Κάνει τον γύρο του διαδυκτύου ως το γράμμα που έγραψε ο Φρανσις Σκοτ Φιτζέραλντ στην διάρκεια της φοβερής ισπανικής γρίπης, της πανδημίας που άφησε πίσω της εκατομμύρια θύματα από τον Ιανουάριο του 1918 έως το 1920.
Και κρίνοντας από τον τίτλο μοιάζει εξαιρετικά επίκαιρο και παρήγορο: ένα γράμμα που έρχεται από το παρελθόν να μας δώσει κουράγιο σε μια παρόμοια δύσκολη περίσταση και να μας ανακουφίσει ενδεχομένως με λίγη από την σοφία και το ακαταμάχητο στυλ του αγαπημένου μας συγγραφέα. Αναρίθμητοι λογαριασμοί (μεταξύ των οποίων -φευ- και κάποια media) το αναπαράγoυν με ενθουσιασμό την τελευταία εβδομάδα χωρίς να τσεκάρουν την πηγή του ή έστω να διαβάσουν λίγο πιο υποψιασμένοι τις υπερβολές στο περιεχόμενό του.
Το γράμμα εμφανίστηκε στο mcsweeneys.net, από τον κωμικό συγγραφέα Νικ Φαριέλα που μιμούμενος με χιουμοριστική διάθεση το ύφος γραφής του Φ.Σ.Φ. στόχο είχε απλώς να διασκεδάσει εμάς του φαν της “γενιάς της τζαζ”.
Το πρώτο κλείσιμο του ματιού είναι το όνομα που έχει επιλέξει ως υποτιθέμενο παραλήπτη του γράμματος: “Ροζμαρι” είναι μία από τις βασικές ηρωίδες του μυθιστορήματος “Τρυφερή είναι η Νύχτα” και αντικείμενο του πόθου του πρωταγωνιστή, Ντικ Ντάιβερ. Ακολουθούν φανταστικοί διάλογοι με τον Χέμινγουει και φυσικά αφθονες αναφορές στις μνημειώδεις ποσότητες αλκοόλ που κατανάλωναν και ο Σκοτ και η Ζέλντα στην διάρκεια της σύντομης και αυτοκαταστροφικής ζωής τους. Το μεγάλο “λάθος” βέβαια στο κείμενο, που προδίδει αμέσως ότι πρόκειται για φάρσα, είναι ότι το ζευγάρι δεν βρισκόταν καν στην Γαλλία εκείνη την περίοδο, αφού πραγματοποίησαν το πρώτο τους ταξίδι στην Ευρώπη το 1921. Τα χρόνια της Νότιας Γαλλίας ήρθαν στα μέσα εκείνης της δεκαετίας.
Ιδού πώς ξεκινά το περίφημο γράμμα, σε ελεύθερη μετάφραση της υπογράφουσας:
“Αγαπητή Ρόζμαρι
Ηταν μια θλιβερή διαυγής μέρα που κρεμόταν από τον ουρανό σαν καλάθι από ένα μόνο αστέρι. Σε ευχαριστώ για το γράμμα σου.. Εξω, αντιλαμβάνομαι τον ήχο μιας συλλογής από ξερά πεσμένα φύλλα να παλεύουν ενάντια σε ένα τενεκέ σκουπιδιών. Ακούγεται σαν τζαζ στα αυτιά μου. Τόσο άδειοι είναι οι δρόμοι. Λες και ο όγκος της πόλης έχει υποχωρήσει στις συνοικίες της -όπως θα έπρεπε. Αυτή τη στιγμή είναι κρίσιμο να αποφύγουμε όλους τους δημόσιους χώρους, ακόμη και τα μπαρ όπως είπα στον Χέμινγουει, για το οποίο μου έριξε μια γροθιά στο στομάχι, οπότε εγώ τον ρώτησα αν έχει πλύνει τα χέρια του. Δεν το είχε κάνει. Βρίσκεται σε άρνηση. Διότι θεωρεί πώς ο ιός είναι απλώς μια γρίπη. Αναρωτιέμαι από που πληροφορείται.
Οι αρχές μας προειδοποίησαν να βεβαιωθούμε ότι έχουμε προμήθειες ενός μήνα. Οπότε η Ζέλντα κι εγώ στοκάραμε κόκκινο κρασί, ουίσκι, ρούμι, βερμούτ, αψέντι, λευκό κρασί, σέρι, τζιν, και -θεός φυλάξει- αν το χρειαστούμε, μπράντι. Σε παρακαλώ προσευχήσου για μας.”
Το γράμμα συνεχίζει με γλαφυρές και ομολογουμένως πετυχημένες περιγραφές τοπίου και συναισθημάτων ακριβώς στο μελαγχολικό ύφος του συγγραφέα, όπως: “θρηνώ για τα καταραμένα ενδεχόμενα που θα φέρει το μέλλον. Τα μακριά απογεύματα που θα κυλούν εμπρός, αργά, πάνω σε ένα απαλό και απύθμενο highball (σ.σ. κοκτέιλ με ουίσκι). Και καταλήγει με μια ανυψωτικά σκοτεινή, κλασσικά “φιτζεραλντική” εικόνα αντιθέσεων: “.. και παρόλα αυτά, ανάμεσα στην διερρηγμένη συννεφογραμμή στο εκμαγείο του δειλινού, συγκεντρώνομαι σε ένα και μόνο στέλεχος φωτός που με καλεί εμπρός να πιστέψω σε ένα καλύτερο αύριο”. Όχι ακριβώς το τέλος του Υπέροχου Γκάτσμπι αλλά αρκετό για να σου φτιάξει μια μέρα καραντίνας, τώρα που όλες μοιάζουν ίδιες.
Οπως σχολίασε ο Φαριέλα, ο συγγραφέας του γράμματος-απάτη, η διάσταση που πήρε το δημοσίευμα αποτυπώνει ακριβώς τους παράξενους καιρούς που ζούμε “όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να βγουν απο το σπίτι τους, δεν έχει σπορ στην τηλεόραση, σχεδόν κανέναν αντιπερισπασμό. Το γεγονός ότι αυτή η παρωδία τράβηξε τόση προσοχή δείχνει την δίψα του κόσμου για απαντήσεις, απαντήσεις από κάποιον στο παρελθόν, κάποιον που τα κατάφερε και επιβίωσε από κάτι παρόμοιο με αυτό που ζούμε. Και παρότι δεν ήταν αληθινό γράμμα από τον Φ.Σ Φιτζέραλντ, πιστεύω ότι η αίσθηση παραμένει αληθινή και θα μπορούσαμε να ωφεληθούμε όλοι από τον τρόπο με τον οποίο έζησε τη ζωή του, ένας ακούραστος οπτιμιστής”.