Aπό τη Ρομίνα Ξυδα
Οι ήρωες ζουν ανάμεσά μας: είναι αυτοί που έβαλαν τους διπλανούς τους πάνω από τον εαυτό τους, πάλεψαν με τη φωτιά, έσωσαν ανθρώπους από την πύρινη λαίλαπα και όταν ακούν «ευχαριστώ» απαντούν ότι απλώς έκαναν το ανθρώπινο καθήκον τους.
Τέσσερις άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Χωρίς τον τίτλο του διασώστη, του πυροσβέστη, του αστυνομικού. Ανεκπαίδευτοι στον κίνδυνο, ανίδεοι στον θάνατο, ανύποπτοι στην τραγωδία, αθώοι απέναντι στο δράμα που εκτυλίχθηκε μπρος στα μάτια τους το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας. Κι όμως. Αυτοί οι άνθρωποι έβαλαν τον διπλανό τους πάνω από τον εαυτό τους και τη ζωή τους κάτω από του άλλου. Ετσι ακριβώς όπως κάνουν οι αληθινοί ήρωες… Γιατί όπως έλεγε και ο μεγαλος μας ποιητής Τάσος Λειβαδίτης: «Οταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε ήδη νεκροί».
Δημήτρης Ματρακίδης: Στο πλάι μιας μάνας με ένα βρέφος στην καμένη της αγκαλιά
Αυταπάρνηση, αυτοθυσία, αγάπη. Τα τρία παραπάνω κοινά ουσιαστικά δεν θα μπορούσαν να περιγράψουν καλύτερα τα συνθετικά της ψυχής ενός αληθινού κυρίου που ακούει στο όνομα Δημήτρης Ματρακίδης. Ο ίδιος, το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας, βρισκόταν με τη σύζυγό του και τον μόλις 4 ετών γιο τους στο σπίτι τους στο Μάτι. Στον πρώτο όροφο έμεναν η μητέρα του, η αδελφή του και τα τρία παιδιά της, ηλικίας 3, 11 και 12 ετών. Στο ίδιο κτήμα έμενε επίσης κι ένα ζευγάρι από την Πολωνία με τα δύο παιδιά του: «Ηταν γύρω στις 5 το απόγευμα όταν άκουσα για τις φωτιές στην Κινέτα και την Καλλιτεχνούπολη. Θορυβήθηκα, πήρα το αμάξι και πήγα στο πυροφυλάκιο στην περιοχή του Βουτζά. Εκεί, είδα φωτιά στο Λύρειο, μέσα στη χαράδρα, κι από πάνω ένα κόκκινο αεροπλάνο που πάλευε να τη σβήσει. Αυτό ήταν αδύνατο, χρειαζόντουσαν τουλάχιστον πέντε με έξι αεροπλάνα προκειμένου να τη δαμάσουν. Κανείς ειδικός δεν το σκέφτηκε, κανείς από τους ιθύνοντες δεν ανησύχησε», λέει ο κ. Ματρακίδης και συνεχίζει: «Γύρισα πίσω και είπα στους δικούς μου να φύγουν γιατί θα καούν ζωντανοί. Οι γυναίκες με τα παιδιά μπήκαν στα αυτοκίνητα με κατεύθυνση τη Ραφήνα, η μάνα μου με τους δύο Πολωνούς έμειναν δίπλα μου και τους κατέβασα στην παραλία, στον Κάβο. Από εκεί, πήρα τη μηχανή ενός φίλου και ανέβηκα ξανά στη γειτονιά μου προκειμένου να ειδοποιήσω τους γείτονες και όποιον έβρισκα μπροστά μου. Θυμάμαι μια μητέρα με δύο παιδιά που δεν είχε καταλάβει τίποτα, να αρπάζει τα παιδιά της, να μπαίνει στο αυτοκίνητο και να κατευθύνονται προς τη θάλασσα. Γυρνούσα σαν τρελός πέρα δώθε. Χτυπούσα πόρτες και παράθυρα ουρλιάζοντας: “Γρήγορα στη θάλασσα!”.
Οταν κατέβηκα ξανά στην παραλία γύρω στις 6 το απόγευμα είχε μαυρίσει ο τόπος από τους καπνούς, η μέρα έγινε ξαφνικά νύχτα. Δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Δίπλα μου ήταν μια μάνα, η Μαργαρίτα, με ένα βρέφος στην αγκαλιά. Τόσο εκείνη όσο και το μωρό έφεραν εγκαύματα σε όλο τους το σώμα. Μέσα στις σπίθες, ναι, η θάλασσα πέταγε σπίθες, κάναμε μαζί με τον φίλο μου για δύο σχεδόν ώρες τεχνητές αναπνοές στο μωρό. Εκείνο ούρλιαζε, η καημένη η γυναίκα προσπαθούσε να το βάλει στο στήθος της για να το θηλάσει, μας ικέτευε να δώσουμε προτεραιότητα στο παιδί της, τίποτε άλλο δεν την ένοιαζε. Ο πρώτος που έφτασε στην παραλία ήταν ο άνδρας της, ο Ανδρέας, ο οποίος είναι και πυροσβέστης. Μετά από ώρες πήραμε αγκαλιά τη γυναίκα, τη βάλαμε σε ένα ασθενοφόρο και το μωρό σε κάποιο πυροσβεστικό όχημα προκειμένου να διακομιστεί στο Παίδων. Εμαθα ότι το βρέφος δεν τα κατάφερε. Aκόμη και σήμερα ακούω την κραυγή αυτής την μάνας: “Σας ικετεύω, σώστε το μωρό μου…”.
Αυτό που ζήσαμε δεν ήταν φωτιά. Ηταν πόλεμος εν καιρώ ειρήνης, ολική καταστροφή. Οταν άφησα τη Μαργαρίτα με το μωρό άρχισαν να σκάνε γύρω μου αυτοκίνητα. Εκεί επικράτησε πανζουρλισμός. Μεγάλες γυναίκες λιποθυμούσαν, παιδιά ούρλιαζαν, ο ένας ποδοπατούσε τον άλλον, κατέβαζα όποιον μπορούσα στη θάλασσα. Εκεί, έβαλα τον κόσμο σε μια σειρά προκειμένου να επιβιβαστούν σε βάρκες που πλησίαζαν στην ακτή. Μαζί με άλλα παιδιά σήκωνα ηλικιωμένους στην αγκαλιά μου και με καρέκλες τούς ανεβάζαμε στα σκάφη. Η σύζυγός μου είχε ενημερώσει από τις 6 το απόγευμα το Λιμενικό στη Ραφήνα ότι βρίσκονταν στη θάλασσα εκατοντάδες άνθρωποι. Τους έλεγε: “Η πεθερά μου είναι στη θάλασσα” και της απαντούσαν: “Μην ανησυχείτε! Αφού είναι στη θάλασσα είναι ασφαλής”. Στις 11 το βράδυ, της είπαν ότι… συσκέπτονταν, στις 12 έστειλαν κάποιες σωσίβιες λέμβους οι οποίες δεν βγήκαν ποτέ στη στεριά για να μαζέψουν κόσμο. Το Λιμενικό μάζευε τον κόσμο από τα ανοιχτά! Αν δεν ήξερες καλό κολύμπι δεν μπορούσες με τίποτα να προσεγγίσεις το σκάφος του Λιμενικού, ήσουν τελειωμένος. Ψαράδες και ιδιώτες με φουσκωτά έσωσαν όσους μπορούσαν να σωθούν, οι άλλοι ήταν εγκαταλελειμμένοι στο έλεος του Θεού. Εφυγα από τους τελευταίους. Το σπίτι μου δεν υπάρχει πια. Υπάρχουν ωστόσο οι δικοί μου και είμαι τυχερός. Από κει και ύστερα αν δεν υπήρχαν άνθρωποι που να μπουν αυτοβούλως στο μάτι του πύρινου αυτού κυκλώνα σήμερα θα θρηνούσαμε πολλούς περισσότερους νεκρούς».
Κατερίνα Μαλά: Εβγαλε τουλάχιστον 50 αυτοκίνητα από τον δρόμο της φωτιάς
Μεσημέρι Δευτέρας, 23 Ιουλίου 2018. Η κυρία Κατερίνα Μαλά βρίσκεται στο φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης που διατηρεί ο σύζυγός της στην περιοχή της Ραφήνας. Κάποια στιγμή σκέφτεται να πεταχτεί μέχρι το Μάτι, στην εξοχική κατοικία της οικογένειας, όπου βρίσκονται τα δύο της παιδιά προκειμένου να τους ετοιμάσει ένα πιάτο φαγητό. Πράγματι. Φτάνει στο σπίτι και τη στιγμή που βάζει το φαγητό στην κατσαρόλα ο γιος της την παρακαλάει: «Μαμά, θέλω κάτι από τη Ραφήνα. Πάμε να το πάρω;». «Δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά για πρώτη φορά στη ζωή μου του είπα “ναι, πάμε”. Στον δρόμο βλέπω τη φωτιά να είναι στο Νταού Πεντέλης. Τότε γύρισα και του είπα: “Παιδί μου, αυτή η φωτιά θα μας κάψει.” Εμείς εδώ ξέρουμε ποιος αέρας μάς καίει», λέει η κυρία Μαλά και συνεχίζει: «Κάνω αναστροφή, φτάνουμε σπίτι και βάζω μια φωνή στην κόρη μου που παρακολουθούσε αμέριμνη στην τηλεόραση τη φωτιά στην Κινέτα: “Σήκω αμέσως, πάρε τσάπες και τσουγκράνες και πήγαινε γρήγορα με τον αδελφό σου στο διπλανό οικόπεδο και φτιάξτε μια αντιπυρική ζώνη τριών μέτρων. Σήμερα θα καούμε ζωντανοί! Εγώ πάω να φέρω τον πατέρα σας.
Εφτασα ξανά στη Ραφήνα, μπήκα μέσα στο φροντιστήριο, ούρλιαζα να εκκενώσει τις αίθουσες από τα παιδιά και να κατέβει αμέσως κάτω. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ήμουν εκτός εαυτού. Στην επιστροφή βάλαμε τα ξύλινα έπιπλα μέσα στο σπίτι, ξηλώσαμε τις καλαμωτές, βάλαμε τα εύφλεκτα υλικά στο ψυγείο και τρέξαμε να πάρουμε τους παππούδες από το σπίτι τους που βρίσκεται λίγα μέτρα πάνω από το δικό μας. Οι φλόγες βρίσκονταν ήδη στο πίσω μέρος του σπιτιού τους. Εκεί κατάλαβα ότι δεν υπήρχε σωτηρία. Ο αέρας ήταν τουλάχιστον δέκα μποφόρ.
Τηλεφώνησα στους γείτονες, χτύπησα ξένες πόρτες, ούρλιαζα στον κόσμο να εγκαταλείψει το σπίτι του και να κατέβει αμέσως στην παραλία. Λίγο πριν μπούμε στο αυτοκίνητο είδα δύο λεφούσια από αυτοκίνητα, το ένα να κινείται με κατεύθυνση προς Ραφήνα και το άλλο προς Νέα Μάκρη. Δεν υπήρχε Αστυνομία, δεν υπήρχε Πυροσβεστική, δεν υπήρχε κανείς. Σαν τρελή έδιωξα τους δικούς μου, μπήκα στη μέση του δρόμου, σταμάτησα την κυκλοφορία και φώναζα χτυπώντας τα καπό: “Κάντε αναστροφή και πηγαίνετε προς Νέα Μάκρη, διαφορετικά θα καείτε σαν τα ποντίκια.” Με άκουσαν όλοι, πάνω από 50 αυτοκίνητα, και δυο-τρεις που έφεραν αντίρρηση μάλλον με φοβήθηκαν και έκαναν αναστροφή.
Η Αστυνομία έκανε τεράστια λάθη, οι εντολές που τους δόθηκαν ήταν καταστροφικές. Εκλεισαν τη Μαραθώνος και έστελναν τον κόσμο προς Μάτι. Αν είχαν κρατήσει μόνο ένα ρεύμα προς Νέα Μάκρη, τότε θα είχαν σωθεί πάρα πολλοί άνθρωποι. Από τη στιγμή που η φωτιά πέρασε τη Μαραθώνος ήμασταν όλοι τελειωμένοι. Και 500 αεροπλάνα να πετούσαν πάνω από το Μάτι, η φωτιά αυτή ήταν αδύνατον να σβήσει. Ολη αυτή η καταστροφή έγινε μέσα σε μισή ώρα με 40 λεπτά, πολλοί άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί μέσα στα σπίτια τους διότι δεν πήραν χαμπάρι τη φωτιά. Δεν μύρισε ποτέ καμένο. Αν υπήρχε ένας υπεύθυνος να ενημερώσει για το κακό, σήμερα δεν θα θρηνούσαμε τόσα θύματα. Δεν υπήρχε όμως κανείς. Ημασταν όλοι αφημένοι στο έλεος της καταστροφής. Τώρα που καταλαγιάζει ο πόνος κάτι άλλο παίρνει τη θέση του. Δεν είναι οργή. Οχι ακόμα. Είναι το παράπονο της εγκατάλειψης, της αδιαφορίας, της ανευθυνότητας. Είναι το γαμώτο για τους ανθρώπους μας. Ακόμα πενθούμε αλλά θα δυναμώσουμε».
Παναγιώτης Ράμφος: «Δεν με ένοιαζε αν θα πέθαινα, ήθελα να βοηθήσω τους δίπλα μου να ζήσουν»
Στο ισόγειο ενός κατεστραμμένου σπιτιού επί της οδού Κύπρου στο Μάτι ένας νεαρός άνδρας μαζί με τη μητέρα του και τη φίλη του μετρούν πληγές. Πριν από λίγες μέρες, είχαν ολοκληρώσει, με κόπους ζωής, τις τελευταίες εργασίες ενός σπιτιού που ονειρεύονταν από πάντα: «Οι πληγές αυτές δεν πονάνε, θεραπεύονται. Μπροστά στον εφιάλτη που βίωσαν και βιώνουν συνάνθρωποί μας, τα δικά μας βάσανα μοιάζουν με γρατσουνιές», λέει ο κ. Ράμφος που εργάζεται ως φυσιοθεραπευτής και συνεχίζει: «Ηταν γύρω στις πέντε παρά το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας, όταν είδα ένα τεράστιο κύμα φλόγας να κατεβαίνει από το βουνό. Σαν τρελός έτρεξα στο σπίτι, πήρα τους δικούς μου και στη συνέχεια κατευθύνθηκα στο σπίτι ενός ασθενούς μου με κάταγμα στο ισχίο, η γυναίκα του οποίου είναι τα τελευταία 35 χρόνια τετραπληγική. Γνώριζα ότι αν άφηνα στη μοίρα τους αυτούς τους ανθρώπους, θα καίγονταν ζωντανοί, ευτυχώς σήμερα είναι καλά.
Με απίστευτους ελιγμούς κατάφερα να φτάσω στην παραλία, πέταξα τη μάνα μου μέσα στη θάλασσα και ύστερα ανέβηκα πάλι στον δρόμο. Φώναζα να κατέβουν όλοι στη θάλασσα, τραβούσα τους τουρίστες με το ζόρι, είχα παιδιά στην αγκαλιά και μανάδες λιπόθυμες στα χέρια. Επικρατούσε ένας πανικός: καμένοι άνθρωποι, σκυλιά που δάγκωναν τον κόσμο, μωρά που έκλαιγαν, πρησμένα μάτια, μια θάλασσα που ξέβραζε φωτιά. Εσκιζα τέντες από μαγαζιά, έβαζα πετσέτες σε πρόσωπα, έριχνα γάλα σε πληγές, έβρεχε φωτιά από παντού, μόνο μου μέλημα ήταν να βοηθήσω όποιον και όπως μπορούσα. Κάποια στιγμή μού είπαν για ένα κοριτσάκι, ότι πήδηξε από τον γκρεμό στο δεύτερο λιμανάκι για να σωθεί, επέμεναν ότι μπορεί και να ζούσε. Ετρεξα σαν τρελός μαζί με δύο φίλους, πήγα πλάι της, προσπάθησα να τη συνεφέρω αλλά ήταν ήδη αργά. Το κορίτσι είχε ξεψυχήσει.
Αυτό που έζησα ήταν παράνοια. Κλοτσούσα πόρτες αυτοκινήτων για να ανοίξουν, από μέσα έβγαινε κόσμος που έπεφτε στην αγκαλιά μου, σήκωνα παιδάκια στην αγκαλιά μου, δεν υπήρχε κανείς υπεύθυνος, η ζωή ήταν μόνο στις δικές μας δυνάμεις. Η φωτιά μάς έπιασε στον ύπνο, κανείς αρμόδιος δεν στάθηκε δίπλα μας. Επί επτά ώρες πάλευα με θεούς και δαίμονες και δεν με ένοιαζε αν θα πέθαινα, ήθελα μόνο να βοηθήσω τους ανθρώπους δίπλα μου να ζήσουν. Ποτέ δεν φανταζόμουν πόσο βαθιά μπορείς να νοιαστείς για τον άλλον όταν βλέπεις τον θάνατο να περνάει από δίπλα του».
Αλέξανδρος Τζέμης: «Συγγνώμη, δεν μπόρεσα να τους σώσω όλους»
Ο 20χρονος Αλέξανδρος το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας ήταν έτοιμος να μπει σε μια αίθουσα ιδιωτικού αμερικανικού πανεπιστημίου των βορείων προαστίων, όπου σπουδάζει Ναυτιλιακά. Ενα τηλεφώνημα από φίλο του γύρω στις 16.30 θα αλλάξει τα σχέδια εκείνης της ημέρας μετατρέποντας τη σε μια δοκιμασία πέρα από τα ανθρώπινα όρια: «Μου τηλεφώνησε ένας φίλος λέγοντάς μου: “Εχει πιάσει φωτιά στον Βουτζά. Τρέξε να σώσεις τους γονείς σου”. Δεν ξέρω πώς έφτασα στο σπίτι μου, με τι ταχύτητα οδηγούσα. Ο πατέρας μου είναι ανάπηρος κι αν δεν προλάβαινα ήξερα ότι θα καιγόταν ζωντανός», λέει ο Αλέξανδρος και συνεχίζει: «Οταν κατέβασα τους γονείς μου στην παραλία πήρα τον σκύλο μου και χτυπούσα πόρτα-πόρτα προκειμένου να κατεβάσω όσο περισσότερο κόσμο μπορούσα στη θάλασσα. Οι γονείς μου φώναζαν να μην ανέβω πάλι επάνω, να παραμείνω στη θάλασσα, δεν μπορούσα όμως να τους ακούσω. Εχω δεκάδες φίλους εδώ, φίλους καρδιάς, είναι δυνατόν να τους άφηνα να καούν;
Μετά κατέβηκα ξανά κάτω. Γινόταν πανζουρλισμός. Δίπλα μου ήταν ένα παιδάκι που δεν μπορούσε να αναπνεύσει, έβγαλα την μπλούζα μου, την έβρεξα και του την έβαλα στο πρόσωπο κι έδωσα τα παπούτσια μου σε κάποιον άλλο. Ο κόσμος ούρλιαζε. Από τον πόνο, από τον φόβο, από την αγωνία. Το νερό είχε κοπεί από τις 7 το απόγευμα, τα παιδάκια φώναζαν ότι διψάνε, πως δεν αντέχουν άλλο. Ντρέπομαι που το λέω αλλά μαζί με άλλα τρία άτομα λεηλατήσαμε ένα μαγαζί. Πήραμε νερά, σόδες, ό,τι υπήρχε και τα δώσαμε στα παιδιά και σε όσους είχαν ανάγκη. Δεν ερχόταν πυροσβεστικό, δεν πετούσαν αεροπλάνα, δεν υπήρχε Αστυνομία, όλοι πιστεύαμε ότι από την επόμενη μέρα θα βρούνε τις στάχτες μας. Μέσα στον πανικό έβλεπα ανθρώπους να βουτάνε στη θάλασσα και να χάνονται μέσα της.
Εβγαλα όσους μπορούσα, συγγνώμη, δεν μπόρεσα να τους σώσω όλους. Η κατάσταση από ένα σημείο και μετά ήταν εκτός ελέγχου. Λίγο μετά τις 10 βγήκα με κάποιους φίλους στον δρόμο μήπως βρίσκαμε κάποιον που θα μας είχε ανάγκη. Τίποτα. Πόλη νεκρή. Ανθρωποι απανθρακωμένοι. Εβλεπες μόνο μαύρα κόκαλα. Μέτρησα 35 πτώματα. Η Αστυνομία ήρθε κατά τη 1 τα ξημερώματα όταν η φωτιά είχε πλέον σβήσει. Με έναν φακό στο χέρι βοήθησα τους αστυνομικούς να βρούνε τους νεκρούς. Τι μετράω σήμερα; Μία φίλη που έχασα, έναν φίλο που αγνοείται και πολλούς αμέτρητους εφιάλτες που μπορεί και να μην πάψουν ποτέ να εμφανίζονται μπροστά στα μάτια μου…».