Η μοιραία γυναίκα με το ροζ πουκάμισο και το ροζ παλτό που ανηφόριζε την πολυσύχναστη Βία Μοντεναπολεόνε, τον κεντρικότερο εμπορικό δρόμο του Μιλάνου, μια ανοιξιάτικη μέρα του 2016, δεν μπορούσε παρά να τραβήξει αμέσως την προσοχή· τίποτα επάνω της, από τα εντυπωσιακά, τεράστια δαχτυλίδια έως την υπερβολική κώμη, δεν μαρτυρούσαν γυναίκα της διπλανής πόρτας. Πώς θα μπορούσε άλλωστε;
Η Πατρίτσια Ρετζιάνι, φορτωμένη με άπειρες τσάντες από τα πρωινά της ψώνια, είχε βρει τον μοναδικό τρόπο που ήξερε για να γιορτάσει την πρόσφατη αποφυλάκισή της: το ανεξάντλητο shopping. Το Μιλάνο τής ανήκε και ήξερε να το χειρίζεται με τους δικούς της όρους· οι παλιοί φίλοι ήταν εκεί και, ακόμα και αν κάποιοι από αυτούς είχαν γυρίσει την πλάτη στη μοιραία φόνισσα, σίγουρα δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα αλησμόνητα πάρτυ στα οποία είχαν παραβρεθεί την αξέχαστη για τον χώρο της μόδας δεκαετία του ’90 ως τότε καλεσμένοι της.
Εξάλλου, όσα χρόνια και αν περάσουν και παρά τα 15 χρόνια εγκλεισμού της, η Ρετζιάνι θα παρέμενε στις συνειδήσεις όλων ως η κυρία Γκούτσι, δηλαδή ως αυτή που παντρεύτηκε τον μοιραίο διάδοχο της ιταλικής αυτοκρατορίας με τα πολυτελή είδη μόδας, αλλά και ως η ηθική αυτουργός της δολοφονίας του. Την απίστευτη ιστορία της φέρνει ξανά στο φως όχι μόνο το βιβλίο της Σάρα Γκέι Φόρντεν «Οίκος Gucci: Μια ιστορία φόνου, τρέλας, λάμψης και απληστίας», αλλά και η πολυαναμενόμενη ταινία που εμπνέεται από τη ζωή της «Μαύρης Χήρας», όπως είναι γνωστή η Ρετζιάνι, και την οποία σκηνοθετεί ο Ρίντλεϊ Σκοτ με ένα ολόλαμπρο καστ: εκτός από τηLady Gaga, η οποία αναμένεται να πρωταγωνιστήσει στον ρόλο της Ρετζιάνι, στην ταινία θα συμμετάσχουν κορυφαία ονόματα όπως αυτά των Αλ Πατσίνο, Ανταμ Ντράιβερ, Τζάρεντ Λέτο και Τζακ Χιούστον.
Ο σκηνοθέτης είχε προσπαθήσει να ξανακάνει ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τα εσωτερικά του οίκου Gucci, αλλά η οικογένεια είχε αντιδράσει, με αποτέλεσμα το πρότζεκτ να μείνει στον αέρα. Ωστόσο αυτή τη φορά στη μέση μπήκαν τα μεγάλα στούντιο, όπως αυτό της MGM, που αγόρασε τα δικαιώματα του σεναρίου, το οποίο εμπνέεται από το μπεστ σέλερ βιβλίο, και ύστερα από τη μεγαλεπήβολη και σίγουρη σφραγίδα του Netflix έκλεισε η συμφωνία· ορίστηκε μάλιστα και ημερομηνία κυκλοφορίας, ο Νοέμβριος του 2021, ώστε να είναι σίγουρο ότι θα κρατηθεί το χρονοδιάγραμμα. Τα πάντα δείχνουν ότι πρόκειται αναμφίβολα για μία από τις ταινίες της χρονιάς, αφού η ιστορία έχει όλα όσα μπορεί κανείς να φανταστεί από ένα φανταστικό σενάριο που στην περίπτωση της Gucci είναι πέρα για πέρα αληθινό: δολοφονίες, αντιδικίες, παράνομους έρωτες, απληστία και πολλές ζωές βγαλμένες από την απόλυτη πραγματικότητα.
Η ιστορία της οικογένειας
Το άκουσμα και μόνο του ονόματος Πατρίτσια Ρετζιάνι φέρνει στον νου όλο το χρονικό της οικογένειας, που γράφτηκε με άφθονο χρήμα, αντιδικίες και αίμα: πατριάρχης της αυτοκρατορίας που σήμερα διανύει μια από τις πιο προσοδοφόρες περιόδους στην ιστορία του ήταν ο Γκούτσιο Γκούτσι, ο οποίος ξεκίνησε την αυτοκρατορία του με ένα μικρό μαγαζί στη Φλωρεντία, την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, πουλώντας δερμάτινα είδη, σε μια εποχή που αυτά ήταν δυσεύρετα. Χαρακτηριστικά της εταιρείας ήταν οι δερμάτινοι σάκοι, το σήμα GG και η τρίχρωμη ετικέτα που έγινε το σήμα κατατεθέν του οίκου δίνοντας το στίγμα μιας φίρμας που ήταν πάντα άμεσα συνυφασμένη με την πολυτέλεια. Το μεγαλεπήβολο όραμα του πατέρα Γκούτσιο Γκούτσι φάνηκε να συμμερίζεται και να υλοποιεί ο διάδοχος Αλντο Γκούτσι, το μεγάλο μυαλό της οικογένειας. Σε χρόνο ρεκόρ μετέτρεψε την εταιρεία σε ένα πανίσχυρο brand name με παραρτήματα σε όλο τον κόσμο. Το όνομα Gucci άρχισε να βρίσκει ανταπόκριση και στους διάσημους από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Πίτερ Σέλερς έως την Τζάκι Κένεντι, η οποία ήταν τόσο εξαρτημένη από την τσάντα της που σύντομα της χάρισε και το όνομά της και έκτοτε είναι διάσημη ως η «τσάντα Τζάκι».
Αντίστοιχα δημοφιλή έγιναν και τα μεταξωτά μαντίλια που λάνσαρε ηΚαρολίνα του Μονακό και όλα τα αξεσουάρ με τα διπλά G, αγκαλιασμένα το ένα με το άλλο. Ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή, από τους διαδόχους του Γκούτσιο, τους τρεις γιους που μοιράζονταν τα ποσοστά από την επιχείρηση και έτρεφαν αμοιβαίο μίσος: ο Αλντο ανταγωνιζόταν πάντα όχι μόνο τον Ροντόλφο με τον οποίο τσακώνονταν σαν οι χειρότεροι εχθροί, αλλά και τον γιο του που είχε βλέψεις στην εταιρεία.
Ο Αλντο είχε κάποια στιγμή τη φαεινή ιδέα να λανσάρει αρώματα και φρόντισε να αφήσει έξω από το τμήμα αυτό τον αδελφό του, παλιό ηθοποιό του ιταλικού κινηματογράφου, με αποτέλεσμα η κατάσταση να αρχίζει να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Οι τσακωμοί ήταν καθημερινοί και οι κηπουροί τότε μάζευαν διαρκώς τις αιματοβαμμένες τσάντες Gucci που έβρισκαν πεταμένες στον κήπο ύστερα από τους έντονους καβγάδες που ενίοτε κατέληγαν στο νοσοκομείο. Ο γιος του Αλντο, ο Πάολο, σε μια έκρηξη θυμού αποφάσισε να προχωρήσει στην ίδρυση του δικού του οίκου Gucci, αλλά ο ανένδοτος πατέρας τον σταμάτησε την τελευταία στιγμή, με αποτέλεσμα ο γιος να τον καταγγείλει στην Εφορία· ο γερο-Αλντο φυλακίζεται παρά την προχωρημένη του ηλικία, έχοντας ωστόσο ήδη φροντίσει το μισό ποσοστό της εταιρείας να πάει όχι στον γιο του αλλά στον ανιψιό του Μαουρίτσιο Γκούτσι. Στα 24 του, ο Μαουρίτσιο παντρεύεται την Πατρίτσια Ρετζιάνι, την οποία ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα σε ένα πάρτυ, ενώ ήταν ήδη πάμπλουτος.
Το ταίρι του φρόντισε να γίνει «συνένοχο» στα πιο παράλογα όνειρα: ταξίδια με ελικόπτερα, ονειρικές βραδιές στη Νέα Υόρκη, πάρτυ και μια ζωή κατευθείαν βγαλμένη από το ξέφρενο lifestyle της δεκαετίας του ’70. Ο άβγαλτος τότε Μαουρίτσιο έδειξε να εντυπωσιάζεται από τη δυναμική νέα με το ταμπεραμέντο και τον διευρυμένο κοινωνικό κύκλο της σωσία της Λιζ Τέιλορ. Είναι αυτή που τον γνωρίζει στη σνομπ αριστοκρατία του Μιλάνο, στην οποία εκείνος ως Φλωρεντίνος δεν είχε μέχρι τότε πρόσβαση. Ο γάμος έγινε το 1972 μόνο που η οικογένεια Γκούτσι είχε άλλη άποψη. Ο θείος Ροντόλφο δεν ενέκρινε τη φιλόδοξη νύφη αντιλαμβανόμενος από ένστικτο τη μεγάλη φιλοδοξία και τον κυνισμό της φιλοχρήματης νύφης. Ο Μαουρίτσιο, όμως, που είχε χάσει από πολύ μικρή ηλικία, μόλις στα πέντε του χρόνια, τη μητέρα του, φαίνεται ότι είχε ανάγκη από προστασία, και χωρίς δεύτερες σκέψεις αποφάσισε να παντρευτεί την αγαπημένη του Μιλανέζα.
Τα πάρτυ με τον Ωνάση και το σκάφος του Νιάρχου
Ωστόσο η Πατρίτσια δεν βιαζόταν να χαρίσει διαδόχους στον αγαπημένο της Μαουρίτσιο. Αγόρασαν ένα εντυπωσιακό διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο του Olympic Tower στο κέντρο του Μανχάταν και άρχισαν να περιφέρονται στη νυχτερινή Νέα Υόρκη με εντυπωσιακές λιμουζίνες και έναν σοφέρ, ο οποίος είχε αφήσει εποχή. Εκαναν παρέα με τον Ωνάση και την Τζάκι και φρόντιζαν να διευρύνουν τον κύκλο τους σε πάρτυ γεμάτα σαμπάνια και με όλη αυτή την υπερβολή των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Ο ερχομός της πρωτότοκης κόρης τους Αλεσάντρα έδειξε να ολοκληρώνει με τον καλύτερο τρόπο την ευτυχία του ζεύγους που συνέχιζε ακάθεκτο τη μεγάλη ζωή: από τον ανταγωνιστή του φίλου τους Ωνάση, Σταύρο Νιάρχο, αγόρασαν στη συνέχεια το πιο εντυπωσιακό γιοτ που έπλεε τότε στις θάλασσες, με το περίφημο τρικάταρτο σκαρί από έβενο και τα 63,03 μέτρα του, την περίφημη «Κρεολή».
Πρόκειται για ένα από τα πιο ιστορικά σκάφη που πλέον αποκαλείται «καταραμένο» λόγω της αιματοβαμμένης ιστορίας του, αφού με αυτό μεταφέρθηκε στη Σπετσοπούλα για να θαφτεί η Ευγενία. Προληπτική καθώς ήταν η Πατρίτσια έπεισε τον άνδρα της να προσλάβει μέντιουμ-μάγισσα για να ξορκίσει το κακό: την Τζουζεπίνα Αουριέμα, που κατέφτασε με τα μαντζούνια της στο σκάφος για εξορκισμό! Δεν ήταν παρά η γυναίκα που έμελλε εκ των υστέρων να προκαλέσει η ίδια την κακιά μοίρα ως άμεση συνεργός στη δολοφονία του Γκούτσι και εκείνη που αποκάλυψε το όνομα της «μαύρης χήρας» ως ιθύνοντος νου στον σχεδιασμό του φόνου. Τότε, όμως, τίποτε από όλα αυτά δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Ολα έμοιαζαν να πηγαίνουν σαν τα ταξίδια του ζεύγους με την «Κρεολή», πρίμα, με την εταιρεία να γιγαντώνεται μετά και την ιδέα του Μαουρίτσιο να τη μετατρέψει σε μια πραγματική πολυεθνική με παραρτήματα σε όλο τον κόσμο.
Η κοσμική ζωή, ωστόσο, δεν ήταν μονοσήμαντη, αφού αύξανε και τους πειρασμούς: ο χειραφετημένος πλέον Μαουρίτσιο δεν ακολουθούσε τις συμβουλές της συζύγου και αποφάσισε να έρθει σε σύγκρουση με τους συγγενείς και να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος, νέος CEO και μεγαλομέτοχος της εταιρείας. Τότε άρχισε και τα συζυγικά παραστρατήματα. Τα νέα δεν άργησαν να φτάσουν στα αυτιά της απατημένης συζύγου και οι καβγάδες έγιναν καθημερινοί. Μαζί με τον γάμο άρχισε να ναυαγεί και η παντοκρατορία, αφού τα μεγάλα ανοίγματα δημιούργησαν τεράστιες τρύπες αφαιμάσσοντας τον παντοδύναμο Μαουρίτσιο, ο οποίος αρχίζει να αναζητά διέξοδο έχοντας για πρώτη φορά στο μυαλό του ότι θα έπρεπε να παραχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών του. Η σύζυγος, ωστόσο, δεν πτοείται και διαπραγματεύεται με απόλυτα σκληρούς όρους το διαφαινόμενο διαζύγιο: τα 600.000 δολάρια που της προτείνει ο Γκούτσι τής φαίνονται λίγα και απαιτεί διπλασιασμό.
Τότε μάλιστα λέει και την ατάκα που έμελλε να γράψει ιστορία, ότι «καλύτερα να κλαις σε Rolls-Royce παρά να χαίρεσαι σε ποδήλατο». Τελικά το 1992 αρχίζει να συμβιβάζεται με την ιδέα του διαζυγίου, το οποίο ακόμα δεν έχει εκδοθεί, και είναι τότε που ο άνδρας της αποφασίζει να παραχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών του σε τράπεζα επενδύσεων. Δεν μένει τίποτε άλλο στον Μαουρίτσιο από το να αναζητήσει σταθερή παρηγοριά στην αγκαλιά της εντυπωσιακής ξανθιάς Πάολα Φράνκι. Εμεναν οι δυο τους στο εντυπωσιακό διαμέρισμα της εύπορης Μιλανέζας στην Κόρσο Βενέτσια μαζί και με τον 10χρονο τότε γιο της Τσάρλι, τον οποίο είχε κατά κάποιον τρόπο υιοθετήσει ο Ιταλός επιχειρηματίας. Ο δεσμός έμοιαζε να είναι σοβαρός και ένα ωραίο βράδυ, όπως αποκάλυψε εκ των υστέρων η Πατρίτσια στο τηλεοπτικό σόου «Storie Maledette», ο Γκούτσι έφυγε από το σπίτι του για τσιγάρα και κυριολεκτικά δεν επέστρεψε ποτέ. Η αγανακτισμένη σύζυγος δεν άργησε να ανακαλύψει το σταθερό τηλέφωνο της αντίζηλου και κάποια στιγμή άφησε ουρλιάζοντας ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή: «Να ξέρεις ότι οι κόρες σου θα σε μισούν για πάντα και ποτέ δεν θα ξεπεράσουν το τραύμα που τους προκάλεσες αφήνοντας το σπίτι. Θα είσαι για πάντα καταραμένος και εύχομαι να σε βρει η κόλαση».
Ο φόνος
Και όπως φάνηκε, δεν άργησε να τον βρει, άσχετα αν η ίδια η Πατρίτσια είχε γράψει «Παράδεισος» στο Cartier σημειωματάριό της, στη σελίδα που έγραφε 27 Μαρτίου 1995 (ένα από τα στοιχεία που οδήγησαν στην εξιχνίαση του εγκλήματος). Εκείνη η μέρα ήταν από τις πιο όμορφες που εγκαινίαζαν τον ερχομό της άνοιξης και ο Μαουρίτσιο Γκούτσι, ο οποίος φρόντιζε πάντα να ξεκινά νωρίς για τη δουλειά του, θα έφτανε στην είσοδο του εντυπωσιακού κτιρίου όπου στεγαζόταν το γραφείο του στη Βία Παλέστρο ακριβώς στις 8.30 το πρωί. Βγήκε από το αυτοκίνητο κρατώντας μια στοίβα από περιοδικά και στην πόρτα τον υποδέχτηκε με ένα θερμό χαμόγελο ο πιστός θυρωρός Τζουζέπε Ονοράτο – ήταν εκείνος που είδε το χέρι να υψώνεται απειλητικά προς το μέρος του κρατώντας όπλο. Μάταια προσπάθησε να τον προστατέψει.
Ο 46χρονος Μαουρίτσιο Γκούτσι έπεσε νεκρός από σφαίρες που τον βρήκαν στην πλάτη και στο κεφάλι, ενώ σοβαρό τραυματισμό υπέστη και ο θυρωρός, ο οποίος γλίτωσε κυριολεκτικά από θαύμα. Κανείς δεν μπορούσε τότε να φανταστεί ότι η δολοφόνος ήταν η «Λιζ Τέιλορ του οίκου Gucci», η σύζυγος του Μαουρίτσιο, αν και η ερωμένη του αδικοχαμένου επιχειρηματία είχε καίριους λόγους να υποστηρίζει το αντίθετο. Είχε μάλιστα και ξεκάθαρο τον λόγο: τον γάμο που είχαν στα σκαριά αφότου θα έβγαινε το πολυπόθητο διαζύγιο με την Πατρίτσια. Η ωραία ξανθιά ερωμένη είχε γίνει εμμονή για τη Ρετζιάνι – και αυτό σήμαινε πολλά. Ωστόσο, πέρα από υποψίες, τίποτα δεν μπορούσε να αποδειχθεί στην πράξη έως ότου η στενή φίλη της Πατρίτσια και άλλοτε μέντιουμ-οραματίστρια-μάγισσα δεν άντεξε και μέσα σε ένα παραλήρημα αποκάλυψε σε στενό της άνθρωπο τη ραδιουργία – και ήταν εκείνος που κάλεσε αμέσως την Αστυνομία. Στο κόλπο γκρόσο συμμετείχαν άλλοι τρεις και όλοι εκ των υστέρων θυμόντουσαν ότι η υποτιθέμενα τεθλιμμένη χήρα δεν είχε ρίξει παρά ελάχιστα δάκρυα στην κηδεία. Οι δυο κόρες της σταμάτησαν να της μιλούν. Την έχουν μάλιστα ακόμα σε απόσταση, προτιμώντας να παραμένουν στα σπίτια τους στην Ελβετία κόβοντας κάθε δεσμό.
H δολοφόνος Πατρίτσια Ρετζιάνι αρνήθηκε την πρόταση αποφυλάκισης που της έγινε το 2011, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και την πιθανότητα να εργαστεί, αυτή που δεν είχε βάλει στα χέρια της παρά μόνο κρέμες και πανάκριβα κοσμήματα, με αποτέλεσμα να βγει τελικά από τη φυλακή τρία χρόνια αργότερα, οπότε μπόρεσε να διεκδικήσει μια έστω υποτυπώδη σύνταξη. Σήμερα εργάζεται ως σύμβουλος σε έναν γνωστό οίκο κοσμημάτων, που εκμεταλλεύτηκε το όνομά της για να τραβήξει πελάτες, ενώ δεσπόζει ως θλιβερή πρωταγωνίστρια αυτής της τραγικής ιστορίας σε μια σειρά από ντοκιμαντέρ και βιβλία. Ενίοτε ρίχνει κατάρες στην αντίζηλή της, ακόμα και στον νεκρό της άνδρα, και δεν έχει φανεί στιγμή μετανιωμένη. Η συνέχεια της ιστορίας θα γραφτεί επί της οθόνης, με πρωταγωνίστρια τη Lady Gaga.