Η αγάπη για την τέχνη, την παράδοση και τη θάλασσα την έφεραν στην άγονη γραμμή. Η εικαστικός Χριστιάννα Οικονόμου πήρε εύκολα τη δύσκολη, για τους περισσότερους, απόφαση να εγκαταλείψει την πόλη και να αλλάξει ριζικά τον τρόπο ζωής της προκειμένου να πραγματοποιήσει το όνειρό της. Σήμερα τα έργα της, τα εικαστικά αναπαλαιωμένα, εγκαταλειμμένα καΐκια του προγράμματος «Καράβια που δεν φοβήθηκαν», στολίζουν τα λιμάνια της Σχοινούσας, της Ηρακλειάς, του Κουφουνησίου, σύμβολα μιας παράδοσης και Ιστορίας που δεν της αξίζει η λήθη. Από το Μετς όπου μεγάλωσε, στο Λονδίνο όπου σπούδασε  Καλές Τέχνες και Γλύπτική (στο Central Saint Martins College of Art & Design και στο Chelsea College of Art & Design), και στις Μικρές Κυκλάδες όπου ζωντανεύει παλιά σκαριά με χρώματα, σύμβολα και ναυτικά ρητά, η διαδρομή της δεν μπορεί παρά να είναι έμπνευση για όσους, όπως η ίδια, πιστεύουν ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην κάνεις αυτό που αγαπάς.

  • Η δουλειά σου είναι πολύ πρωτότυπη. Τι σε ενέπνευσε να ασχοληθείς με την εικαστική αναπαλαίωση παλιών καϊκιών;
  • Ανέκαθεν είχα μεγάλη, ανεξήγητη αγάπη για τη θάλασσα, η οποία μεγάλωσε κατά την παραμονή μου στο Λονδίνο. Ολα μου τα καλοκαίρια τα πέρναγα στο νησί των αρωμάτων, τις Σπέτσες, σ’ ένα σπίτι απέναντι από τα καρνάγια. Ισως έτσι εξηγείται η μεγάλη μου αγάπη για τα παραδοσιακά μας καΐκια. Η εργασία πριν από την πτυχιακή μου είχε να κάνει με τις ελληνικές παραδόσεις που χάνονται με το πέρασμα των χρόνων. Μέσα σ’ αυτές, και η δουλειά των καραβομαραγκών και των καρνάγιων. Ετσι ξεκίνησε μια θεωρητική μελέτη γύρω από τα καΐκια.

  • Η αναπαλαίωση ενός εγκαταλειμμένου σκαριού ακούγεται σκληρή δουλειά. Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείς;
    Τα καΐκια τα οποία βρίσκω σε κάθε νησί όπου πηγαίνω είναι συνήθως σε πολύ άσχημη κατάσταση. Ξεκινάει μια διαδικασία καθαρά εικαστικής αναπαλαίωσης έτσι ώστε το καΐκι να στηθεί εκτός νερού σαν έργο τέχνης και όχι να ξαναπέσει στη θάλασσα. Η διαδικασία περιλαμβάνει αλλαγή όσων ξύλων χρειάζεται, τρίψιμο, στοκάρισμα, μινιάρισμα, αστάρωμα και, τέλος, βάψιμο και ζωγραφική.

  • Από πού αντλείς έμπνευση για τα χαρακτηριστικά που θα δώσεις σε κάθε έργο;
  • Προσπαθώ όσο μπορώ να συνδέομαι με το κάθε νησί στο οποίο κάνω το εκάστοτε καΐκι. Εχω την τάση στο μυαλό μου να ταυτίζω καταστάσεις, ανθρώπους και μέρη με ένα χρώμα. Οπότε κάπως έτσι ξεκινάει και η ιστορία του κάθε καϊκιού. Επίσης, προσπαθώ όσο μπορώ να αντλώ στοιχεία από τις ιστορίες του κάθε τόπου έτσι ώστε το κάθε καΐκι να είναι κομμάτι αυτού.
  • Πώς αντιδρούν οι νησιώτες στη δουλειά σου; Ποια είναι η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση που σου έχουν κάνει γι’ αυτή;
  • Παντού, σε ό,τι και αν κάνει κανείς, θα υπάρχουν αυτοί που θα το υποστηρίζουν κι αυτοί που δεν. Η αλήθεια είναι όμως ότι εγώ έχω σταθεί τυχερή γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων το αγκαλιάζει όλο αυτό, με μεγάλη χαρά και αγάπη. Τα πιο ωραία μου τα λένε πάντα οι μπαρμπάδες του κάθε νησιού και είναι αμέτρητα! Ενας μάλιστα ερχόταν κάθε πρωί όσο ζωγράφιζα το καΐκι στο λιμάνι, μου έφερνε κουλούρι και μου έλεγε: «Εσύ, γοργόνα μου, ήρθες να φωτίσεις το λιμάνι μας»! Δεν θες κάτι άλλο για να συνεχίσεις να κάνεις αυτό που αγαπάς.

  • Από το κοσμοπολίτικο Λονδίνο των σπουδών σου, στην άγονη γραμμή και τις Μικρές Κυκλάδες. Πόσο εύκολη ήταν η απόφαση για μια τόσο ριζική αλλαγή;
  • Η απόφαση για κάποιον ανεξήγητο λόγο ήρθε συγκυριακά και τελείως φυσικά. Κάπως βρέθηκα σ’ ένα βραδινό «καράβι της αγάπης» -όπως αργότερα άρχισα να αποκαλώ τα Blue Star- με τελικό προορισμό τη Σχοινούσα, ξεκινώντας ένα άλλο δοκιμαστικό project. Μετά από τέσσερις μήνες αποφάσισα να κάνω εκείνη την εργασία του πανεπιστημίου πράξη, κι έτσι έμεινα στη Σχοινούσα – και έμεινα και τον επόμενο χειμώνα και πήγα και απέναντι στην Ηρακλειά και μετά στο Κουφονήσι και φτάσαμε σήμερα να τελειώνουμε το τέταρτο καΐκι της Πάρου.
  • Ηταν τρομακτική για μια νέα γυναίκα μια τέτοια απόφαση; Πώς ξεπερνιούνται οι φόβοι που συχνά μας περιορίζουν;
  • Τους φόβους, αν δεν τους κοιτάς στα μάτια και δεν τους παλεύεις, δεν τους ξεπερνάς. Για μένα, όμως, όλο αυτό δεν ήταν ποτέ φόβος, ήταν απλώς όνειρο ζωής που θέλησα να το κάνω πραγματικότητα.
  • H ζωή στην άγονη γραμμή σού έμαθε κάτι που δεν ήξερες για τον εαυτό σου;
  • Η αλήθεια είναι ότι η καθημερινότητα και ο τρόπος ζωής μου από το Λονδίνο στην άγονη γραμμή ήταν το άσπρο με το μαύρο. Είχα πάντα όνειρο να έχω εργαστήρι σ’ ένα νησί και να δουλεύω εκεί το χειμώνα. Για μένα τα νησιά είναι για το χειμώνα, αυτός είναι που φέρνει στην επιφάνεια τον πραγματικό χαρακτήρα κάθε νησιού, τη γλύκα, την αγριάδα του. Μετά από τέσσερις χειμώνες στα νησιά επιβεβαιώθηκα για το όνειρο το οποίο είχα. Το μαγικό αλλάζοντας τόπους και καθημερινότητες είναι ότι συνεχώς γνωρίζεις καινούριες πτυχές του εαυτού σου. Επαναπροσδιορίζεσαι, μαθαίνεις τα όριά σου. Με εσένα ζεις – αν δεν σε ξέρεις, δεν σε ανακαλύπτεις καθημερινά και δεν σε αγαπάς δεν μπορείς να προχωρήσεις. Η ζωή στην τόσο γόνιμη, άγονη γραμμή μου έμαθε την Χριστιάννα.

 

  • Η αγάπη στην παράδοση ήταν πάντα μέσα σου ή είναι κάτι που συνειδητοποίησες ζώντας στο εξωτερικό;
  • Από μικρή αγαπούσα τις παραδόσεις. Το πρώτο μου βελονάκι το πήρα στα 11, όταν άρχισα να πλέκω βραχιόλια που τα πούλαγα σε ένα καλάθι στις Σπέτσες. Η μαμά μου μού έλεγε πάντα ότι κρύβω μια γιαγιά άλλης εποχής μέσα μου. Μέσα από την έρευνα στο πανεπιστήμιο αυτό το αστειάκι της μαμάς μου απέκτησε βάση και βάθος, καθώς πάντα με συγκινούσαν εγκαταλελειμμένοι χώροι, τα παλιά αντικείμενα, η ζωή πίσω στο ’60-’70. Οι παραδόσεις και παραδοσιακές τεχνικές τις Ελλάδας αποτέλεσαν τον πυρήνα της δουλειάς και της έμπνευσής μου.
  • Οταν ολοκληρωθεί ο κύκλος των καϊκιών, το επόμενο project πού θα σε βρει;
  • Παράλληλα με τα καΐκια τρέχουν όλα τα χρόνια διάφορα projects. Ξεκινήσαμε μια συνεργασία με το εργαστήριο κεραμικών YRIA στην Πάρο, όπου παίζοντας με στοιχεία της αιγαιοπελαγίτικης ναυτοσύνης δημιουργείται μια σειρά αντικειμένων που υμνούν τον λαϊκό χαρακτήρα της θάλασσάς μας. Είναι η συνάντηση δυο ελληνικών παραδοσιακών τεχνών την οποία πραγματοποιούμε και της οποίας η επίσημη παρουσίαση έγινε στο εργαστήριο στην Παροικιά της Πάρου την Πέμπτη 18 Ιουλίου.
  • Υπάρχει κάτι που δεν ήξερες πριν ξεκινήσεις το project «Καράβια που δεν φοβήθηκαν» – και θα ήθελες να το ξέρεις;
  • Ξεκινώντας πίστευα ότι έχω πολλούς ανθρώπους πλάι μου, στην πορεία κατάλαβα ότι δεν είναι παρά ελάχιστοι ουσιαστικά.
  • Τι δεν καταλαβαίνουν όσοι δεν έχουν ζήσει ποτέ έξω από την comfort zone τους;
  • Η comfort zone μας είναι βολική, οικεία και εύκολη. Ποτέ όμως δεν μας πάει ένα βήμα παρακάτω και δεν μας αφήνει χώρο γι’ αυτό το φως που θα αλλάξει τη ζωή μας. Αν δεν τολμάς, δεν προχωράς και αν δεν προχωράς, βαλτώνεις!

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below