Περισσότερα από εκατό έργα της Cindy Sherman εκτίθενται με τίτλο «Cindy Sherman at Cycladic: Πρώιμα έργα» στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, στο Μέγαρο Σταθάτου, από σήμερα, 30 Μαΐου, έως τις 4 Νοεμβρίου 2024. Πρόκειται για την πρώτη μουσειακή έκθεση με φωτογραφικά έργα της διάσημης Αμερικανίδας καλλιτέχνιδας στην Ελλάδα. Πραγματοποιείται με κύριο χορηγό την Rolex.
Η πρακτική της Cindy Sherman, που κινείται ανάμεσα στη φωτογραφία και την περφόρμανς, την καθιέρωσε ως πρωτοπόρο του μέσου στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η καλλιτέχνιδα δουλεύει μόνη της στο στούντιο, αναλαμβάνοντας η ίδια τον ρόλο της μακιγιέζ, της κομμώτριας, της στιλίστριας και της σκηνοθέτιδας, καθώς μεταμορφώνεται σε διάφορους επινοημένους χαρακτήρες που απαθανατίζει στις φωτογραφίες της. Αντλώντας έμπνευση από την αναπαραγωγή γυναικείων εικόνων και στερεοτύπων από την τηλεόραση, τον κινηματογράφο και τις διαφημίσεις, όπως η μοιραία γυναίκα, τα κορίτσια καριέρας, η νοικοκυρά, τα έργα της ασκούν κριτική στους παραδοσιακούς ρόλους και την ταυτότητα των φύλων.
Αντλώντας έμπνευση από την αναπαραγωγή γυναικείων εικόνων και στερεοτύπων από την τηλεόραση, τον κινηματογράφο και τις διαφημίσεις, όπως η μοιραία γυναίκα, τα κορίτσια καριέρας, η νοικοκυρά, τα έργα της ασκούν κριτική στους παραδοσιακούς ρόλους και την ταυτότητα των φύλων.
Στην έκθεση παρουσιάζεται πλήρης η σειρά εβδομήντα ασπρόμαυρων φωτογραφιών «Untitled Film Stills» (1977-1980), την οποία η Sherman ξεκίνησε αμέσως μόλις μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία είκοσι τριών ετών. Αντλώντας έμπνευση από το Χόλιγουντ της δεκαετίας του 1950 και του 1960, τα φιλμ νουάρ, τις B movies και τις ταινίες του ανεξάρτητου ευρωπαϊκού κινηματογράφου, η Sherman δημιούργησε εικόνες που θυμίζουν το ύφος των λήψεων που χρησιμοποιούσαν τα κινηματογραφικά στούντιο για να διαφημίσουν τις ταινίες τους. Οι εικόνες αυτές παραπέμπουν σε συγκεκριμένους τύπους χαρακτήρων και αποτέλεσαν αφετηρία συζήτησης για τους ρόλους των φύλων, τον φεμινισμό και την αναπαράσταση, ενώ παράλληλα παραμένουν σκοπίμως διφορούμενες και ανοιχτές σε διαφορετικές ερμηνείες.
Το 1980 η Sherman στράφηκε στην έγχρωμη φωτογραφία, δημιουργώντας τη σειρά που είναι γνωστή ως «Rear Screen Projections» (1980). Στα έργα αυτά, για τα οποία πόζαρε μπροστά σε τοποθεσίες που προβάλλονταν σε μεγάλη οθόνη, συνέχισε τον καλλιτεχνικό της διάλογο με τον κινηματογράφο εφαρμόζοντας την τεχνική που χρησιμοποιούσε συχνά ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, η οποία τής προσέφερε μεγαλύτερο έλεγχο επί του τελικού αποτελέσματος. Οι συγκεκριμένες φωτογραφίες δημιουργήθηκαν εξ ολοκλήρου στο στούντιο, με την ίδια να συνεχίζει να έχει τον ρόλο του μοντέλου, και παρουσιάζουν έντονα το στοιχείο του τεχνάσματος, θολώνοντας τα όρια της πραγματικότητας και αφήνοντας την αφήγηση των σκηνών σκόπιμα ασαφή.
Ένα χρόνο αργότερα το περιοδικό τέχνης Artforum τής ανέθεσε να δημιουργήσει νέες εικόνες – πρόσκληση που οδήγησαν στη σειρά φωτογραφιών «Centerfolds» (1981). Με ξεκάθαρες αναφορές σε ερωτικές εικόνες που συνήθως συναντούσε κανείς σε ανδρικά περιοδικά της εποχής, η Sherman αμφισβήτησε το διαδεδομένο τρόπο κατανάλωσης εικόνων, ειδικά όσων απεικονίζουν γυναίκες, εστιάζοντας στην ηδονοβλεπτική ματιά του θεατή. Το περιοδικό δεν δημοσίευσε ποτέ τις συγκεκριμένες φωτογραφίες, από φόβο για τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Οι φωτογραφίες αυτές όμως αποτελούν μία από τις πιο γνωστές σειρές έργων της.
Το περιοδικό τέχνης Artforum τής ανέθεσε να δημιουργήσει νέες εικόνες – πρόσκληση που οδήγησαν στη σειρά φωτογραφιών «Centerfolds» (1981). Με ξεκάθαρες αναφορές σε ερωτικές εικόνες που συνήθως συναντούσε κανείς σε ανδρικά περιοδικά της εποχής, η Sherman αμφισβήτησε το διαδεδομένο τρόπο κατανάλωσης εικόνων,
Η σειρά «Color Studies» (1981-1982), τέλος, περιλαμβάνει κάθετα έργα μεγάλης κλίμακας, στα οποία γίνεται εμφανής ο πειραματισμός της με το χρώμα και τη σκιά. Η Sherman συνεχίζει να φωτογραφίζει τον εαυτό της κοιτάζοντας απευθείας τον φωτογραφικό φακό και κατ’ επέκταση τον θεατή. Πρόκειται, και σε αυτή την περίπτωση, για επινοημένες εικόνες που φέρνουν σε πρώτο πλάνο τα εύθραυστα όρια ανάμεσα στο τι είναι πραγματικό και τι τεχνητό, καλύπτοντας και αποκαλύπτοντας τα θέματα των λήψεων μέσω της σκιάς και του φωτός.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της έκθεσης θα προβάλλεται εικοσάλεπτο απόσπασμα για τη Cindy Sherman από την ταινία με τίτλο «Transformation», μια παραγωγή του Art21 του 2009, μια ανασκόπηση επιλεγμένων έργων της και της δημιουργικής διαδικασίας που ακολουθεί εδώ και περισσότερα από σαράντα χρόνια.
Περισσότερα για τη Cindy Sherman
Η Cindy Sherman γεννήθηκε το 1954 στο Glen Ridge του Νιου Τζέρσεϋ της Νέας Υόρκης. Ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη. Για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, οι ανατρεπτικές φωτογραφίες της διερευνούν θέματα σχετικά με την αναπαράσταση και την ταυτότητα στα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας. Η Sherman ήρθε στο προσκήνιο στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ως μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας Pictures Generation μαζί με καλλιτέχνες όπως οι Sherrie Levine, Richard Prince και Louise Lawler. Στράφηκε στη φωτογραφία κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο Κρατικό Κολλέγιο του Μπάφαλο στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το 1977, λίγο καιρό αφότου μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, ξεκίνησε τη διεθνώς αναγνωρισμένη σειρά φωτογραφιών «Untitled Film Stills».
Συνέχισε να ανακατασκευάζει περσόνες οικείες και γνώριμες στη συλλογική συνείδηση με τρόπους που συχνά προκαλούν αμηχανία. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 είχε ξεκινήσει να διερευνά, μέσω της εικαστικής της γλώσσας, τις πιο γκροτέσκες πτυχές της ανθρωπότητας μέσα από τον φακό του τρομακτικού και του αποτρόπαιου, όπως φαίνεται σε έργα της όπως τα «Fairy Tales» (1985) και «Disasters» (1986-1989). Σε αυτές τις ιδιαίτερα σπλαχνικές εικόνες, η Sherman εισήγαγε εμφανή προσθετικά στοιχεία και κούκλες, τα οποία αργότερα θα χρησιμοποιούνταν σε έργα της όπως η σειρά «Sex Pictures» (1992). Στα περίφημα «History Portraits» που ξεκίνησε το 1988, χρησιμοποίησε αυτά τα θεατρικά εφέ για να αποδομήσει, αντί να διατηρήσει, οποιαδήποτε εντύπωση ψευδαίσθησης.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 είχε ξεκινήσει να διερευνά, μέσω της εικαστικής της γλώσσας, τις πιο γκροτέσκες πτυχές της ανθρωπότητας μέσα από τον φακό του τρομακτικού και του αποτρόπαιου.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Sherman χρησιμοποιεί την ψηφιακή τεχνολογία για να επεξεργαστεί περαιτέρω τους χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν στις φωτογραφίες της. Στη σειρά «Clown» (2003) πρόσθεσε ψυχεδελικά σκηνικά –ταυτόχρονα παιχνιδιάρικα και απειλητικά– θέλοντας να εξερευνήσει τη διαφορά μεταξύ της εξωτερικής περσόνας και της εσωτερικής ψυχολογίας του υποκειμένου της. Στα έργα «Society Portraits» (2008) χρησιμοποίησε μια πράσινη οθόνη (green screen) για να δημιουργήσει μεγαλοπρεπή περιβάλλοντα και να απεικονίσει γυναίκες ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Αυτά τα ψηφιακά επεξεργασμένα σκηνικά που φωτογράφισε η Sherman προσθέτουν ένα γοητευτικό προσωπείο στις γυναίκες που απεικονίζει η Sherman – πρόσωπα βαριά μακιγιαρισμένα και απορροφημένα από την κοινωνική τους θέση εν αναμονή της επικείμενης γήρανσης.
Στη σειρά «Clown» (2003) πρόσθεσε ψυχεδελικά σκηνικά –ταυτόχρονα παιχνιδιάρικα και απειλητικά– θέλοντας να εξερευνήσει τη διαφορά μεταξύ της εξωτερικής περσόνας και της εσωτερικής ψυχολογίας του υποκειμένου της.
Στη σειρά φωτογραφικών τοιχογραφιών που δημιούργησε το 2010 και παρουσιάστηκαν στην αναδρομική της έκθεση στο MoMA το 2012, η Sherman εμφανίζεται με πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες μπροστά σε ένα ψηφιακό φόντο με κακοφτιαγμένες περούκες, μεσαιωνική ενδυμασία και χωρίς μακιγιάζ, χρησιμοποιώντας το Photoshop για να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Στη σειρά «Flappers» (2016) ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με την τρωτότητα της διαδικασίας γήρανσης των στάρλετ του Χόλιγουντ κατά τη δεκαετία του 1920, οι οποίες ποζάρουν με εντυπωσιακές ενδυμασίες από την περίοδο της ακμής τους φορώντας υπερβολικό μακιγιάζ.
Το 2017 η Sherman άρχισε να ανεβάζει στο Instagram πορτραίτα στα οποία έχει χρησιμοποιήσει διάφορες εφαρμογές αλλοίωσης χαρακτηριστικών προσώπου, μεταμορφώνοντας τον εαυτό της σε μια πληθώρα πρωταγωνιστριών μέσα σε καλειδοσκοπικά σκηνικά. Αποπροσανατολιστικές και αλλόκοτες, οι αναρτήσεις της αναδεικνύουν τον αποστασιοποιημένο χαρακτήρα του Instagram από την πραγματικότητα και την κατακερματισμένη αίσθηση του Εαυτού στη σύγχρονη κοινωνία, την οποία η Sherman έχει συμπυκνώσει μοναδικά στα έργα της από την αρχή της καριέρας της.
Λίγα λόγια για το Rolex Perpetual Arts Initiative
Η Rolex, κατασκευάστρια εταιρεία ελβετικών ρολογιών, αναγνωρίζεται παγκοσμίως για την ειδίκευσή της και την ποιότητα των προϊόντων της – σύμβολα αριστείας, κομψότητας και κύρους. Η συνεχής επιδίωξη της αριστείας, που συμβολίζεται με τη λέξη «Perpetual», στηρίζει κάθε πτυχή των δραστηριοτήτων της μάρκας, από την ωρολογοποιία έως τις συνεργασίες της. Αυτή η δέσμευση να φτάνει πάντα στο απόγειο των επιδόσεων και των επιτευγμάτων οδηγεί τη Rolex να υποστηρίζει ενεργά άτομα και οργανισμούς στις τέχνες και τον πολιτισμό, τον αθλητισμό και την εξερεύνηση, καθώς και εκείνους που επινοούν λύσεις για την προστασία του πλανήτη.
Για πάνω από μισό αιώνα, η Rolex συνεργάζεται με μερικούς από τους πιο ταλαντούχους καλλιτέχνες του κόσμου και κορυφαίους θεσμούς του πολιτισμού για να τιμήσει την αριστεία και να συνεισφέρει στη συνέχιση της καλλιτεχνικής κληρονομιάς, δημιουργώντας έναν σύνδεσμο ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η Cindy Sherman έχει υπηρετήσει ως σύμβουλος στο πρόγραμμα Rolex για την καλλιτεχνική καθοδήγηση (Rolex Mentoring Programme). Μέσα από την Πρωτοβουλία «Αέναες τέχνες», ένα ευρύ φάσμα τεχνών που καλύπτει τη μουσική, την αρχιτεκτονική, τον κινηματογράφο και το Rolex Mentoring Programme, η Rolex επιβεβαιώνει τη μακροπρόθεσμη δέσμευσή της στα παγκόσμια πολιτιστικά δρώμενα.
Σε όλες αυτές τις προσπάθειες, η Rolex υποστηρίζει την καλλιτεχνική υπεροχή και τη μετάδοση της γνώσης στις μελλοντικές γενιές, οι οποίες με τη σειρά τους μεταβιβάζουν την πολιτιστική κληρονομιά του κόσμου.
Info
«Cindy Sherman at Cycladic: Πρώιμα έργα», 30 Μαΐου 2024 μέχρι 4 Νοεμβρίου 2024, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Μέγαρο Σταθάτου, Βασιλίσσης Σοφίας & Ηροδότου 1, 106 74, Αθήνα, τηλ.: 210 7228321-3, www.cycladic.gr. Τιμές εισιτηρίων: 16€ & 12€ μειωμένο. Εισιτήριο ξενάγησης: 19€ & 15€ μειωμένο. Το εισιτήριο της ξενάγησης είναι διαθέσιμο μόνο ηλεκτρονικά. Ξεναγήσεις κοινού: Aπό 13/6 και κάθε Πέμπτη, 13:00 ξενάγηση στα αγγλικά, 18:00 ξενάγηση στα ελληνικά. Έως 20 άτομα ανά ξενάγηση. Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο: 10:00-17:00, Πέμπτη: 10:00-20:00, Κυριακή: 11:00-17:00, Τρίτη: Κλειστά.