Είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της μεγαλύτερης επιτυχίας της θεατρικής σεζόν που τελειώνει. Στον « Άσχημο», στο Νέο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου, ο Ηλίας Μουλάς δείχνει τη λαμπερή καλλιτεχνική του στόφα, όπως ακριβώς έκανε τα δύο τελευταία χρόνια στους «Παίχτες», παραστάσεις και οι δύο σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή με τον οποίο τους συνδέει ξεκάθαρα μία καλλιτεχνική συγγένεια. Ο Ηλίας έχει πλάκα πάνω και κάτω από τη σκηνή. Είναι σεμνός, φιλικός και αστείος, αλλά όχι με προφανή τρόπο, ένας ωραίος συνομιλητής. Αρκεί να μη σου δίνει συνέντευξη. Τότε γίνεται ένας άνθρωπος που βάζει τρικλοποδιές στον εαυτό του και κερνάει καφεδάκι τις ανασφάλειές του, παραμένοντος ωστόσο απολαυστικός και αυτοσαρκαστικός («Θα με βγάλεις τον πιο ψαγμένο, γαμάτο τύπο;»). Θα ‘θελα να τον συγκρίνω με ιερά τέρατα της κωμωδίας από το παγκόσμιο σινεμά, που ενώ έκαναν τους άλλους να γελούν κουβαλούσαν βαθιά μέσα τους μία αβάσταχτη θλίψη, αλλά δεν θα το κάνω, όχι μόνο γιατί δεν θα του άρεσε, αλλά γιατί είναι ένας ηθοποιός που απέχει από οτιδήποτε ναρκισσιστικό και θλιμμένο. Αφού τελείωσε τη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών, μπήκε πολύ μικρός στο χώρο του θεάτρου «με άγνοια κινδύνου, θάρρος και θράσος» και αγαπάει πολύ τη δουλειά και το σινάφι του, τους ηθοποιούς, που τους βρίσκει «απαίσιους και υπέροχους ταυτόχρονα».
Αν σου ζητούσα να συστηθείς σε κάποιον που θέλει πραγματικά να σε γνωρίσει, τι θα έλεγες;
Είμαι ο Ηλίας, είμαι ηθοποιός, καλό παιδί, στη φάση λίγο μετά τα τριάντα. Κάνω ψυχοθεραπεία για να είμαι πιο ανοιχτός, να μην είμαι επικριτικός με τον εαυτό μου και τους άλλους και να μην φοβάμαι να εκτεθώ στη ζωή. Νιώθω ότι δεν ξέρω καλά ποιος είμαι, ενώ παλιά νόμιζα ότι ήξερα. Αλλά όσο μεγαλώνω και με ψάχνω καταλαβαίνω ότι με ξέρω όλο και λιγότερο κι αυτό τουλάχιστον έχει κάποιο ενδιαφέρον. Αρνιόμουν για πολλά χρόνια να κάνω ψυχοθεραπεία, έλεγα, “έλα μωρέ, τι βλακείες είναι αυτές”. Είμαι πολύ φρέσκος στην ψυχοθεραπεία, που έχει ανοίξει έναν καινούργιο κόσμο μέσα μου και κάπως μου έχει δώσει λίγη χαρά το να σκέφτομαι κάθε μέρα γιατί κάνω κάποιες επιλογές και γιατί θέλω να είμαι έτσι. Μου αρέσει αυτό το ψάξιμο.
Η παράσταση ο Άσχημος καταπιάνεται με το κυνήγι της ομορφιάς και τα παραδόξως καταστροφικά της αποτελέσματα. Θα μου δώσεις το δικό σου ορισμό της ομορφιάς;
Μου αρέσει η ομορφιά με την πρώτη ματιά, είτε μιλάμε για τη φύση, είτε για τους ανθρώπους. Όταν μιλάμε για ανθρώπους, η ομορφιά είναι κάτι που κρύβεται μάλλον λιγάκι μάλλον πιο βαθιά. Εγώ ας πούμε μπορεί να βρίσκω πανέμορφο κι ένα στραβό δόντι. Υπάρχει το αρμονικό και το αντικειμενικό κι έπειτα υπάρχει αυτό που βλέπει το βλέμμα του κάθε ανθρώπου. Τη φύση τη βρίσκω πάντα όμορφη, όπως και τα ζώα. Έχω ένα σκυλάκι την Άρια, μίξη πολλών πραγμάτων, ένα μεσαίου μεγέθους αδεσποτάκι που με βρήκε και με πήρε από πίσω και είμαστε μαζί δώδεκα χρόνια. Είναι πια η γυναίκα της ζωής μου.
Πώς τα πάει με τους άλλους ανθρώπους;
Μια χαρά με όλους, δεν είναι ζηλιάρα.
Τι σε έχει μάθει;
Να είμαι συνεπής και να έχω ευθύνες. Με έμαθε να φροντίζω ένα άλλο πλάσμα. Ας πούμε, μπορεί να ήθελα να συνεχίσω να βολτάρω και να γυρίζω από μπαρ σε μπαρ, αλλά δεν το έκανα γιατί έπρεπε να γυρίσω σπίτι να βγάλω το σκυλί βόλτα. Με έμαθε να βάζω προτεραιότητες. Με έμαθε να αγαπάω πραγματικά, να τη φροντίζω. Είναι τόσο καλό σκυλάκι, που ακόμη με διδάσκει καλοσύνη. Την έβγαλα Άρια γιατί όταν τη βρήκα είχε μόλις βγει το Game of Thrones και έμοιαζε στη μικρή Άρια Σταρκ τόσο πολύ! Ήταν δύο μικρά κορίτσια που προσπαθούσαν να επιβιώσουν στο δρόμο. Μου άρεσε αυτή η δύναμη της Άριας.
Ο Άσχημος ανοίγει τη μεγάλη κουβέντα για τον τρόπο που βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας σε σχέση με τον τρόπο που μας βλέπουν οι άλλοι. Έχεις καταφέρει να δεις τον εαυτό σου μέσα από τα μάτια των άλλων;
Το έργο του Μάριους φον Μάγιενμπουργκ μιλάει για τον ετεροπροσδιορισμό. Με διέλυσε η σκέψη ότι όντως καμιά φορά ορίζουμε τον εαυτό μας μέσα από αυτό που βλέπουν οι γύρω μας, προσπαθούμε να χωρέσουμε σε ένα καλούπι. Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν τρεις μάσκες που φοράμε στον εαυτό μας: η μάσκα που βάζουμε όταν ξυπνάμε το πρωί και έχει να κάνει με όλο τον κόσμο γύρω μας, η μάσκα που έχουμε για τον κλειστό μας κύκλο, την οικογένεια, τους καλούς φίλους και το σύντροφό μας και επιτρέπει ίσως να φανούν λίγες ανασφάλειες και η τρίτη μάσκα, που είναι αυτή που μένει όταν είσαι τελείως μόνος και δεν ξέρει κανείς τίποτε άλλο γι’ αυτήν πέρα από εσένα.
Νομίζω ότι ο τρόπος που συνυπάρχω τόσο με άγνωστους όσο και με τους φίλους μου είναι κάπως κοντά, αλλά όταν είμαι μόνος μου, είμαι ένας άνθρωπος πιο μουδιασμένος. Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με το γεγονός ότι όσο μεγαλώνω δεν ενθουσιάζομαι πια τόσο εύκολα, δεν χαίρομαι εύκολα, δεν στεναχωριέμαι εύκολα… Εκτός κι αν είμαι πάνω στη σκηνή. Αυτό με ιντριγκάρει σε αυτή τη θεότρελη δουλειά που τη βρίσκω τόσο περίεργη και όμορφη και άσκοπη, αλλά ταυτόχρονα είμαι εθισμένος σε αυτήν: Πιο εύκολα μπορώ να κλάψω πάνω στη σκηνή παρά στη ζωή μου. Είναι λίγο inception αυτό που γίνεται. Επειδή φοράω μία μάσκα πάνω στη σκηνή, είναι σαν να έχω άφεση αμαρτιών. Στέκομαι απέναντι στο κοινό, αλλά δεν είμαι ο Ηλίας. Μπορώ να κλάψω και να γελάσω πολύ, να με πιάσει νευρικό γέλιο, να τρομάξω. Μπορώ να αποφορτιστώ έτσι. Στη ζωή, δεν μου είναι εύκολο να αποφορτιστώ, νιώθω μάλλον μουδιασμένος. Πάνω στη σκηνή γίνομαι αφηγητής, παραμυθάς. Πάνω στη σκηνή δεν νιώθω ποτέ άβολα.
Πού θα έφτανες για τις ανάγκες ενός ρόλου;
Είναι πολύ εύκολη απάντηση. Έχει να κάνει με τα λεφτά. Θαυμάζω όλους τους ηθοποιούς που χάνουν ή παίρνουν πολλά κιλά για ένα ρόλο, λέω δες τι έκανε ο Κρίστιαν Μπέιλ στο σώμα του, φοβερό. Όμως πολλοί Έλληνες ηθοποιοί θα το έκαναν το ίδιο καλά ή και καλύτερα αν αμείβονταν με δέκα εκατομμύρια. Γιατί όταν λύνεις το οικονομικό, μπορείς να αφοσιωθείς στην τέχνη σου, σε ένα project, να δουλέψεις και να ψάξεις έναν ρόλο 6 μήνες! Πόσο εύκολα μπορείς να μπεις πολύ βαθιά σε κάτι όταν ταυτόχρονα προσπαθείς να βιοποριστείς από τη δουλειά σου σε μία χώρα που έχει ξεχάσει την τέχνη και τους καλλιτέχνες; Δεν υπάρχει καμία βοήθεια προς αυτόν τον κλάδο. Πληρώνεσαι ελάχιστα, οπότε αναγκάζεσαι να κάνεις πολλές δουλειές για να ζεις με αξιοπρέπεια σε μία χώρα όπου όλα κοστίζουν όλο και πιο ακριβά και τα ενοίκια είναι απλησίαστα. Πώς θα κάνεις λοιπόν όλα αυτά που ακούς ότι κάνουν οι ξένοι ηθοποιοί; Οι Έλληνες ηθοποιοί είμαστε από τους καλύτερους στον κόσμο, το πιστεύω πολύ αυτό, διότι μπορούμε με λίγα τεχνικά μέσα, σε ελάχιστο χρόνο, να βουτάμε πολύ βαθιά σε ρόλους και με πολύ πόνο και κόπο να γίνονται εξαιρετικά πράγματα, τουλάχιστον στο θέατρο. Οπότε η απάντησή μου είναι ναι, κάνω ό,τι θέλεις, πλήρωσέ με πάρα πολύ καλά.
Που βρίσκουν όλη αυτή τη δύναμη οι Έλληνες ηθοποιοί σε ένα τόσο εχθρικό (εννοώ την Πολιτεία) περιβάλλον;
Η χώρα μας είναι σε τόσο δύσκολη κατάσταση, που αναγκάζει τους πολίτες της να δώσουν όχι μόνο το 100% των δυνάμεών τους, αλλά και κάτι παραπάνω για να επιβιώσουν. Δεν μιλάω μόνο για το χώρο της τέχνης. Έτσι, όταν ένας Έλληνας πάει στο εξωτερικό, συνηθισμένος να δουλεύει με το τίποτα, μπορεί να λάμψει. Παράδειγμα ο Λάνθιμος, που έκανε εδώ τις πρώτες του ταινίες χωρίς μέσα στη διάθεσή του, φροντίζοντας ο ίδιος για τα πάντα. Μόλις βγήκε στο εξωτερικό και είχε στη διάθεσή του μία πλήρη εργαλειοθήκη, έχει την ευκαιρία να κάνει αριστουργήματα.
Ποια είναι η επόμενη θεατρική δουλειά;
Υπάρχουν δύο project στα σκαριά. Με τον Γιώργο Παπαγεωργίου είμαστε πολύ αγαπημένοι φίλοι, πολλά χρόνια. Πάντα εκτιμούσαμε καλλιτεχνικά ο ένας τον άλλον και επιτέλους ήρθε η ώρα να συνεργαστούμε. Μαζί με τον Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο θα παρουσιάσουμε ένα έργο της Κατερίνας Μαυρογεώργη και χαίρομαι τόσο πολύ γι’ αυτό.
Είσαι ένα τσικ μικρότερος από το Γιώργο;
Ένα τσιιιιιιιικ; Θα το γράψεις αυτό. Ο Γιώργος, πάει, φεύγει, τον χάνουμε από τη ζωή, είναι γέρος.
Χαίρομαι που μπορείς και συνεννοείσαι τόσο όμορφα με τις μεγαλύτερες γενιές. Και το άλλο project ποιο είναι;
Θα ξανασυναντηθούμε στη σκηνή με την ομάδα των Παιχτών, δηλαδή με τους Γιώργο Κουτλή, Βασίλη Μαγουλιώτη, Αλέξανδρο Ξανθόπουλο και Γιάννη Νιάρρο, παρουσιάζοντας κάτι τελείως προσωπικό και δικό μας, γραμμένο από τον Βασίλη Μαγουλιώτη. Δεν θα σου πω τίποτε άλλο μόνο ότι ο τίτλος της παράστασης θα είναι «Σκατά».
Ποιο είναι το soundtrack μιας συνηθισμένης μέρας σου;
Ο ήχος της μηχανής του καφέ το πρωί, το ρουθούνισμα-κλάμα της Άριας που θέλει να τη βγάλω βόλτα, ο χαμός που κάνουν οι παπαγάλοι στο Πεδίον του Άρεως, οι σειρήνες από περιπολικά που πλησιάζουν στα δικαστήρια της Ευελπίδων. Μετά γύρισμα, φασαρία κόσμος, αλλά και απόλυτη ησυχία μόλις ακουστεί το 3,2,1 πάμε στα γυρίσματα της σειράς «ΙQ160». Έπειτα πολύ μποτιλιάρισμα, με ραδιόφωνο και αλλεπάλληλες αλλαγές σταθμών μέχρι να βρω τραγούδι που να μ’ αρέσει. Στο θέατρο, πάλι φασαρία μέχρι που πατάω το πόδι μου στη σκηνή, οπότε όλα ησυχάζουν και μετά στο σπίτι και στην απόλυτη ησυχία.
Ξέχασες το χειροκρότημα στο τέλος της παράστασης, που είναι εκκωφαντικό.
Ναι, είναι πολύ ωραίο, αλλά κρατάει λίγο. Και μετά επιστρέφω στο σπίτι, στην απόλυτη ησυχία που την αγαπώ πάρα πολύ.
Ένας άνθρωπος που δουλεύει με τις λέξεις, αγαπάει τη σιωπή;
Σαν τρελός. Από τις αγαπημένες μου στιγμές είναι να βρίσκομαι μόνος με τη μάσκα μου στο βυθό της θάλασσας.
Ποιας θάλασσας;
Το Ικάριο πέλαγος. Είναι το αγαπημένο μου μέρος στον κόσμο.
«Ο ΑΣΧΗΜΟΣ» του Marius Von Mayenburg παρουσιάζεται στο ΝΕΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή μεε τους Ορφέα Αυγουστίδη, Γιάννη Κλίνη, Μαίρη Μηνά, Ηλία Μουλά. Παράταση παραστάσεων μετά το Πάσχα, από Τετάρτη 8/5 έως και την Κυριακή 19/5.