά μόνο για να ταυτοποιήσουμε. Ζούμε σε μια εποχή που βάζουμε όρια γύρω μας και δεν φεύγουμε από αυτά πουθενά, ούτε στη δουλειά μας ούτε πολλές φορές και με τους φίλους μας – όλα έχουν κάτι το προκαθορισμένο. Ετσι έχουμε χάσει τον ενθουσιασμό μας, σπάνια πλέον νιώθουμε πραγματικό ενθουσιασμό με κάτι. Ενθουσιασμό σε εισαγωγικά νιώθουμε όταν το βράδυ έχουμε τελειώσει με τις υποχρεώσεις της ημέρας, ως εκεί.
«Τα μάτια των ανθρώπων λειτουργούν σαν σκάνερ, δεν κοιτάζουν βαθιά στα μάτια των άλλων για να επικοινωνήσουν απευθείας. Βλέπεις κάποιον στο δρόμο, τον σκανάρεις από πάνω μέχρι κάτω και μέσα σε 3 δευτερόλεπτα θέλεις να καταλάβεις τι είναι για να βάλεις μια ταμπέλα, να τον κατατάξεις κάπου και να ταυτοποιηθεί με έναν στείρο τρόπο».
Εσείς, πάντως, με αφοσίωση από την Ευτυχία στη Σωτηρία… Σε πολύ δυνατές γυναίκες!
Ναι, ήταν πολύ δυνατές γυναίκες, αλλά και πάρα, μα πάρα πολύ ευαίσθητες. Η εικόνα που έχουμε γι’ αυτές τις ηρωίδες είναι ότι ήταν θωρηκτά, αλλά είχαν τον δέκτη ευαισθησίας ενός μικρού παιδιού. Αν κρίνω και από το τεράστιο έργο που έχουν αφήσει, θα πω ότι η καρδιά τους ήταν πολύ κοντά στο μυαλό τους. Ηταν έντονες προσωπικότητες και είχαν και την αντίφαση – αποτίναξαν την κοινωνική επιταγή σε χρόνια που κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, στα 33 της, παντρεμένη με δύο παιδιά, ζήτησε διαζύγιο και είπε ότι θα πάει με τα μπουλούκια να γίνει ηθοποιός. Η Σωτηρία Μπέλλου, πάλι, σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, δεν κρύφτηκε ποτέ ούτε για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό ούτε για τις πολιτικές της πεποιθήσεις. Αυτές τις γυναίκες θέλουμε να τις παρακολουθούμε σε όλες τις πτυχές τους, αν και δεν το θεωρώ πολύ δίκαιο τα προσωπικά τους πάθη να επισκιάζουν στη σκέψη μας τον ογκόλιθο του έργου που έχουν αφήσει. Εξάλλου αυτές οι γυναίκες δεν μετουσίωναν τίποτα σε εγωκεντρισμό. Δεν εκμεταλλεύτηκαν την εξουσία τους, ίσα-ίσα το αντίθετο. Η Ευτυχία ούτε την υπογραφή της δεν έβαζε στα τραγούδια. Η Μπέλλου έμεινε πολλά χρόνια εκτός δισκογραφίας, επειδή δεν ήθελε να τραγουδήσει τα τσιφτετέλια της εποχής κι ας μην είχε να φάει. Από μαρτυρίες ανθρώπων που τις είχαν γνωρίσει, έχουμε μάθει ότι βοηθούσαν πάρα πολύ τους άλλους, η γενναιοδωρία τους ήταν τεράστια. Γι’ αυτό είναι οικουμενικές ηρωίδες. Με ένα άνοιγμα φωνής της Σωτηρίας Μπέλλου, σε ένα απόλυτο μέτρημα, μπορεί να βάλεις τα κλάματα. Επιμένω σε αυτό το απόλυτο μέτρημα, γιατί η Μπέλλου έμαθε στην εκκλησία να τραγουδάει – ο παππούς της ήταν ψάλτης. Η ίδια πίστευε πάρα πολύ στο Θεό. Κάτι ενδιαφέρον που έμαθα είναι ότι όταν ήταν πάρα πολύ στενοχωρημένη μιλούσε στην Παναγία λες και ήταν φίλη της.
Θέλω να αναφερθώ και στη Σοφία Αδαμίδου που έχει γράψει αυτό το υπέροχο έργο, «Σωτηρία με λένε», η οποία ήταν και η μόνη την οποία είχε εξουσιοδοτήσει η Μπέλλου για να γράψει τη βιογραφία της. Μέσα από αυτή τη βιογραφία και από άλλες μαρτυρίες, κατάλαβα ότι σε γυναίκες όπως η Μπέλλου δεν μπορείς να βάλεις μια ταμπέλα – ήταν αυτό ή εκείνο. Δεν μπορείς να τις ταυτοποιήσεις.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΛΙΝΑ ΣΥΓΓΑΡΕΩΣ. ΜΑΚΙΓΙΑΖ/ΧΤΕΝΙΣΜΑ: ENEZ MANAV (BEEHIVE ARTISTS). ΒΟΗΘΟΣ ΣΤΥΛΙΣΤΑ: JAY ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ. ΒΟΗΘΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ.