Καθώς παρκάρω, εντελώς παράνομα, όπως θα διαπιστώσω αργότερα, κάτω από το σπίτι της Ζυράννας Ζατέλη, νιώθω λες και πάω να συναντήσω τον Φεντερίκο Φελίνι. Γιατί η μυθικών διαστάσεων Ελληνίδα συγγραφέας δεν γράφει απλώς μυθιστορήματα. Ακριβώς όπως ο Ιταλός «μαέστρο» του σινεμά, φτιάχνει ολόκληρους κόσμους και μας προσκαλεί να τους περπατήσουμε. Το σπίτι της είναι ακόμη πιο όμορφο από ό,τι μπορούσα να φανταστώ και τόσο γεμάτο από μικρούς θησαυρούς που κάνει το δικό μου παραφορτωμένο από βιβλία, μικροαντικείμενα και αναμνηστικά σπίτι να μοιάζει με μινιμαλιστικό ναό του ζεν. Τα πιο πολύτιμα πετράδια σε αυτή τη μαγική σπηλιά του Αλαντίν στο Κουκάκι είναι βεβαίως τα σημειωματάρια της Ζατέλη, πολύτιμοι καταγραφείς ονείρων και σκέψεων, εικονογραφημένοι και χειρόγραφοι, που πολύ θα ήθελα να δουν μια μέρα το φως της δημοσιότητας ως έχουν. Στον πολύχρωμο χώρο, όπου κυριαρχούν πινελιές του πράσινου (στα έπιπλα), του κόκκινου και βεβαίως του αγαπημένου της μωβ, η κυρία Ζατέλη κινείται με τόση χάρη που νομίζεις πως σχεδόν αιωρείται. Παρούσες παντού μέσα από φωτογραφίες και εικόνες, οι γάτες της, Ζαΐρα και Σέρκα, και o oλοζώντανος, αδιαμφισβήτητος βασιλιάς του σπιτιού, Ναρσίζο, που θα μου κάνει την τιμή να έρθει για ένα χάδι. Η «κυρά των λύκων» μού ετοιμάζει ένα ωραίο ελληνικό καφεδάκι και κάθεται υπομονετικά απέναντί μου καθώς εγώ χαζεύω το γραφείο της όπως ένα παιδί θα χάζευε μπροστά σε ένα παραμυθένιο ζαχαροπλαστείο. Δεν θέλω να τη ρωτήσω τίποτα για τα μυθιστορήματά της, δεν θέλω να τραβήξω ούτε την παραμικρή κλωστούλα από ένα εργόχειρο που πρέπει να συναντηθεί με τον αναγνώστη όπως γράφτηκε. Μπορώ μόνο να τη θαυμάζω: τα κόκκινα μαλλιά της, πιασμένα με ένα πιαστράκι από πετράδια, τα μωβ βλέφαρα, τα μακριά δάχτυλα που φλερτάρουν με ένα στριφτό τσιγάρο, την ιδιαίτερη φωνή που θα μπορούσε να ανήκει σε μία ηθοποιό που άφησε εποχή – η ίδια, εξάλλου, ασχολήθηκε με την τέχνη της υποκριτικής, χωρίς ωστόσο να της μείνει πιστή.

Στα αυτάκια των βιβλίων της διαβάζει κανείς ότι η Ζατέλη «γεννήθηκε στο Σοχό Θεσσαλονίκης το 1951, σπούδασε θέατρο, μα δεν ασχολείται παρά με το γράψιμο». Ωστόσο δεν διαβάζει για την πορεία μιας θαρραλέας, ακόμη και ριψοκίνδυνης γυναίκας που δεν δίστασε να αλλάξει πόλεις και χώρες ακολουθώντας έρωτες, που ταξίδεψε και έζησε για λίγο στη Γαλλία, στην Πορτογαλία και τη Γερμανία, που δούλεψε στη Ράτκα μιας άλλης, μαγικής Αθήνας στα τέλη των 70s. Λίγο μετά, το 1984, εμφανίστηκε στα γράμματα με τη συλλογή διηγημάτων Περσινή αρραβωνιαστικιά (το ανακάλυψα μία επταετία αργότερα και παραμένει ως σήμερα ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία). Το 1993 εκδόθηκε το μυθιστόρημά της Και με το φως του λύκου επανέρχονται που την ενθρόνισε στις καρδιές εκατομμυρίων αναγνωστών και της έφερε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1994. Θα ακολουθήσουν ένα ακόμη Κρατικό Βραβείο για το Ο θάνατος ήρθε τελευταίος, πρώτο βιβλίο της τριλογίας Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους (2001) και το Βραβείο Μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της (2010). Αυτά, μέχρι σήμερα φυσικά. Γιατί αυτό το cabinet of curiosities, το wunderkammer, το «γραφείο των θαυμάτων» στο οποίο βρίσκομαι έχει πολλές ακόμη ιστορίες να μας δώσει. Γιατί, όπως σημειώνει η ίδια στο Ορατή σαν αόρατη (Νοέμβριος 2021), βιβλίο που ολοκληρώνει την τριλογία της, μάλλον συνεχίζουν να την ενδιαφέρουν οι λέξεις «που δύναται να συγκαλέσει ένας άνθρωπος για να τιμήσει το ανείπωτο». Και η Ζατέλη θα τις βρει και θα μας τις χαρίσει.

Έχετε μία φιγούρα μοναδική, σαν αερικό, το ακούτε συχνά, είμαι σίγουρη. Το πρόσωπό σας θυμίζει πίνακες του Σίλε, του Κλιμτ. Ποια η σχέση σας με τη ματαιοδοξία, τη γυναικεία φιλαρέσκεια; Πώς τα ακούτε όλα αυτά; 

Μη παίρνοντάς τα και πολύ στα σοβαρά. Οι φιλοφρονήσεις με φέρνουν λίγο-πολύ σε αμηχανία, κοιτώ να γυρίσω αλλού την κουβέντα. Καλοδεχούμενες βέβαια, μα δεν μου ορίζουν και τη ζωή. «Τι φταίω εγώ αν με θέλετε αερικό;» είπα κάποτε σε μία παρουσίαση βιβλίου μου, νομίζω στην Πρέβεζα, και γελάσαμε. Τα ακούω δηλαδή και με μια διάθεση χιούμορ, ή και μελαγχολίας ακόμη. Ειδικά όσο περνούν τα χρόνια. Η ματαιοδοξία, εφόσον δεν το παρακάνει βέβαια, είναι το άλλο όνομα του εγώ, είναι όπως το ένστικτο της αυτοσυντήρησης –το ψυχοπαίδι του τελοσπάντων. Αν βάφω τα μάτια, τα χείλη μου, αν μου αρέσουν τα δαχτυλίδια, τα χρώματα, δεν είναι τόσο, νομίζω, για να βγω στον έξω κόσμο, όσο για να μπω καλύτερα στον δικό μου. Το κάνω για να σκύψω στα τετράδιά μου, να σκύψω πάνω απ’ τη γραφομηχανή. Είναι, ας πούμε, τα «ορατά» στοιχεία στην υπηρεσία κάποιων λιγότερο ορατών. Από παιδί, στο σχολείο, χωρίς να είμαι η πρώτη μαθήτρια, χωρίς να κάθομαι στα πρώτα θρανία, χωρίς τίποτε από αυτά, για κάποιο λόγο ο δάσκαλος, η δασκάλα με ξεχώριζαν. Πολύ αργότερα κάποιος μου μίλησε για ένα είδος μαγνητισμού που εκπέμπουν ορισμένα άτομα. Είπε πως ανήκω σε αυτά τα άτομα. Δεν ξέρω, μπορεί να είναι κι έτσι.

Το όμορφο και το διαφορετικό στον δρόμο δεν περνά απαρατήρητο, αλλά ούτε και ανενόχλητο. Σας έχει συμβεί ποτέ να σας παρενοχλήσουν; 

Δεν με παρενόχλησε ποτέ κανείς. Ετυχε βέβαια να ακούσω περπατώντας κάποια τολμηρά σχόλια, όχι αγοραία, τολμηρά με την έννοια του αναπάντεχου, του απρόσμενου. Θυμάμαι ένα περιστατικό τότε που δούλευα ως σερβιτόρα στο μπαρ της Ράτκας, μέσα με τέλη της δεκαετίας του ’70. Τελειώναμε στις 3 τα ξημερώματα, σκουπίζαμε, πλέναμε πιάτα, ποτήρια, κλείναμε το μαγαζί και κατεβαίναμε με τον Ιάκωβο, με τον Μάρκο, στην Ομόνοια, στο περίφημο γαλακτοπωλείο «Βρετάνια», που έμενε ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο, δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον. Εκεί μια φορά, ένας τύπος που έμοιαζε εργάτης, οικοδόμος, με βλέπει και λέει, «Πω πω, σαν να βγήκε ο Τουταγχαμών από τον τάφο του». Ξαφνιάστηκα, μου πέσαν τα αυτιά. Για κοίτα, σκέφτηκα, αυτός ο λαϊκός τύπος ξέρει περί Τουταγχαμών. Μια άλλη φορά, ένας νεαρός πάνω σε μηχανάκι μου φώναξε, «Που πας, Νοσφεράτα μου, μέρα μεσημέρι;» Ήταν η εποχή που παιζόταν το «Nosferatu» του Χέρτζογκ. Ε, και για να τριτώσει το πράγμα, ένας άλλος κάποτε, καθώς βάδιζα χαμηλά στην Αδριανού, προς το Μοναστηράκι, γυρνάει και λέει στην παρέα του, «Ρε σεις, αυτή δεν μοιάζει με πίνακα του Γκόγια;» Το πήγε πιο πέρα, όπως βλέπετε, από Σίλε και Κλιμτ. Με άλλον τρόπο, πάντως, δεν με παρενόχλησε κανείς. Ούτε ποτέ ένιωσα μειονεκτικά ως γυναίκα. Για να είμαι ειλικρινής, ούτε που χρειάστηκε να το σκεφτώ. Κι αν έτυχε κανένα παρατράγουδο, ασήμαντο φαντάζομαι, θα πρέπει να το αντιμετώπισα με χιούμορ. Έχει να κάνει ίσως και με το γεγονός ότι η δουλειά μου είναι τελείως μοναχική. Δεν είμαι μέσα σε γραφεία ή εταιρείες, δεν συγχρωτίζομαι με κόσμο, προϊσταμένους, συναδέλφους κ,λπ. Μόνη με τις γάτες μου και τις γραφές μου.

Υπήρξαν κάποιες γυναίκες στη ζωή σας που σας επηρέασαν, ενδεχομένως και σας ενέπνευσαν;

Ασφαλώς. Και γυναίκες και άντρες και μικρά παιδιά. Θυμάμαι μία κουβέντα της μόνης γιαγιάς που γνώρισα, της μητρυιάς του πατέρα μου. «Μην ακούτε τι λένε», είπε, «ο άντρας φοβάται πιο πολύ απ’ τη γυναίκα, η γυναίκα ξέρει από αίμα». Κάπου έξι δεκαετίες πριν το άκουσα αυτό, από μία γυναίκα που δεν ήξερε γράμματα, τα χώματα ήξερε, γεννημένη σε μια ορεινή επαρχία γύρω στα 1880. Και μια φορά η μητέρα μου –ενήλικη πια εγώ– που είπε μονολογώντας κάτι πολύ παράδοξο: «Η γυναίκα έχει έξι ψυχές, ο άντρας μία». Απόρησα, μου φάνηκε και λίγο άδικο για τον άντρα. «Πώς σου ήρθε να το πεις αυτό, μαμά;» τη ρώτησα. Και μου απάντησε πως έτσι θυμόταν να το λένε οι παλιοί, και προφανώς κι εκείνοι θα το θυμόντουσαν από πιο παλιούς. Να ήταν άραγε απομεινάρι κάποιας πάλαι ποτέ μητριαρχικής κοινωνίας; Ποιος ξέρει. Για να μη γείρει όμως πάρα πολύ η ζυγαριά από τη μία μεριά, επιτρέψτε μου να σας πω για ένα ακόμη άκουσμα από τον καιρό της εφηβείας μου. Ένας μεσήλικας γείτονας, καθώς ετοίμαζε το άλογό του για να πάνε στο χωράφι, η γυναίκα του από μέσα δεν σταματούσε να του δίνει παραγγελίες – να περάσεις πριν από κει, να πάρεις αυτό, ν’ αφήσεις το άλλο κ.λπ. κ.λπ. Και βλέπω τον άντρα δίπλα στο άλογο να κουνάει το κεφάλι του και να λέει χαμηλόφωνα: «Χριστέ μου, να ’σαι ευχαριστημένος που σε σταύρωσαν και δεν σε πάντρεψαν». Όλο το χιούμορ της αγχόνης στο στωικό ψιθύρισμα ενός αγρότη. Προσφάτως, άλλωστε, συζητώντας στο τηλέφωνο με έναν φίλο στην Εύβοια, μου λέει κάποια στιγμή, «Εγώ πάντως είμαι εντελώς ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλει η Ευαγγελία». Ευαγγελία η γυναίκα του, μια πολύ γλυκιά γυναίκα. Κι αυτός με χάρη το σχολίασε βέβαια, ελαφρά αυτοσαρκαζόμενος. Για να τα λέμε όλα λοιπόν, να βλέπουμε τα ζητήματα σφαιρικά κι όχι μονόπαντα. Τίποτα στη ζωή δεν είναι μονόπαντο και τα στερεότυπα μας εγκλωβίζουν. Εξάλλου εξαιρέσεις, είτε λαμπρές είτε λυπηρές, υπάρχουν παντού, σε κάθε πεδίο ή τομέα.

Περιμέναμε δώδεκα χρόνια το καινούργιο σας μυθιστόρημα Ορατή σαν αόρατη, που ολοκληρώνει μία τριλογία, με κεντρική ηρωίδα αυτή τη φορά τη Λεύκα, που έχει «το προνόμιο της γραφής». Θέλετε να μας πείτε κάτι για τη Λεύκα;

Πιστεύω πως εκείνη τα λέει καλύτερα στο βιβλίο παρά εγώ γι’ αυτήν σε μια συνέντευξη. Εν πάση περιπτώσει, από χρόνια προετοίμαζα τη Λεύκα. Εν μέρει κρυφά, εν μέρει φανερά, από το πρώτο της τριλογίας την άφησα να διαμορφώνεται σιγά-σιγά, στο βάθος. Αλλά και από πιο παλιά, θα έλεγα. Ένα πρόπλασμα της Λεύκας υπάρχει ήδη στο Και με το φως του λύκου επανέρχονται, στο πρόσωπο της αινιγματικής Ιουλίας. Έστηνα τον καμβά της επί δύο δεκαετίες και βάλε, με μια υπομονή που και σε μένα την ίδια φαίνεται, όταν το συνειδητοποιώ, απίστευτη, σχεδόν εξωπραγματική. Ήθελα όμως να φτιάξω μία ηρωίδα συγγραφέα, η οποία να με… αυτοβιογραφήσει κατά κάποιον τρόπο. Περίεργο αμάλγαμα, μυθιστορηματική εμπειρία.

Πιστεύετε πως ό,τι είχε να πει αυτή η ηρωίδα σας το είπε;

Έχω την αίσθηση πως υπάρχουν ακόμη κάποια πράγματα να πούμε πριν ακουμπήσουμε τα μολύβια μας στην άκρη. Αυτό θα γίνει έτσι κι αλλιώς κάποια στιγμή, νομοτελειακά, αναπόφευκτα, αλλά μέχρι τότε δυσκολεύομαι να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς μολύβι και χαρτί.

Από ό,τι γνωρίζουμε, είστε από τους πολύ ελάχιστους συγγραφείς που δεν δουλεύουν σε υπολογιστή στις μέρες μας.

Δεν πειράζει, ας υπάρχουμε κι εμείς οι πολύ ελάχιστοι, ως «τελευταίοι των Μοϊκανών». Έχω μια ιδιαίτερη σχέση, σχεδόν φετιχιστική, με το χαρτί και το μολύβι, με τα πλήκτρα της γραφομηχανής. Και τουλάχιστον τα τρία βιβλία της τριλογίας μου τα έγραψα στην ηλεκτρική Olympia, γιατί ως τότε είχα μόνο χειροκίνητες γραφομηχανές, που κάναν τα δάχτυλά μου να βογγούν από ένα σημείο και έπειτα. Αλλά μια δουλειά κατ’ εξοχήν πνευματική, όπως η συγγραφική, πώς να μην είναι και χειρωνακτική; Ίσως το βλέπω και λίγο ρομαντικά, ποιος ξέρει. Σας διαβεβαιώ ωστόσο ότι θαυμάζω τα επιτεύγματα της τεχνολογίας. Όχι όλα αναφανδόν και όχι πάντοτε, γιατί κάποια από αυτά μπορούν να αποβούν και δίκοπα μαχαίρια για την ανθρωπότητα.

Αυτό που λέτε μου θυμίζει έναν «περαστικό» χαρακτήρα από το βιβλίο σας, τον Ελπιδοφόρο, που καταλήγει να γίνει «ελπιδοβόρος». Ποιος ή τι είναι ο δικός σας Ελπιδοβόρος, τι συμβαίνει γύρω μας που, ας πούμε, αντιμάχεται την ελπίδα;

Ουκ ολίγα, για να μην πω πάρα πολλά. Κατακλυζόμαστε από αρνητικά πρότυπα, από προτροπές παντός είδους που κολακεύουν τον ρηχότερο, ή και χειρότερο εαυτό μας. Τόση βία, τόση ανισότητα, τόση αδικία. Τον άνθρωπο ο άνθρωπος τον ταλαιπωρεί, ούτε θεοί ούτε εξωγήινοι. Και είναι πραγματικά κρίμα, να έχει προχωρήσει τόσο πολύ ο κόσμος σε τομείς όπως η ιατρική, η τεχνολογία, και όμως ο εσώτερος πολιτισμός, η ψυχή, η πνευματικότητα, πείτε το όπως θέλετε, να πηγαίνει κατά διαόλου. Εννοείται με τις εξαιρέσεις του το κάθε τι, αλοίμονο αν έλειπαν οι λαμπρές εξαιρέσεις. Αλλά με φαρμακώνει κάθε τόσο η περίφημη «υπεροχή» του ανθρώπινου είδους –«υπεροχή» σε πολλά εισαγωγικά–, που μας κάνει τόσο άπληστους και ασεβείς προς το περιβάλλον, τα ζώα, τα δέντρα, τη φύση, τον αέρα που αναπνέουμε. Κάτι σαν δυόμισι δισεκατομμύρια ζώα έχουν χαθεί μόνο τα τρία τελευταία χρόνια στις πυρκαγιές και τις πλημμύρες. Αλλά για εμάς, για τα επίσημα δελτία, μετράνε μόνο οι ανθρώπινες απώλειες, μόνο αυτές, είναι τραγικό. Πού το πάμε πια; Πού θα φτάσουμε; Αντί, ως «ανώτεροι» υποτίθεται, να τα προστατεύσουμε, τα εκμεταλλευόμαστε αλόγιστα, μέχρις εξοντώσεως. Μα ό,τι αφανίζουμε θα μας αφανίσει, νόμοι της φύσεως είναι αυτοί. Και δεν είναι τυχαία η παροιμία, «του δάσους και του ποταμού, άμα του πάρεις, θα σου πάρει».

Έτσι όπως σας ακούω, μου φαίνεται πως κλίνετε περισσότερο προς την απαισιοδοξία παρά προς την αισιοδοξία…

Κλίνω προς την ώρα του λυκόφωτος, του αναστοχασμού. Μου έρχεται τώρα στη σκέψη εκείνος ο στίχος του Γιάννη Βαρβέρη, «μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ πικραμένοι, αυτό μονάχα μας παρηγορεί». Ακόμα και η πίκρα, η γνώση της πίκρας, η επίγνωση, μπορεί να γίνει παρηγοριά – φαντάσου να συνεχίζαμε ανίδεοι… Για να μη φανώ όμως τελείως «μελανή» ως ιδιοσυγκρασία, παρότι μου αρέσει το μαβί, θα σας αφηγηθώ ένα ακόμη περιστατικό που το θυμάμαι πάντα με συγκίνηση. Πήγαινα ένα απόγευμα προς τον «Φωταγωγό», το βιβλιοπωλείο της φίλης Τζούλιας Τσιακίρη, κι έπεσα πάνω σε έναν μάλλον γηραιό κύριο που έβγαινε από κει. Στάθηκε και μου είπε κάποια καλά λόγια για τα βιβλία μου. Αλλά αυτό που δεν θα ξεχάσω ήταν το πώς έκλεισε την κουβέντα του. «Και να παραμείνετε πάντα μια λυπημένη αισιόδοξη», μου είπε. Το είπε τόσο ευγενικά, ακούστηκε υπέροχο. Άσε που ήταν και δεόντως εύστοχο.

Φαντάζομαι την παιδική σας ηλικία σαν σκηνές από την ταινία «Σινεμά ο Παράδεισος». Η σχέση σας με τον κινηματογράφο έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς σας;

Ξέρετε, κάποια πράγματα στη ζωή μας όταν συμβαίνουν, απλώς συμβαίνουν, είναι κάτι αυτονόητο. Όλη η παιδική ηλικία για το παιδί, φερ’ ειπείν, απλώς συμβαίνει, δεν θα καθήσει να αναλογιστεί τι άλλο μπορεί να σημαίνει. Αυτό θα έρθει αργότερα, για να πάρει μια περαιτέρω διάσταση. Όλα τα μεγάλα μικροί τα ζήσαμε. Αλλά χρειάζεται να ενηλικιωθούμε για να το αντιληφθούμε και να το εκτιμήσουμε, ή τελοσπάντων να το αποτιμήσουμε. Θα ακουστεί ίσως οξύμωρο, αλλά νομίζω πως η παιδική ηλικία, η λεγόμενη «χαμένη αθωότητα», έγκειται ακριβώς στην απώλειά της. Από κει κι έπειτα τη θέση της παίρνει η «νοσταλγία» της αθωότητας, η ανάγκη να ανακαλέσουμε εκείνο το στοιχείο για το οποίο έχουμε την πιο αόριστη, αλλά και τόσο ακατάλυτη «εικόνα». Για να επανέλθω όμως στη συγκεκριμένη ερώτησή σας, θα πω πως ναι, το σινεμά του πατέρα μου στον Σοχό, που λειτούργησε από το 1952 έως το ’65, σίγουρα υπήρξε για μένα ένα ξεχωριστό «σχολείο» πέρα από το κανονικό. Όλη η οικογένεια δουλεύαμε για το σινεμά. Η γιαγιά που έβγαζε τα σπόρια από τα κολοκύθια, η μαμά που τα αλάτιζε, τα έψηνε και τα έβαζε στα χάρτινα χωνάκια, εγώ που τα πουλούσα μαζί με γκαζόζες στα διαλείμματα –αλλά έμενα κάπου κρυφά να δω και την ταινία–, η μεγάλη μου αδερφή Σοφία που ήταν στο ταμείο, η δεύτερη –η Ελένη που δυστυχώς τη χάσαμε πριν λίγο καιρό– έκανε χρέη ταξιθέτριας, ο αδερφός μου Χρήστος βοηθούσε τον μηχανικό, και ο πατέρας μας που επέβλεπε αν λειτουργούσαν όλα σωστά. Ακόμα τρεμοπαίζουν στα μάτια μου ασπρόμαυρες εικόνες από ταινίες που είδα όταν ήμουν έξι, εφτά ή δώδεκα ετών. Γι’ αυτό, αν με χάσετε κανένα απόβραδο και δεν με βρίσκετε πουθενά, ψάξτε με χωμένη σε κάποιο σινεμά. Είναι η αδυναμία μου.

Θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι για τον χρόνο. Είχατε πει παλιότερα ότι, «μετά τα σάραντα πέντε δεν πιστεύει κανείς την ηλικία του». Πώς σχετίζεστε με τον χρόνο; Με συμβιβασμούς; Με άρνηση; Τον ξεγελάτε; Τον ξελογιάζετε;

Με τίποτε από αυτά, νομίζω – σιγά που καταλαβαίνει ο χρόνος από ξελογιάσματα και ξεγελάσματα. Θυμάμαι ωστόσο πως όταν άρχισα να γράφω τους «Λύκους» ήμουν τριάντα πέντε ετών κι όταν… σηκώθηκα απ’ την καρέκλα, όταν το τελείωσα, συνειδητοποίησα πως ήμουν πια σαράντα δύο. Ειλικρινά, σαν τότε μόνο να κατάλαβα ότι είχαν περάσει επτά ολόκληρα χρόνια. Ε, κι από τότε το καθιέρωσα να λέω, χάριν αστειότητας, πως μεγαλώνω κάθε επτά χρόνια. Με το τελευταίο βιβλίο μάλιστα, τα επτά γίναν δώδεκα, καλά πάμε. Εν πάση περιπτώσει, την ηλικία μου ποτέ δεν την έκρυψα, αλλά κι ούτε την πολυπιστεύω. Με την έννοια ότι, ενώ δεν την ξεχνάω, ειδικά καθώς πλησιάζω ολοένα προς τας δυσμάς του βίου, είναι σαν να την ξεχνάω κιόλας. Το γράψιμο, αυτή η μοιραία: κλίση προς τη «δεύτερη ζωή» μέσα στη ζωή μου, θα πρέπει να λειτουργεί κάπως σαν άχρονος χρόνος, αν μπορώ να το πω έτσι. Όποτε το συνειδητοποιώ βέβαια, κι αυτό γίνεται συχνά, δεν γλυτώνω από μελαγχολικές σκέψεις. Αλλά και τι να κάνουμε. Μια καθημερινή δόση μελαγχολίας μπορεί να μας σώσει από τη σοβαρή κατάθλιψη. Και θα πρέπει κανείς να μην περιμένει τίποτε από τον χρόνο για να τον φοβάται ιδιαίτερα. Σε τελευταία ανάλυση, όπως κοιτάς τον καθρέφτη, έτσι θα σε κοιτάξει κι εκείνος.

 

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο Marie Claire Μαρτίου που κυκλοφορεί.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below