Θωρακισμένη με σπουδές ελληνικής φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και υποκριτικής στην Ανωτέρα Σχολή Δραματικής Τέχνης του Εθνικού Θεάτρου, αρίστευσε στη Σχολή Σκηνοθεσίας του Ρώσικου Πανεπιστημίου Θεατρικής Τέχνης GITIS της Μόσχας (τμήμα Λεονίντ Χέιφιτς, 2008-13). Η Ιώ Βουλγαράκη συστήθηκε στο αθηναϊκό κοινό το 2013 και έκτοτε σκηνοθετεί μικρές και μεγαλύτερες ομάδες, αλλά και στο Εθνικό θέατρο. Αφορμή για την κουβέντα μας ήταν η συνάντησή της με την πολυαγαπημένη ηρωίδα της παιδικής ηλικίας, Χάιντι, για την παράσταση που φέρει το όνομά της στο Εθνικό Θέατρο.
Ιώ, αγαπάς τα βουνά;
Θα έλεγα πως είμαι παιδί της θάλασσας. Το σώμα μου ξεκάθαρα είναι του νερού. Ωστόσο ο τόπος μου, αυτός που νιώθω σαν τόπο καταγωγής μου, ακόμη κι αν τυπικά δεν είναι έτσι, είναι το Πήλιο. Για μένα, βουνό είναι το Πήλιο, τα τρεχούμενα νερά του, οι στροφές του, τα πλατάνια του, οι καταιγίδες του, το σπίτι που έφτιαξαν εκεί με αμέτρητη αγάπη οι γονείς μου, ο τόπος που αγάπησε ο πατέρας μου όσο κανέναν άλλο. Αγαπώ λοιπόν τα βουνά που με πάνε σαν αίσθηση εκεί.
Η παιδική σου ηλικία είναι κάτι κλειδωμένο σε συρτάρι ή κάτι που σε τροφοδοτεί ακατάπαυστα στη ζωή και τη δουλειά σου με έμπνευση και ιδέες;
Η δική μου παιδική ηλικία είχε πολλή αγάπη, πολύ γέλιο, αστείρευτη τρυφερότητα και αποδοχή · είμαι, νομίζω, ένας εξαιρετικά τυχερός άνθρωπος ως προς αυτό. Το πώς με τροφοδοτεί δεν το συνειδητοποιώ ακριβώς και δε θέλω κιόλας να μου είναι υπερσυνειδητό μέσα στη δημιουργική διαδικασία, εκτός απ’ όταν είναι απόφαση το να επισκεφθώ κάτι συγκεκριμένο από εκείνη τη φάση της ζωής μου. Πάντως μεγαλώνοντας νιώθω πως όλοι οι άνθρωποι, ακόμα και όσοι είχαμε την τύχη να είναι εγγεγραμμένη μέσα μας η παιδική μας ηλικία σαν ένα ηλιόλουστο περιβόλι, κλειδώνουμε στιγμές σε συρτάρια και κανείς δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτές γιατί το να μαθαίνεις να ζεις σε αυτό τον κόσμο δεν είναι εύκολο για κανέναν και συχνά έχει μια μελαγχολία κι ένα αίσθημα ανένταχτου που δεν ξέρεις τι να τα κάνεις, ούτε ως παιδί ούτε ως ενήλικας αργότερα.
Αλλάζει κάτι στη σκηνοθεσία όταν προσθέτουμε «για παιδιά» πλάι στον τίτλο ενός έργου;
Σίγουρα, αλλά δεν ξέρω ακόμα τι, όσο παράξενο κι αν ακούγεται. Δεν νομίζω πως δούλεψα διαφορετικά αυτή τη φορά όσον αφορά τη διαδικασία της προετοιμασίας και της πρόβας. Φυσικά, έχοντας να κάνουμε με θέματα όπως είναι η απώλεια και η διαχείριση του πένθους σε μια παράσταση που απευθύνεται σε παιδιά, μας απασχόλησαν πιο στοχευμένα η ελαφρότητα, η μαλακότητα, το χιούμορ. Όμως, πιστεύω πως θα μας απασχολούσαν ούτως ή άλλως, γιατί για μένα αυτός είναι ο δρόμος προς τη συγκίνηση. Εξ αρχής κανείς μας, ούτε η δημιουργική ομάδα των συντελεστών ούτε έπειτα ο θίασος, δεν μπήκε στο όλο εγχείρημα προκειμένου να φτιάξουμε μια παράσταση «για παιδιά», αλλά μια παράσταση «και για παιδιά».
Τι κάνει τη Χάιντι ένα κορίτσι τόσο ξεχωριστό;
Νομίζω, το γεγονός ότι παρά τις τρομερές ελλείψεις στη ζωή της -με πρώτη και κύρια αυτή των γονιών της, που έφυγαν πρόωρα από τη ζωή- εξακολουθεί να θέλει και να γυρεύει τη συνύπαρξη, είναι η φύση της τέτοια, δεν της το έχει μάθει κάποιος. Στη ζωή θαυμάζω τους ανθρώπους που είναι έτσι, με δυναμώνουν και με εμπνέουν.
Κάθε ιστορία ενηλικίωσης είναι μοναδική και κουβαλά διαφορετικά μαθήματα γι αυτόν που ενηλικιώνεται, αλλά και τους ανθρώπους γύρω του. Τι θα έλεγες ότι εισπράττει ο θεατής από την ιστορία της Χάιντι;
Η ιστορία της δικής μας Χάιντι είναι μια ιστορία για όσα και όσους χάνουμε αλλά συγχρόνως και για το πώς προχωράμε παραπέρα στη ζωή και τις άγνωστες ομορφιές της μαζί με τις απώλειες αυτές. Το προχώρημα αυτό είναι μάλλον η ενηλικίωση και είναι ένα είδος μεταμόρφωσης. Αυτό δεν μπορεί παρά να ακουμπά στις ψυχές των ανθρώπων εντελώς διαφορετικά ανάλογα με την ηλικία τους και τα βιώματά τους και άρα να εισπράττουν ό,τι χρειάζονται τη δεδομένη στιγμή. Σε μια από τις πρώτες παραστάσεις που παίξαμε παρατήρησα μια εικόνα που υπό μία έννοια ήταν, για μένα, η πιο ωραία είσπραξη που θα μπορούσαμε να ελπίζουμε: μια μαμά παρακολουθούσε μαζί με την κόρη της που δεν θα ήταν πάνω από 7-8 χρονών. Σε μια συγκεκριμένη στιγμή της παράστασης η γυναίκα συγκινήθηκε, το παιδί γύρισε και την κοίταξε, σκούπισε τα δάκρυα της μαμάς του με το χέρι του, ξαναγύρισε το βλέμμα του προς την σκηνή και συνέχισε να βλέπει, με μεγάλη συγκέντρωση και ελαφράδα.
Πόσο εύκολο είναι για ένα παιδί να αλλάξει τον κόσμο μέσα στον οποίο μεγαλώνει;
Πόσο εύκολο είναι για οποιαδήποτε ή οποιονδήποτε από εμάς; Είναι άλλοτε απελπιστικά δύσκολο, άλλοτε μεθυστικά δύσκολο, άλλοτε πάλι είναι απλώς μονόδρομος το να προσπαθείς, ανεξάρτητα από τη δυσκολία. Οι αλλαγές είναι ζήτημα επιβίωσης πάντα, πιστεύω. Κανείς μας δεν ξεκινά να αλλάξει τίποτα έτσι, μια ωραία μέρα, γιατί ευτυχώς ή δυστυχώς σε όλα συνηθίζουμε οι άνθρωποι και μαθαίνουμε και ξεχνιόμαστε ως προσαρμοστικά όντα. Δίνουμε τις μάχες των αλλαγών όχι από άποψη αλλά γιατί δεν γίνεται αλλιώς, γιατί απειλείται η ύπαρξή μας, για να ζήσουμε.
Συμμετείχες στη δημιουργία της Women in Arts (Wom.A), μιας κολεκτίβας 14 δημιουργών για την ανάδειξη των ζητημάτων ανισότητας στις τέχνες. Νιώθεις ότι παίζετε ενεργό ρόλο προς τη δημιουργία μιας συμπεριληπτικής καλλιτεχνικής κοινότητας;
Οι Wom.A δημιουργήθηκαν από πραγματική ανάγκη, καθώς για πολύ καιρό πλήθαιναν οι άτυπες, τυχαίες συναντήσεις μεταξύ γυναικών εργαζομένων στον χώρο των τεχνών κατά τις οποίες εκφράζαμε ζωτικές ανάγκες σχετικά με την επαγγελματική μας ύπαρξη και τα εμπόδια που συναντάμε λόγω του φύλου μας, όμως ο δημόσιος χώρος μέσα στον οποίο μπορούσαν και μπορούν αυτές οι ανάγκες να εκφραστούν μοιάζει ανύπαρκτος. Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε κατ’ αρχάς αυτόν το χώρο. Δεν είναι καθόλου απλό να διατηρηθεί ενεργή μια τέτοια κολεκτίβα μέσα στην αμείλικτη καθημερινότητα όλων μας. Όμως στις 5, 6 και 7 Μαΐου στο Communitism θα πραγματοποιήσουμε ένα πολυθεματικό φεστιβάλ για να αναδείξουμε αλλά και να γιορτάσουμε τη Γυναίκα-δημιουργό, με παραστάσεις θεάτρου και χορού, συναυλίες, ταινίες, ομαδική εικαστική έκθεση, ανοιχτές συζητήσεις που θα προβληθούν και ψηφιακά, καθώς και με μια σειρά δράσεων ενδυνάμωσης. Το WOM.A Festival επιχορηγείται από το ΥΠΠΟΑ. Αυτή η διοργάνωση, πιστεύουμε, θα ανοίξει και την ομάδα, γιατί μέχρι σήμερα δεν έχουμε καταφέρει να φτιάξουμε έναν μηχανισμό που να λειτουργήσει με περισσότερα μέλη, καθώς κάτι τέτοιο απαιτεί πολύ χρόνο οργάνωσης και συντονισμού.
Πρόσφατα στην ανοιχτή συζήτηση που διοργάνωσε το Εθνικό θέατρο με θέμα το «Me too στο ελληνικό θέατρο», δήλωσες μεταξύ άλλων ότι «Η πατριαρχία είναι μια συμπαγής κατασκευή αιώνων και είναι αφελές να πιστεύουμε πως κάτι νέο έχει συντελεστεί. Δεν έχουμε έρθει καν αντιμέτωποι με τις γκρίζες ζώνες του προβλήματος. Το μόνο που ίσως έχει αλλάξει είναι πως υπάρχει φόβος από την άλλη πλευρά». Ποιες είναι αυτές οι γκρίζες ζώνες και τι ακριβώς μένει να γίνει;
Οι γκρίζες ζώνες είναι αυτές των κακοποιητικών, χειριστικών, παραβιαστικών συμπεριφορών που δεν αφορούν σε αξιόποινες πράξεις. Είναι το στρίμωγμα, το υπονοούμενο, ο σεξισμός, η χρήση της εξουσίας «με το γάντι» που δεν είναι ποινικά κολάσιμη κι όμως υπάρχει. Χρειάζεται να μιλάμε δημόσια και να ενδυναμώνουμε η μία την άλλη, ο ένας τον άλλον διαρκώς και αδιαλείπτως, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Χρειάζεται να μην αφήνουμε να περάσει «έτσι» ποτέ οποιαδήποτε κατάχρηση εξουσίας και οποιαδήποτε πράξη έμφυλης παρενόχλησης, ακόμη κι όταν δεν σχετίζεται με την σεξουαλική επιθυμία, ακόμη κι αν μοιάζει κάτι το μικρό, το ασήμαντο. Γιατί τελικά τίποτα δεν είναι ασήμαντο απλά έχουμε κανονικοποιήσει αυτές τις συμπεριφορές για τόσα χρόνια που συχνά δυσκολευόμαστε να δούμε καθαρά το πρόβλημα.
Η προηγούμενη φορά που μίλησες στο Marie Claire ήταν το καλοκαίρι του 2019, με αφορμή την Ορέστεια και την σκηνοθεσία σας στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Ωστόσο, σύμφωνα με στοιχεία που η ίδια έδωσες πρόσφατα στη δημοσιότητα, για τις γυναίκες σκηνοθέτριες που έχουν προσκληθεί να αναλάβουν παραστάσεις στην Επίδαυρο, μόλις 13 βρέθηκαν στο Αρχαίο θέατρο τα τελευταία 67 χρόνια. Πως μπορούμε να δούμε αυτούς τους αριθμούς να ανεβαίνουν; Πώς μπορεί κάτι τέτοιο να υποστηριχτεί θεσμικά χωρίς να προσβάλει την ίδια την ιδέα που πάει να υπερασπιστεί;
Δεν είναι τόσο δύσκολο. Αυτοί οι αριθμοί θα αλλάξουν όταν η ποσόστωση γίνει απαραίτητη προϋπόθεση στη δημιουργία ενός καλλιτεχνικού προγραμματισμού, προκειμένου να εκπροσωπούνται στους κρατικούς οργανισμούς όλες, όλοι και όλα, το σύνολο της κοινωνίας δηλαδή. Αυτό δεν σημαίνει πως ο καλλιτέχνης οφείλει να ενδιαφέρεται για την ποσόστωση στο έργο που ετοιμάζει και το ονειρεύεται όπως το ονειρεύεται, κανείς δεν οφείλει τίποτα. Το ξεκαθαρίζω γιατί έχω βαρεθεί να ακούω ότι αυτό βάζει τους καλλιτέχνες σε ένα καλούπι και είναι συντηρητισμός και άλλα τέτοια. Οι καλλιτέχνες θα προτείνουν αυτό που οραματίζονται και οι διευθυντές και οι διευθύντριες θα επιλέγουν, έχοντας την υποχρέωση να καταλήξουν σε ένα πρόγραμμα το οποίο θα είναι και ποιοτικό και συμπεριληπτικό. Ό,τι λέω, για μένα, είναι ένα αυτονόητο στάδιο εκπαίδευσης, η ποσόστωση είναι εργαλείο και όχι αυτοσκοπός. Αν θέλουμε να μην ασχολούνται με το φύλο μας την επόμενη φορά που θα βρεθούμε στην Επίδαυρο ή στη Λυρική ή σε όποιο πλαίσιο έχει, καλώς ή κακώς, υψηλό status, πρέπει να συνηθίσουμε μαζικά, φορείς, καλλιτέχνες και κοινό, να βλέπουμε όλα τα φύλα παντού.