Από τον Fabrice Gaignault, Φωτογράφος: Mehdi Sef, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Anne-Sophie Thomas
Όταν αντικρίζεις για πρώτη φορά την Νταϊάν Κρούγκερ, αυτό που αρχικά σκέφτεσαι είναι πως δεν υπάρχουν περιθώρια για οικειότητες: η Γερμανίδα ηθοποιός, που την τελευταία 15ετία έχει καθιερωθεί ως ένα από τα μεγάλα αστέρια του Χόλιγουντ, είναι επιβλητική. Ο τρόπος που στηρίζει το κεφάλι στους ώμους της, κατάλοιπο, ίσως, της εκπαίδευσής της στον κλασικό χορό που έδωσε στα παιδικά της χρόνια το ρυθμό τους, της χαρίζει έναν αφ’ υψηλού αέρα, μια λάμψη μοντέλου -χρειάζεται άραγε να σας θυμίσουμε ότι η ίδια ήταν ένα από τα πιο γνωστά supermodels της δεκαετίας του ’90;- και το βλέμμα της είναι τόσο διαπεραστικό, που σε κάνει να θέλεις να χαμηλώσεις το δικό σου. Μετά, όμως, σε αγγίζει ελαφρά καθώς σου απολογείται για την καθυστέρηση στη φωτογράφηση λίγο πριν από τη συνέντευξη. Και έπειτα σου μιλά, χωρίς το συνηθισμένο δισταγμό που χαρακτηρίζει τους διάσημους όταν ανοίγουν το κεφάλαιο «ιδιωτική ζωή», για τον «δικό μου», όπως τον αποκαλεί, τη μητέρα της, την κόρη της, ακόμη και για πιο προσωπικά θέματα ξεκινώντας μάλιστα συχνά τις προτάσεις της με τη φράση «πολύ ειλικρινά θα σας πω», λες και θέλει να επιβεβαιώσει ότι όσα λέει δεν έχουν περάσει από κάποιου είδους φίλτρο. Την ίδια στιγμή αυτοσαρκάζεται για την «πολύ γερμανική» ιδιοσυγκρασία της: λέξεις όπως «αυστηρός» και «έλεγχος» έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στη συγκεκριμένη γλώσσα. Ειδικά μάλιστα όταν αφορούν έναν άνθρωπο που δίνει το 100% σε ό,τι κάνει. Είτε γυμνάζεται σαν αθλήτρια για τις ανάγκες της ταινίας «The 355», μιας περιπέτειας τύπου Τζέιμς Μποντ με πεντάστερο καστ (Τζέσικα Τσαστέιν, Πενέλοπε Κρουζ, Λουπίτα Νιόνγκο και Φαν Μπίνγκμπινγκ), είτε δαμάζει την άπιαστη και πολύτιμη κάμερα του Εϊ Τζέι Εντουαρντς στην ταινία «The Better Angels», με το ταλέντο και την 24 καρατίων παρουσία της – δεν είναι, άλλωστε, να απορεί κανείς που η Chaumet την έχει διαλέξει ως πρέσβειρά της. Στο τέλος της συνάντησης συνειδητοποιείς ότι έχεις συναντηθεί με μια εντυπωσιακή ηθοποιό που ξέρει πώς να βγάζει την πανοπλία της με κομψότητα και χάρη.
H Μαρί, η μυστική πράκτορας που υποδύεστε στο «The 355» είναι μια σκληρή, απότομη γυναίκα, μια πολεμίστρια, μια ζόρικη τύπισσα. Τι σας προσέλκυσε σε αυτόν το ρόλο;
«Η επιθυμία να συμμετάσχω σε μια ταινία δράσης, κάτι που δεν είχε συμβεί μέχρι σήμερα. Ήταν επίσης η πρώτη ταινία που γύρισα μετά τη γέννηση της κόρης μου, οπότε το είδα και ως πρόκληση να ξαναβρώ τη φόρμα μου, να αποκτήσω απόλυτο έλεγχο του σώματός μου, να το φτάσω στην καλύτερή του φυσική κατάσταση, ικανό να κάνει πράγματα που δεν μπορούσε ποτέ πριν, να ξεπεράσω τις δυνάμεις μου. Οι σκηνές μάχης με διασκέδασαν με τη χορογραφία τους, είναι σαν να χορεύεις με τον αντίπαλο-συμπρωταγωνιστή σου. Τα όπλα, από την άλλη, δεν είναι καθόλου του γούστου μου: κατάφερα ακόμη και να αυτοτραυματιστώ με ένα από αυτά!».
Τις πέντε κεντρικές ηρωίδες του «The 355» υποδύονται ισάριθμες χολιγουντιανές σταρ. Δεν είναι δύσκολο κάποιες φορές να βρίσκει κανείς τη θέση του σε ένα τόσο λαμπερό καστ;
«Αντιθέτως, ειδικά αφού η Τζέσικα Τσαστέιν, που ήταν και παραγωγός της ταινίας, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να διασφαλίσει ότι όλες θα πληρωθούμε το ίδιο, θα έχουμε τα ίδια τρέιλερ και θα νιώθουμε ισότιμα μέλη της ομάδας, απαλλαγμένες από το άγχος του παραμικρού ανταγωνισμού μεταξύ μας. Εν τω μεταξύ, ήμασταν και οι πέντε μαμάδες – εγώ μάλιστα φρέσκια μαμά. Στα γυρίσματα είχαμε όλες νταντάδες που κρατούσαν τα παιδιά μας επί τόπου. Αυτό είναι κάτι που δεν έχω δει ποτέ ξανά, πριν ή μετά το “The 355”. Τα παιδιά μας έπαιζαν πολύ μαζί και το κλίμα ήταν πολύ χαρούμενο, ενώ εμείς δημιουργήσαμε αληθινή συντροφικότητα μεταξύ μας: παρά την επέλαση της πανδημίας δεν έχασα την επαφή μου με τις υπόλοιπες τέσσερις ηθοποιούς. Ναι, ήταν ένα από τα πιο ευχάριστα γυρίσματα στην καριέρα μου».
«Ήταν η πρώτη ταινία που γύρισα μετά τη γέννηση της κόρης μου, οπότε το είδα και ως πρόκληση να ξαναβρώ τη φόρμα μου, να αποκτήσω απόλυτο έλεγχο του σώματός μου, να το φτάσω στην καλύτερή του φυσική κατάσταση, ικανό να κάνει πράγματα που δεν μπορούσε ποτέ πριν».
Τι σας έφερε πιο κοντά στην Τζέσικα Τσαστέιν ειδικότερα;
«Ανακάλυψα ότι, εκτός από σπουδαία ηθοποιός, είναι ένας πολύ σταθερός και αξιόπιστος άνθρωπος, μια δυναμική φεμινίστρια. Είναι επίσης μια έξυπνη παραγωγός που βάζει όλες της τις δυνάμεις (τα χρήματα και την ενέργειά της) ώστε να πετύχει να φέρει στην οθόνη τις ιστορίες δυναμικών γυναικών. Κι ακόμη, απολαμβάνει τη συντροφιά άλλων γυναικών: δεν είναι ανταγωνιστική, αλλά ούτε και φοβισμένη, ήταν αληθινά υπέροχο να δουλεύω μαζί της».
Εσάς σας συμβαίνει να αισθάνεστε δέος μπροστά σε άλλους ηθοποιούς, γυναίκες ή άνδρες;
«Μα φυσικά! Συνεχίζω να έχω το άγχος της πρώτης μέρας όταν κανείς γνωρίζει ελάχιστα ή καθόλου τους συνεργάτες του. Θα τα καταφέρω να μην τους απογοητεύσω; Να μη διαψεύσω τις προσδοκίες τους; Θα σταθώ στο ύψος του ρόλου; Από την άλλη, προσπαθώ να θυμίζω στον εαυτό μου ότι οι μέρες που ήμουν η πιο μικρή στο σετ έχουν περάσει. Έχω επώδυνες αναμνήσεις από την εποχή που ήμουν νέα ηθοποιός και έπρεπε να εμφανιστώ σε ένα γύρισμα για μια-δυο μέρες. Όλοι οι υπόλοιποι γνωρίζονταν, μιλούσαν μεταξύ τους, ενώ εμένα δεν μου έριχναν ούτε ένα βλέμμα… Έκτοτε προσπαθώ να συμβάλω στο καλό κλίμα μιλώντας σε όλους, πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές, είναι ζωτικής σημασίας, κατά τη γνώμη μου, για την ποιότητα μιας ταινίας: αν οι συνεργάτες και οι συνάδελφοί σου είναι γεμάτοι άγχος, δεν θα καταφέρεις να το ξεφορτωθείς ούτε εσύ και οι σκηνές θα πάνε κατά διαόλου».
Στο «The 355» παίζετε σε τρεις γλώσσες. Είσαι η ίδια ηθοποιός είτε μιλάς γερμανικά, γαλλικά ή αγγλικά;
«Δεν νιώθω ότι παίζω διαφορετικά σε κάθε γλώσσα, απλώς τη μιλάω. Ωστόσο, νιώθω διαφορετικά μέσα μου. Οταν μιλάω γαλλικά, νιώθω ανάλαφρη, πιο μαλακή, όπως απαλοί μού φαίνονται οι ήχοι αυτής της γλώσσας. Με τα αγγλικά αισθάνομαι πιο ικανή, γιατί είναι μια γρήγορη γλώσσα φτιαγμένη από μικρές προτάσεις γεμάτες ακρίβεια. Στα γερμανικά έχω ερμηνεύσει πολύ λίγους ρόλους, στους “Αδωξους Μπάσταρδους” του Κουέντιν Ταραντίνο και στο «Μαζί ή τίποτα» του Φατίχ Ακίν, οπότε ανακάλυψα κάπως αργά στη ζωή την άνεση, την ελευθερία που σου δίνει η μητρική σου γλώσσα, το να μη χρειάζεται να σκεφτείς τις λέξεις ενώ δουλεύεις».
«Έχω επώδυνες αναμνήσεις από την εποχή που ήμουν νέα ηθοποιός και έπρεπε να εμφανιστώ σε ένα γύρισμα για μια-δυο μέρες. Όλοι οι υπόλοιποι γνωρίζονταν, μιλούσαν μεταξύ τους, ενώ εμένα δεν μου έριχναν ούτε ένα βλέμμα…»
Το «Μαζί ή τίποτα» σάς χάρισε το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες το 2017.
«Για πρώτη φορά με μεγάλο ρόλο σε γερμανόφωνη ταινία! Ήταν πολύ συγκινητικό… Όσο για τους συμπατριώτες μου, ο Φατίχ Ακίν υπήρξε ανέκαθεν ένας από τους ήρωές μου. Περισσότερο κι από κινηματογραφιστής, έχει δημόσιο πρόσωπο και λόγο στη Γερμανία. Αν βγεις μαζί του στους δρόμους του Αμβούργου, δεν μπορείς να κάνεις βήμα χωρίς να έρθει κάποιος και να τον σταματήσει για να του μιλήσει. Λογικά, θα ξαναδουλέψουμε μαζί σε μια σειρά για τη Μαρλέν Ντίτριχ – και είμαι απίστευτα χαρούμενη».
Φύγατε από τη Γερμανία στα 16 σας. Νιώσατε ποτέ νοσταλγία για το σπίτι σας;
«Όχι, στ’ αλήθεια. Και πρέπει να ευχαριστήσω τη μητέρα μου γι’ αυτό, που μου επέτρεψε να φύγω σε τόσο νεαρή ηλικία για να πάω στο Παρίσι και να γίνω μοντέλο, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν κινητά και εγώ δεν μιλούσα λέξη γαλλικά. Αν η 16χρονη κόρη μου ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο, θα έλεγα όχι! Οπότε η σχέση μου με τη Γερμανία μοιάζει με αυτή που έχεις με ένα καλό βιβλίο που το φυλάς στη βιβλιοθήκη σου. Όταν επιστρέφω εκεί, δεν λέω ποτέ στον εαυτό μου: “Α, επιτέλους, είμαι σπίτι!”. Αντιθέτως, νιώθω λίγο τουρίστρια. Γιατί η Γαλλία είναι το μέρος όπου ενηλικιώθηκα και όπου θα ήθελα να ζήσω μια μέρα ξανά, όταν η κόρη μου είναι μεγαλύτερη. Ακόμη και αν μεγάλο μέρος της γαλλικής κουλτούρας παραμένει ξένο για μένα: είναι κλισέ, το ξέρω, αλλά οι Γερμανοί παραμένουν πιο “οριοθετημένοι” απ’ ό,τι οι Γάλλοι! Βρίσκω την ελευθερία μου σε αυτά τα όρια».
Στη Γαλλία είστε ένα είδος μούσας για τη Φαμπιέν Μπερτόντ, σκηνοθέτιδα που σας έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο σε τρεις από τις ταινίες της: «Frankie», «Pieds nus sur les limaces», «Sky». Τι πιστεύετε ότι είδε σε εσάς;
«Το να σε σκηνοθετεί μια γυναίκα είναι από μόνο του διαφορετικό. Οι άνδρες φοβούνται μερικές φορές τα συναισθήματά μας. Μια γυναίκα σκηνοθέτις σε καταλαβαίνει καλύτερα, είναι πιο πολύ φίλη σου. Δεν είναι πάντα πιο εύκολο, γιατί αυτό που ζητά από σένα είναι πιο ευθύ, πιο ειλικρινές. Υπάρχουν λιγότερα φίλτρα, λιγότερη υποκριτική: δεν προσπαθεί απαραίτητα να σε βγάλει καλύτερη και δεν μιλώ περί ομορφιάς. Παρ’ όλα αυτά, όταν βλέπω το «Sky» συνειδητοποιώ όλη την ποίηση που κουβαλά η ματιά της Φαμπιέν».
«Το να σε σκηνοθετεί μια γυναίκα είναι από μόνο του διαφορετικό. Οι άνδρες φοβούνται μερικές φορές τα συναισθήματά μας. Μια γυναίκα σκηνοθέτις σε καταλαβαίνει καλύτερα, είναι πιο πολύ φίλη σου».
Πώς πήγαν οι σκηνές σας με τον Μπράιντον Ντένι, που παίζει τον Λίνκολν παιδί, ενώ εσείς υποδύεστε τη μητριά του;
«Δεν είναι ποτέ εύκολο να παίζεις με ένα παιδί. Εξάλλου, είναι και πολύ άδικο. Μπορεί να είσαι ο καλύτερος ηθοποιός στον κόσμο, όμως ο ηθοποιός παιδί θα είναι πάντα καλύτερος από σένα! Δεν μπορείς ποτέ να συναγωνιστείς την αθωότητά τους».
Στην ταινία βλέπουμε μια τρυφερή σχέση ανάμεσα σε μια μητριά και τον προγονό της. Πώς είναι η σχέση σας με τον γιο του συντρόφου σας, Νόρμαν Ρίντους;
«Τον αγαπώ πάρα πολύ, αλλά δεν είναι ακριβώς παιδί, βρίσκεται στο κατώφλι της εφηβείας. Είμαι φίλη με τη μητέρα του, την Ελενα Κρίστενσεν από τα χρόνια του μόντελινγκ. Οπότε όλα κύλησαν πολύ ομαλά σε αυτή τη σχέση, υπήρχε μια ροή. Εξάλλου, πάει πολύς καιρός από τότε που η Έλενα και ο Νόρμαν χώρισαν: αν είχα υπάρξει η “καινούρια φιλενάδα” αμέσως μετά από εκείνο τον χωρισμό, τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο περίπλοκα!».
«Δεν είναι ποτέ εύκολο να παίζεις με ένα παιδί. Εξάλλου, είναι και πολύ άδικο. Μπορεί να είσαι ο καλύτερος ηθοποιός στον κόσμο, όμως ο ηθοποιός παιδί θα είναι πάντα καλύτερος από σένα! Δεν μπορείς ποτέ να συναγωνιστείς την αθωότητά τους».
Ποια είναι η σχέση σας με τη διασημότητα; Ειδικά τώρα που η σχέση σας με τον πρωταγωνιστή της σειράς «The Walking Dead» Νόρμαν Ρίντους σας βάζει ακόμη περισσότερο στη δίνη του κυκλώνα της δημοσιότητας;
«Είναι αληθινά αξιοθαύμαστο πόσο δημοφιλής είναι ο Νόρμαν! Δεν υπάρχει περίπτωση να βγούμε βόλτα και να μην τον σταματήσει μια ντουζίνα θαυμαστές για selfie – εκείνος δέχεται πάντα με χαρά. Εμένα δεν μου ζητούν να φωτογραφηθούμε τόσο συχνά, ίσως γιατί με τις ηθοποιούς του σινεμά το κοινό κρατά μεγαλύτερες αποστάσεις. Στη θέση του Νόρμαν δεν ξέρω αν θα είχα την ίδια υπομονή. Από την άλλη, οι παπαράτσι με ενοχλούν από ένα σημείο και μετά. Κάποια στιγμή σχεδόν χτύπησα έναν».
Στο Instagram βλέπουμε την καθημερινότητά σας, έχετε έναν τρόπο ζωής πολύ αθλητικό, πολύ υγιεινό. Θα έλεγε κανείς ότι βλέπει ό,τι ακριβώς φαντάζεται για τη ζωή στην Καλιφόρνια!
«Έχετε δίκιο (γελάει). Όμως αισθάνομαι τόσο καλά ακολουθώντας αυτό τον τρόπο ζωής. Είμαι πιο υγιής και ασχολούμαι πολύ περισσότερο με τον αθλητισμό απ’ όταν ήμουν 20! Ως μοντέλο είχα πολύ κακές διατροφικές συνήθειες. Σίγουρα δεν ήμουν ο τύπος που ξεκινούσε τη μέρα του με ένα smoothie. Μετά από 30 χρόνια άρχισα να παχαίνω – ναι, συμβαίνει. Οπότε ξεκίνησα γυμναστήριο, κάτι που ανέκαθεν έτρεμα. Σήμερα λατρεύω όλο αυτόν το χρόνο που αφιερώνω στα σπορ. Είναι προσωπικός χρόνος που τον αξιοποιώ στο έπακρο».
Είστε ευχαριστημένη με την εδώ και ένα χρόνο αλλαγή στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών;
«Μάλλον ανακουφισμένη. Αν ο Τραμπ επανεκλεγόταν, σκεφτόμασταν να αφήσουμε τη χώρα. Πριν από την εκλογή του Μπάιντεν είχα την αίσθηση πως ένας εμφύλιος πόλεμος ήταν έτοιμος να ξεσπάσει στη χώρα ανά πάσα στιγμή. Αν σε αυτό προσθέσετε τη ρατσιστική βία, τον COVID, τρεις σεισμούς στο Λος Άντzελες, τις φωτιές στα δάση της Καλιφόρνιας που μαύριζαν τον ουρανό για μέρες ολόκληρες, με ελικόπτερα παντού στον ουρανό… ζούσαμε την Αποκάλυψη για ένα διάστημα».
Περνάτε πολύ καιρό κοντά στο χώρο όπου γίνονται τα γυρίσματα της σειράς «The Walking Dead» στην Ατλάντα. Πώς σας φαίνεται ο αμερικανικός Νότος;
«Από τις Ηνωμένες Πολιτείες γνώριζα μονάχα την Ανατολική και τη Δυτική Ακτή. Η ζωή στην Τζόρτζια μου άνοιξε τα μάτια, νιώθω ότι καταλαβαίνω καλύτερα την Αμερική και τους Αμερικανούς έκτοτε – ακόμη και αν συνεχίζω να αισθάνομαι πολύ Ευρωπαία σε αυτή τη χώρα. Είναι πολύ όμορφα στην Τζόρτζια, πολύ πράσινα, το καλοκαίρι στην εξοχή έχει ζέστη και υγρασία και υπάρχουν υπέροχα δέντρα που μοιάζουν δακρυσμένα. Είναι λες και βρίσκεσαι μέσα σε σκηνικό ταινίας του Τιμ Μπάρτον!».