“Πώς φτιάχνω μία απεικόνιση της δύναμης του Χόλιγουντ να αλλάζει καρδιές και μυαλά; Αποφάσισα να δημιουργήσω ένα φανταστικό, εναλλακτικό χολιγουντιανό σύμπαν και μετά να το γεμίσω με μερικούς πραγματικούς ανθρώπους και κάποιους φανταστικούς χαρακτήρες βασισμένους με χαλαρότητα πάλι σε πραγματικούς ανθρώπους”. Αυτό απάντησε σε ερώτηση του Time περί έμπνευσης o δημιουργός του “Hollywood”, Ryan Murphy (American Horror Story, The Politician, Glee) στο Netflix.
Μπορεί τα παραπάνω να είναι όντως αυτό που χαρακτήριζε κάποτε η καθηγήτρια των αγγλικών μου ως “the gist” για μία περιεκτική περίληψη, αλλά για τα δεδομένα της εν λόγω σειράς είναι σχεδόν μηδαμινό για να την περιγράψει όπως της αρμόζει. Ακόμα πιο πενιχρές από άποψη ποιότητας είναι και οι κριτικές που μπορεί να δει κανείς στα Rotten Tomatoes και Metacritic, που ναι μεν εκθειάζουν τις ερμηνείες, όπως και την παραγωγή αυτή καθεαυτή σε εκτέλεση και προθέσεις, θεωρούν δε αρκετά μπλεγμένη (και όχι τόσο περίπλοκη) την υπόθεση. Ας τα πάρουμε όμως όλα από την αρχή.
Εφαλτήριο στην πλοκή της σειράς είναι το περιβόητο βενζινάδικο του Ernie West που λειτουργούσε ως βιτρίνα σεξουαλικών υπηρεσιών για εύπορες και παραμελημένες συζύγους, καθώς και ομοφυλόφιλους κυρίους των οποίων οι σεξουαλικές προτιμήσεις δεν ήταν ευρέως γνωστές. Ο Ernie βασίστηκε στο χαρακτήρα του Scotty Bowers, ο οποίος στη βιογραφία του “Full Service: My Adventures in Hollywood and the Secret Sex Lives of the Stars” είχε περιγράψει λεπτομερώς πώς οι υψηλής ποιότητας σεξουαλικές υπηρεσίες μπόρεσαν να προστατεύσουν την προσωπική ζωή ένα σωρό διασημοτήτων από μία εποχή που η διαφορετικότητα αποτελούσε ποινικό αδίκημα. Στο εν λόγω βενζινάδικο έβγαζαν τα προς το ζην ανερχόμενοι και “νόστιμοι” ηθοποιοί μέχρι η καριέρα τους να μπορέσει να ρολάρει. Μεταξύ των διάσημων πελατών που λέγεται ότι “ικανοποιούσαν” κατά καιρούς συγκαταλέγονταν οι Cary Grant, Katharine Hepburn, Bette Davis, Randolph Scott και Cole Porter (ο τελευταίος παρουσιάζεται στο πρώτο επεισόδιο).
Μια μέρα, ο Ernie “ψαρεύει” τον απελπισμένο (και κούκλο) Jack Castello. Ο προσεχώς πατέρας και άφραγκος καλλιτέχνης δεν έχει σταυρώσει ούτε μισή οντισιόν, “προωθείται” καταλλήλως στη σύζυγο του κολοσσού Ace Studios (από όπου συνεχώς απορρίπτεται), ενώ επίσης εκεί δένεται περισσότερο με το “συνάδελφο” αφροαμερικανό wannabe σεναριογράφο και ανοιχτά γκέι Archie Coleman. Ο Coleman, έχοντας εμπνευστεί από την αληθινή ιστορία της βρετανίδας ηθοποιού Peg Entwistle, η οποία πράγματι είχε αυτοκτονήσει πηδώντας από το γράμμα H της πινακίδας Hollywood, έγραψε ένα σενάριο κομμένο και ραμμένο στα “λευκά” πρότυπα με την ελπίδα ότι έτσι θα κατορθώσει να το κάνει ταινία.
Ταυτόχρονα, ξετυλίγεται το απαγορευμένο ρομάντζο του συγγραφέα με τον επίσης γκέι Rock Hudson που επιλέγεται από τον ατζέντη Henry Wilson (επικός Jim Parsons) για να τον αναδείξει σε νέο σούπερ σταρ με αντάλλαγμα μερικά σεξουαλικά χατίρια. Εδώ μιλάμε για δύο αληθινούς χαρακτήρες. Ο μεν πασίγνωστος Hudson πέρασε όλη του τη ζωή κρύβοντας την ομοφυλοφιλία του, κάνοντας ένα γάμο για τα μάτια του κόσμου (εν τέλει “έφυγε” από AIDS), ο δε αδίστακτος Wilson (η τότε γκέι εκδοχή του Harvey Weinstein) ήταν κοινό μυστικό πώς ακριβώς προωθούσε από τον περίφημο καναπέ των κάστινγκ του τα ανερχόμενα ταλέντα που “ψάρευε”. Εκτός του Hudson που είχε από κοντά επί 20 χρόνια, ήταν υπεύθυνος και για την ανάδειξη των Lana Turner, Troy Donahue και Rory Calhoun.
Στην προκειμένη ο Eric Murphy, προσπάθησε έστω και κινηματογραφικά να λυτρώσει τον Hudson, ο οποίος τολμά να πιάσει από το χέρι το αγόρι του στο κόκκινο χαλί των Όσκαρς, βάζοντας σε όλους το φυτίλι του “πώς θα ήταν άμα” δεν του στερούνταν η ελευθερία της έκφρασης στο απόγειο της καριέρας του. “Ήθελα να δώσω ένα χαρούμενο τέλος σε μερικούς ανθρώπους που αντιμετώπισαν τόσο απαίσιες καταστάσεις στο Χόλιγουντ. Και ήθελα να θέσω μια μεγάλη, ιστορική ερώτηση αναθεώρησης: Αν επιτρεπόταν σε αυτούς τους ανθρώπους να είναι αυτοί που ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και να βάλουν αυτήν την εικόνα στο κινηματογράφο, θα άλλαζε η πορεία του Χόλιγουντ και η ζωή μου ως γκέι παιδί που μεγάλωνε στη δεκαετία του 1970 και που ένιωθε ότι δεν είχε πρότυπα;”, επεσήμανε σχετικά ο Murphy στη βρετανική Express. Η πρωτοστάτρια του #metoo Mira Sorvino παρεμπιπτόντως, ως Jeanne Crandall ερμηνεύει μέσα σε μία αριστοτεχνικά ενορχηστρωμένη τραγική ειρωνεία την τότε εκδοχή της παγιδευμένης ηθοποιού, που για να έχει δουλειά έπρεπε να είναι η ερωμένη του μεγαλοστουντιάτορα Ace Amberg.
Κι ύστερα έρχεται ο ρατσισμός που βιώνει με το δικό της τρόπο η ταλαντούχα αφροαμερικανίδα Camille Washington (κατά τον Murphy το alter ego των Lena Horne και Dorothy Dandridge) που ήταν καταδικασμένη να παίζει κωμικούς ρόλους υπηρετριών γιατί σε βασικό θα εμπόδιζε τη διανομή των ταινιών στο Νότο της δουλείας. Ως πρωταγωνίστρια της ταινίας Peg, θα επιχειρήσει να λυτρώσει και τη Hattie McDaniel, στην οποία το 1940 δεν επιτράπηκε η είσοδος στην τελετή απονομής των Όσκαρς παρά μόνο όταν χρειάστηκε να παραλάβει το πρώτο Όσκαρ που δόθηκε ποτέ σε Αφροαμερικανίδα για την ερμηνεία της στο “Όσα παίρνει ο άνεμος”.
Παρόμοια τύχη εντωμεταξύ, είχε και η Anna May Wong που επί χρόνια έπρεπε να υποδύεται δευτερεύοντες χαρακτήρες, κινεζικές φυσιογνωμίες συγκεκριμένης… νοοτροπίας και στερεοτύπων. Ακόμα κι αν ο ρόλος είχε ασιατική καταγωγή δηλαδή, η ανάθεσή του γινόταν σε yellowface μέσω make up, Αμερικανίδες. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα, αυτό δεν έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό, αφού δεν έχει υπάρξει ακόμη ηθοποιός ασιατικής καταγωγής που να έχει βραβευθεί με όσκαρ για α᾽ρόλο.
Τελευταία, μα καθόλου καταϊδρωμένη έρχεται η σύζυγος του Ace Amberg, Avis που αναλαμβάνει λόγω ανωτέρας βίας τα ηνία της επιχείρησης και της οποίας οι αποφάσεις υποτιμώνται και υπονομεύονται από το “τσοπανόσκυλο” και δικηγόρο του άντρα της, Lon Silver. Από πού κι ως πού άλλωστε, μία γυναίκα να θεωρεί ότι μπορεί να ηγηθεί σωστά τα Ace Studios χωρίς να τα “βουλιάξει”; Για την ιστορία, μόλις το 1980 κατάφερε η Sherry Lansing να γίνει επικεφαλής της 20th Century Fox, ενώ και η Irene Selznick πέρασε από 40 κύματα και ένα διαζύγιο από τον παραγωγό David O. Selznick για να ασχοληθεί και επισήμως με τις θεατρικές παραγωγές.
Λογικό και αναμενόμενο άρα, το σούσουρο που δημιούργησε το Hollywood· παράλληλα με την κυκλοφορία του, άρχισαν να σκάνε στα μίντια οι ιστορίες με έμφαση στο κουτσομπολιό για το πού ξεκινάει η αλήθεια και πού τελειώνει το ψέμα, αλλά και τις ουκ ολίγες προεκτάσεις που μπορεί να διακρίνει κανείς, παρακολουθώντας το. Μη γελιόμαστε, η συνταγή της επιτυχίας για την απόλυτη αποκαθήλωση της βιομηχανίας του θεάματος είναι ιδιαιτέρως ελκυστική: Μεταπολεμικό Χόλιγουντ παλαιάς κοπής (με τη νοσταλγία για τις “αθώες” και ξέγνοιαστες δεκαετίες να είναι πιο επίκαιρη από ποτέ) τσεκ, φήμη και δόξα που κατακτάται με αίμα και… παράγωγα σεξουαλικών πράξεων (αμαρτίες, σεξουαλικά σκάνδαλα και όργια που επιβεβαιώνονται δηλαδή) τσεκ, το σύνδρομο της σταχτοπούτας, ρατσισμός, εκφοβισμός, ομοφοβία, #metoo εποχής και φεμινισμός σε πρώτο πλάνο. Και τρολ και ρομάντζο, λύτρωση και θεία δίκη μέσα σε επτά περιεκτικά επεισόδια.
Το Hollywood παρόλα αυτά, σε ένα βαθμό ίσως να κουβαλά την κατάρα του La La Land, αυτήν του καλογυρισμένου παραμυθιού που για να το πάρει κανείς στα σοβαρά (και να αξίζει Όσκαρ) θα πρέπει να είναι αρκούντως βαρύγδουπο και δακρύβρεχτο όσο το Moonlight και να απαρνηθεί χρυσόσκονη και περιτύλιγμα. Μεταξύ των επικριτικών σχολίων που συγκέντρωσε η σειρά, αυτό της ιστοσελίδας Den of Geek: “Το Hollywood μπερδεύει τις σοκαριστικές αποκαλύψεις του American Horror Story με την σχεδόν αφελή ευαισθησία του Glee και το αποτέλεσμα είναι αμήχανο”. Υπάρχει ωστόσο άραγε, κάποιος που δε θα βρει κανένα στοιχείο για να ταυτιστεί; Κάποιος που στη ζωή του δεν αναλώθηκε ούτε στο ελάχιστο σε ένα βασανιστικό “πώς θα ήταν άμα” κάποιου ξεχασμένου απωθημένου ή μιας απόφασης ζωτικής σημασίας; Κατά 99% όχι.
Για μένα η όποια επιτυχία του Hollywood σε θεάσεις είναι απολύτως δικαιολογημένη. Μικρότερης έκτασης μάλιστα, και πολύ άδικα εστιασμένη στη νοοτροπία της κλειδαρότρυπας από ό,τι κανονικά του αναλογεί σε ποσότητα θάρρους και καυστικότητας. Ακόμη κι εδώ όμως, ο νόμος του Murphy (του Edward αυτή τη φορά) ως οδηγού απαισιοδοξίας θα σταματήσει να ισχύει όταν αρχίσουμε επιτέλους να εκτιμάμε χωρίς ψυχαναγκαστικά ψύγματα κουλτουρολαγνείας και ενοχές ό,τι μας κάνει να περνάμε καλά τη στιγμή που συμβαίνει.