Η γνωστή φράση θα μπορούσε να παραφραστεί ως εξής: πίσω από κάθε επιτυχημένη σειρά/ταινία/παράσταση κρύβεται μια ταλαντούχα ενδυματολόγος. Μπορεί να μην γνωρίζει το ευρύ κοινό πόσο κόπο καταβάλλει ή ακόμα και τι είναι ακριβώς αυτό που κάνει μια ενδυματολόγος αλλά μπορούμε να παραθέσουμε κάποιες σπουδαίες δουλειές δίπλα σε συγκεκριμένα ονόματα. Ένα από αυτά είναι και της Μαρίας Κοντοδήμα που οι άνθρωποι του χώρου χαρακτηρίζουν ως μια από τις καλύτερες της Ελλάδας. Στο βιογραφικό της θα βρεις και τη νέα σειρά της ΕΡΤ που έχει γίνει η ένα μας εμμονή, “Τα καλύτερά μας χρόνια“. Ήταν και η αφορμή να κάνουμε μαζί της μια απολαυστική κουβέντα.
Η ίδια, από σεμνότητα, λέει ότι δεν κρατάει βιογραφικό. Με μία μικρή όμως έρευνα στο διαδίκτυο θα διαπιστώσεις ότι έχει συνδέσει το όνομά της με σπουδαίες δουλειές και σημαντικούς ανθρώπους της υποκριτικής. Αυτό που δεν θα βρεις, είναι κάποια άλλη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης εκτός από το Instagram. Κι αυτό το χρησιμοποιεί ως μέσο επικοινωνίας ή καλύτερα “παιχνιδιού” με τους φίλους της και για να κάνει ιδιαίτερα giveaways, όπως μια μερίδα κεφτεδάκια.
Δεν έχει εξάλλου χρόνο για χάσιμο, από το πρωί μέχρι το βράδυ στο μυαλό της γυρνάει η δουλειά. Πριν την πανδημία απολάμβανε κάποιες θεατρικές εξόδους και μικρές μαζώξεις με φίλους σε στέκια του κέντρου -συνήθως μετά από παράσταση. Πλέον, η ενέργειά της επικεντρώνεται στα “Καλύτερά μας χρόνια” αλλά και στην σειρά “Αγγελική” στην οποία είναι επίσης ενδυματολόγος
“Είμαι στην αγορά για ρούχα και είμαι και στο γύρισμα, συνήθως σε όλα. Τώρα είμαι και σε διαδικασία για μια ταινία που δεν ξέρω τι θα γίνει γιατί ειναι εκτός έδρας, μάλλον δεν θα γίνει φαντάζομαι με αυτά τα μέτρα. Είναι ένα ντοκιμαντέρ για τα 200 χρόνια από το 1821”, λέει στο Marie Claire.
Δεν είναι και μια παρηγοριά που σε αυτή τη φάση έχετε αντικείμενο απασχόλησης;
Βέβαια, είναι πολύ παρήγορο τέτοιες εποχές κιόλας να υπάρχει δουλειά. Και όχι απλά δουλειά γιατί πρέπει να επιζήσω, δουλειά που να τη γεύεσαι. Να πηγαίνεις και να χαίρεσαι, να πηγαίνεις να την ετοιμάζεις και να νιώθεις ότι κάτι κάνεις -δεν κάνεις απλώς σούρτα φέρτα τα ρούχα.
Είναι εύκολο να χαίρεσαι την κάθε δουλειά όταν κάνεις ταυτόχρονα τόσες πολλές δουλειές;
Πέρα από την επιβίωση, για μένα η συγκεκριμένη δουλειά, η συγκεκριμένη ειδικότητα είναι το σπίτι μου, είναι η ζωή μου και κάθε δουλειά είναι παιδί μου. Έτσι το βλέπω. Κι όταν τελειώνει υποφέρω. Είναι πολύ μεγάλη μου χαρά, η ζωή μου όλη.
Η δουλειά ενός ενδυματολόγου ποια είναι, σε μια παράσταση ή σε μια σειρά; Φαντάζομαι όχι απλά βρίσκω τα ρούχα και τους τα δίνω να τα φορέσουν.
Όχι βέβαια. Η δουλειά του ενδυματολόγου είναι διάβασμα, διάβασμα, διάβασμα. Δεν είναι μόνο το σενάριο και να βρεις τους χαρακτήρες και όλα, πρέπει να μπεις μέσα σε αυτούς τους χαρακτήρες. Για τα “Καλύτερά μας χρόνια”, για παράδειγμα, πρέπει να διαβάσεις για την εποχή, τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Να δεις πού τοποθετείς τον κάθε άνθρωπο, τι status έχει, τι οικονομικό πλαίσιο, τι θα μπορούσε να είναι πολιτικά και κοινωνικά. Όλα αυτά τα πράγματα προκύπτουν μόνο μέσα από διάβασμα. Το να φορέσεις ένα ρομπάκι δεν σημαίνει τίποτα, το ρομπάκι πρέπει να το επενδύσεις. Δεν είναι πήρα ένα πουκάμισο και το έβαλα. Γιατί το βάζω αυτό το πουκάμισο; Μετά έρχεται η εικόνα: πρέπει να έχει συνοχή με τον σκηνικό χώρο, να “ξεκολλάει” το χρώμα, να κολακεύει τα πρόσωπα των ηθοποιών, να μην είναι προκλητικά, να ήσυχα από το φως του φωτογράφου… Πρέπει να είσαι εκεί.
Σαν να λέμε ότι ένας ενδυματολόγος πρέπει να έχει και γνώσης φωτογραφίας, σκηνογραφίας… Πολύ περισσότερα αντικείμενα από απλές γνώσεις ενδυματολογίας.
Βέβαια. Αν δεν μπεις σε αυτούς τους χώρους, αν δεν τα δεις συνολικά δεν έχεις αποτέλεσμα. Ο κάθε ενδυματολόγος δουλεύει με το δικό του προσωπικό στυλ. Εγώ αυτό έμαθα από όταν ξεκίνησα, με τους δασκάλους που είχα: τον κύριο Περράκη, την κυρία Παπαντωνίου, τον αείμνηστο Ασημακόπουλο, το μικρό μου πέρασμα από την Ιουλία Σταυρίδου. Ήταν άνθρωποι που ήταν δοσμένοι μέσα στη δουλειά, μεγάλα σχολεία. Τα πανεπιστήμια και οι σχολές δε νομίζω ότι έχουν τίποτα να προσφέρουν, απλώς την κατεύθυνση σου δίνουν. Από εκεί και πέρα είναι με ποιους θα δουλέψεις, τι εισπράττεις και πώς τα επενδύεις αυτά που εισπράττεις, στην ίδια τη δουλειά, όταν βγεις μόνος σου.
Πώς ασχοληθήκατε με αυτή τη δουλειά; Να φανταστώ την ρομαντική εκδοχή ότι σας άρεσαν τα ρούχα από μικρά και ασχολιόσασταν;
Όχι, μου άρεσε το ηθοποιιλίκι το οποίο με βοήθησε πάρα πολύ σε αυτή τη δουλειά που κάνω. Είχα ένα πολύ μικρό ρολάκι όταν τελείωσα τη σχολή στην “Κυρία Ντορεμί” και έβλεπα την αμπιγιέζ που είχαμε εκεί, την Τατιάνα, κι “έλεγα μα τι ωραίο που είναι αυτό, θέλω κι εγώ”. Ζήλευα που το κάνανε. Καθόμουνα και μάθαινα. Μετά πήγα στα “Πέτρινα χρόνια” και γνώρισα την Ιουλία που ήταν και το έναυσμά μου για αυτή τη δουλειά, ο τρόπος που δούλευε. Πήγα και δούλεψα βοηθός αμπιγιέζ αλλά αμισθί. Και δούλεψα πάρα πολλά χρόνια έτσι, με σπουδαίες δασκάλους πίσω σε όλους τους τομείς. Και για τη φωτογραφία μαθαίναμε και για τα σκηνικά και για τα κοστούμια. Γιατί κάτι είχε που με τράβηξε. Απλώς η δραματική μου έδωσε αυτό, να προσπαθώ να τρυπάω τον χαρακτήρα. Το οποίο μετά το σπούδασα και μου άρεσε πάρα πολύ το ψυχογράφημα του χαρακτήρα για τον κάθε ρόλο. Είναι σπουδαίο πράγμα. Εγώ δεν βλέπω ούτε την Κατερίνα Παπουτσάκη που παίζει ούτε τον Μελέτη Ηλία, εγώ βλέπω τον χαρακτήρα που καλούνται να κάνουν. Αυτόν προσπαθώ να “τρυπήσω”, με την βοήθεια βεβαίως και του σκηνοθέτη μου.
Όλα ατά τα χρόνια έχετε κάνει αμέτρητες δουλειές. Αν σας ζητούσα να μου πείτε ποια σας έρχεται πρώτη στο μυαλό, ποια θα ήταν;
Το “Δέκα” και η “Άίθουσα του θρόνου”. Αγαπάω τη σκηνοθέτιδα μου (σ.σ. η Πηγή Δημητρακοπούλου υπογράφει και στις δύο σειρές), αγαπάω αυτές τις δουλειές. Είναι μια σκηνοθέτης που μου επιτρέπει να βλέπω τα λάθη μου. Για αυτό και την αγαπάω. Επίσης αυτό είναι μεγάλο σχολείο, το να βλέπεις και να μπορείς να διακρίνεις και να αποδέχεσαι τα λάθη σου.
Αν γυρνούσατε το χρόνο πίσω, θα κάνατε διαφορετικές επιλογές σε κάποια από τις δουλειές;
Όχι, τις αγαπάω τις δουλειές μου. Είμαι ευγνώμων για όλες τις δουλειές που έχω κάνει. Ακόμα και για αυτές που δεν μου αρέσουν, που δεν τις πιστεύω. Γιατί, σου ξαναλέω, μέσα από τα λάθη μαθαίνεις. Ακόμα και μέσα από αυτό που μπορεί να έχεις βασανιστεί, που να μην θέλεις ούτε να το δεις. Είναι μεγάλο σχολείο και παίρνεις πράγματα. Τίποτα δεν πετάω.
Έχετε κάνει συμβιβασμούς στις επιλογές σας;
Βεβαίως! Και δύσκολα έχω περάσει και έχω συμβιβαστεί και έχω σκοτωθεί και όλα τα έχω κάνει. Δεν είμαι το καλυτερότερο παιδί σε αυτή τη δουλειά, έχω πολύ δύσκολο χαρακτήρα. Ντρέπομαι που το λέω αλλά είναι αλήθεια. Γιατί κοιτάω το στόχο, το αποτέλεσμα. Για να φτάσω σε αυτό το αποτέλεσμα δεν κοιμάμαι τα βράδια, υποφέρω με αυτούς τους ανθρώπους. Στο κρεβάτι μου γύρω γύρω είναι τα σενάρια. Όχι τα μαύρα γράμματα σε άσπρο χαρτί, πώς θα ζωντανέψω αυτά τα πλάσματα που υπάρχουν εκεί μέσα. Πώς θα τους δώσω πνοή, πώς θα συγκατοικήσω μαζί τους. Αυτό είναι το πιστεύω μου κι αυτό πολλές φορές δεν μου βγαίνει. δεν μπορώ να το βρω, να το “τρυπώσω” και με πιάνει μαι δυσκοιλιότητα. (Γελάει.) Υποφέρω μαζί με όλους αυτούς τους ανθρώπους αλλά έχω και κουτάκια: εδώ τώρα κάνω αυτή τη δουλειά υποφέρω με αυτούς, εκεί κάνω αυτή τη δουλειά υποφέρω με αυτούς… Αυτό το τετράγωνο το έχω, δεν ξέρω πώς συνάδει.
Δεν είναι κουραστικό αυτό;
Πολύ.
Πώς αποφορτίζεστε από όλο αυτό;
Δεν ξέρω… Δεν αποφορτίζομαι ποτέ σχεδόν. Με τους λίγους φίλους μου. Όταν συναντηθούμε ένα μικρό παρεάκι που είμαστε. Τώρα έχουμε χαθεί και λόγω δουλειών και λόγω κορωνοϊού.
Οι φίλοι είναι άνθρωποι από τον χώρο;
Της δουλειάς. Είναι ο Γιώργος Καπουτζίδης, η Δήμητρα Σιγάλα… Εγώ φίλους έχω μόνο μέσα από τη δουλειά. Όχι πολλούς, λίγους, αλλά είναι μέσα από τη δουλειά μου γιατί είναι το σπίτι μου. Είναι η ζωή μου, η οικογένειά μου, τα αδέρφια μου, είναι όλα. Ο Γιώργος με έχει επαναφέρει στη ζωή και τους οφείλω. Σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που μου έχουν δώσει όλες αυτές τις δυνατότητες: και να δουλέψω μαζί τους και να είμαι μαζί τους και να είμαι και εν ζωή.
Φαντάζομαι έχετε συνεργαστεί πολλές φορές με τους ίδιους ανθρώπους.
Ναι. Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης είναι παιδί μου. Ο Γιώργος Καπουτζίδης είναι οικογένειά μου. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης είναι η ψυχή μου. Ο Νίκος Περράκης είναι τα πάντα. Είμαστε κι ένα άλλο έτσι μικρό παρεάκι φίλων, που είμαστε 6-7 άτομα, που μπορεί να συναντηθούμε 3 φορές το χρόνο αλλά είναι σαν να έχουμε ζήσει ή σα να ζούμε.
Είναι πιο ωραία η συνεργασία με ανθρώπους που τους ξέρετε, έχετε ξαναδουλέψει μαζί τους ή μια καινούργια;
Οπωσδήποτε η καινούργια! Αλλά, οι παλιοί είναι οι σταθερές αξίες. Καλό είναι ο συνδυασμός. Να έχεις το παρεάκι σου και να έρχονται και καινούργια πρόσωπα να προστίθενται σε αυτή την επαγγελματική οικογένεια. Γατί άλλο επαγγελματική οικογένεια κι άλλο οικογένεια των πέντε ανθρώπων, ο πυρήνας.
Διάβαζα ότι παλαιότερα στα θέατρα το μεγαλύτερο ποσοστό των ενδυματολόγων ήταν άνδρες. Πλέον, μιλάμε για ένα γυναικοκρατούμενο επάγγελμα.
Αλήθεια είναι. Σε αυτό μπορεί να έχει συμβάλει και το ότι βλέπουν το ρούχο ως μόδα και η γυναίκα έχει αυτή τη ματαιοδοξία. Πιθανόν από αυτό να είναι πια περισσότερες οι γυναίκες. Αυτά τα styling που λένε κι όλα αυτά. Δεν έχω καμία σχέση εγώ με τίποτα. Και να σου την αλήθεια; Εγώ δεν δηλώνω καν ενδυματολόγος, παπαρολόγος δηλώνω. “Τι δουλειά κάνεις; Παπαρολόγος!” Είναι ένα επάγγελμα που δεν έχει καμία εκτίμηση στο χώρο και όχι μόνο από τους ανθρώπους που μας προσφέρουν τη δουλειά, εκτίμηση από εμάς τους ίδιους. Αυτό είναι λίγο συγκοινωνούντα δοχεία με την ερώτηση που μου έκανες γιατί είναι πιο πολλές οι γυναίκες. Γατί έχει σχέση η μόδα, γιατί όλοι νομίζουν “θα πάω, θα φορέσω ένα ωραίο φόρεμα και θα κάτσω εκεί να φωτογραφηθώ με τον γνωστό άνθρωπο”. Τι νόημα έχουν αυτά; Κι εγώ τώρα που σου μιλάω, ποιον αφορούν αυτά που λέω; Εγώ είμαι για πίσω από τα φώτα. Να κάνω τη δουλειά μου, να συνυπάρχω με αυτούς τους ανθρώπους. Το φως είναι ο ηθοποιός, αυτός θα αναδείξει τη δουλειά μου -όχι εγώ. Αν τον έχω πετύχει σαν χαρακτήρα. Είναι το εργαλείο μου ο ηθοποιός.
Ο ηθοποιός χωρίς τα σωστά ρούχα εκτίθεται. Υπάρχουν σειρές εποχής στην σύγχρονη τηλεόραση που δεν μας πείθουν.
Το ξέρεις ότι είναι πιο δύσκολο το σύγχρονο; Το σύγχρονο της σημερινής τηλεόρασης είναι πάρα πολύ δύσκολο, να μπορέσεις να προσδιορίσεις χαρακτήρα. Εγώ εκεί ταλαιπωρούμαι πιο πολύ. Γιατί παίρνεις ένα όνομα που στέκεται στην εικόνα του, δεν το βλέπεις σαν ρόλο. Είναι η ματαιοδοξία της εικόνας και πώς θα φανεί, και τι πουλόβερ και πόσες αλλαγές θα κάνει. Δεν είναι όμως έτσι. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, δεν εκτιμάται το επάγγελμά μας γιατί δεν υπάρχει. Οι ίδιοι όμως φταίμε, εμείς οι ενδυματολόγοι δεν το έχουμε περάσει. Θέλουμε κι εμείς να γίνουμε celebrities. Γιατί; Εγώ αναρωτιέμαι. Εμένα το ίνδαλμα μου είναι η Milena Canonero. Πόσοι την ξέρουν στην Ελλάδα; Απειροελάχιστοι.
Η δυσκολία που λέτε για την σύγχρονη εποχή ίσως έχει σχέση με το ότι δεν έχει κάποια πολύ συγκεκριμένη ενδυματολογική ταυτότητα. Στα “Καλύτερα μας χρόνια”, για παράδειγμα, είναι μια συγκεκριμένη εποχή με συγκεκριμένο στυλ στα ρούχα και συμπεριφορά.
Εγώ το δουλεύω και με πολύ σύγχρονο ρούχο στα “Καλύτερά μας χρόνια”. Σε μια δουλειά, στο σύνολο, με ενδιαφέρει η ατμόσφαιρα. Ανοίγω κιτάπια, πηγαίνω και στα βεστιάρια αλλά είναι η ατμόσφαιρα, αυτό που θα μπορέσεις να περάσεις σαν ατμόσφαιρα. Και μπορεί να είναι από το Zara το ρούχο. Εγώ όλο το “Νησί” από το Zara το έκανα κι από το IKEA και ό,τι είχα στο σπίτι μου.
Διάβαζα ότι προετοιμάζατε το “Νησί” περίπου 8 μήνες. Ισχύει;
Βέβαια γιατί είχα παράλληλα εκείνη την εποχή και τον Παπακαλιάτη (σ.σ. τη σειρά “4”) και του Καπουτζίδη το “Mega Twenty”. Μόλις τελείωνα τα ρούχα του Παπακαλιάτη, τα καρασύγχρονα ρούχα, τα έπαιρνα, τα μεταποιούσα, τα πείραζα και τα έστελνα κάτω στο νησί. Με τον Νίκο Κουρή έχει ντυθεί ο Αιμίλιος Χειλάκης, επί της ουσίας. Λίγα πράγματα άλλαζα. Αυτό είναι και το ωραίο. Θεωρώ ότι για να κερδίσεις τον σύγχρονο θεατή πρέπει να αισθάνεται οικεία σε αυτό που βλέπει. Εγώ δεν θέλω να κάνω fiction-ντοκιμαντέρ, αναπαράσταση εποχής, με ενδιαφέρει να κυλήσω στο σύγχρονο μάτι μια παλιά εποχή, με ατμόσφαιρα να μπορέσω να του το μεταδώσω. Με έπαιρναν και μου έλεγαν “κάτι τέτοια γάντια Μαράκι είχα κι εγώ” και τα γάντια ήταν ολοκαίνουργια, τα πείραζα όμως, τα “πάλιωνα”.
Είναι σαν να δίνεται λίγο από την ενέργειά σας στα ρούχα;
Ναι, αυτό μου αρέσει. Γιατί γίνεται μετά κάτι άλλο. Είναι ο Μελέτης που κάνει τον ρόλο και είναι ένας άλλος. Είναι μια νέα πνοή αυτό το πράγμα, είναι ζωντανός οργανισμός.
Είναι το ενδυματολογικό κομμάτι συστατικό της επιτυχίας αυτής της σειράς; Εγώ ομολογώ ότι το πιστεύω.
Δεν το ξέρω. Θεωρώ ότι η Όλγα Μαλέα έχει κάνει σπουδαία δουλειά. Ο Δημήτρης Κατσίκης, ο σκηνογράφος, έχει κάνει καταπληκτική δουλειά. Και βεβαίως τη δουλειά μου την οφείλω σε αυτούς τους δύο και στον φωτογράφο, στον Βασίλη, που με το φως του μου γλυκαίνει αυτά τα πράγματα.
Είναι μια ευχάριστη στιγμή της μέρας όταν πηγαίνετε στο γύρισμα;
Βέβαια. Όχι μόνο όταν πηγαίνω αλλά και όταν ασχολούμαι με αυτό. Όταν ασχολούμαι 5 ώρες για το αν θα βάλω αυτό το καρφιτσάκι ή δεν θα το βάλω. Μπορεί κάποιος να λέει “Με τι ασχολείται;” αλλά θέλω να δω 20 καρφιτσάκια για να αποφασίσω ποιο και μπορεί να μη το δει ποτέ ο θεατής.
Παίρνετε “δουλειά για το σπίτι”.
Κανονικά την παίρνω.
Δεν έχει δηλαδή πρόγραμμα όλο αυτό. Ξεκινάτε το πρωί και τελειώνετε το βράδυ.
Ξεκινάω και τελειώνω με αυτό. Και με τους φίλους μου να τηλεφωνηθώ, αυτά θα πω πρώτα, τα θέματα της δουλειάς και τις αγωνίες που έχω. Να βάλω αυτό; Να βάλω σήμερα τα μωβ; Να βάλω ντεγκρανταρίσματα στα μωβ; Να κάνω ντεγκρανταρίσματα στα πορτοκαλιά; Τέτοια. (Γελάει.) Χαζομάρες για άλλους αλλά για μένα είναι κάτι.
Τα βλέπετε τα επεισόδια στην τηλεόραση;
Προσπαθώ. Όταν δεν έχουμε γύρισμα. Δεν είμαι καλός κριτής, όχι (σ.σ. με προλαβαίνει πριν ξεκινήσω την ερώτηση). Βλέπω μόνο τα λάθη μου. Δυστυχώς. Αυτό είναι κακό. Λέω “γιατί το έκανα αυτό;” Αλλά επειδή η τηλεόραση είναι ένα σπουδαίο πανεπιστήμιο που πληρώνομαι, το βλέπω και θα έρθει το επεισόδιο που θα το καλυτερεύσω ενώ αν ήταν ταινία ή θεατρικό, ό,τι έκανα έκανα. Τέλος, αυτό ήταν. (Γελάει.) Γιατί αγαπώ και το θέατρο πάρα πολύ και τον κινηματογράφο.
Είναι προβλέψιμη ερώτηση αλλά δεν μπορώ να μην την κάνω: ποιο προτιμάτε;
Άλλος κόσμος. Χαίρομαι που συνοδοιπόρο στο θέατρο έχω τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και την Πηγή Δημητρακοπούλου. Με τον Κωνσταντίνο έχω κάνει εξαιρετικές δουλειές, το “Βυσσινόκηπο” πέρυσι, το “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ” πρόπερσι, τον “Φάρο”. Μου αρέσει να παρακολουθώ τις πρόβες και να είμαι εκεί σε μια γωνίτσα και να “κλέβω” πράγματα για το πώς παίζουν. Και είμαι ικανή το κοστούμι να το βάλω την ημέρα της πρεμιέρας ή στη γενική δοκιμή, να το αποφασίσω. Γιατί δοκιμάζω, δοκιμάζω, δοκιμάζω. Τους ταλαιπωρώ πολύ.
Σας εμπιστεύονται όμως.
Ναι και για αυτό είναι μεγάλη η χαρά μου. Παίρνω τα αγόρια μου, όπως τους έλεγα στο διάλειμμα, στο “Φάρο”και τους έλεγα “ελάτε να δοκιμάσουμε να δω πώς θα είναι στη σκηνή και μετά να μπει το σκηνικό και να μπουν τα φώτα και να τα αλλάξω όλα”. Στον “Βυσσυνόκηπο” Σάββατο το είδα. Μπήκε το σκηνικό και το φως, έπαθα μια κατάθλιψη ενώ τα ονειρευόμουν τα κοστούμια και ό,τι είχα -μέχρι την Κυριακή το μεσημέρι που είχα ξανά πρόβα- έψαξα ό,τι σαβούρες και ό,τι είχα στο σπίτι μου και τα κατέβασα και ξαναέστησα από την αρχή.
Έχετε τη φοβία μήπως κάποιο ρούχο επαναληφθεί από τη μια δουλειά στην άλλη;
Έχω την αγωνία να κάνω διαφορετικά πράγματα αλλά δεν το έχω σκεφτεί ποτέ αυτό που λες. Παρακολουθώντας κάθε μέρα, αλλάζω πράγματα. Ακόμα και το ίδιο πράγμα να χρησιμοποιήσω, από την μια παράσταση στην άλλη, δεν το αφήνω, θα το “πειράξω”. Δεν φαίνεται καν ότι είναι το ίδιο.
Αν έπρεπε να διαλέξετε ανάμεσα στο θέατρο, την τηλεόραση και το σινεμά;
Σινεμά θα ήθελα. Ήταν το παιδικό μου όνειρο, για αυτό. Μου έχει μείνει. Έχω κάνε ταινίες, το “Pepermint”, ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου κι άλλες σύγχρονες. Θα επέλεγα το σινεμά γιατί από εκεί ξεκίνησα. Αυτό θαύμαζα σαν παιδάκι και είναι το όνειρό μου.
Θα σας φανταζόσασταν σε καριέρα ηθοποιού;
Όχι βέβαια! Μόνο για αστείο, να παίζουμε με τους φίλους μου. (Γελάει.) Δεν μπορώ να είμαι μπροστά στο φως, δεν μου αρέσει. Μου αρέσει να δίνω φως.
Για να σχηματίσουμε εικόνα, το σπίτι ενός ενδυματολόγου είναι γεμάτο με ρούχα;
Μόνο ρούχα. Σακούλες και γαϊδούρες με ρούχα. Αποθήκη. Κι όταν λέω αποθήκη, κυριολεκτώ. Και στα μπαλκόνια έξω κούτες.
Όλα αυτά τα χρόνια δουλεύετε μόνη σας ή έχετε και βοηθό;
Βεβαίως, πολλά παιδιά.
Τι είναι αυτό που προσπαθείτε να τους μάθετε;
Εγώ τίποτα δεν προσπαθώ γιατί δεν θεωρώ ότι είμαι ΙΕΚ ΑΚΜΗ. Δυστυχώς αυτό που έχω να πω είναι ότι δεν κυκλοφορεί πολύ καλό υλικό. Είναι σπάνια πια. Πολύ λίγα παιδιά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα γίνουν, όλα θα γίνουν γιατί είναι αλλού τα πράγματα. Είναι άλλα τα ζητούμενα και τα δικά μου ζητούμενα, επίσης, είναι διαφορετικά. Είμαι πιο παλιάς σχολής, δυστυχώς. Τα νέα παιδιά είναι πιο σύγχρονη σχολή, έχουν το πιο εύκολο πράγμα. Νομίζουν ότι τα φώτα είναι πολύ εύκολο πράγμα που δεν είναι. Έχουν και μια άρνηση στο διάβασμα και στη μάθηση. Νομίζουν ότι διαβάζοντας το σενάριο και βγάζοντας το ρακόρ αυτό είναι ενώ δεν είναι αυτό η δουλειά μας. Η δουλειά μας είναι να δεις αυτό και πάρε μετά κι ένα άλλο βιβλίο να διαβάσεις για τη Βιρτζίνια Γουλφ, πάρε κι άλλο ένα να δεις τι άλλο έγραψε ο τάδε συγγραφέας, τι έκανε, πώς ήταν οι συνθήκες. Δεν νομίζω ότι το έχουν σήμερα.
Είναι και μια ανάγκη να κερδίσουν γρήγορα…
…χρήματα και δόξα. Αλήθεια είναι. Κι αυτό με λυπεί πολύ. Μου δημιουργεί μα βαθιά κατάθλιψη. Από ανάγκη χρησιμοποιώ ανθρώπους γιατί δεν μπορώ να τα καταφέρω όλα μόνη μου αλλά ο καθένας πρέπει να ξέρει να “κλέβει” από τον διπλανό του. Εγώ στο σχολείο που ήμουν, εννοώ με τους ανθρώπους που δούλευα, κοίταγα πώς το έκανε να κλέψω από αυτό. “Διάβασε η Ιωάννα αυτό, θα πάω να το πάρω κι εγώ αυτό το βιβλίο και να δω. Ας δοκιμάσω και μια μακετούλα έτσι, ας κάνω κι εγώ αυτό το κοστουμάκι. Μήπως να κάνω και μια παράφραση;” Δεν το βλέπω. Εδώ είναι από πού θα πάρω και να γράψω στο Instagram ότι τον έντυσα έτσι κι έτσι. Μα. τα μαγαζιά είναι συνεργάτες μου. Δεν είμαι πωλήτρια ούτε marketing.
Τι άλλο έχετε κρατήσει σαν μάθημα από τους δασκάλους σας;
Όλη μου τη ζωή. Για αυτό που είμαι, αυτοί οι άνθρωποι με έχουν διαγράψει και αυτοί οι λιγοστοί φίλοι μου. Μου έχουν δώσει ευκαιρίες.
Είναι σημαντικό να χτίζεις εκτός από τις επαγγελματικές δεξιότητες και το χαρακτήρα;
Ναι. Ας πούμε τώρα είμαι τρισευτιχιμένη γιατί γνώρισα τον περασμένο Μάρτιο δύο παιδιά που τα θαύμαζα από τα περιοδικά. Τον Ηλία Μιχαλόλια και τον Χάρη Γκοτζαμάνη. Μου άνοιξε ένας καινούργιος κόσμος. Γιατί είναι στυλίστες, εγώ δεν έχω σχέση με το styling. Τους θαυμάζω. Ντρέπομαι δηλαδή γιατί δεν ξέρω και ψάχνω κάθε μέρα και κοιτάω πώς κάνουν, τι κάνουν. Τους ρωτάω, μου λένε.
Όση ώρα μιλάμε δεν έχετε σταματήσει να αναφέρετε γενναιόδωρα ονόματα ανθρώπων…
Μα τους οφείλω, σε όλους αυτούς. Μου έδωσαν ευκαιρίες αυτοί οι άνθρωποι και είμαι αυτό που είμαι σήμερα. Με τον Παπακαλιάτη από παιδάκι είμαι μαζί του. Ό,τι τρέλα ήθελα την έκανα και ό,τι τρέλα θέλω κάνω. Πώς να μη τον αγαπάω; Πώς να μη τον αναφέρω; Είναι η τρέλα μου να είμαι εκεί μέσα. Είναι η τρέλα μου να παρακολουθώ κάθε μέρα τις πρόβες του Κωνσταντίνου.
Στην προσωπική σας ζωή, τι σχέση έχετε με τα ρούχα;
Είμαι ικανή να βγω και με τις πιτζάμες, τόσο λέτσος είμαι. Τα θαυμάζω όλα αυτά, όταν βλέπω ωραία ρούχα, αλλά τα σκέφτομαι πάντα για κάποιον άλλο. Δεν ξέρω γιατί. Ξεκινάω το πρωί από το σπίτι μυ και δεν με ενδιαφέρει, ό,τι βρω μπροστά μου βάζω. Επίσης και το βάψιμο μου αρέσει αλλά δεν το κάνω. (Γελάει.) Μου αρέσει πάρα πολύ να είναι φροντισμένη η γυναίκα, το θαυμάζω. Πώς προλαβαίνουν και πάνε και τα κάνουν κι εγώ γιατί δεν προλαβαίνω ποτέ;
Είστε καλλιτέχνης, για αυτό.
Όχι δεν είμαι. Κουρέλι της ζωής είμαι. (Γελάει.)
Πιστεύετε ότι οι σύγχρονες γυναίκες ντύνονται ωραία;
Ναι αμέ, σε μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν γυναίκες που ντύνονται πάρα πολύ ωραία και με αισθητική και με όρεξη.
Λέει κάτι ο τρόπος που ντύνεται για την προσωπικότητά της;
Βέβαια, λέει πολλά. Μπορείς να καταλάβεις από το ντύσιμο του κάθε ανθρώπου, τι είναι. Η μετεκπαίδευση που έκανα όταν πήγα στην Αμερική ήταν αυτό, ψυχογράφημα χαρακτήρων: πώς να μπορέσεις να “τρυπήσεις” και να βάλεις το ρούχο. Αυτό συμβαίνει και στη ζωή. Πολλές φορές που κάθομαι κάτω χαμέ, εκεί στα πεζοδρόμια και παρακολουθώ να περνάνε είναι η ωραιότερη ώρα της ημέρας μου. Να είμαι κάπου πολυσύχναστα, να έχω βγει για παράδειγμα στην Καπνικαρέα και να κάτσω στο πεζουλάκι και να βλέπω όλον αυτό τον κόσμο και να λέω “αυτός είναι έτσι, εκείνος έτσι, μήπως πάρω αυτό και το βάλω κάπου να το κολλήσω”.
Για την Αμερική γιατί φύγατε;
Πήγα πολύ συγκεκριμένα και ξαναγύρισα στη χώρα μου μετά από δύο χρόνια και ξαναμπήκα στη δουλειά. Πήγα για μάθηση. Βέβαια κι αυτά που έμαθα τώρα πιθανά να αρχίσουν λίγο να πιάνουν τόπο. Γιατί, πάμε σε αυτό που είπαμε λίγο νωρίτερα, δεν εκτιμάται. Αυτά που έμαθα δεν είχα και πολύ χώρο να τα βάλω. Εκεί έμαθα τις μονοχρωμίες που δεν τους ενοχλούσαν καθόλου να δουλεύουν με όλα αυτά. Μου αρέσουν πάρα πολύ οι μονοχρωμίες και όχι τα τρελά χρώματα. Το χρώμα πρέπει να μπαίνει σε έναν χαρακτήρα, στο πρόσωπο, στις κινήσεις, σε αυτό που θέλεις να αναδείξεις. Προσπαθώ να είμαι λίγο κρατημένη πάντα. Στα “Καλύτερά μας χρόνια” ενδείκνυται να έχω και χρώμα και καρό και σχέδια. Είναι η εποχή που με βοηθάει. Είμαι λίγο φειδωλή όμως στα κανονικά μου, θέλω να έχει μέτρο.