Στο Marie Claire που βρίσκεται στα περίπτερα η Κατερίνα Ευαγγελάτου μοιράζεται μαζί μας φωτογραφίες από το οικογενειακό της άλμπουμ, το άλμπουμ μιας οικογένειας με ζωή συνυφασμένη με το θέατρο. Ανάμεσά τους και μία από την παράσταση της Ευγένας του Θεόδωρου Μοντσελέζε, που σκηνοθέτησε ο Σπύρος Ευαγγελάτος στο Αμφι-Θέατρο το 1997: Ο δαίμων του τυπογραφείου της προσέθεσε δέκα χρόνια σε μία λεζάντα. Στην πραγματικότητα η Κατερίνα μόλις έχει τελειώσει το Λύκειο και εμφανίζεται στην παράσταση σε ρόλο μουσικού. Ήταν το 1997 κι εκείνη έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε.
Τη συνάντησα για πρώτη φορά περισσότερα από 10 χρόνια πριν με αφορμή μια σκηνοθεσία της. Θυμάμαι πόσο με είχαν εντυπωσιάσει οι σπουδές της: αριστούχος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου με σπουδές Φιλοσοφίας – Παιδαγωγικής – Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Μουσικής στο Ελληνικό Ωδείο, με μεταπτυχιακό στη Σκηνοθεσία Θεάτρου στο Πανεπιστήμιο Middlesex του Λονδίνου και σπουδές στη Ρωσική Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης GITIS της Μόσχας. Πιο πολύ όμως με είχε εντυπωσιάσει το κορίτσι. Το κοφτερό ταλέντο, το λαμπερό χαμόγελο, το αποφασιστικό βλέμμα. Έκτοτε έχουν ακολουθήσει συνεντεύξεις σε καφέ, φουαγιέ και καμαρίνια, αφού δεν έχει περάσει χρονιά που η Κατερίνα να μην έχει απασχολήσει κοινό και κριτικούς με μια παράσταση που αξίζει να συζητηθεί. Από την «Πλαστελίνη» και το «Wolfgang» στο Εθνικό μέχρι την «Ερωτευμένη Νεκρή» και τη «Λέσχη της Αυτοκτονίας» στο Αμφι-Θέατρο και από το «Cock» στο Θησείον μέχρι τον «Ρήσο», μια περιπατητική παράσταση στον αρχαιολογικό χώρο του Λυκείου του Αριστοτέλους – η πρώτη φορά που το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ενέκρινε τη διεξαγωγή θεατρικής παράστασης σε μη θεατρικό αρχαιολογικό χώρο, που είχα την τύχη να δω και να συγκαταλέγω σήμερα σε μία από τις ωραιότερες θεατρικές εμπειρίες της ζωής μου. Δεν θα αραδιάσω όλες τις μεγάλες επιτυχίες της («Γυάλινος Κόσμος», «Ο Καλός Ανθρωπος του Σετσουάν», η όπερα «Τα παραμύθια του Χόφμαν» που σκηνοθέτησε στη Ρωσία), αλλά θα σταθώ στον «Φάουστ» που είδα δύο φορές στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και στις τρεις τελευταίες της σκηνοθεσίες, για τις οποίες έστησε τρεις κόσμους ολότελα διαφορετικούς μέσα σε ένα χρόνο: την «Αλκηστη», την «Κωμωδία των Παρεξηγήσεων» και τον «Βόιτσεκ». Αυτή τη φορά, όμως, η σκηνοθεσία της συνδιαλέγεται με το λαμπρό παρελθόν της, βουτά στην κληρονομιά της, ξανανοίγει το ιστορικό Αμφι-Θέατρο του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου στην Πλάκα. Το Αμφι-Θέατρο είναι κυριολεκτικά το δεύτερο σπίτι της Κατερίνας, εκεί όπου επί τρεις δεκαετίες ο πατέρας της Σπύρος, σκηνοθέτης και καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας και στη συνέχεια στο Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναμετρήθηκε με έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου με πρωταγωνίστρια πολύ συχνά τη μητέρα της, Λήδα Τασοπούλου. Εκείνη έφυγε από τη ζωή το 2005, εκείνος το 2017. Άφησε πίσω του ιστορικές σκηνοθεσίες και αυτό το θέατρο όπου ενηλικιώθηκαν τρεις ολόκληρες γενιές θεατρόφιλων. Εδώ επιστρέφει τώρα η Κατερίνα με τον δικό της «Αμλετ», ξανανοίγοντας τις πόρτες του θεάτρου μετά από 8 χρόνια.
Ποια είναι η πρώτη ανάμνησή σου από το Αμφι-Θέατρο;
Οταν κάτι πάει πίσω στο χρόνο δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ποιες αναμνήσεις έρχονται πρώτες και πoιες δεύτερες. Σίγουρα μου άρεσε πάρα-πάρα πολύ το κομμάτι πίσω από τη σκηνή, το παρασκήνιο, να στέκομαι εκεί και να περιμένω τους ηθοποιούς να βγουν, να τριγυρίζω ανάμεσα στο κοινό στο φουαγιέ, να ακούω γνώμες και σχόλια. Φυσικά θυμάμαι πάρα πολλές παραστάσεις, αλλά ίσως η πιο παλιά να είναι και η πρώτη που ανέβηκε στο Αμφι-Θέατρο, ο «Φορτουνάτος». Ήμουν 7 αλλά θυμάμαι πολύ καλά τη μαμά μου και τον Σπύρο Μαβίδη που έπαιζαν, τον μπαμπά μου στο ηλεκτρολογείο…
Κάνεις φανταστικούς διαλόγους με τους γονείς σου;
Τους έχω μέσα μου έτσι κι αλλιώς. Υπάρχουν στιγμές που λέω, «Καλά, αν ήταν εδώ ο πατέρας μου, θα γελούσαμε». Σκέφτομαι πώς θα ήταν η μητέρα μου τώρα, τι μπορεί να συζητούσαμε. Δεν φεύγουν ποτέ από μέσα μου αυτά τα δύο πρόσωπα.
Από τον «Αμλετ» του πατέρα σου, τι θυμάσαι;
Ήταν μία από τις αγαπημένες μου παραστάσεις, την είχα δει 6-7 φορές. Πηγαίναμε και τη βλέπαμε με τη φίλη μου Γαβριέλλα Τριανταφύλλη, που τώρα είναι διευθύντρια Προγραμματισμού και Παραγωγής στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος – ακολουθήσαμε δηλαδή έκτοτε και οι δύο πορεία καλλιτεχνική και διοικητική. Ήμασταν πολύ δεμένες τότε, στο Δημοτικό, και πηγαίναμε και βλέπαμε την παράσταση κάθε δεύτερη εβδομάδα. Δεν ήμασταν κανονικά παιδιά, το παραδέχομαι. Είχα το πρόγραμμα εκείνης της παράστασης μαζί μου για χρόνια, το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα, το υπογράμμιζα. Ήταν όνειρο ζωής να ανεβάσω τον «Αμλετ».
Πώς θυμάσαι τον Σπύρο Α. Ευαγγελάτο ως σκηνοθέτη;
Ο μπαμπάς μου δεν αντιμετώπιζε ποτέ τα πράγματα μόνο θεωρητικά ή μόνο πρακτικά. Ένα από τα πράγματα που τον έκαναν τόσο ξεχωριστό είναι ότι μπορούσε να κάνει αυτά τα δύο μαζί. Είχε απόλυτη θεωρητική κατάρτιση, έναν απόλυτο πρακτικό ενθουσιασμό και μοναδική απήχηση. Ήταν ένας λόγιος σκηνοθέτης που ήξερε πώς να ανεβάζει έργα που απευθύνονται στον κόσμο. Οι παραστάσεις του δεν ήταν ποτέ ένα κλειστό σύστημα εγκεφαλικό που δεν μπορείς να το παρακολουθήσεις επειδή ο δημιουργός του είναι ταυτόχρονα και επιστήμονας.
Τον θυμάσαι να διασκεδάζει στις πρόβες;
Πολύ, δεν ήταν καθόλου αυστηρός.
Και ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο;
Νομίζω ήταν ο εαυτός του. Τον είχα παρακολουθήσει να διδάσκει όταν ήταν νεοσύστατο το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών. Ήξερε πολύ καλά τι ήθελε, συνδύαζε το χιούμορ με τη συγκρότηση και στο πανεπιστήμιο όπως και στη θεατρική σκηνή.
Ο «Αμλετ» που σκηνοθέτησε το 1991 άφησε εποχή. Αυτό κάνει την παράσταση να βαραίνει στους ώμους σου;
Δεν το νιώθω ως βαρύ φορτίο, δεν θα έμπαινα στη διαδικασία να συλλάβω το εγχείρημα και να μπούμε στη διαδικασία με τους συνεργάτες μου να το υλοποιήσουμε. Το αντίθετο· νομίζω πως είναι ένα ερέθισμα: αυτός ο κόσμος που είχε αποκαλυφθεί τότε, μια παράσταση που μίλησε μέσα μου, ένα έργο που με σημάδεψε. Αυτό που μου αρέσει ίσως πιο πολύ στον «Αμλετ» είναι ότι δεν μπορείς να καταλήξεις, αποκαλύπτονται συνέχεια πράγματα για τους χαρακτήρες, για τις σχέσεις τους.Κάνουμε τέσσερις μήνες πρόβες και νιώθω ότι υπάρχουν πόρτες που δεν τις έχουμε ανοίξει. Έτσι είναι αυτά τα έργα, τεράστια και ανεξάντλητα.Δεν πέφτω στην παγίδα να πω κάτι διαφορετικό.Μιλάμε ωστόσο για τον «Αμλετ» μέσα από τον συγκεκριμένο χώρο όπου ανέβηκε, πριν από 30 χρόνια, μια σημαντική παράσταση στην οποία έχουμε ευθείες αναφορές, τοποθετούμε σε έναν από τους άξονες της παράστασής μας την τέχνη του θεάτρου αυτή καθαυτή.
Φεύγοντας από τον «Αμλετ» σου, τι θα ήθελες να πάρει μαζί του το κοινό;
Δεν θα ήθελα να πω τι να σκεφτεί ο κόσμος.Θα ήθελα όμως οι θεατές όσο διαρκεί η παράσταση να βουτήξουν σε ένα άλλο σύμπαν. Και φεύγοντας να πάρουν ό,τι θέλουν μαζί τους από αυτόν τον άλλο κόσμο. Υπάρχει μια φράση από τη μετάφραση του Χειμωνά που εκφράζει απόλυτα το έργο σε σχέση και με το θέατρο που ανεβαίνει: «Είναι ένας βαθύς λάκκος στο χρόνο».
Τα καθήκοντά σου ως διευθύντριας του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου σε στρίμωξαν;
Είναι ένα νέο μεγάλο βουνό, ας το πω έτσι, σε συνδυασμό και με τον «Αμλετ» δηλαδή. Είναι μια πολύ πιεσμένη περίοδος για μένα. Δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ για δύο πράγματα που τα αγαπώ το ίδιο.Είναι συναρπαστική η θέση σε έναν οργανισμό με τεράστια δύναμη και ακόμη περισσότερες δυνατότητες να μιλήσει στον κόσμο, να φέρει καλλιτέχνες από το εξωτερικό, να μιλήσει στο ελληνικό κοινό για Ελληνες και ξένους καλλιτέχνες. Ανοίγεται μπροστά μου ένα νέο πεδίο.
Το γεγονός ότι είσαι η πρώτη γυναίκα σε αυτή τη θέση σε προκαλεί να αφήσεις κάποιου είδους ξεχωριστό σημάδι στο Φεστιβάλ Αθηνών;
Δεν σκέφτομαι ποτέ με αυτόν τον τρόπο.Οτι επειδή είμαι γυναίκα πρέπει να κάνω κάτι άλλο.Είναι κρίμα να το συζητάμε εν έτει 2019.Είμαι πολύ υπερήφανη, αλλά από την άλλη είναι τρομερό να το συζητάμε.Είμαι χαρούμενη και νιώθω ευθύνη και για τη γενιά μου, γιατί σε αυτή τη γενιά σπάνια δίνονται θέσεις, και για τους ομότεχνούς μου, την ελληνική καλλιτεχνική κοινότητα και το κοινό που βλέπει τις παραστάσεις μου.Φυσικά νιώθω ότι πρέπει να ενδυναμωθεί ο ρόλος των γυναικών στην ελληνική καλλιτεχνική παραγωγή.Από την άλλη είναι και θέμα προσωπικότητας.Υπάρχουν αδύναμοι άνδρες και δυνατές γυναίκες.
Μίλησέ μου λίγο για τη δική σου προσωπικότητα, που, αν δεν έχεις αντίρρηση, θα την κατατάξω στις δυναμικές.
Τι να σου πω; Δεν μπορώ να περιγράψω τον εαυτό μου. Κάποιοι με ξέρουν μέσα από τη δουλειά μου. Προφανώς μου αρέσει η ευθύνη, η θέση της συνολικότερης αναδοχής ενός εγχειρήματος και επιμέλειας ενός πράγματος. Όταν φτιάχνω κάτι, έχω την ανάγκη να περνάνε όλα από τα χέρια μου. Από την άλλη θέλω να συνεργάζομαι με ανθρώπους που έχουν καλή κατάρτιση, έχουν πάθος γι’ αυτό που κάνουν, είναι ακέραιοι. Και όταν βρίσκω τέτοιους συνεργάτες νιώθω ότι έτσι γίνονται καλύτερα τα πράγματα.
Πώς καθρεφτίζεσαι στα μάτια των φίλων σου;
Νομίζω ότι είμαι μια άλλη στα μάτια των ανθρώπων με τους οποίους είμαστε πραγματικά φίλοι και η φιλία μας έχει δοκιμαστεί στα χρόνια (γιατί έχω φίλους από 28 ή 18 χρόνων, αλλά έχω και από τα 6). Είμαι πολύ χαρούμενη που έχω τέτοιους ανθρώπους που με αγαπούν και τους αγαπώ, που αγαπούν το χιούμορ και τις αδυναμίες μου και το πόσο απόλυτη είμαι σε κάποια πράγματα χωρίς να με παρεξηγούν. Η φιλία είναι κάτι που μεστώνει με τα χρόνια και είναι πολύ ωραίο να έχεις φίλους δίπλα σου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μόνο οι φιλίες κάνουν μια ζωή ζουμερή, χρειάζεσαι και τη συντροφικότητα.
Την έχεις;
Ναι και είναι πολύτιμη. Με το σύντροφό μου είμαστε μαζί πέντε χρόνια και είναι ένα τρομερά ωραίο κομμάτι της ζωής μου.
Συζητάς μαζί του και για την παράσταση;
Εννοείται, φυσικά, πάρα πολύ! Ποιος θα τα ακούσει; Είναι ένας άνθρωπος πολύ ψύχραιμος και μου κάνει πολύ καλό.
Ποιο κομμάτι του συντρόφου σου σε συμπληρώνει;
Εχουμε πολύ διαφορετικά κομμάτια και αυτό είναι αληθινά ωραίο. Αλληλοσυμπληρωνόμαστε και συμπλέουμε.