Έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια στην αδράνεια η μυθοπλασία επιστρέφει. Στον κινηματογράφο, το θέατρο, το διαδίκτυο, τη συγγραφή.

Μετά τα γεγονότα του περασμένου έτους και του έτους που διανύουμε, όλοι χρειαζόμαστε μια ιστορία να ταξιδέψει το μυαλό και τη φαντασία μας. Να πάρει τις σκέψεις και το άγχος μακριά. Με τα θερινά σινεμά να λειτουργούν (υπό μέτρα προστασίας), οι ταινίες που προβάλλονται και οι νέες παραγωγές από Έλληνες δημιουργούς, συνεχώς αυξάνονται.

Η Ιωάννα Παππά συμμετέχει στην νέα ταινία του Γιώργου Γεωργόπουλου «Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό», η οποία πραγματεύεται την ζωή ενός επιτυχημένου άνδρα που θα γίνει φορέας ενός θανατηφόρου ιού, που απειλεί μόνο τις γυναίκες. Θα καταφέρει να βρεθεί θεραπεία;

Η ταινία προβάλλεται ήδη στους κινηματογράφους, ενώ έχει ήδη βραβευτεί σε διάφορα φεστιβάλ (βραβείο του Raindance Film Festival στο Λονδίνο, ήταν υποψήφια για δύο βραβεία – ταινίας και σεναρίου – στα Βραβεία Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και διαγωνίστηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης).

Μιλήσαμε μαζί της για τη συμμετοχή στο συγκεκριμένο έργο, την τηλεοπτική της εμφάνιση στη δραματική σειρά «Έξαψη» του Mega, τη συμμετοχή της στη θεατρική παράσταση Βάκχες, αλλά και τα μελλοντικά της σχέδια.

Πώς ήταν η επιστροφή στην τηλεόραση, έπειτα από αποχή ετών, αλλά και μία πανδημία;

«Θεωρώ πως ήμουν πολύ τυχερή που συμμετείχα σε μία σειρά που κράτησε όλη τη σεζόν και αναφέρομαι πρώτα σε αυτό, επειδή -λόγω του εγκλεισμού- απενεργοποιηθήκαμε επαγγελματικά για πολλούς μήνες. Ήμουν στην “Έξαψη” στο Mega. Για εμένα αυτό λειτούργησε πολύ θετικά και σε ψυχολογικό επίπεδο.

Υπήρχε η επιθυμία να επιστρέψω, είχα πάρα πολλά χρόνια να συμμετέχω σε κάποια τηλεοπτική σειρά και τώρα θεώρησα πως ήταν ευκαιρία. Από τη μία δεν υπήρχε το θέατρο, για να επιβαρυνθεί πολύ το πρόγραμμά μου, αφού δύσκολα συνδυάζονται τα ωράρια και από την άλλη υπήρχε ένα πολύ δυνατό καστ.

Ήταν χαρά μου να συνεργαστώ ξανά με τον σκηνοθέτη, Βασίλη Τσελεμέγκο και την υπόλοιπη ομάδα. Φυσικά, ήταν ευχάριστη και η επιστροφή του Mega, ενός καναλιού που έχουμε αγαπήσει για τη μυθοπλασία».

Έναν χρόνο μετά το κλείσιμο των θεάτρων και την ακύρωση παραστάσεων, συμμετέχεις στη θεατρική παράσταση «Βάκχες». Πώς νιώθεις;

«Η παράσταση συμμετείχε και πέρυσι στο Φεστιβάλ Αθηνών, αλλά ματαιώθηκε, όπως και ολόκληρο το φεστιβάλ. Φέτος, αποφασίσαμε να μην την ακυρώσουμε και να την πραγματοποιήσουμε. Έχουμε ήδη ξεκινήσει την περιοδεία μας και έχουμε εισπράξει μεγάλη αποδοχή από το κοινό.

Πρόκειται για ένα σπουδαίο έργο, το οποίο είναι πρόκληση για όποιον καταπιάνεται μαζί του. Και στην παράσταση η συνάντηση με τους συναδέλφους ηθοποιούς είναι ευτυχής. Εγώ ενσαρκώνω τον Τειρεσία, έναν ρόλο που με ενθουσίασε εξ αρχής. Πρόκειται για ένα πλάσμα που αφουγκράζεται τα ερεθίσματα με όλες του τις αισθήσεις και έχω χρησιμοποιήσει μια ιδιαίτερη σωματικότητα, ενώ δίνω περισσότερο βάρος στον λόγο.

Το κείμενο σε αυτά τα έργα έχει πάντα τον πρώτο λόγο. Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης γίνεται μια προσπάθεια μύησης του κόσμου στην ιερότητα και τη φρίκη του έργου».

«Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό»: Μίλησέ μας λίγο για την ταινία στην οποία συμμετέχεις.

«Η ταινία γυρίστηκε πριν περίπου τέσσερα χρόνια, αλλά βγήκε φέτος στους κινηματογράφους. Έχω μια μικρή ιστορία στην πλοκή της, όπως οι περισσότερες γυναίκες που συμμετέχουν. Ο βασικός πρωταγωνιστής (Όμηρος Πουλάκης) είναι ένας άντρας με πολύ αρνητικό χαρακτήρα. Δεν έχει ιδιαίτερη επαφή με το συναίσθημά του, κυνηγά τις γυναίκες και είναι κυνικός. Ακόμα και η σχέση με την κόρη του είναι διαλυμένη. Πρόκειται για έναν απόλυτα καταστροφικό και αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα.

Το είδος της δεν μπορεί να αποσαφηνιστεί πλήρως. Δεν μπορείς να της δώσεις έναν σαφή χαρακτηρισμό. Φέρει στοιχεία μαύρης κωμωδίας και δράματος, αριστοτεχνικά δεμένα και συνδυασμένα. Ο Γιώργος Γεωργόπουλος, ο σκηνοθέτης, είναι πολύ χαρισματικός».

Η πλοκή της μοιάζει προφητική. 

«Όντως το σενάριο θέλει τον πρωταγωνιστή να κολλά έναν σεξουαλικώς μεταδιδόμενο ιό, ο οποίος είναι θανατηφόρος και επηρεάζει μόνο τις γυναίκες. Για να καταφέρει να σωθεί ο ίδιος, αλλά και ολόκληρος ο κόσμος, πρέπει να ειδοποιήσει κάθε πρώην σύντροφό του, να ανακαλύψει ποια του μετέδωσε τον ιό και να μπορέσει να ανακαλύψει το εμβόλιο.

Όταν πρωτοξέσπασε η πανδημία, δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε το σύγχρονο του θέματος. Ήταν σαν να βλέπαμε μπροστά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Γιώργος (σ.σ. αναφέρεται στον σκηνοθέτη και σεναριογράφο) έχει το χάρισμα (γελαέι)».

Μπορούν οι θεατές να ταυτιστούν με τους πρωταγωνιστές ή να κερδίσουν κάτι από την ταινία;

«Οι ταινίες, οι παραστάσεις και τα καλλιτεχνικά έργα παρουσιάζουν ιστορίες, για να ταυτιστούν οι θεατές. Να απορρίψουν, να δεχτούν, ίσως να βρουν λύση σε κάτι που τους βασανίζει ή απλώς για να διασκεδάσουν.

Νομίζω σε μια ταινία που έχει μια πολυπλοκότητα μπορεί κάποιος να κάνει αναγνώριση σε πάρα πολλά επίπεδα. Στη συγκεκριμένη, βλέπουμε 6 ή 7 γυναίκες με πολύ διαφορετικό κόσμο, πολύ διαφορετικά βιώματα. Το πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζει η καθεμία την είδηση της αρρώστιας και τη σχέση της με τον πρωταγωνιστή. Το τι σημαίνει ματαίωση, τι σημαίνει ότι κάτι που την έκανε να νιώσει όμορφα και να επενδύσει συναισθηματικά μπορεί να της προκαλέσει την απώλεια της ζωής της. Θεωρώ ότι η ταινία αναδεικνύει την απόλυτη ματαίωση.

Σε όλους τους χαρακτήρες συναντάς μια ιδιαίτερη προσέγγιση προς το συναίσθημα. Σαν να μην μπορούν να επικοινωνήσουν με τα όσα νιώθουν. Και αυτό διακρίνω και στον κόσμο εκτός σινεμά ή θεάτρου. Μια “ανημποριά” της επαφής, σαν να ζούμε σε μια ακυρωμένη συναισθηματικά κοινωνία.
Σίγουρα, όμως, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ολόκληρη την κοινωνία. Εστιάζουμε σε ένα κομμάτι της για να μπορέσουμε, ίσως, να αναδείξουμε κάτι που έχει την τάση να συμβεί».

Η ταινία πραγματεύεται τη σχέση των φύλων και το σεβασμό ανάμεσα στους ανθρώπους. Πώς βλέπεις τα όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βία κατά των γυναικών;

«Ήμουν πάντα κατά της βίας. Αντιστέκομαι πάρα πολύ όταν νιώθω να καταπατούν τα όρια μου και τα ξεκαθαρίζω με μεγάλη σαφήνεια. Θεωρώ ότι πρέπει να αρχίσουμε να δουλεύουμε πρώτα μέσα μας και έπειτα ως κοινωνία το τι σημαίνει άντρας, γυναίκα, σχέσεις οικογενειακές, φιλικές, συζυγικές. Να μην χάνουμε τα όρια. Δεν μπορώ να φανταστώ πως θα ασκήσω εξουσία πάνω σε κάποιον. Ούτε στο παίδι μου. Προσπαθώ να το προστατεύω και να το κατευθύνω. Δεν μου ανήκει, όπως κανείς δεν ανήκει σε κανέναν.

Πρέπει να βρισκόμαστε σε επαγρύπνηση. Αν κάποιος συνηθίσει την άσχημη συμπεριφορά, είτε ως θύτης είτε ως θύμα είτε ως θεατής, αν αφήσει τον εαυτό του στο τοξικό κλίμα, μετά είναι δύσκολο να αλλάξει.

Ζούμε σε μια εποχή που έχουμε όλα τα μέσα και τα εργαλεία για να βελτιωθούμε. Έχουν γίνει πολλές ιδεολογικές επαναστάσεις, έχει χυθεί αίμα για να κατακτηθούν βασικές αρχές. Δεν μπορούμε να κάνουμε πισωγυρίσματα».

Ποιο επιμύθιο κρατάς από όλα όσα ζήσαμε τον τελευταίο χρόνο; Αποκόμισες κάτι θετικό;

«Δεν ξέρω αν έχει μείνει κάτι θετικό, επειδή είμαστε ακόμα μέσα σε αυτό. Δεν ξέρουμε πώς θα καταλήξει το καλοκαίρι, δεν ξέρουμε πώς θα είναι ο χειμώνας. Συμπεράσματα βγάζεις όταν κάτι ολοκληρωθεί, όταν το βλέπεις πια από μακριά. Όσο είναι “εδώ” δεν μπορούμε να καταλάβουμε απόλυτα τις συνέπειες. Πάντως, δεν νομίζω ότι βγήκε κάτι απόλυτα θετικό. Ωστόσο, πάντα μπορεί να προκύψει. Εμείς πρέπει να παραμένουμε αισιόδοξοι, λειτουργικοί και να βοηθάμε την ψυχολογία μας – εμείς οι ίδιοι».

Η καραντίνα πώς ήταν για εσένα;

«Τον πρώτο καιρό φοβήθηκα για τις ζωές μας. Δεν ήξερε κανείς για τι πρόκειται, ούτε οι επιστήμονες. Ήταν σαν να ζούσαμε μια ταινία τρόμου. Έμεινα δύο μήνες χωρίς δουλειά, στον πρώτο εγκλεισμό, αλλά ήταν αρκετό να με ταρακουνήσει. Πλέον, νομίζω ότι είμαστε περισσότερο προετοιμασμένοι. Έπειτα από αυτή την εμπειρία δεν θα είμαστε ξανά ανέμελοι. Μάθαμε ότι τίποτα δεν είναι σταθερό, τίποτα δεν είναι αδύνατο. Πλέον, είναι βίωμα».

Πού θα σε δούμε επαγγελματικά τη νέα σεζόν;

«Καλώς εχόντων των πραγμάτων θα συμμετέχω στην παράσταση “Οι μάγισσες του Σάλεμ” σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη, η οποία θα παίζεται όλη τη σεζόν στο θέατρο Χορν. Υπάρχουν σκέψεις και για άλλα πράγματα, αλλά τίποτα σίγουρο ακόμη».

Κάνεις όνειρα για το μέλλον;

«Νιώθω έναν φόβο. Τον κίνδυνο για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, αναφορικά με την πραγματική ελευθερία του ανθρώπου. Βρισκόμαστε σε μεταβατική εποχή, όπου τα όρια είναι δυσδιάκριτα και κάποιοι τα καταχράζονται.

Ιδανικά, θέλω να έχω την ελευθερία να κάνω όνειρα. Πλέον, το μοναδικό όνειρό μου είναι να τελειώσει η πανδημία και να βγούμε όσο το δυνατόν λιγότερο λαβωμένοι από αυτό.

Έπειτα από μια 15ετία σχεδόν που δυσκολευόμαστε αρκετά, νομίζω κανείς δεν θέλει να ακολουθήσει τίποτα άλλο. Είναι πολύ ωραίο να μπορείς να κάνεις πλάνα, έστω και βραχυπρόθεσμα, αρκεί να έχεις την ελευθερία να τα κάνεις».

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below