Τη δεκαετία του 1990 όποιο σπίτι είχε συσκευή για βιντεοκασέτες έπαιρνε αυτομάτως προτεραιότητα ως προορισμός για επίσκεψη. Μπορεί κάποιος να βαριόταν να πάει με τους γονείς του στους φίλους  ή τους συγγενείς τους, και προτιμούσε να παραμείνει σπίτι για να παίξει ή να δει τηλεόραση. Υπήρχε όμως μία εξαίρεση, αυτή του σαλονιού κάτω από την τηλεόραση του οποίου δέσποζε ένα μεγάλο μαύρο κουτί με κουμπιά, που μπορούσε να σε ταξιδέψει στον κόσμο της επιλογής σου. Ή των επιλογών των ιδιοκτητών του, εφόσον μιλάμε για βιντεοκασέτες.

Η εποχή του βίντεο παρήλθε οριστικά όταν αντικαταστάθηκε από το DVD και αργότερα, το Blu-ray. Η ποιότητά τους ήταν καλύτερη, το οπτικοακουστικό αποτέλεσμα έμοιαζε περισσότερο με αυτό της κινηματογραφικής αίθουσας, δε είχε τόσο δύσκολο fast back ή forward σε περίπτωση που έχανες κάποια σκηνή ή δεν ήθελες να δεις κάποια άλλη κι επίσης συχνά διέθετε υλικό – bonus από την εκάστοτε ταινία ή σειρά, παρασκήνια, συνεντεύξεις, οτιδήποτε δε μπορούσες τότε να βρεις εύκολα (ή και καθόλου) στον κάπως άγνωστο σε εμάς και ελλιπή (ακόμα) σε πληροφορίες κόσμο του διαδικτύου. Όταν κυκλοφορούσε μία νέα ταινία, μετά την προβολή της στο σινεμά, περιμέναμε την κυκλοφορία του DVD για να την έχουμε για πάντα σπίτι μας, να ανατρέχουμε σε αυτήν όποτε θέλαμε, να επαναλαμβάνουμε κομμάτια της, να ακούμε ξανά τη μουσική της, να πιάνουμε στα χέρια μας τον φορέα του θεάματος που μας είχε εντυπωσιάσει τόσο ώστε να δώσουμε ένα σεβαστό ποσό για να το αγοράσουμε, να το έχουμε δικό μας. Οι υπηρεσίες streaming, με την ευκολία της λειτουργίας τους, την ποικιλία του περιεχομένου τους και τη δυνατότητα να δούμε μία ολόκληρη σεζόν σειράς σε ένα μόλις Σαββατοκύριακο ήταν ένα δώρο εξ ουρανού για τους φανς της ποπ κουλτούρας, ενώ διαμόρφωσαν και μία νέα γενιά tv aficionados, οι οποίοι μέχρι να εγγραφούν σε κάποια από αυτές τις υπηρεσίες ενδέχεται να μην είχαν καν συσκευή τηλεόρασης στο σπίτι τους. Σήμερα οι συσκευές για DVD έχουν ξεμείνει σε κάποια σπίτια, θυμίζοντας αυτή την, όχι και τόσο μακρινή, εποχή, σε κάποιες περιπτώσεις όμως οι κάτοχοί τους δεν τις κρατούν μόνο για συναισθηματικούς λόγους, αλλά συνεχίζουν να τις χρησιμοποιούν και δεν προτίθενται να σταματήσουν.

Πώς είναι δυνατόν να έχεις κάτω από τα δάκτυλά σου τόσες επιλογές περιεχομένου κι εσύ να προτιμάς να αναζητήσεις τη (σπασμένη, ενίοτε) θήκη του DVD μίας ταινίας, προκειμένου να απολαύσεις το περιεχόμενό της στον καναπέ σου με τον τρόπο που το έκανες πριν από 20 χρόνια;

Οι απαντήσεις είναι πολλές και αλληλοσυμπληρούμενες.

Ένας βασικός παράγοντας για τον οποίο κάποιος μπορεί να θέλει αποθηκευμένο σε σταθερό φορέα το πολιτιστικό περιεχόμενο της προτίμησής του είναι η βερσιόν που επιθυμεί να βλέπει. Οι κόπιες μίας ταινίας μπορεί να είναι πολλές. Υπάρχει η εκδοχή που προβλήθηκε στα σινεμά όλου του κόσμου, η εκδοχή που προβλήθηκε στα σινεμά κάποιων χωρών που ασκούν λογοκρισία στο θέαμα, η κόπια του σκηνοθέτη, που αντιπροσωπεύει το αληθινό του όραμα για το έργο του, αυτό που ίσως δε θα πήγαινε τόσο καλά εισπρακτικά στις κινηματογραφικές αίθουσες, καθώς και οι βερσιόν από τις οποίες έχουν πλέον αφαιρεθεί σκηνές που θεωρούνται ακατάλληλες για συγκεκριμένες μερίδες κοινού, όπως είναι τα παιδιά. Σε διάφορες περιπτώσεις εταιρειών παραγωγής και διανομής, οι σκηνές για παράδειγμα όπου οι πρωταγωνιστές καπνίζουν, αφαιρούνται, στο πλαίσιο της πολιτικής τους ενάντια στις καταχρήσεις και την απεικόνισή τους, ακόμα κι αν αυτή είναι ουσιώδους σημασίας. Πώς θα βλέπαμε την ταινία του Τζιμ Τζάρμους, «Καφές και Τσιγάρα» χωρίς τα τσιγάρα, για παράδειγμα;

Πολλές φορές στις σημάνσεις πριν την προβολή περιεχομένου που υπάρχει διαθέσιμο σε υπηρεσία streaming αναγράφεται ότι η αρχική εκδοχή έχει υποστεί αλλαγές στο μοντάζ – και όχι μόνο. Όπως αναφέρει και ο Richard Brody σε σχετικό κείμενό του στο New Yorker: «Τι ήταν αυτό που εξαφανίστηκε; Μπορούμε να το μάθουμε μόνο παρακολουθώντας αυτή την εκδοχή παράλληλα με το DVD. To περίεργα παρεμβατικό συναίσθημα τού να μεσολαβεί κάποιος σε αυτό που βλέπεις – μία εταιρεία που βρίσκεται ανάμεσα σε σένα και το θέαμα, τον ήχο, το διάβασμα – διαθέτει μία αίσθηση παρακολούθησης». Μπορεί οι υπηρεσίες περιεχομένου να μην είναι ο Big Brother, ενίοτε όμως συμπεριφέρονται με παραπλήσιο τρόπο ή, έστω, έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν. Πέραν των τυχόντων αλλαγών που μπορεί να πραγματοποιήσουν σε ένα «έτοιμο» έργο, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τι είναι αυτό που θα δούμε ανάλογα με την βιβλιοθήκη που διατηρούν. Πόσες φορές δεν μας έχει τύχει να χάσουμε μία σειρά ή ταινία επειδή η εκάστοτε υπηρεσία streaming την αφαίρεσε από τον κατάλογό της και μάλιστα χωρίς να μας ειδοποιήσει ότι θα είναι διαθέσιμη μέχρι μία συγκεκριμένη ημερομηνία; Κι άλλες πόσες φορές αναζητήσαμε σε όλες τις πλατφόρμες κάποια σειρά ή ταινία που δεν υπάρχει πουθενά;

Εννοείται πως δεν είναι (τόσο) δύσκολο να βρει κανείς νόμιμα μία ταινία ή μία σειρά και να τις παρακολουθήσει με άλλο τρόπο, πέραν του streaming, ωστόσο δεν είναι απίθανο να βρίσκεται στα αζήτητα ή τα χαμένα κάποιο περιεχόμενο που αναζητάμε και κανείς δεν ενδιαφέρεται να αποκτήσει τα πνευματικά του δικαιώματα και να μας το διαθέσει μέσω της συνδρομής μας. Εδώ υπεισέρχεται και το θέμα της τήρησης προσωπικού αρχείου σε φυσική μορφή, σε μία εποχή όπου τα πάντα έχουν ψηφιοποιηθεί και η πεποίθησή μας είναι πως θα βρίσκονται για πάντα διαθέσιμα σε εμάς, ό,τι κι αν συμβεί μελλοντικά. Το πλαστικό με το οποίο είναι φτιαγμένο ένα DVD σίγουρα δεν είναι οικολογικό. Αν όμως το αγοράσουμε μία φορά και δεν το πετάξουμε ποτέ, θα έχουμε στο σπίτι μας τη δυνατότητα να το παρακολουθήσουμε ανά πάσα στιγμή, και μάλιστα στην εκδοχή που επιλέξαμε να το αποκτήσουμε. Βέβαια, τα DVD, όπως και τα βιβλία που δεν είναι σε ψηφιακή μορφή, πιάνουν χώρο και, όπως επισημαίνει ο Brody, σε ένα διαμέρισμα πόλης είναι δύσκολο να χωρέσει όλη η κουλτούρα σου ή, έστω, η πεμπτουσία της, χωρίς να αποκτήσεις κάποια στιγμή πρόβλημα με τα υπόλοιπα πράγματά σου. Τι είναι όμως αυτή η δυσκολία μπροστά σε μία βιβλιοθήκη που μπορείς να πιάσεις με τα χέρια σου, τα DVD που μπορείς να χαζέψεις, ακριβώς όπως κάνεις και με τους δίσκους βινυλίου, και που βρίσκονται σε ένα σημείο όπου εκτίθεται επί της ουσίας ένα κομμάτι του εαυτού σου; 

Η νοσταλγία, η διατήρηση της ταυτότητας, η επιθυμία για την αυθεντικότητα μπορεί να μας συγκρατήσουν από το να πετάξουμε στην ανακύκλωση την κούτα με τα DVD που συλλέγαμε επιμελώς για χρόνια και που δανείζαμε προειδοποιώντας το άλλο μέρος της συναλλαγής ότι «το θέλω πίσω, δεν το βρίσκεις εύκολα». 

Είναι κάτι σαν το προσωπικό μας, μη ψηφιακό αρχείο, τις έγχαρτες φωτογραφίες, τα παλιά μας ρούχα, οτιδήποτε μάς θυμίζει ποιοι ήμασταν και ποιοι παραμένουμε. Δεν έχουμε τον έλεγχο του χρόνου, έχουμε όμως τον έλεγχο των πραγμάτων που μας τον θυμίζουν.

Υπάρχει, λοιπόν, περίπτωση, για λόγους αγάπης του ρετρό, για λόγους συλλεκτικούς ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία να ξαναγυρίσουμε, εν μέρει, έστω, στην εποχή του DVD, διατηρώντας παράλληλα τις συνδρομές μας στις διάφορες υπηρεσίες streaming; Εξαρτάται από το βαθμό παρέμβασης στις νέες εκδοχές παλιών έργων, από τη σπανιότητά τους ακόμα και στο πλαίσιο ύπαρξης τεράστιων ψηφιακών βιβλιοθηκών (που μπορούν να τις φιλοξενήσουν) και από το κατά πόσο θέλουμε να τηρούμε το δικό μας φυσικό αρχείο, φάτσα – φόρα στο σαλόνι, το γραφείο ή το υπνοδωμάτιό μας. Ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις να μη θέλουμε να επιστρέφουμε στα παλιά, δηλαδή να εξαρτώμαστε από τις «βιντεοκασέτες» των γονιών μας ή των φίλων τους, ακόμα κι αν αυτές είναι πλέον ψηφιακές και η παρακολούθησή τους δεν απαιτεί καν την έξοδό μας από το σπίτι. 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below