“Πρέπει ο κόσμος να μάθει ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι απάνθρωπος”, είχε πει η Εσθήρ Κοέν που έφυγε από τη ζωή, στα 96 της χρόνια, την 1η Δεκέμβριου 2020. Ήταν η τελευταία Ελληνίδα επιζώσα του Άουσβιτς. 77.102 ήταν το νούμερο που της χάραξαν στο χέρι και της θύμιζε μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής της όλα όσα είχε ζήσει. Τα είχε αφηγηθεί πολλές φορές για να μην ξεχάσει κανείς άλλος τι σημαίνει φασισμός. Με αφορμή την σημερινή Διεθνή Ημέρα Μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος θυμόμαστε την ιστορία της μέσα από τα δικά της λόγια.
Ήταν 25η Μαρτίου του 1944 όταν οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις συγκέντρωσαν όλον τον εβραϊκό πληθυσμό των Ιωαννίνων -1.850 γυναίκες, άνδρες και παιδιά- στην πλατεία Μαβίλη, με προορισμό το στρατόπεδο του θανάτου Άουσβιτς-Μπιρκενάου.
Στις πύλες του στρατοπέδου, η 17χρονη τότε Εσθήρ Κοέν είδε για τελευταία φορά την οικογένειά της. “Είδα τελευταία φορά τους γονείς μου στη ράμπα στο Άουσβιτς, όπου μας χώρισαν. Θυμάμαι ότι καθώς απομακρύνονταν στην καρότσα ενός φορτηγού, φώναξε σε εμένα και την αδερφή μου: ‘Κορίτσια να διαφυλάξετε την τιμή σας'” είχε αφηγηθεί στην Καθημερινή. “Μία μέρα που μας κούρευε μια αιχμάλωτη, με ρώτησε τι απέγιναν οι γονείς μου. Της απάντησα πως δεν γνωρίζω και εκείνη μου είπε δείχνοντας τις φλόγες που έβγαιναν από τα κρεματόρια: ‘Να, εκεί καίγονται'”.
“Με την αδερφή μου ζήσαμε μαζί στο στρατόπεδο. Στην κόλαση. Όλη την ημέρα βροχή, αυτή η απαίσια βροχή. Ξυπνούσαμε χαράματα για τη δουλειά. Σπάζαμε πέτρες και γεμίζαμε κάτι μικρά βαγόνια. Ύστερα τα σπρώχναμε, σαν να ’μαστε μηχανές, ως την άλλη άκρη, δύο τρία χιλιόμετρα μακριά, και πετούσαμε τις πέτρες. Αλλά το βαγόνι αναποδογύριζε πολλές φορές από τις ράγες. Κι εμείς έπρεπε να το σηκώσουμε ξανά, να το ξαναγεμίσουμε με τις πέτρες και να το σύρουμε μέχρι το τέλος. Μη ρωτάς τι ήταν αυτό το πράγμα… Όλη μέρα. Γινόμουν ράκος, έκλαιγα, αλλά δεν άλλαζε τίποτε. Ώσπου αρρώστησα. Ανέβασα πυρετό και ψηνόμουνα. Τ’ άλλα κορίτσια μ’ έκρυβαν για μέρες. Μια Πολωνή συγκρατούμενή μου είπε να πω στα γερμανικά ότι είμαι άρρωστη. Το επόμενο πρωί που βγήκαμε για δουλειά το είπα. Με τράβηξαν στην άκρη. Η αδερφή μου και οι άλλες κρατούμενες φύγανε. Υπήρχε μια ορχήστρα, ήταν Ελληνίδες – άλλη έπαιζε βιολί, άλλη κιθάρα… Παίζανε καθώς οι κρατούμενες φεύγανε για τη δουλειά. Με στείλανε στο αναρρωτήριο. Δεν θυμάμαι πόσο έμεινα εκεί. Κάποια μέρα έμαθα ότι πρέπει ν’ αδειάσει το αναρρωτήριο για να φέρουν άλλους” είχε πει στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε στο Documento.
Η Εσθήρ Κοέν -που τη φώναζαν και Στέλλα- γλίτωσε από καθαρή τύχη, καθώς μια εβραϊκής καταγωγής Γερμανίδα γιατρός και κάποιες ομόθρησκες νοσηλεύτριες την έκρυψαν στο αναρρωτήριο όταν οι Es Es πήραν όλους τους υπόλοιπους από τον θάλαμό της και τους οδήγησαν στους φούρνους.
Γύρισε στα Γιάννενα μετά την απελευθέρωση και στο οικογενειακό προσκλητήριο δήλωσε παρούσα μόνο η αδελφή της -ήταν οι μόνες διασωθείσες από την 8μελή οικογένειά τους. Βέβαια, δεν την άφησαν να επιστρέψει στο σπίτι της που πλέον ανήκε σε άλλον.
Προσπάθησε να φτιάξει τη ζωή της. Παντρεύτηκε τον Σαμουήλ. Εκείνος είχε καταφέρει να σωθεί από την γερμανική “σκούπα” καταφεύγοντας στο βουνό μαζί με κάποιους άλλους, σχηματίζοντας αντάρτικες ομάδες. Μαζί απέκτησαν μία κόρη κι έναν γιο που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 34 ετών.
“Μια μέρα στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, ένας καθηγητής θεολογίας στο γυμνάσιο αποκάλεσε “παλιοεβραία” την κόρη μου, επειδή τη συνάντησε στον δρόμο μαζί μου, περασμένες εννιά το βράδυ, κάτι που απαγορευόταν. Δεν άντεξε την προσβολή. Με το που τελείωσε η χρονιά, έφυγε στο Ισραήλ. Έκτοτε δεν επέστρεψε” περιγράφει στην Καθημερινή και τον Σταύρο Τζίμα. Η κόρη της απέκτησε στο Ισραήλ έναν γιο ο οποίος σκοτώθηκε στα 20 του χρόνια πολεμώντας ως κληρωτός με τον ισραηλινό στρατό εναντίον της Χεζμπολάχ στον Λίβανο.
Στην ερώτηση γιατί της πήρε πολλά χρόνια να μιλήσει για τα βασανιστήρια που έζησε, απάντησε με δάκρυα στα μάτια: “Γιατί φοβόμασταν. Δεν μας αγάπησε κανένας, το καταλαβαίνετε αυτό;”
Το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος υπογραμμισε τη συμβολή της με μία ανακοίνωση την ημέρα που έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου της. “Με αστείρευτη ψυχική δύναμη αναδημιούργησε τη ζωή της, εργάστηκε, έκανε οικογένεια, και στα γεράματά της, με το δικό της τρόπο, αφύπνισε συνειδήσεις και αποκατέστησε την ιστορία”.
Το αίτημά της προς τον Γερμανό Πρόεδρο που επισκέφτηκε τα Ιωάννινα το 2014 “ήταν και παραμένει η ιερότερη παρακαταθήκη των επιζώντων του Ολοκαυτώματος στη νέα γενιά”, σημειώνει το ΚΙΣΕ. Τι του είχε ζητήσει; “Παρακάλεσα τις διερμηνείς του να του πουν ότι το ελάχιστο που πρέπει να κάνουν είναι να δώσουν λεφτά να γραφτούν βιβλία για να διαβάζουν και να μαθαίνουν τα μικρά παιδιά ώστε να μην επαναληφθούν τέτοια εγκλήματα, γιατί δυστυχώς η ιστορία δείχνει να επαναλαμβάνεται”.