Μιλήσαμε με τη Γιώτα Γουβέλη για το Φιορ Ντ’ Αμόρε, ένα βιβλίο του οποίου η ιστορία εκτυλίσσεται μεταξύ Κοπεγχάγης και Ζακύνθου τον 19ο αιώνα.
Η δεκαεφτάχρονη πριγκίπισσα Τάρα, αδερφή του βασιλιά της Ελλάδος, Γεωργίου Α’, βρίσκεται στο κέντρο ενός σκανδάλου που απειλεί την νεοσύστατη δυναστεία με καταστροφή.
Ένα μυστικό που πρέπει να μείνει καλά κρυμμένο, άνθρωποι που πρέπει να παραμερίσουν τα συναισθήματά τους για να κάνουν αυτό που ορίζεται από νόμους και καθωσπρεπισμούς σωστό, πατριαρχία, ρατσισμός, καταπίεση.
Όλα αυτά συνυπάρχουν στο νέο βιβλίο της Γιώτας Γουβέλη, το οποίο αναφέρεται στο μακρινό 1871, αλλά μοιάζει τόσο επίκαιρο που θα μπορούσε, αν άλλαζε κανείς ελάχιστα στοιχεία, να έχει γραφτεί σήμερα.
Τι σας οδήγησε στην ιστορία της αδερφής του Γεωργίου Α’;
Ήταν αδύνατον να αντισταθώ όταν έπεσα τυχαία πάνω σ’ αυτό το θέμα. Η κοπέλα αυτή είχε μια δραματική ερωτική ιστορία, που σημάδεψε τη ζωή της, καθώς και τη ζωή των ανθρώπων γύρω της.
Αγάπησε έναν ασήμαντο ιππέα στη φρουρά του βασιλιά πατέρα της και το σκάνδαλο που θα ξεσπούσε, αν μαθευόταν το ολίσθημά της, απειλούσε τον ίδιο τον θρόνο του πατέρα της. Φυσικά, κάθε σκέψη για επισημοποίηση του δεσμού της ήταν αδιανόητη και η μητέρα της κάλεσε τον γιο της από την Ελλάδα, τον βασιλιά Γεώργιο Α΄, για βοήθεια. Όταν έφτασε όμως ο Γεώργιος στην Κοπεγχάγη, ήταν αργά· η πριγκίπισσα ήταν ήδη έγκυος από τον εραστή της.
Το Φιορ ντ’ Αμόρε, ακολουθώντας πιστά τα ιστορικά γεγονότα, αφηγείται την τύχη της κοπέλας αυτής, του εραστή της και του παιδιού τους. Ό,τι έγινε τότε μοιάζει πραγματικά με μυθιστόρημα και η συνέχεια φέρνει τους ήρωες, πραγματικούς και φανταστικούς, στην αρχοντική Ζάκυνθο του 19ου αιώνα, από όπου εμπνεύστηκα και τον τίτλο του βιβλίου. Το φιορ ντ’ αμόρε είναι ένα λουλούδι που φυτρώνει στη Ζάκυνθο και μοιάζει με πασχαλιά. Το προσφέρουν οι ερωτευμένοι, μιας και το ίδιο το όνομά του σημαίνει «λουλούδι του έρωτα».
Πόσο εύκολο είναι να ξεφύγει κανείς από την Ιστορία όταν η μυθοπλασία συναντιέται με τόσο γνωστά ονόματα;
Σ’ εμένα η Ιστορία προσφέρει το υπόβαθρο για να αναπτύξω τα θέματά μου, που αφορούν και τον σημερινό άνθρωπο, την καταπίεση, τη γυναικεία κακοποίηση, τις κοινωνικές διακρίσεις, τη βία της εξουσίας σε όλες της τις μορφές. Οι ιστορικοί χαρακτήρες έχουν το ενδιαφέρον τους, αν αναλύσει κανείς τις αντιδράσεις τους υπό τις συνθήκες της εποχής, αλλά εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον για μένα έχουν και οι μυθοπλαστικοί ήρωες, που αναπτύσσουν το αφήγημα και του δίνουν μεγαλύτερες διαστάσεις.
Η χρήση της ζακυνθινής ντοπιολαλιάς δίνει χρώμα στο βιβλίο και ζωντανεύει ακόμη περισσότερο τους ήρωες. Πώς πήρατε την απόφαση να τη χρησιμοποιήσετε σε τέτοια έκταση και φτιάξατε το γλωσσάρι σας;
Όταν άκουγα έναν ήρωά μου να μιλά, για παράδειγμα τον σιορ Παυλάκη ή τον κόντε Μάρκο, η ντοπιολαλιά τους ήταν κάτι παραπάνω από τρόπος εκφοράς του λόγου, ήταν η ψυχή και η σκέψη τους. Τον ψυχισμό των ηρώων μου θέλησα να προσεγγίσω, γι’ αυτό και τους άφησα να μιλούν αυθόρμητα, ώστε να τους ακούσω και να τους νιώσω.
Η αγάπη σας για τη Ζάκυνθο προϋπήρχε και αναζωπυρώθηκε με το βιβλίο ή προέκυψε βουτώντας στην Ιστορία του νησιού; Είχατε ήδη σχέση με το νησί και τους κατοίκους του;
Η ιδιαίτερη πατρίδα μου, το Μεσολόγγι, είναι μια ανάσα από τη Ζάκυνθο. Είχαμε λοιπόν ανέκαθεν επιρροές από αυτό το όμορφο νησί, ακόμα και γλωσσικές. Ο Ζακυνθινός Διονύσιος Σολωμός έγραψε το κορυφαίο του έργο Ελεύθεροι Πολιορκημένοι ενώ ατένιζε απέναντι το Μεσολόγγι που καιγόταν το 1826. Με γοήτευε πάντα η Ζάκυνθος, και πολύ περισσότερο τώρα που τη γνώρισα μέσω της έρευνας για εκείνη την εποχή στα τέλη του 19ου αιώνα, πριν αλλάξει ο σεισμός του 1893 τη φυσιογνωμία του νησιού.
Όσο παλιά είναι η κακοποίηση, η κακομεταχείριση και ο παραγκωνισμός των γυναικών, άλλο τόσο παλιές είναι και οι περιπτώσεις των γυναικών που σε πείσμα όλων θα κάνουν το δικό τους, θα δράσουν ανεξάρτητα, ανυπόταχτα, αλλά και θα μεγαλουργήσουν. Από ποιες πρώτες ύλες φτιάξατε τις ηρωίδες του βιβλίου; Τι θέλατε να αντιπροσωπεύουν;
Η Τάρα είναι μια ερωτευμένη γυναίκα σε απόγνωση, η συνοδός της, η Κριστίνα, μια γυναίκα που επιλέγει να ζήσει μέσα στην αυταπάτη και το ψέμα, η Κεβή μια λαϊκή γυναίκα που μάχεται λυσσαλέα (με τον δικό της τρόπο) για να καλυτερεύσει την τύχη των παιδιών της, η Γκιοβάννα ένα κορίτσι των φτωχότερων στρωμάτων υποταγμένο στη μοίρα του, η Κιάρα μια επαναστάτρια που ακολουθεί τον δικό της δρόμο, η Ανιέζα μια γυναίκα θύμα της πατριαρχίας και της αντρικής βίας, και πάει λέγοντας. Όλες μου οι ηρωίδες συνθέτουν ένα κοινωνικό ψηφιδωτό, αναγνωρίσιμο και στη σημερινή γυναίκα.
Με ποια από τις ηρωίδες σας κάνατε τις μεγαλύτερες φανταστικές συζητήσεις όσο γράφατε το βιβλίο;
Όλες τους είχαν μια ενδιαφέρουσα ιστορία να μου διηγηθούν κι εγώ με τη σειρά μου τη μεταφέρω στον αναγνώστη όσο πιο πιστά γίνεται. Και πιστεύω πως όλες μας έχουμε κοινά σημεία με κάποιες από αυτές τις γυναίκες, που έζησαν και μάτωσαν σε μιαν άλλη εποχή, εκατόν πενήντα χρόνια πριν. Υπάρχουν πανανθρώπινα θέματα που απασχολούν τους συγγραφείς μέχρι σήμερα κι έχουν να κάνουν με τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου, κοινές σε όλες τις εποχές.
Και ποιον άνδρα ήρωά σας θα θέλατε να ξεναγήσετε στη σημερινή εποχή;
Τον σιορ Παυλάκη, αυτόν τον άξιο αστό της παλιάς Ζακύνθου, που ονειρευόταν έναν δίκαιο κόσμο με ίσες ευκαιρίες και προκοπή. Πολύ θα με ενδιέφερε να μου πει αν προχώρησε καθόλου η κοινωνία από τότε ή αν απλώς η καταπίεση άλλαξε μορφή.
Πιστεύετε ότι ζούμε μία όντως νέα εποχή αλλαγών σε σχέση με την ουσιαστική χειραφέτηση των γυναικών ή πρόκειται για ένα ρεύμα που ενδεχομένως θα ξεθυμάνει βγαίνοντας από τον κλοιό της πανδημίας;
Το λέω και στην αφιέρωσή μου στην αρχή του βιβλίου: Η αντίληψη πως ο σύζυγος, ο εραστής, ο σύντροφος δικαιούται να εξουσιάζει τη ζωή της γυναίκας είναι βαθιά ριζωμένη στις αντιλήψεις μας. Κατά μέσο όρο, μια γυναίκα τον μήνα στη Ελλάδα του σήμερα χάνει τη ζωή της από τον σύντροφό της – αδιανόητο κι όμως αληθινό.
Για να μη μιλήσω για το τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο με τα σκοταδιστικά ήθη και έθιμα. Νομίζω πως ήρθε η στιγμή να αναθρέψουμε τα παιδιά μας πάνω σε άλλες βάσεις, χωρίς διαχωρισμούς και διακρίσεις, ηθελημένες ή αθέλητες. Να τα μάθουμε να σέβονται τον άνθρωπο και πάνω από όλα τη ζωή.
Πώς βιώσατε την έξοδο από τις συνθήκες εγκλεισμού; Ποιο ήταν το μεγάλο μάθημα της τελευταίας χρονιάς;
Όπως όλοι μας φαντάζομαι, λαχταρούσα την ανθρώπινη επαφή· τη στερηθήκαμε για τόσο μεγάλο διάστημα. Η απομόνωση δεν είναι φυσιολογική έκφανση ζωής· ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, έχει ανάγκη τους άλλους ανθρώπους. Κι ίσως αυτό να είναι ένα καλό της πανδημίας: μας έδειξε πόσο πολύτιμοι είναι οι συνάνθρωποί μας για τη δική μας ζωή.