Μπορεί να τη γνωρίσαμε μέσα από τη δραματική σειρά «Αγγελική», στην οποία υποδυόταν μία κοπέλα θύμα βιασμού που αναζητά εκδίκηση, αλλά η Μαίρη Μηνά έχει διανύσει μια πολύ αξιόλογη πορεία ως τώρα στον χώρο της υποκριτικής.
Μετρά ήδη μία υποψηφιότητα για το θεατρικό βραβείο «Μελίνα Μερκούρη», έχει πάρει μέρος σε πολύ μεγάλες παραγωγές, ενώ τον περασμένο Σεπτέμβριο η ερμηνεία της στην ταινία “A summer place” διακρίθηκε ως η καλύτερη στο 44ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Το καλοκαίρι, συμμετείχε στην παράσταση «Ορέστης» του Ευριπίδη, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γιάννη Κακλέα, στην οποία υποδυόταν την Ηλέκτρα. Τη φετινή, χειμερινή, θεατρική σεζόν πρωταγωνιστεί για δεύτερη χρονιά στην παράσταση «Άνθρωποι και ποντίκια» σε σκηνοθεσία του Βασίλη Μπισμπίκη και από τον Φεβρουάριο θα βρίσκεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά με το “Amadeus” του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου.
Μιλήσαμε μαζί της με αφορμή τα επαγγελματικά της σχέδια και την κατάσταση που επικρατεί στο θέατρο μετά τις αποκαλύψεις των συναδέλφων της, αλλά και την πανδημία του κορωνοϊού.
Άνθρωποι και Ποντίκια: Μίλησέ μας λίγο για το έργο που πρωταγωνιστείς και τον ρόλο σου σε αυτό.
«Είναι μία διασκευή του “Άνθρωποι και ποντίκια” του Στάινμπεκ. Ο Βασίλης Μπισμπίκης και τρόπος με τον οποίο όλη η ομάδα δουλεύει είναι σαν να έχουν πάρει το έργο και να το έχουν ελληνοποιήσει. Το έχουν φέρει στον παλμό του σήμερα και μέσα στην κοινωνία την ελληνική. Το έργο έχει μεταφερθεί σε μια ελληνική δυστοπία, όχι με την έννοια τη μυθική, αλλά με έναν τρόπο που είναι πολύ έκδηλο το πόσο σκοτάδι υπάρχει γύρω από αυτούς τους χαρακτήρες. Δεν έχει αλλάξει η πλοκή, αλλά οι χαρακτήρες έχουν μεταφερθεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Για μένα, αυτό που προσπαθεί να αναδείξει είναι όλα αυτά τα φορτία που κουβουλάνε οι άνθρωποι από γενιά σε γενιά, με αποτέλεσμα όσα όνειρα και να γίνονται όσοι στόχοι και να τίθενται με κάποιον τρόπο, τελικά, να ματαιώνονται. Εγώ υποδύομαι τη Μαίρη, όλοι έχουμε κρατήσει τα πραγματικά μας ονόματα – εκτός του Δημήτρη Δρόσου που υποδύεται τον Λένο- έχουμε έτσι δημιουργήσει alter egos. Αυτό το κορίτσι είναι εγκλωβισμένο μέσα σε μία σχέση που δεν της δίνει χαρά και της απομιζεί όλο το εσωτερικό της φως. Είναι μπλεγμένη σε έναν κύκλο βιαιότητας που μοιάζει να τον αναπαράγει από τα πρώιμα χρόνια της ζωής της. Σε όλο το έργο βλέπουμε τη λούπα της βίας και της κακουχίας που βιώνουν οι χαρακτήρες, μαζί και η Μαίρη».
Γιατί η Μαίρη δεν φεύγει από αυτή τη σχέση;
«Πιστεύω πως δεν της είναι ακριβώς συνειδητό ότι αναπαράγεται η βία. Διαστρευλωμένα θεωρεί ότι αυτή είναι η ζωη. Έχει συνηθίσει ότι αυτή είναι η ποιότητα ζωής που της αξίζει ή που υπάρχει. Είναι αυτή η “παγίδα” που πέφτουν καμιά φορά οι άνθρωποι, ένας εγκλωβισμός σε κάτι που δεν μπορούν να το αλλάξουν ούτε είναι εφοδιασμένοι με τα κατάλληλα εργαλεία, για να το αλλάξουν».
Πώς βλέπεις το ζήτημα της βίας στις έμφυλες σχέσεις και τις διαστάσεις που έχει λάβει;
«Θεωρώ πως βρισκόμαστε σε μια καμπή της ιστορίας. Είμαστε πιο συνειδητοί πάνω σε τέτοια θέματα. Συμβαίνει μια αφύπνιση. Έχουν έρθει όλα τα γεγονότα έτσι που οι άνθρωποι δεν φοβόμαστε να μιλήσουμε για τέτοια ζητήματα. Δεν ντρεπόμαστε πια, δεν μας νοιάζει τι θα πει ο γείτονας. Θεωρώ ότι πλέον έχουμε αλλάξει πίστα. Όχι μόνο μιλάμε γι΄αυτά, όχι απλά τα φέρνουμε στο φως, αλλά υπάρχει και η ανάλογη μέριμνα γι’ αυτό. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι δύο γενιές πίσω μία γυναίκα θα είχε μία τηλεφωνική γραμμή βοήθειας αν βίωνε ενδοοικογενειακή βία, ήταν κάτι που θα έμοιαζε ξένο. Το ευοίωνο μέσα σε όλο αυτό είναι ότι έχουμε αποκαλύψει ποια είναι τα τέρατα και τα “πολεμάμε” μέχρι να εξαφανιστούν ή να εξανθρωπιστούν.
Πιστεύω πως ένας άνθρωπος που έχει μια τάση να βιαιοπραγήσει, είναι ο ίδιος που νιώθει ότι είναι στο στόχαστρο, πλέον. Αν δεν το νιώθει κάτι πάει πάρα πολύ στραβά. Δεν είναι όπως ήταν άλλοτε. Η βία δεν είναι πια η δεδομένη συνθήκη. Αυτό είναι το ευοίωνο, το οποίο έχει επέλθει μέσα από πολύ πόνο και μεγάλη αυτοθυσία. Παρ’ όλα αυτά βλέπω ότι κάπως το πράγμα έχει αλλάξει και ήταν ο καιρός να συμβεί».
Αντιλαμβάνομαι πως είσαι αισιόδοξη;
«Έχουμε γίνει πιο συνειδητοί και αλληλέγγυοι. Αυτή η αλλαγή με βοηθά να βλέπω κάτι θετικό. Είναι σαν να έχουμε αλλάξει λογισμικό ως ανθρωπότητα. Έχουμε κατανοήσει ότι η ποιότητα ζωής δεν έγγειται μόνο στην ύλη και στο πόσα θα αποκτήσεις, αλλά και στην ουσία του πράγματος. Αυτό βρίσκω θετικό. Την εξέλιξή μας. Σίγουρα, ο πόνος και η κακουχία δεν θα πάψουν να υπάρχουν, αλλά τουλάχιστον είμαστε πιο αλληλλέγγυοι. Πλέον, ακούς με μεγαλύτερη συμπόνια μια ανθρώπινη ιστορία και δεν κλείνεις τα μάτια όπως γινόταν άλλοτε. Σίγουρα, κάτι έχει μετακινηθεί και είναι καλό να το τονίζουμε».
Ποια θα ήταν η καλύτερη λύση για προβλήματα των πρωταγωνιστών;
«Αυτή η παράσταση όπως και ο ρόλος του θεάτρου και ενδεχομένως της τέχνης, πιστεύω, δεν είναι να δώσει τη λύση. Θεωρώ ότι είναι περισσότερο να προβληματίσει. Είτε λειτουργώντας λυρικά, δίνοντας δηλαδή μία νότα αισιοδοξίας, είτε ως παραμορφωτικός καθρέπτης, παίρνοντας το πρόβλημα και παρουσιάζοντάς το μεγεθυμένο για να βάλει ένα σποράκι και να καλλιεργήσει στον καθένα μας την κριτική σκέψη στο θέμα που αναπτύσσει η κάθε παράσταση. Και αυτό κάνει και η δική μας παράσταση. Είναι σαν να πετάει ένα σποράκι στον θεατή, να του το δίνει με όλον τον νατουραλισμό και να αφήνει τον ίδιο να πάρει μια θέση ή να αφυπνιστεί και να κοιτάξει την πραγματικότητα δίπλα του με έναν άλλο αφιλτράριστο φακό.
Δεν ξέρω ποια είναι η καλύτερη λύση για τους ήρωες. Σίγουρα, όμως, το έργο δίνει μια καλή κατεύθυνση στο να εμπλακούμε, να γίνουμε μια αλυσίδα, και να βάλουμε βαθιά μέσα μας ότι δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε τη δική μας ευτυχία αν δίπλα μας υπάρχει τόση δυστυχία. Να σπάσουμε τις μικροφούσκες που νιώθουμε ότι ζούμε, να αποκτήσουμε συνείδηση και να εμπλακούμε σε όσα συμβαίνουν γύρω μας. Μας οδηγεί στο να κατανοήσουμε πως δεν υπάρχει απόλυτη ευημερία αν οι άνθρωποι γύρω μας ταλαιπωρούνται οικτρά».
Τι θα κερδίσει όποιος δει στην παράσταση;
«Δεν έχω κατασταλλάξει επ’ αυτού. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ένας θεατής ερχόμενος σε αυτή την παράσταση θα έρθει αντιμέτωπος με ένα ρόλερ κόστερ συναισθημάτων. Υπάρχει στο έργο έντονα και η έννοια της φιλίας, του ονείρου, της σύμπραξης, της αγάπης. Πρόκειται για μια συνεχή “ κολοτούμπα”, όπως είναι και η ζωή. Εκεί που νιώθεις χαρά έρχεται ένα χαστούκι και σε ρίχνει. Οι χαρακτήρες είναι πολύ ανθρώπινοι, πολύ οικείοι. Ο θεατής δεν θα εισπράξει μόνο ένα πράγμα, επειδή το θέαμα είναι πολύ ζωντανό».
«Ορέστης»: Ήσουν η Ηλέκτρα στην παράσταση που κέρδισε το κοινό σε όλη την Ελλάδα το καλοκαίρι που πέρασε. Πώς ήταν η εμπειρία;
«Επρόκειτο για μια πολύ ωραία συγκυρία. Κατ’ αρχάς ήταν πολύ ωραία η ομάδα. Ήταν μια υπέροχη ομάδα ανθρώπων και δεν είναι αυτονόητο αυτό σε έναν θίασο -ότι τόσες ενέργειες ανθρώπων θα ταιριάξουν. Προσωπικά, είμαι πάρα πολύ ευγνώμων που συναντήθηκα με αυτούς τους ανθρώπους και νιώθω μεγάλη ευλογία που μου έδειξαν εμπιστοσύνη ο Γιάννης Κακλέας και ο Άρης Σερβετάλης. Μου δόθηκε η ευκαιρία να “αναμετρηθώ” με κάτι πολύ μεγάλο,να “παλέψω” με έναν χαρακτήρα – σύμβολο. Τέτοιους χαρακτήρες δεν μπορείς εύκολα να τους προσεγγίσεις, ψάχνεις να βρεις και το παραμικρό στοιχείο με το οποίο μπορείς να ταυτιστείς για να συνδεθείς μαζί τους.
Είχα κέρδος και σε επαγγελματικό και ψυχικό επίπεδο. Το κοινό σημείο που μπορώ να βρω με την Ηλέκτρα είναι η ανιδιοτελής αγάπη και αφοσοίωση στον αδερφό, το θάρρος, και η τόλμη της».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η μικρού μήκους ταινία στην οποία συμμετέχεις, ονομάζεται “Summer place”. Ποιο είναι το δικό σου «καλοκαιρινό μέρος»;
«Μία μικρού μήκους ταινία που ολοκληρώθηκε πριν περίπου έναν χρόνο είχε και κάποιες διακρίσεις στη Δράμα και ταξιδεύει σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο, τώρα είναι στη Σουηδία, έπειτα στο Λονδίνο και θα φτάσει μέχρι το Λος Άντζελες. Την έχει κάνει η Αλεξάνδρα Ματθαίου, ένα χαρισματικό πλάσμα. Έγινε με αφορμή την αλλοτροίωση που έχει επέλθει στη Λεμεσό, χωρίς να προσδιορίζεται ακριβώς ο τόπος. Ουσιαστικά, βλέπουμε μία γυναίκα να ζει μέσα σε όλον αυτόν τον επιφανειακό πλούτο, που τερατωδώς αναπτύσσεται στην περιοχή, και λίγο πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια γνωρίζει ένα άτομο, το οποίο τη σώζει και εκείνη με τη σειρά της σώζει εκείνο. Πρόκειτα για μια ταινία που έγινε με πολλή αγάπη και είμαι υπερήφανή γι’ αυτή τη δημιουργία. Είναι από τα αγαπημένα project που έχω λάβει μέρος. Το δικό μου “summer place” είναι η κάθε συνθήκη μέσα στην οποία υπάρχουν αγαπημένα πρόσωπα, ανεμελιά κι ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης».
Στο ευρύ κοινό έγινες γνωστή από τον ρόλο σου ως «Αγγελική» στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά. Υπάρχουν σχέδια για συμμετοχή σε κάποια νέα δημιουργία για την τηλεόραση;
«Αυτή η εμπειρία ήταν για εμένα το βάπτισμα του πυρός. “Ξεφοβήθηκα” σε πολλά πράγματα με την έκθεση και την τηλεόραση και θα συμμετείχα ξανά σε σήριαλ. Χαίρομαι πάρα πολύ που βλέπω ότι η ελληνική τηλεόραση επενδύει περισσότερο στη μυθοπλασία, αλλά προσωπικά ήθελα ένα διάλειμμα. Έψαχνα το κενό ανάμεσα στην «Αγγελική» και στην επόμενη δουλειά στην τηλεόραση. Το κοινό με είχε ταυτίσει με αυτόν τον ρόλο. Δεν θα ήμουν έτοιμη για κάτι άλλο. Νομίζω η απόσταση ήταν αναγκαία».
Οι ρόλοι που μέχρι τώρα έχεις υποδυθεί είναι σχεδόν στο σύνολό τους «μη συμβατικοί». Χαρακτήρες που έχουν βιώσει κάτι πολύ σκληρό, άνθρωποι που παρασύρθηκαν από πάθη ή συγκυρίες. Θεωρείς πως οι σπουδές σου στον τομέα της κοινωνιολογίας παίζουν ρόλο το πώς επιλέγεις τους χαρακτήρες που θα υποδυθείς;
«Είναι σαν να έρχονται σε εμένα αυτοί οι χαρακτήρες. Ίσως αυτό να μαγνητίζω. Για να πω το “ναι” παίζουν ρόλο συνολικά δεδομένα –το έργο, οι άνθρωποι, η ομάδα, το σενάριο – και φυσικά σε τι κατάσταση βρίσκει εμένα το έργο. Αυτό, βέβαια, μπορεί να μου γυρίσει και αλλιώς. Για παράδειγμα, στην Ηλέκτρα, δέχθηκα λόγω πρόκλησης. Αν έπρεπε να “ακούσω” το σώμα μου θα έλεγα όχι, αλλά σε αυτές τις προκλήσεις δεν απαντάς αρνητικά.
Δεν ξέρω αν έπαιξαν ρόλο οι σπουδές μου, αλλά πάντα με ενδιαφέρουν οι καταστάσεις που με βγάζουν από την ασφαλή μου ζώνη. Αναζητώ και κάτι που να με “ξυπνάει”. Θα κινηθώ προς τα εκεί που φοβάμαι. Θα επιλέξω έναν ρόλο, μέσα από τον οποίο θα αναγκαστώ να αφήσω στην άκρη τον εγωισμό μου και να καταφέρω να αφηγηθώ κάτι που θα έχει μια επίδραση. Παίρνεις ένα ρίσκο με σκοπό η επίδραση του ρόλου να είνα πιο σημαντική. Οι επαγγελματικές επιλογές έρχονται και παρέρχονται. Αλλά το να εμπλακείς σε κάτι που θα “μετακινήσει” έναν, δύο ή δέκα ανθρώπους είναι πολύ πιο σημαντικό και πολύ πιο ουσιαστικό».
Ο χώρος του θεάτρου, και της υποκριτικής εν γένει, επηρεάστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από την πανδημία του κορωνοϊού, ωστόσο στη διάρκεια αυτής ήρθαν στο φως ειδήσεις (καταγγελίες ηθοποιών), οι οποίες ίσως οδηγήσουν σε καλύτερες συνθήκες συνεργασίας τα επόμενα χρόνια. Πώς διαβλέπεις το μέλλον του θεάτρου στη χώρα μας;
«Νιώθω πως υπάρχει ένα “ξαλάφρωμα”. Όπως είπαμε και πριν, τα τέρατα βγήκαν στο φως. Η δικαιοσύνη έχει αναλάβει και αισθάνομαι ότι οι σχέσεις είναι πιο καθαρές. Το θέατρο είναι χώρος σύμπραξης, χαράς και φωτός. Όλα αυτά που έχουν συμβεί είναι οι εξαιρέσεις, δεν είναι ο κανόνας. Καλώς βγήκαν στην επιφάνεια και έτσι αν κάποιος είχε την οποιαδήποτε τάση ή σκέψη να κάνει το οτιδήποτε, δύσκολα θα το κάνει ή και δεν θα το κάνει. Εμένα αυτό με λυτρώνει και ευελπιστώ αυτό να γίνει παράδειγμα και σε άλλους κλάδους. Η γενικότερη αίσθηση είναι μια ανακούφιση. Τώρα είμαστε πιο προσεκτικοί, παλιότερα ίσως ήταν πιο απερίσκεπτο. Πλέον, ενδιαφερόμαστε περισσότερο για τον άλλο. Είμαστε όλοι μαζί».
Έχεις ποτέ έρθει σε δύσκολη θέση από συμπεριφορά συναδέλφων;
«Δεν έχω έρθει ποτέ σε δύσκολη θέση από συνάδελφο. Από τη μικρή μου εμπειρία έχω καταλάβει ότι υπάρχει πολλή χαρά. Είναι μια παιδική χαρά το θέατρο. Προσωπικά, πιστεύω ότι κάνουμε την πιο όμορφη δουλειά του κόσμου. Σίγουρα, υπάρχουν τα διαφορετικά βιώματα, οι διαφορετικοί χαρακτήρες, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τον τομέα, έχει να κάνει με τον άνθρωπο».
Πώς βλέπεις να ανταποκρίνεται ο κόσμος στην «επανεκκίνηση» της θεατρικής ζωής;
«Θα μιλήσω αρχικά σαν θεατής. Κατάλαβα πόσο διψασμένη ήμουν για την εμπειρια που σου προσφέρει το θέατρο. Έχω ήδη δει ορισμένες παραστάσεις και φαίνεται ότι οι άνθρωποι έβαλαν τόσο μεγάλη χαρά και κατέθεσαν τόσο προσωπικά κομμάτια τους για να τις κάνουν. Νιώθω ότι όλοι ήμασταν διψασμένοι να κάνουμε και να δούμε θέατρο. Καταλαβαίνω πόσο μας είχει λείψει. Και καταλήγουμε στο ότι το θέατρο και η τέχνη είναι αναγκαία. Κάθε φορά που έβγαινα από μία παράσταση ένιωθα πως κάτι άλλαζει και το ένιωθαν και οι υπόλοιποι μαζί μου. Μόνο το θέατρο μπορεί να το παράσχει αυτό. Αυτή την κοινή εμπειρία. Είναι σαν να πλάθεται το μέλλον. Νιώθεις πως το μέλλον είναι τώρα.
Αυτή την ψυχική ανάταση που σου προσφέρει το θέατρο, η τέχνη, δεν μπορεί να στην προσφέρει τίποτα άλλο. Εγώ είδα την παράσταση της Ηρούς Μπέζου και έπαθα σοκ. Συγκινηθήκα που ένας νέος άνθρωπος έχει καταφέρει να γράψει ένα τέτοιο κείμενο. Είδα τον “Προμηθέα” του Νίκου Καραθάνου και έκλαιγα για δύο ώρες. Είδα τους “Παίχτες”, και η χαρά των παιδιών που έκαναν την παράσταση δεν περιγράφεται. Και το έζησα εγώ και οι υπόλοιποι θεατές. Αυτά τα πράγματα είναι ανεπαίσθητα, δεν συγκρίνονται με μια “ατομική” εμπειρία. Το θέατρο στα προσφέρει όλα αυτά».
Τι θα άλλαζες στον κόσμο μας;
«Θα μπορούσα να σκεφτώ πολλά πράγματα. Αλλά νιώθω ότι όλα ξεκινούν από τον συνειδητό και ασυνείδητο χρόνο. Είμαστε εγκλωβισμένοι ανάμεσα στον πραγματικό χρόνο και τον διαδικτυακό. Θα ήθελα να κάνουμε μία στροφή στο συνειδητό χρόνο. Νιώθω ότι μας λείπει η πιο meditative πλευρά της ζωής. Νιώθω πως χάνουμε το τώρα. Θα ευχόμουν, λοιπόν, για έναν επανασυντονισμό στο τώρα. Μια συνειδητοποίηση της στιγμής».