Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, η Ταινιοθήκη της Θεσσαλονίκης και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Γκαίτε Θεσσαλονίκης (Goethe-Institut Thessaloniki), παρουσιάζουν το αφιέρωμα «Herzog vs. Kinski (Together apart – O καλύτερος εχθρός μου)» δίνοντας στο κοινό την ευκαιρία να απολαύσει τις εμβληματικές ταινίες που γέννησε η εκρηκτική συνεργασία ανάμεσα στον Βέρνερ Χέρτσογκ και τον Κλάους Κίνσκι, δύο από τις σπουδαιότερες μορφές στην ιστορία του ευρωπαϊκού σινεμά.
Το αφιέρωμα, που ανοίγει την Παρασκευή (18-21) στη Θεσσαλονίκη, έρχεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος στις 25-28 Ιανουαρίου. Θα προβληθούν 5 μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας και ένα ντοκιμαντέρ που ο κορυφαίος δημιουργός γύρισε για τον Καλύτερό του εχθρό, τον Κλάους Κίνσκι. Tις προβολές στην Ταινιοθήκη προλογίζουν σημαντικοί δημιουργοί, δημοσιογράφοι και κριτικοί κινηματογράφου.
Ο Χέρτσογκ και ο Κίνσκι, δύο ανυποχώρητες και ασυμβίβαστες προσωπικότητες που δεν μπορούσαν να ανεχτούν την παραμικρή έκπτωση στο καλλιτεχνικό τους όραμα, συνέθεσαν ένα από τα πιο θυελλώδη και δημιουργικά ντουέτα που γνώρισε ποτέ η έβδομη τέχνη.
Καρπός αυτής της εκρηκτικής συνεργασίας υπήρξαν πέντε ταινίες, οι οποίες πλάθουν ήρωες που μοιάζουν με τα δύο τιμώμενα πρόσωπα του αφιερώματος: χαρακτήρες που ξεφεύγουν από τον μέσο όρο, μπλέκουν σε απίθανες ιστορίες, τολμούν το αδιανόητο, βαδίζουν στο χείλος του γκρεμού και ψηλαφούν το αδύνατο.
Το αφιέρωμα συμπληρώνει το συγκινητικό ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Βέρνερ Χέρτσογκ οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του Κίνσκι, φέρνοντας στο φως τα εξωφρενικά περιστατικά που σημάδεψαν την κοινή τους πορεία, αλλά και τη διττή όψη του Κλάους Κίνσκι, ενός τυραννικού και βασανισμένου καλλιτέχνη που ακροβατούσε ανάμεσα στο θεόσταλτο ταλέντο και τον δαιμονικό του χαρακτήρα.
Το ντοκιμαντέρ Ο καλύτερος μου εχθρός είναι άκρως αποκαλυπτικό της επεισοδιακής σχέσης του σκηνοθέτη με τον εκκεντρικό ηθοποιό που παρ’ ολίγον να στοιχίσει ακόμα και τη ζωή τους. Στη βιογραφία άλλωστε του Κίνσκι «All Ι need is love» (που επανεκδόθηκε αργότερα ως «Kinski Uncut»), ο Κίνσκι «στολίζει» τον Χέρτσογκ με μια σειρά από διόλου κολακευτικά επίθετα («βδελυρός, κακόβουλος, σαδιστικός» κλπ), ενώ ο Χέρτσογκ, με αφορμή μια συνέντευξη τύπου για το ντοκιμαντέρ του, τον χαρακτηρίζει ως μια «ακραία παθολογική περίπτωση εγωμανούς. Όποτε συνέβαινε στα γυρίσματα κάποιο σοβαρό ατύχημα, ήταν μεγάλο πρόβλημα γι’ αυτόν επειδή ξαφνικά έπαυε να αποτελεί εκείνος το κέντρο της προσοχής».
Η πρώτη συνεργασία ανάμεσα στον 82χρονο σήμερα Χέρτσογκ και τον Κίνσκι, Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού (1972), μας προσκαλεί σε ένα εφιαλτικό και παραληρηματικό ταξίδι στις εσχατιές του Αμαζονίου, μα πάνω απ’ όλα στα σκοτεινά μονοπάτια της τρέλας, υφαίνοντας μια μεγαλειώδη παραβολή για την ανθρώπινη ματαιοδοξία και την απάνθρωπη φύση της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας.
Τη σκυτάλη παίρνει το Νοσφεράτου: Ο Δράκουλας της Νύχτας (1979), με υποβλητική ατμόσφαιρα σαν γοτθικό όνειρο, που αποτίνει φόρο τιμής στη θρυλική βωβή ταινία του Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου, πλάθοντας μια μελαγχολική ιστορία αγάπης και μοναξιάς μέσα από το πιο αντισυμβατικό πρίσμα.
Την ίδια χρονιά, το Βόιτσεκ (τα γυρίσματα του οποίου ξεκίνησαν μόλις πέντε ημέρες μετά την ολοκλήρωση του Νοσφεράτου, προτού καν προλάβει ο Κίνσκι και το συνεργείο να πάρουν ανάσα), μεταφορά του ομότιτλου (και ανολοκλήρωτου) θεατρικού του Γκέοργκ Μπίχνερ, ξεδιπλώνει μια σπαρακτική ιστορία εκμετάλλευσης του αδύναμου από τις σκοτεινές δυνάμεις της εξουσίας.
Συνέχεια με το Φιτζκαράλντο, ο τυχοδιώκτης του Αμαζονίου (1982), όπου οι εξωφρενικές ιστορίες από τα γυρίσματα υπερβαίνουν ακόμη και την αδιανόητη πλοκή της ταινίας: μια συνταρακτική ωδή στο αδύνατο που γίνεται εφικτό, στην απελευθερωτική δύναμη της εμμονής και του πάθους, συγχρόνως και μια συναρπαστική παραβολή για την κοσμογονική δύναμη του κινηματογράφου, αλλά και για το περιπετειώδες σινεμά του ίδιου του Χέρτσογκ.
Το τελευταίο κεφάλαιο σε μια συνύπαρξη που μας χάρισε αριστουργήματα μέσα από τα συντρίμμια της συνεχούς σύγκρουσης ήρθε με το Κόμπρα Βέρντε (1987), βασισμένο στο βιβλίο «Ο αντιβασιλέας της Ουίντα» του Μπρους Τσάτουιν (για τον οποίο έμελλε να γυρίσει ντοκιμαντέρ ο Χέρτσογκ τριάντα δύο χρόνια αργότερα), ένα ντελιριακό ταξίδι στο βλέμμα του Άλλου, στις χυδαίες καταβολές της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, αλλά και στην έμφυτη ανθρώπινη παρόρμηση της αυτοκαταστροφής.
Τέλος, το συγκινητικό ντοκιμαντέρ -με τον τόσο ευφυή και ενδεικτικό τίτλο- Ο καλύτερος μου εχθρός (1999), γυρισμένο οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του Κίνσκι και διανθισμένο με σπάνιο αρχειακό υλικό και πολύτιμες μαρτυρίες-συνεντεύξεις, ρίχνει μια τρυφερή αλλά και ειλικρινή ματιά τόσο στα σκοτάδια της προσωπικότητας του Κλάους Κίνσκι όσο και στις αμέτρητες αντιφάσεις και όψεις μιας επεισοδιακής καλλιτεχνικής συνύπαρξης, που όμοιά της δύσκολα θα συναντήσει κανείς σε ολόκληρη την ιστορία της έβδομης τέχνης.