Δύο χρόνια σχεδόν μετά το ξεκίνημα της πανδημίας και με την τέχνη σε παύση, το θέατρο «Μεταξουργείο» άνοιξε την περασμένη εβδομάδα ξανά τις πόρτες του και μας υποδέχτηκε με ένα έργο της Rona Munro, το «Ατσάλι» που μας ωθεί να να διερευνήσουμε το πώς μπορούμε να οικοδομήσουμε την ευτυχία. Η καθηλωτική Γιασεμί Κηλαηδόνη βρίσκεται στον πρωταγωνιστικό ρόλο, υποδεόμενη τη Φέη, μια γυναίκα που βρίσκεται στη φυλακή για τη δολοφονία του συζύγου της, με τον οποίο υπήρξε παράφορα ερωτευμένη.
Μετά από 15 χρόνια χρόνια εγκλεισμού, επισκέπτεται την 45χρονη ισοβίτισσα η 25χρονη κόρη της Τζόσυ, η οποία δεν έχει καθόλου παιδικές αναμνήσεις και μαζί ξεκινούν ένα ταξίδι-έρευνα στο οικογενειακό παρελθόν. Η Γιασεμί Κηλαηδόνη περιγράφει στο marieclaire.gr τα συναισθήματά της για την εποχή μουδιάσματος που διανύσαμε στο χώρο της τέχνης, αναλύει το σκοτεινό κόσμο της ηρωίδας της Φέη και τονίζει τη σημαντικότητα τής ψυχοθεραπείας: «Καλό είναι οι άνθρωποι να απευθύνονται στους ειδικούς, ακόμη και σε νεαρή ηλικία αν χρειάζεται, να μην φοβούνται και να μην έχουν το στίγμα της ψυχασθένειας στο μυαλό τους.» Έτσι άλλωστε στήριξε και η ίδια τον εαυτό της, στις δύο πιο δύσκολες περιόδους της ζωής της.
Τηρώντας πάντα τη συμβουλή που της είχε δώσει ο πατέρας της Λουκιανός, φροντίζει να κάνει προσηλωμένη τη δουλειά της και όσα της δίνουν πραγματική χαρά, ενώ στο τέλος κάθε παράστασης αποζητά για τον θεατή, ό,τι και για τον εαυτό της. H συνέχεια στη συζήτησή μας.
Λίγο πριν από την έναρξη τής πρεμιέρας, μας καλοσώρισε συγκινημένη η μητέρα σου, καθώς ήταν η πρώτη μετά Covid παράσταση για το “Μεταξουργείο”. Ποια ήταν τα δικά σου συναισθήματα;
«Προσωπικά το χειμώνα είχα τη μεγάλη χαρά να βρίσκομαι στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη, σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά, οπότε είχα ακόμη μια εμπειρία αλλά για το Μεταξουργείο, το «Ατσάλι», είναι η πρώτη δουλειά. Για μένα είναι σαν δεύτερο σπίτι. Εδώ και εικοσιτρία χρόνια σχεδόν, που λειτουργεί το Μεταξουργείο, έχω λάβει μέρος στις περισσότερες παραγωγές, αλλά ανεξάρτητα από αυτό είναι το σπίτι μου, οπότε πραγματικά ήταν μεγάλη χαρά και συγκίνηση να καλοσωρίζουμε ξανά τους θεατές στο θέατρο. Ήταν ένα διάστημα που δοκιμάστηκαν οι αντοχές όλων, αλλά βλέπω ότι στον κόσμο έχει λείψει πραγματικά το θέατρο και όλες οι μορφές τέχνης. Θέλει να γυρίσει στον τρόπο ζωής που είχε και το πρώτο τριήμερο της παράστασης ήταν αρκετά αισιόδοξο. Το θεάτρο ήταν γεμάτο και η ανταπόκριση του κόσμου είναι συγκινητική. Νομίζω τόσο οι ηθοποιοί, όσο και οι θεατές, επιστρέφουμε σιγά σιγά στον παλιό μας εαυτό.»
Πιστεύεις ότι έπαιξε ρόλο η περίοδος που διανύσαμε στην επιλογή της παράστασης;
«Σίγουρα το γεγονός ότι διάβασα το κείμενο, όντας κι εγώ «έγκλειστη» στο σπίτι, μπορώ να πω ότι μ’ έκανε να βρω κοινά σημεία με την ηρωίδα. Όποτε ήταν ένας από τους παράγοντες που μ’ έκανε να το επιλέξω γιατί ζούσαμε σ’ ένα καθεστώς παρόμοιο. Περίεργο, σκοτεινό, κλειστό… μη μπορώντας να έχουμε επαφή με τ’ αγαπημένα μας πρόσωπα. Δεν το συγκρίνω φυσικά με τις συνθήκες που ζουν οι κρατούμενοι, απλώς ήταν ένας «κοινός τόπος». Αυτό έπαιξε ρόλο στην επιλογή και με ιντρίγκαρε πολύ το να καταφέρω να μπω στην ψυχολογία μιας ηρωίδας που βιώνει κάτι τέτοιο και που ξέρω ότι αυτή είναι μια κατάσταση -δυστυχώς για εκείνη- δίχως επιστροφή αφού εκτίει ποινή ισοβίων. Οπότε μάλλον δε θα βγει ποτέ από τη φυλακή, ή αν βγει θα είναι μετά από πάρα πολλά χρόνια.»
Ας περάσουμε λοιπόν στην ηρωίδα σου, τη Φέη. Δεν υπερασπίζεται ποτέ τον εαυτό της στο δικαστήριο για το φόνο του συζύγου της, ο οποίος δείχνει να μην έγινε για κάποιον σημαντικό λόγο, αλλά για στον ψυχικό κόσμο της ηρωίδας τα πράγματα είναι αλλιώς. Τι καταλαβαίνουμε για τον ψυχισμό της και κατά πόσο μπορεί η υπόθεση του έργου να μας δώσει να καταλάβουμε τη σημαντικότητα της ψυχοθεραπείας;
«Είναι πολύ σημαντική η ερώτηση και θα ξεκινήσω από το τέλος της. Αναλόγως την ψυχική σθένεια… Υπάρχει πάντα η θεραπεία, η φαρμακευτική αγωγή, αλλά παίζει σημαντικό ρόλο και το περιβάλλον που μεγαλώνει κανείς και είναι κάτι που επίσης θίγει το κείμενο. Δεν αναφέρεται σε αυτό της μητέρας, Φέη, αλλά μπορεί να μεγάλωσε σ’ ένα δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον, χωρίς υποστήριξη και βοήθεια. Σίγουρα πάσχει από κάποιο σύνδρομο, έχει κάποια μορφή διαταραχής. Το συζήτησα με κάποιους θεραπευτές και νομίζω πως πρόκειται για μια οριακή διαταραχή προσωπικότητας, αυτός είναι ο όρος. Το κοινό αντιλαμβάνεται στην παράσταση πόσο σπουδαίο ρόλο παίζουν οι γονείς αλλά και άνθρωποι που πρέπει να είναι κοντά και να βοηθήσουν άτομα με ψυχική ασθένεια και διαταραχές. Καλό είναι οι άνθρωποι να απευθύνονται στους ειδικούς, ακόμη και σε νεαρή ηλικία αν χρειάζεται, να μην φοβούνται και να μην έχουν το στίγμα της ψυχασθένειας στο μυαλό τους.
»Η Φέη νομίζω δε μεγάλωσε σ’ ενα ιδανικό περιβάλλον, υπήρχαν και κάποια ανεξέλεγκτα στοιχεία της προσωπικότητάς της και όταν η ίδια μετά έγινε μητέρα, πυροδοτήθηκε αρκετά αυτό το κομμάτι. Έφταιξε και η συμπεριφορά του συζύγου της και όπως καταλαβαίνουμε και από το έργο, δεν είναι ποτέ μόνο ένας ο λόγος που μπορεί να σε κάνει να ξεπεράσεις τα όριά σου. Eίδες και τι ωραία που χτίζει την ομολογία του φόνου… Δεν πρόκειται ποτέ για μια μόνο αιτία. Μπορεί να φαίνεται ασήμαντη η αφορμή για τον φόνο, αλλά για τη Φέη δεν είναι καθόλου όπως και για κάθε άνθρωπο με ιδιαίτερη ψυχή. Δεν ξέρω αν κι εγώ θα υποστήριζα τον εαυτό μου στο δικαστήριο σε κάτι ανάλογο. Νομίζω ήθελε να πάρει το βάρος της ευθύνης και να τιμωρηθεί για ό,τι έκανε. Όπως αποκαλύπτει στη συνέχεια του έργου, ήταν μια γυναίκα πολύ ερωτευμένη με τον σύζυγό της και γι’ αυτό την πλήγωνε μάλλον τόσο πολύ η συμπεριφορά του. Κι ας μην ήταν ακραία. Αυτό είναι και κάτι που μου “άρεσε”. Η αιτία δεν ήταν η άσκηση σωματικής βίας προς εκείνη ή προς την κόρη τους, κάτι που σημαίνει πως κάποιος μπορεί να οδηγηθεί σε μια τέτοια πράξη, δίχως να έχει υποστεί σωματική βία αλλά ψυχολογική.
Το κοινό αντιλαμβάνεται στην παράσταση πόσο σπουδαίο ρόλο παίζουν οι γονείς αλλά και άνθρωποι που πρέπει να είναι κοντά και να βοηθήσουν άτομα με ψυχική ασθένεια και διαταραχές. Καλό είναι οι άνθρωποι να απευθύνονται στους ειδικούς, ακόμη και σε νεαρή ηλικία αν χρειάζεται, να μην φοβούνται και να μην έχουν το στίγμα της ψυχασθένειας στο μυαλό τους.
»Αυτές οι συμπεριφορές είναι χειριστικές στους ανθρώπους μ’ έναν πιο ύπουλο τρόπο. Όλοι, οι άνθρωποι -ανεξαρτήτως φύλου- πρέπει να μιλάνε για τέτοιου είδους συμπεριφορές. Βέβαια από τη μία υπάρχουν δομές που μπορούν να στηρίξουν άτομα με τέτοιου είδους προβλήματα, από την άλλη βλέπουμε ακόμη έναν ακραίο συντηρητισμό. Γιατί οι άνθρωποι δε μιλούν και πρέπει να φτάνουμε σε αυτές τις καταστάσεις; Με όλα αυτά τα φριχτά περιστατικά που συμβαίνουν και προστίθενται το ένα μετά το άλλο, αντί να γινόμαστε πιο ανοιχτοί και να επιζητούμε τη βοήθεια, βλέπουμε το αντίθετο. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί συμβαίνει αυτό.»
Η δική σου σχέση ποια είναι με την ψυχοθεραπεία;
«Έχω κάνει και μ’ έχει βοηθήσει πάρα πολύ. Έκανα ψυχοθεραπεία σε δύο περιόδους της ζωής μου, που είχα δυσκολευτεί. Με παρακίνησαν δικοί μου άνθρωποι να κάνω, αλλά το καταλάβαινα κι εγώ ότι χρειαζόμουν βοήθεια. Το ένα κομμάτι που ήταν δύσκολο να διαχειριστώ, είχε να κάνει με την ασθένεια του πατέρα μου και το πένθος. Κι επειδή έχω δουλέψει με τον εαυτό μου, μου φαίνεται ασύλληπτο το γεγονός, να βλέπουν οι γύρω σου ότι κάτι συμβαίνει και να μην σε παροτρύνουν να ζητήσεις βοήθεια. Κι αυτό το στίγμα της ψυχικής ασθένειας ας σταματήσει. Είναι πιο απλά τα πράγματα.»
Με παρακίνησαν δικοί μου άνθρωποι να κάνω, αλλά το καταλάβαινα κι εγώ ότι χρειαζόμουν βοήθεια.
Τελικά μπορεί μια συζυγοκτόνος να έρθει κοντά με την κόρη της;
«Στην περίπτωση της Φέη και του έργου, έρχεται κοντά μέσω των αναμνήσεων. Τη βοηθά να οικοδομήσει το παρελθόν της, σιγά σιγά το χτίζει, γιατί και η ίδια (η Φέη) έχει μείνει προσκολλημένη στο παρελθόν και στις θετικές εικόνες, ώστε ν΄αντέξει κλεισμένη μες στη φυλακή. Και αυτές τις αναμνήσεις αποκαλύπτει στην κόρη της σιγά σιγά, καθώς δε θυμάται κι εκείνη πολλά από το παρελθόν. Αυτός είναι και ο λόγος που την επισκέφτηκε, πέρα από το να καταφέρει να τη συγχωρέσει. Να καταφέρει να χτίσει αναμνήσεις.
»Το κομμάτι της συγχώρεσης δεν νομίζω ότι είναι εύκολο. Και δε νομίζω ότι γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Εδώ βέβαια η ιστορία διαδραματίζεται σε διάστημα τριών – τεσσάρων μηνών, όμως το να κατανοήσω και να συγχωρέσω έναν άνθρωπο, δεν ξέρω τι χρόνο χρειάζεται κι αν γίνεται ποτέ. Είναι κάτι πολύ προσωπικό. Νομίζω όμως ότι στην ιστορία μας, η Φέη επιλέγει στο τέλος να ομολογήσει στην κόρη της την αιτία του φόνου, γιατί έτσι θα καταφέρει να λυτρωθεί και να γίνει πιο ανεξάρτητη. Γιατί αλλιώς θα ήταν μονίμως αγκιστρωμένη πάνω στη μάνα. Έτσι όμως η μητέρα – αν και είναι χειριστική κατά τη διάρκεια της υπόθεσης – κατανοεί ότι επιλέγοντας να πει την αλήθεια στην κόρη της, θα μπορέσει εκείνη -φυσικά με πολλή δουλειά – να ζήσει μια κάπως πιο κανονική ζωή. Ενώ αν την κρατούσε στο σκοτάδι, λέγοντάς της ψέματα, δεν θα το πετύχαινε ποτέ. Θα είχε μεν την κόρη της, αλλά θα την είχε δέσμια σε ένα ψέμα. Είναι πολύ σκληρή η απόφασή της να μιλήσει και φαίνεται και η διαφορά στη συμπεριφορά της απέναντι στην κόρη της, σε σχέση με τη σωφρονιστική υπάλληλο που θα δουν οι θεατές.
»Έχουν πολύ ενδιαφέρον όλες οι σχέσεις ακτινωτά… Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι έχουν πάρα πολύ ωραία σχέση με τη Φέη παρόλο που είναι κατώτερή τους αλλά κι εκείνη με εκείνους. Το έργο εξετάζει πολύ ωραία το θέμα της επιρροής και γενικά πώς οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν σ’ ένα τόσο σκοτεινό περιβάλλον. Όλοι οι ρόλοι είναι σημαντικοί και ο καθένας έχει τη σημασία του.»
Είναι και ταλαντούχοι ηθοποιοί…
«Ναι και είμαι πολύ χαρούμενη που συνυπάρχω με αυτούς τους ταλαντούχους συναδέλφους. Παρόλο που παίζουμε για πρώτη φορά όλη μαζί, νομίζω ότι βγαίνει ένα ωραίο και δεμένο σύνολο. Επίσης μ’ αρέσει πολύ που έχουμε κοινές ηλικίες με τους ήρωες, τουλάχιστον εγώ και η Κατερίνα Παπαδάκη που κάνει την κόρη μου. Εγώ είμαι λίγο πριν κλείσω τα 45, όπως και η ηρωίδα και η Κατερίνα 25 σαν την κόρη. Επίσης ήταν ένας από τους λόγους που επέλεξα την παράσταση. Κι αυτό που βλέπω είναι ότι μπορεί να είναι έντονο το έργο αλλά ο κόσμος δεν φεύγει απλά συγκινημένος, αλλά τους αγγίζει και τους βάζει σε σκέψεις.»
Τα σωφρονιστικό σύστημα της Σκωτίας πώς το κρίνεις σε σύγκριση και με άλλες χώρες;
«Ως προς το καθεστώς των ποινών, σε σχέση με την αμερικανική δικαιοσύνη που στα ισόβια μπαίνουν στη φυλακή για όλη τους τη ζωή, στο βρετανικό σύστημα βλέπουμε κάτι διαφορετικό. Η ποινή ισοβίων ορίζεται με το που δίνεται, από την αρχή. Τώρα για τις συνθήκες που επικρατούν στις ελληνικές φυλακές, νομίζω ότι έχουμε ένα πάρα πολύ άσχημο σωφρονιστικό σύστημα, θα το περιέγραφα περισσότερο ως τιμωρητικό. Δεν είναι καθόλου υποστηρικτικό και γι’ αυτό νομίζω δεν έχει κι αποτελέσματα.»
Σχετικά με τις ποινές; Δεν θα έπρεπε στην Ελλάδα τα ισόβια να είναι πραγματικά ισόβια; Ένας μέρος της σκληρής επικαιρότητας οφείλεται και σ’ αυτό.
«Ναι, η αφαίρεση ζωής θα έπρεπε να τιμωρείται με ισόβια. Δεν ξέρω βέβαια αν “ισοφαρίζεται” ποτέ μια ποινή με μια ζωή, όμως καταλαβαίνω και συμφωνώ ότι χρειάζεται να είναι πιο αυστηρή η δικαιοσύνη σε αυτό το κομμάτι.»
Όταν η Τζόσυ στο έργο, αναγκάζεται ν’ αποχωριστεί ξανά τη μητέρα της για τρεις μήνες εξαιτίας της ανυπάκοης συμπεριφοράς της, περιγράφει τα συναισθήματά της και αναφέρει πως ένιωσε να παραλύει στο άκουσμα της είδησης. Έχεις νιώσει ποτέ κάτι αντίστοιχο;
«Ό,τι πιο δύσκολο είχα ποτέ να διαχωριστώ, ήταν ο θάνατος του πατέρα μου. Επειδή όμως ο Λουκιανός ήταν άρρωστος για χρόνια και όλα έγιναν σταδιακά, δεν θυμάμαι να έχω βιώσει ένα τέτοιου είδους συναίσθημα. Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του, ήταν τα πιο δύσκολα. Θυμάμαι όμως τον πόνο της απώλειας, του πένθους. Αλλά μπορώ να καταλάβω και το αίσθημα της παράλυσης. Ευτυχώς δεν έχει χρειαστεί – και δεν μπορώ να φανταστώ – να πρέπει ν’ αποχωριστώ το παιδί μου ή να χάσω με κάποιο βίαιο τρόπο ένα κοντινό μου πρόσωπο.»
Ό,τι πιο δύσκολο είχα ποτέ να διαχωριστώ, ήταν ο θάνατος του πατέρα μου
Επιλέγεις τυχαία δύσκολα έργα;
«Όχι, μ’ αρέσουν τα δύσκολα γενικότερα στη ζωή μου και το να βάζω προκλήσεις στον εαυτό μου, είναι κομμάτι της προσωπικότητάς μου. Μ’ αρέσει για παράδειγμα να έρχομαι αντιμέτωπη μ΄ένα δύσκολο και σκοτεινό ρόλο, γιατί νομίζω ότι γίνομαι εγώ καλύτερη, ως Γιασεμί, ως άνθρωπος αλλά και ως ηθοποιός. Κι επειδή είχαμε κι αυτή την παύση τα τελευταία δύο χρόνια, αισθανόμουν ότι ήθελα να δοκιμαστώ και σε κάτι δύσκολο.»
Είναι χαρακτηριστικό που κληρονόμησες από τον πατέρα σου ή από τη μητέρα σου;
«Νομίζω πως και οι δύο έβαζαν ωραίους και δύσκολους στόχους. Ο Λουκιανός ήταν τελειομανής. Και η μητέρα μου είναι, αλλά μ’ έναν άλλον τρόπο. Είναι από τους ανθρώπους που λειτουργεί καλά, όταν τρέχουν πολλά πράγματα παράλληλα. Ο πατέρας μου θ’ αναλάμβανε ένα πράγμα τη φορά, για παράδειγμα μια συναυλία ή μια μουσικοχορευτική παράσταση και θα το έφτανε μέχρι την τελειότητα. Νομίζω ότι βρίσκω περισσότερα κοινά στοιχεία με την πλευρά του πατέρα μου.»
Τον τελευταίο καιρό ξέσπασε και το κίνημα #metoo στη χώρα μας. Ένιωθες προστατευμένη στον χώρο ή ακόμη καλύτερα ήσουν υποψιασμένη, εξαιτίας των γονιών σου;
«Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω βιώσει ποτέ κάτι πολύ σκληρό. Ως προς το κομμάτι της σεξουαλικής κακοποίησης ειδικά, ποτέ. Κακοποιητική συμπεριφορά από σκηνοθέτες ναι, αλλά δε νομίζω ότι αν έγινε ή δεν έγινε κάτι έχει να κάνει με τους γονείς μου. Ήμουν όμως υποψιασμένη, ναι. Από μικρό παιδί βρίσκομαι στο χώρο και βλέπω πώς κινούνται οι άνθρωποι και πώς μπορεί να συμπεριφερθούν. Δεν έχω βρεθεί όμως ποτέ αντιμέτωπη – ούτε κάποιος συνάδελφος που έχω συνεργαστεί- με σεξουαλική κακοποίηση. Κακές συμπεριφορές υπήρχαν, αλλά όχι σε βαθμό που να μην μπορώ να τις διαχειριστώ ή που να με στιγματίσουν. Oύτε είχα ποτέ συνεργασία με κάποιο από τα ονόματα που κατηγορούνται. Είναι και το περιβάλλον της δουλειάς τέτοιο, με φωνές κι εντάσεις, αλλά όταν κάποιος νιώθει ότι προσβάλεται καλό είναι να μιλάει.»
Υπάρχει κάποια επαγγελματική συμβουλή σου έδωσαν οι γονείς σου και που την τηρείς;
«Ο μπαμπάς μου, μου έλεγε πάντα: “Κάνε τη δουλειά σου”, με την ένοια τού να είσαι προσηλωμένη και ν’ ασχολείσαι με αυτό που αγαπάς και με αυτό που σου δίνει πραγματική χαρά και όσο μπορείς να μένεις στην ουσία του πράγματος. Μείνε στον στόχο σου, κάνε καλά τη δουλειά σου. Επειδή πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο επάγγελμα, με άγχη, ανταγωνισμό κι αγωνίες, την κρατάω τη συμβουλή του.»
Με τη σκηνοθέτιδα, Νάντια Φώσκολου, συνεργάζεστε για τρίτη φορά. Πόσο σημαντική είναι η χημεία ηθοποιού – σκηνοθέτη τελικά;
«Είμαι πολύ χαρούμενη που συνεργάζομαι με τη Νάντια ξανά. Γνωριστήκαμε μέσω ενός κοινού γνωστού στη Νέα Υόρκη, όπου ζει κυρίως. Εγώ είχα βρεθεί εκεί το 2007, για να παρακολουθήσω κάποια σεμινάρια. Εκτιμηθήκαμε νομίζω αμοιβαία και πολύ. Έχουμε έναν κοινό κώδικα, μας αρέσουν τα ίδια πράγματα στην υποκριτική και μπορούμε να μιλάμε την ίδια γλώσσα. Για μένα είναι χαρά να δουλεύω μαζί της και το σημαντικό είναι που σιγά σιγά αποκτούμε έναν πυρήνα συνεργατών. Είμαστε και της ίδιας γενιάς που παίζει ρόλο στην επικοινωνία, όπως και με τους υπόλοιπους συνεργάτες τους οποίους ευχαριστώ πραγματικά. Έχουμε κοινή αισθητική, είμαστε ωραία ομάδα και θα ήθελα να δουλέψουμε ξανά μαζί και στο μέλλον.»
Τι περιμένεις να κερδίζει ο θεατής μετά το τέλος κάθε παράστασης;
«Νομίζω ο στόχος της συγκεκριμένης παράστασης αλλά και γενικά κάθε κειμένου, είναι ν’ αφυπνίζει τον θεατή και να σκέφτεται κυρίως πράγματα για τον εαυτό του. Είτε πόσο μακριά ή κοντά είναι σε μια κατάσταση, να βρει κοινά στοιχεία και βιώματα. Ακόμη κι αν σκεφτεί πόσο εκτός είναι από κάτι που δεν έχει βιώσει, για μένα είναι πολύ ουσιαστικό. Κάτι τέτοιο αποζητώ κι εγώ ως ηθοποιός και είναι κέρδος να έχω εισπράξει το παραμικρό, μετά από κάθε παράσταση.»
Είναι κέρδος να έχω εισπράξει το παραμικρό, μετά από κάθε παράσταση.
Λίγα περισσότερα λόγια για την παράσταση «Ατσάλι»
Όταν η 25χρονη Τζόσυ, η οποία δεν έχει καθόλου παιδικές αναμνήσεις, επισκέπτεται την ισοβίτισσα 45χρονη μητέρα της, Φέη, την οποία δεν έχει δει εδώ και 15 χρόνια, δηλαδή από τότε που η Φέη σκότωσε τον άντρα της (και πατέρα της Τζόσυ), ξεκινούν μαζί ένα ταξίδι-έρευνα στο οικογενειακό παρελθόν.
Παρά την τρομακτικά σκοτεινή αφετηρία, η συνάντηση των δύο γυναικών μετατρέπεται σε πεδίο που ακτινοβολεί ενέργεια, ωθώντας τον θεατή να διερευνήσει το πώς μπορούμε να οικοδομήσουμε την ευτυχία.
Τι θα συμβεί ανάμεσα στις δύο γυναίκες; Θα καταφέρουν να πλησιάσουν η μία την άλλη; Πόσο η μάνα είναι αποφασισμένη να ανοίξει τον σκοτεινό της κόσμο και να αφήσει λίγο φως από τον ερχομό της κόρης της να διεισδύσει σε αυτόν; Είναι η κόρη έτοιμη να αποδεχθεί τη μάνα της; Κι όλα αυτά μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον του εγκλεισμού, με τους νόμους και τις συνθήκες της φυλακής.
Το έργο αναλύει τις πολιτικοοικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες που παράγονται στο σωφρονιστικό σύστημα και τις φυλακές. Διερευνά τη σχέση μητέρας-κόρης μέσα από τη διαβρωτική φύση του ποινικού συστήματος, αποφεύγοντας την «πολιτική βεβαιότητα» και τις «δογματικές δηλώσεις».
Διεισδύει στις προσωπικές σχέσεις, στη σχεδόν αδιόρατη διαφορά ανάμεσα στη σχέση της αγάπης και της επιβολής εξουσίας. Μας βοηθάει να δούμε τα όριά μας, τις πιο σκοτεινές πλευρές του εαυτού μας και να διερευνήσουμε αν είμαστε ικανοί να τις ελέγξουμε. Γιατί τότε μόνο μπορούμε να πούμε ότι είμαστε ώριμοι άνθρωποι, έτοιμοι ν’ αποδεχθούμε τον εαυτό μας και τους άλλους.
Info
Θέατρο Μεταξουργείο, Ακαδήμου 14 & Κεραμεικού, τηλ 210 5234382, www.metaxourgeiotheatre.gr. Εως και Παρασκευή 3/6. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 21:00, Πέμπτη 21:00, Παρασκευή 21:00, Σάββατο 21:00, Κυριακή 20:00. Η παράσταση θα συνεχιστεί το Φθινόπωρο.
Συγγραφέας: Rona Munro. Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη. Σκηνοθεσία: Νάντια Φώσκολου. Σκηνογραφία: Αλέγια Παπαγεωργίου. Ενδυματολογία: Βασιλική Σύρμα. Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα. Μουσική επιμέλεια: Γιάννης Καραγιάννης. Βοηθός σκηνοθέτη: Σίμος Στυλιανού. Φωτογραφίες: Κέλλυ Φώσκολου. Ερμηνεύουν: Γιασεμί Κηλαηδόνη, Κατερίνα Παπαδάκη, Ανδρέας Κωνσταντινίδης, Ασπασία Μπατατόλη