Κομψότητα, ηρεμία, συνέπεια και αυτογνωσία σε ένα μοναδικό -ευθυτενές και αναλλοίωτο- καλούπι ύψους 1,78 μ. To brand name «Κάτια Δανδουλάκη» διατηρεί εν έτει 2023, 46 χρόνια μετά τους «Πανθέους» (ΕΡΤ, 1977-1979), την πρώτη εκείνη μεγάλη επιτυχία, αυτούσια τα πρωτογενή υλικά του. Κοιτάζοντάς την απέναντί μου στο σαλόνι του σπιτιού της δεν μπορώ να μη σαγηνευτώ από το σπάνιο (συλλεκτικό!) αυτό αμπαλάζ. Μόνο που η συμπαγής εικόνα κρύβει την ίδια στιγμή υπέροχες ρωγμές και άφθονο χιούμορ: «Τεράστιο πρόβλημα το ύψος μου, όταν ξεκινούσα ήμουν η πιο ψηλή απ’ όλους. Επαιζα όλες τις ερωτικές σκηνές με τα πόδια σε διάσταση! Μα “σ’ αγαπώ” και τα πόδια… εκεί;».
Εκτός από τη χαρά να επισκέπτεστε 45 χρόνια μετά τους «Πανθέους» στον ρόλο της ώριμης Χρυσοστόμης, νιώσατε μήπως και ένα τσίμπημα νοσταλγίας για το νεότερο εαυτό σας που υποδυόταν τη Μάρμω;
Θα σας πω κάτι παράλογο και ιλαροτραγικό που βίωσα. Οταν μου έδωσαν να διαβάσω τις σκηνές της επόμενης μέρας έψαχνα να βρω τα λόγια μου, έλεγα «δεν είμαι εδώ, ούτε εδώ, μα πού στο καλό είμαι;». Γιατί έψαχνα τη Μάρμω! Σαν να έβλεπα τη νεαρή Κάτια από μακριά. Και λέω «Χριστέ μου, τι κάνω;». Το έλεγα στα παιδιά και γελάγαμε. Ποια Μάρμω! Εδώ θα ’πρεπε να παίζω τη γιαγιά της!
Εχετε ζήσει την ελληνική τηλεόραση από τα πρώτα της βήματα.
Αν κάποιος θέλει να κάνει μια διατριβή πάνω στην ελληνική τηλεόραση, σ’ εμένα πρέπει να έρθει. Είμαι η ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης – από την αρχή της μέχρι και τώρα, χωρίς διακοπή!
Εκτός από τις πρωτόγονες συνθήκες εκείνης της εποχής, που θέλω να πιστεύω ότι δεν σας λείπουν (π.χ. η απουσία μοντάζ!), υπάρχει κάποιο συστατικό που νοσταλγείτε από την τότε τηλεόραση;
Θα σας πω τι μου λείπει. Η χαρά, η απόλυτη ηρεμία με την οποία δουλεύαμε τότε. Δεν υπήρχε το άγχος του χρόνου που έχουμε σήμερα. Τώρα είμαστε φορτισμένοι πιο πολύ με το να καταφέρουμε να βγάλουμε όσο πιο σωστές τις σκηνές σε όσο λιγότερο χρόνο. Οπότε υπάρχει άγχος που μαυρίζει τη χαρά. Σήμερα λέμε: «Α, το κάναμε και δεν έγινε κάποιο λάθος». Ενώ τότε, σε εκείνη την πρωτόγονη κατάσταση της τηλεόρασης, ήταν: «Το κάναμε! Τι ωραία που βγήκε!».
Τι λέτε για τη φετινή σεζόν του πληθωρισμού τηλεοπτικών σειρών;
Χαίρομαι γιατί έχουν όλοι δουλειά, αλλά θα σας πω και κάτι που με πονάει. Ενώ πρώτα λέγαμε «παιδιά, πρέπει να φύγω τώρα γιατί έχω παράσταση», τώρα έχει η τηλεόραση προτεραιότητα σε σχέση με το θέατρο. Δεν μπορούμε να βρεθούμε ποτέ στις πρόβες στο θέατρο όλοι μαζί, δεδομένου ότι οι περισσότεροι δουλεύουν στην τηλεόραση. Τέσσερις άνθρωποι ήμασταν πέρυσι, βρεθήκαμε όλοι μαζί τις τελευταίες τρεις ημέρες. Πάντα κάποιος έλειπε.
Και από τη δική σας πλευρά υπάρχει κατανόηση;
Απόλυτη. Υπάρχει κατανόηση απόλυτη από την πλευρά του θεάτρου γιατί έχουν αντιστραφεί τα πράγματα. Το κατανοούμε όλοι γιατί έτσι τα ’φερε πια η ζωή. Δεν μπορείς να πας κόντρα στον χείμαρρο, πώς θα πας; Αφού αυτή είναι η αλλαγή που έχει συντελεστεί. Πείτε μου εσείς αν έχετε δει άνθρωπο να κάνει μονάχα μία δουλειά. Τώρα σε κάθε οικογένεια και ο άνδρας και η γυναίκα για να τα βγάλουν πέρα κάνουν δύο και τρία διαφορετικά πράγματα.
Και δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια πολλοί καταξιωμένοι θεατρικοί ηθοποιοί κάνουν απενοχοποιημένα τηλέοραση.
Το θέατρο ποτέ, αλλά ποτέ δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τους μισθούς της τηλεόρασης. Από τότε. Οσο για την αναγνωρισιμότητα, αυτή είναι η μεγάλη της δύναμη. Γι’ αυτό εγώ ποτέ, μα ποτέ δεν σνόμπαρα την τηλεόραση. Και έκανα τα πάντα. Δεν τη σνόμπαρα γιατί ήξερα την τεράστια εμβέλειά της που είναι αυτονόητο ότι έχει άλλη δύναμη. Γίνεσαι οικεία στο τελευταίο χωριό της Ελλάδας. Δεν τη σνόμπαρα και στα καλά που ήξερα ότι θα μου δώσει δεν έβαλα ποτέ πρώτο το οικονομικό. Και επειδή δεν την «έφτυσα» ποτέ, είχαμε σχέσεις λατρείας. Ερχόταν η μία δουλειά πίσω από την άλλη, γιατί τις στήριζα όλες στον ίδιο βαθμό. Είτε έκανα τη «Λάμψη» είτε τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια».
Εχει αλήθεια φτάσει το κοινό στο θέατρο να λειτουργεί πλέον τηλεοπτικά; Το χειμώνα έβλεπες σε παραστάσεις κόσμο να τρώει πατατάκια.
Αυτό, δυστυχώς, το βλέπω. Να δείτε πώς κάθονται μερικές φορές στην πρώτη σειρά (σ.σ.: ξαπλώνει σκοπίμως άγαρμπα στον καναπέ). Αυτό δεν το έβλεπες πρώτα. Νομίζουν ότι βλέπουν τηλεόραση ή σινεμά. Επίσης, μιλάνε μεταξύ τους, νέα ζευγαράκια χαϊδολογιούνται στην πρώτη σειρά, με τη λογική ότι «δεν μας βλέπει τώρα κανείς. Και άμα παίζεις κωμωδία, λες εντάξει, είναι κωμωδία. Αλλά μπορεί να παίζεις δράμα. Η θεατρική αγωγή δεν υπάρχει με την έννοια που την ξέραμε. Δεν ξέρω πως να το χαρακτηρίσω, νομίζω ότι είναι έλλειψη παιδείας. Και τι να τους πεις; «Μην κάθεστε έτσι!»;
Μήπως συνέβαλε και η πανδημία στο να αντιμετωπίζουμε το θέατρο ως προέκταση του καναπέ μας;
Χάθηκε όλη η ιεροτελεστία του θεάτρου γιατί νομίζω ότι οι γονείς δεν είχαν το χρόνο να παρακολουθήσουν τα παιδιά, όπως έκαναν οι δικοί μας με εμάς. Εγώ ήξερα πολύ καλά ότι όταν πάω στο θέατρο είναι κάτι ιερό. Πρέπει να ντυθώ, να κάνω ησυχία. Ενώ τώρα πας στην παράσταση με το κινητό. Κατ’ αρχάς, τα κινητά μπορούν να μας αποσυντονίσουν τελείως εμάς τους ηθοποιούς. Γιατί δεν είναι ότι οι θεατές κάνουν θόρυβο, στο αθόρυβο το έχουν. Τι κάνουν όμως! Το ανοίγουν για να δουν μηνύματα κι εσύ βλέπεις κάτω στην πλατεία πυγολαμπίδες. Εγώ χρειάζεται να καταβάλω δεκαπλάσια προσπάθεια για να συγκεντρωθώ σε αυτή την κατάσταση, για να μη χαθώ. Κόμποι ιδρώτα! Αυτό ο θεατής δεν το καταλαβαίνει.
Χάθηκε δηλαδή η μαγεία της μαύρης πλατείας;
Φοβάμαι μήπως λίγο-λίγο το θέατρο χάσει εντελώς τη μαγεία του. Βλέπεις, π.χ., ότι χρησιμοποιούμε πια πολύ τα μικρόφωνα. Εγώ ποτέ! Μόνο σε περιοδείες, επειδή παίζουμε σε πολύ μεγάλους χώρους, χωρίς ακουστική, π.χ. γήπεδα. Εγώ έχω μεγαλώσει αλλιώς και με στενοχωρούν αυτά. Λέω: «Είναι που είναι το θέατρο η τέχνη του εφήμερου, θα χάσει ακόμα και τη φωνή!». Στο τέλος θα φτάσουμε να μαγνητοσκοπούμε τις παραστάσεις και θα τις βλέπει ο άλλος από το σπίτι του! Δείτε επίσης τι γίνεται στις συναυλίες. Τρέχουν τα νέα παιδιά, π.χ., στη συναυλία της Αντέλ. Και δεν βλέπουν την Αντέλ, βάζουν το κινητό μπροστά τους… Αρα πήγα στην Αντέλ και αντί να τη δω, που την έχω εδώ μπροστά μου, τη βλέπω μέσα από μια οθόνη τόση δα! Αυτό με τρελαίνει! Πώς το κάνουν αυτό; Εφυγαν και τα αυτόγραφα, γιατί αυτό που μας νοιάζει πια είναι να βγάλουμε μια σέλφι.
Αντιστέκεστε στη νέα εποχή;
Δεν το μάχομαι όλο αυτό, το αποδέχομαι, αλλά, όπως σας είπα, με θλίβει. Οπως όταν βλέπω μια οικογένεια που έχει βγει να φάει και έχει ο καθένας το τάμπλετ του. Το μικρό με το δικό του ταμπλετάκι, η μαμά και ο μπαμπάς με το δικό τους. Εχουν βγει να φάνε μαζί και δεν έχουν ανταλλάξει μία κουβέντα! Ζούμε, νομίζω, την εποχή της απομόνωσης. Οπως δεν το αντέχω και όταν ακούω: «Α, είμαι μια χαρά, μπορώ να δουλεύω τώρα από το σπίτι». Eμένα η χαρά μου είναι να μη μπορώ να δουλεύω από το σπίτι! Να μπορώ να δουλέψω στην πρόβα! Να πάω στο πλατό! Να πω καλημέρα και να πιω τον καφέ μου και να πω μια κουβέντα με τον άλλον. Δεν είναι η χαρά μου να είμαι απομονωμένη στο σπίτι και να διευθύνω, να κάνω τη σκηνοθεσία από το σαλόνι μου, γιατί εκεί θα φτάσει κάποια στιγμή το πράγμα. Τι πρόβα, π.χ., να κάνω εγώ αν δεν βρεθώ εκεί, αν δεν νιώσω την ανάσα του άλλου; Ενας νέος μπορεί να τα θεωρεί αυτά παράλογα, όμως το ότι χάσαμε την αφή και την επαφή με τον άλλον εμένα με πληγώνει.
Βλέπω εδώ δίπλα μας την κορνίζα με το βλέμμα του Μάριου Πλωρίτη. Η επένδυση σε έναν μόνο άνθρωπο δεν είχε προσωπικό κόστος για σας;
Δεν κατάλαβα κανένα κόστος. Κόστος ήταν για μένα όταν «έφυγε». Οσο ήμασταν μαζί χαρά και ευτυχία κατάλαβα μόνο. Το έχω πει πολλές φορές και μπορεί να μοιάζει περίεργο. Συνομιλώ μαζί του. Ετσι, χωρίς να το σκέφτομαι. «Να το κάνω αυτό ή να μην το κάνω;». «Να το κάνω λες;». Και το κάνω με σιγουριά ότι εκείνος το δέχεται. Διότι ήταν μια πάρα πολύ έντονη ταύτιση. Ηταν μια καρμική συνάντηση, η ψυχή μου με την ψυχή του.
Κάτι που έλεγε συχνά;
«Ουδέν δυσκολότερο του αυτονόητου!». (γελάει) Αυτό είναι σοφία. Τώρα είμαστε στην εποχή που είναι δύσκολο το αυτονόητο. Εχουν χαθεί τα όριά του.
Στο πλευρό του Μάριου Πλωρίτη συναναστραφήκατε όλους τους μεγάλους. Σας λείπει αυτή η εποχή;
Πολύ! Ξέρετε τους συναναστράφηκα κι όλους μαζεμένους. Εβλεπα και άκουγα σαν χαζό! Γιατί ήταν όλοι μαζί… Ο Πατσιφάς, ο Χατζιδάκις… Με είχαν δε στα όπα-όπα, «το παιδί», με έλεγαν. Μου λείπει πάρα πολύ αυτή η εποχή και ξαναγυρίζω πίσω, αλλά όχι με νοσταλγία αρνητική. Με μια νοσταλγία που μου δίνει δύναμη και ενέργεια. Λέω: «Τώρα μπορείς να το συνεχίσεις, γιατί τώρα είσαι σε μια εποχή που αξίζει τον κόπο να δώσεις ακόμα μεγαλύτερη αγάπη». Ανατρέχω, ναι, πάντα στο παρελθόν μου, που ήταν ένα ευτυχισμένο παρελθόν. Δεν μου αρέσει μόνο που χάνονται κομμάτια του. Πήγα π.χ. πρόσφατα στο Λονδίνο και από τη γειτονιά όπου ήμουν φοιτήτρια δεν έχει απομείνει τίποτα. Εχει αλλάξει ο κόσμος, αλλά στη μνήμη μου μένει ίδιος. Κάνω την αναδρομή μου, με ενδοσκόπηση, αλλά δεν μένω εκεί. Λέω: «Ας πάρω λίγη ακόμη βενζίνη, να πάμε παρακάτω».
Περίεργα παιχνίδια δεν παίζει η μνήμη καθώς κανείς μεγαλώνει;
Η μνήμη είναι επιλεκτική και δυνατή. Εγώ έχω μνήμες από μυρωδιές. Ακόμα θυμάμαι, π.χ., την υγρασία του σπιτιού στη Θεσσαλονίκη όπου γεννήθηκα, όλα τα σπίτια τότε είχαν υγρασία. Και σήμερα μόλις βγω από το «Μακεδονία» μυρίζω «Θεσσαλονίκη».
Διάγετε έναν ασκητικό βίο σε σχέση με τη δουλειά σας. Πήγατε στο θέατρο και την ημέρα του (κρυφού) γάμου σας με τον Πλωρίτη. Αλλά και την ημέρα της κηδείας του.
Βέβαια.
Γιατί τέτοια σκληρή πειθαρχία;
Και πριν από τον Μάριο, και όταν έχασα τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, δούλευα στο θέατρο. Πάντα. Επειδή το θέατρο, όπως το εννοώ εγώ, σημαίνει «η ζωή συνεχίζεται, δεν μπορείς να σταματήσεις» – τώρα βέβαια σταματάνε το θέατρο για ψύλλου πήδημα. Εγώ είχα μάθει αλλιώς. Βέβαια εκείνη την ώρα ανέβαλα τη συνειδητοποίηση, την «κλείδωσα». Δούλευα, δούλευα, σαν τρελή. Γιατί δεν ήθελα να σκεφτώ. Αυτό δεν είναι καλό πράγμα για τον οργανισμό. Γιατί αυτό το «κλείδωμα» που έκανα μου «ξεκλείδωσε» μετά από έξι χρόνια που έπαθα μια κατάθλιψη. Μετά βέβαια, όταν πια βγήκα από αυτήν, ξαναγεννήθηκα. Ξαστέρωσε η ψυχή μου και είπα «ναι, κανείς δεν θέλει να με δει έτσι, να με σκέφτεται έτσι», έτσι ώστε να προχωρήσω και να κάνω όμορφα πράγματα. Μου πήρε όμως πολύ καιρό και πολλή δουλειά.
Πώς αντιδράτε απέναντι σε νέους συναδέλφους που επαίρονται μετά από μια μικρή επιτυχία στην τηλεόραση;
Δεν κουνάω το δάχτυλο, δεν κρίνω. Απλώς όταν βρω την ευκαιρία θα πω: «Παιδιά, τι είναι για μένα η επιτυχία; Η διάρκεια». Αν δω ένα πυροτέχνημα, λέω «τι ωραίο πυροτέχνημα!», αλλά μετά ο ουρανός είναι μαύρος. Αν μπορεί να λάμπει ο ουρανός συνέχεια, αυτό, ναι, είναι επιτυχία. Και οι μεγάλες είναι αυτές που έχουν διατρέξει τους αιώνες.
Κάποια συμβουλή για την… αιώνια νεότητα που αποπνέετε;
Στρατιώτης και εδώ. Δεν στερούμαι τίποτα, αλλά τρώω πολύ σωστά ώστε να μην πεινάω ποτέ. Πολύ μεγάλο πρωινό, μικρότερο μεσημεριανό, πολύ μικρό βραδινό. Κάνω είκοσι λεπτά την ημέρα γυμναστική, λάστιχα, πάτωμα. Οσο για τις αισθητικές επεμβάσεις που τις θεωρούν τεράστιο ταμπού, εγώ θέλω να μοιάζω όσο πιο φρέσκια μπορώ να είμαι χωρίς να παραμορφωθώ. Εν ολίγοις, συντηρούμαι με στρατιωτική πειθαρχία γιατί αγαπάω αυτό που κάνω. Θέλω να αντέχω και σωματικά και ψυχικά περισσότερο για να γεύομαι τη χαρά του θεάτρου περισσότερο. Θα ’θελα κάποια στιγμή όταν πάψω να υπάρχω, να πάψω να υπάρχω πάνω στη σκηνή ή πάνω σε ένα γύρισμα. Εν δράσει πάντως.
Κάτι που ζηλεύετε από εκείνη τη νεαρή Κάτια που υποδυόταν στους «Πανθέους» τη Μάρμω;
Ζηλεύω τα όνειρα που ήταν ατελείωτα τότε. Και τώρα έχω όνειρα, που είναι όμως πιο προσγειωμένα. Εχω δε ένα που κυριαρχεί πάνω απ’ όλα τα άλλα. Θέλω να γεμίσει η ζωή μου χαρά. Χαρά καθημερινή. Μιλάω για ένα όνειρο καθημερινής ευτυχίας. Που σημαίνει μικρές στιγμές που δεν αλλάζονται με τίποτα. Να πάω με μια φίλη μου να πιω καφέ κάτω από την Ακρόπολη. Ή να κάνουμε ένα ταξίδι-αστραπή, να πάμε να δούμε θέατρο και να ξαναγυρίσουμε. Η ευτυχία δεν είναι ένας στόχος που τον βάζεις απέναντι και λες «θα είμαι ευτυχισμένος όταν αποκτήσω δέκα σπίτια ή όταν θα έχω είκοσι παιδιά και σαράντα εγγόνια», δεν είναι αυτό. Είναι πόσο ευτυχισμένος είμαι κάθε ημέρα στην καθημερινότητά μου.
Η Αρβελέρ έχει πει «το πιο δύσκολο πράγμα δεν είναι να πεις τι θα κάνεις στη ζωή σου, είναι να πεις τι θα κάνεις την κάθε ημέρα».
Αυτό ακριβώς. Αν η κάθε ημέρα μού δίνει χαρά, ε, τότε είμαι πολύ ευτυχισμένος άνθρωπος. Το ίδιο και όταν δεν έχω μέσα μου να παλέψω με τη μαυρίλα της γκρίνιας και του ανικανοποίητου. Η αίσθηση του ανικανοποίητου είναι πολύ βασανιστικό πράγμα. Σε κυνηγάει πάντα: δεν είναι αυτό που ήθελα, δεν είναι αυτός που ήθελα, δεν είναι το τοπίο που ήθελα, δεν είναι η δουλειά που ήθελα. Σε κυνηγάει και σου αμαυρώνει την απίστευτη ποίηση της καθημερινότητας.
Πώς σας βρίσκει φέτος η εξαγγελία της πρώτης στην ελληνική πολιτική ορατής ΛΟΑΤΚΙ+ υποψηφιότητας;
Aπολύτως θετική! Αλίμονο! Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος. Για μένα όλοι πρέπει να έχουμε τις ίδιες ευκαιρίες στη ζωή για να πάμε μπροστά – τις ίδιες δυνατότητες τις έχουμε έτσι κι αλλιώς. Πρέπει να δώσουμε την ευχέρεια στους πιο αδύναμους, π.χ., να μορφωθούν. Κατά τη γνώμη μου, όλοι έχουν θέση και σεβασμό στην κοινωνία. Αυτό που εμένα με απωθεί είναι η ακραία στάση που φτάνει στο αντίστροφο, στο να επιβληθεί δηλαδή η ακρότητα ως το μοναδικό. Οι ακρότητες είναι έξω από το υγιές.
Ποια είναι για σας η μεγαλύτερη ελευθερία;
Να μη φοβάσαι. Είναι μεγάλη απόφαση ο φόβος να λείπει από μέσα σου. Είναι μια μη δημιουργική κατάσταση. Σε πάει πίσω. Εχει σημασία να μη φοβάσαι να πεις τη γνώμη σου, να μη δίνεις λογαριασμό γι’ αυτό που είπες. Να μη φοβάσαι να αναμετρηθείς με τον εαυτό σου. Να είσαι ελεύθερος από το φόβο τι θα πουν οι άλλοι. Να μη φοβάσαι να διαλέξεις αυτό που θέλεις ερήμην όλων. Να είσαι δηλαδή ελεύθερος να κάνεις αυτό που θέλεις. Να μη φοβάσαι να αντιδράσεις. Να είσαι δηλαδή ένας ζωντανός άνθρωπος. Οταν μπει ο φόβος μέσα, εύκολα σε διαχειρίζεται κάποιος άλλος. Μην αφήσεις ποτέ να σε διαχειριστεί κάποιος άλλος.
Αυτή τη στάση ζωής την αποκτήσατε με τα χρόνια;
Ηταν κάτι που μου είχε περάσει η μητέρα μου, η οποία έπαιξε τεράστιο ρόλο στη ζωή μου. Ο σοφός μπαμπάς μου -και από αυτόν έχω πάρει πάρα πολλά- έλεγε: «Ας αφήσουμε τη διαπαιδαγώγηση στη μάνα». Βλέπετε, εκείνη δίδασκε στο Διδασκαλείο Κουντουρά· τεράστια μορφή ο Κουντουράς, σαν τον «Κύκλο των χαμένων ποιητών» ήταν η σχολή του στη Θεσσαλονίκη. Αυτά μου έλεγε, λοιπόν, η μητέρα. «Ποτέ δεν θα αφήσεις κανέναν να πατήσει την αυτονομία σου. Κανέναν! Τον λατρευτό σου σύζυγο τον ίδιο! Θα είσαι αυτόνομη και θα προχωράς αυτόνομη. Δεν θα εξαρτάσαι από κανέναν, δεν θα φοβάσαι κανέναν. Γίνεται κάτι, θα φύγεις από εκεί που είσαι, θα βρεις δουλειά αλλού. Δεν θα φοβηθείς ποτέ. Δεν θα υποκύψεις στο χειρισμό κανενός». Μου είχε εντυπωθεί πολύ βαθιά αυτό. «Γιατί δεν έχεις ανάγκη κανέναν», μου υπογράμμιζε. Μου τόνωνε την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. «Σου δώσαμε όλα τα εφόδια για να μη φοβάσαι κανέναν απολύτως». Σαν να την ακούω ακόμη τώρα.