Φωτογράφος: Γιώργος Μαυρόπουλος

Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος μου δίνει ραντεβού στο καφέ της Εθνικής Πινακοθήκης. Όταν φτάνει, αρχίζουμε να μιλάμε για τις αγαπημένες μας εκθέσεις, συμφωνούμε πως λατρέψαμε ό,τι είδαμε στο Καπνεργοστάσιο στην έκθεση «Portals/Πύλες» και του προτείνω να μη χάσει την έκθεση για τα 100 χρόνια της εταιρείας Παπαδοπούλου (1922-2022) στο Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς. «Πες μου ότι στο πωλητήριο του μουσείου θα έχει το μεταλλικό κουτί με τα μπισκότα! Είχαμε κάνει μια παράσταση με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη, τα “Μικρά εγκλήματα μεταξύ φίλων”, το 2002 αν θυμάμαι καλά, και δίναμε μαζί με το πρόγραμμα ένα πακέτο μπισκότα Παπαδοπούλου. Πω πω, ρε φίλε, αυτή η μυρωδιά…». Η κουβέντα θα βουτήξει συχνά στα βαθιά νερά της νοσταλγίας, αφού η πορεία του Γιώργου στο θέατρο, στην τηλεόραση, στο σινεμά, αλλά και τη διαφήμιση -χάρη στο μοναδικό γρέζι, αλλά και το βάθος στη φωνή του- ξεκινά τριάντα χρόνια πριν, αλλά θα επιστρέψει πολύ γρήγορα στην επιφάνεια του σήμερα, αφού ο πάντα πολυάσχολος ηθοποιός έχει τόσα πράγματα στα σκαριά, που δεν μας φτάνουν πολλές σελίδες για να τα σχολιάσουμε. Ανάμεσα στα projects του στο άμεσο μέλλον, πάντως, ξεχωρίζει ένα, ίσως το ωραιότερο, αυτό που κάνει το πρόσωπό του να λάμπει από ευτυχία, η άφιξη ενός παιδιού.

Σε θυμάμαι πάντα να τρέχεις σε πέντε διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα. Συνεχίζεται αυτό;

«Τα τελευταία δέκα χρόνια προσπαθώ να κάνω όλο και λιγότερα πράγματα την ίδια χρονική περίοδο. Θέλω να κάνω πιο στοχευμένα πράγματα, σε όλους τους χώρους, ακόμη και στη διαφήμιση. Έχω περάσει πολύ ωραία στο χώρο της διαφήμισης οφείλω να σου πω. Μου λείπει η διαφήμιση άλλων εποχών, τότε που είχε πολύ χιούμορ. Ίσως βάρυναν τα πράγματα με την κρίση, δεν είμαι σίγουρος. Παλιά οι διαφημιστικές ήταν λίγο πιο ανεξάρτητες και σίγουρα πιο φιλόδοξες σε σχέση με τον πελάτη, πρότειναν πράγματα και επέμεναν σε αυτά».

Η χρονιά που τελείωσε σε βρίσκει να κουβαλάς πολλές καλλιτεχνικές αποσκευές. Να ανοίξουμε τη βαλίτσα του σινεμά;

«Η άνοιξη του 2021 με βρήκε για γυρίσματα στη Χίο, εν μέσω καραντίνας. Εκεί συμμετείχα στην ταινία “Χειμώνας με τη Βαλμίρα”, σε σενάριο και σκηνοθεσία της Μαρίας Ντούζα. Πέρασα πραγματικά υπέροχα και ευχαριστήθηκα το νησί. Στην ταινία παρακολουθούμε τη σχέση μιας νεαρής κωφής γυναίκας με τον πατέρα της και με το νέο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αναγκαστικά όταν μετακομίζει από την Αθήνα σε ένα νησί. Η ταινία είναι έτοιμη να ξεκινήσει την πορεία της στα φεστιβάλ του εξωτερικού και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Μετά ήρθε το φλουρί της χρονιάς, η συμμετοχή μου στην ταινία του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, “Crimes of the future”. Γυρίστηκε τον Ιούλιο και τον Αύγουστο εξ ολοκλήρου στην Αθήνα κι εγώ είχα δύο μέρες γυρίσματα. Παίζω έναν γιατρό που ασχολείται με μία μετάλλαξη ανθρώπων και πώς αυτή θα επηρεάσει τη σχέση τους με το καθεστώς στο οποίο ζουν. Η ιστορία διαδραματίζεται στο κοντινό μέλλον, όταν η ανθρωπότητα προσπαθεί να προσαρμοστεί σε νέα δεδομένα και αντιμετωπίζει πρωτόγνωρα ηθικά διλήμματα. Θέτει το ζήτημα του με τι αντίτιμο δέχεται κανείς να μην είναι κύριος του εαυτού του, αλλά να ελέγχεται από ένα καθεστώς. Το location ήταν ένα ετοιμόρροπο, αλλά πάρα πολύ ωραίο νεοκλασικό στην οδό Παραμυθιάς, που βρίσκεται σε μια τρομερή γειτονιά στο Μεταξουργείο».

«Μετά ήρθε το φλουρί της χρονιάς, η συμμετοχή μου στην ταινία του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, “Crimes of the future”. Παίζω έναν γιατρό που ασχολείται με μία μετάλλαξη ανθρώπων και πώς αυτή θα επηρεάσει τη σχέση τους με το καθεστώς στο οποίο ζουν».

Πες μου, σε παρακαλώ, ότι γνώρισες την πρωταγωνίστρια της ταινίας, Κρίστεν Στιούαρτ.

«Όχι, είχα όμως μία σκηνή με τον Βίγκο Μόρτενσεν [σ.σ.: εξαιρετικός ηθοποιός και για πάντα στις καρδιές μας ως Άραγκορν στον “Άρχοντα των Δαχτυλιδιών”], που είναι άψογος επαγγελματίας, ευγενέστατος και πολύ συγκεντρωμένος στο ρόλο του. Στα γυρίσματα δεν μιλούσε και πολύ. Όταν όμως βρεθήκαμε για λίγο εκτός γυρίσματος ήταν πολύ προσιτός».

Απίθανο πάντως να σε σκηνοθετεί ένας cult σκηνοθέτης που μεγάλωσε τη γενιά μας. 

«Ήταν φοβερή η συνεργασία με τον παππού, είναι γλυκύτατος».

Θα το γράψω ότι αποκάλεσες τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ παππού, σ’ το λέω.

«(γελάει) Εντάξει, με τον θρύλο-παππού! Έχει μια γλύκα η λέξη “παππούς” και η συνεργασία μας ήταν πολύ συγκινητική. Ερχόταν στο γύρισμα για τα βασικά, όχι πολλά λόγια, έδινε οδηγίες και αποσυρόταν. Όταν τελείωσε η σκηνή μου, με αγκάλιασε και μου είπε ότι είμαι φοβερός ηθοποιός. Καταλαβαίνεις τη χαρά μου, τρελάθηκα. Πριν τον αποχαιρετήσω, επειδή ξέρω πως του αρέσουν πολύ οι επιστήμες, όπως η Φυσική, του έκανα δώρο ένα νόμισμα, ένα δεκάρικο που έχει πάνω στη μία πλευρά τον Δημόκριτο και στην άλλη το σήμα του ατόμου, και χάρηκε πολύ! Είμαι πολύ τυχερός γιατί όχι μόνο συνεργάστηκα με τον Κρόνενμπεργκ και τον Μόρτενσεν, που είναι και οι δύο ζωντανοί θρύλοι, αλλά έγινα μέρος μιας πολύ οικογενειακής παραγωγής. Ήταν μία μεγάλη παραγωγή με οικογενειακό κλίμα: ο Κρόνενμπεργκ είχε μαζί τους συνεργάτες που ανήκουν πάντα στην ομάδα του και έτσι η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ζεστή με όλους τους συντελεστές, σε αντίθεση με άλλες υπερπαραγωγές που γυρίστηκαν στην Ελλάδα και τα πράγματα ήταν πιο ψυχρά».

Η πανδημία αποσυντόνισε κάπως το σινεφίλ ραντάρ μας το 2020 και έκοψε τη φόρα σε πολυαναμενόμενα φιλμ όπως το «Monday» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, στο οποίο συμπρωταγωνιστείς πλάι στον Σεμπάστιαν Σταν (για τους φίλους των μπλοκμπάστερ και των Avengers, ο «Στρατιώτης του χειμώνα»), το οποίο βγήκε τελικά στις αίθουσες λίγους μήνες πριν.

«Ναι, γυρίστηκε πριν από δύο χρόνια η ταινία και ενώ ήταν έτοιμη να αρχίσει την περιοδεία της στα διεθνή φεστιβάλ, την έκοψε η πανδημία. Χάσαμε τα φεστιβάλ της Τραϊμπέκα και του Τορόντο, εμείς δηλαδή τα χάσαμε, οι συντελεστές, η ταινία προβλήθηκε, εμείς δεν μπορέσαμε να πάμε. Ήταν μία ακόμη υπέροχη συνεργασία».

Με τον Σεμπάστιαν Σταν μοιάζει σαν να γνωρίζεστε χρόνια. 

«Είναι φοβερός τύπος. Έχει βέβαια τις διακυμάνσεις στη διάθεσή του, όπως όλοι μας, υπήρχαν μέρες που δεν πολυμιλούσε σε κανέναν κι άλλες που ήταν “wow” και πολύ διαχυτικός. Και η Ντενίζ Γκοφ είναι ένα γλυκύτατο πλάσμα, απίστευτη τύπισσα, ένιωθα σαν να ήταν η αδελφή μου στο τέλος, τόσο ωραία σχέση αναπτύξαμε».

Κοστούμι, πουκάμισο και γραβάτα, Brooks Brothers.

Φοβερή τραμπάλα αυτό το μπες-βγες σε μικρές και μεγάλες παραγωγές. Από την ταινία του Κρόνενμπεργκ στον «Μπέκετ», μία από τις μεγαλύτερες πρόσφατες ξένες παραγωγές που γυρίστηκαν εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα για το Netflix, κι από εκεί στους «Αόρατους», μία νέα κωμική σειρά στην Cosmote TV.

«Από τον “Μπέκετ” έλειπε αυτή η οικειότητα, αυτό το οικογενειακό στοιχείο. Εκεί βέβαια έκανα μόνο ένα μικρό πέρασμα στο ρόλο ενός ηγέτη της Αριστεράς που θα μπορούσε να είναι ο Τσίπρας. Υπήρχε μία σκηνή που με δολοφονούν, αλλά κόπηκε στο μοντάζ… Στους “Αόρατους” του Χάρη Μαζαράκη παίζουν εξαιρετικοί συνάδελφοι, ο Μάκης Παπαδημητρίου, η Γιούλικα Σκαφιδά, ο Γιώργος Χρανιώτης. Το μόνο που αλλάζει είναι οι συνθήκες της δουλειάς. Ξαναλέω, είχα την τύχη και η ταινία του Κρόνενμπεργκ και αυτή με τον Σεμπάστιαν Σταν, που ήταν μεγάλες παραγωγές, να είναι οικογενειακές δουλειές. Και η ταινία του Αργύρη ήταν ένα μεγάλο πάρτυ διαρκείας. Περάσαμε φανταστικά! Σκέψου ότι κάναμε μία σκηνή στην Κυψέλη με 1.500 άτομα στη Φωκίωνος ακριβώς πριν από την πανδημία!».

Να μιλήσουμε για τη ζωή πριν και μετά την πανδημία;

«Συνειδητοποίησα πως οι απαιτήσεις μου δεν είναι πολλές. Μένω σε ένα σπίτι πλάι σε πάρκο, που το επέλεξα γιατί μου αρέσει το πράσινο και θέλω να περπατάω. Βγήκα πολύ ωφελημένος, γιατί έβγαζα βόλτα το σκυλί μου, την Γκρέις, που είναι πια 15 χρόνων η γλυκούλα μου και έχει διάφορα προβλήματα, αλλά έχει και ψυχή, θέλει ακόμη να παίξει. Δεν ένιωσα λοιπόν εγκλεισμό, λόγω του πάρκου. Μου έλειψαν ένα φαγητό έξω, το σινεμά, το θέατρο, όπως σε όλους θέλω να πιστεύω».

Πώς ήταν η επιστροφή στο Μικρό Χορν, στα «Αξύριστα πηγούνια»;

«Από τη μία, σαν μέρα της μαρμότας, αφού η παράσταση είχε προλάβει να ανέβει, για λίγο, πριν από την καραντίνα. Από την άλλη, είχε μια πολύ φρέσκια φόρα γιατί στο μεταξύ η παράσταση έγινε δυστυχώς εξαιρετικά επίκαιρη με τη γνωστοποίηση όλων αυτών των γυναικοκτονιών, που ίσως και πριν συνέβαιναν, αλλά τώρα, ευτυχώς, μέρος της κοινωνίας δεν σκοπεύει να επιτρέψει να περάσουν απαρατήρητες. Είναι άλλη η σκέψη και η συμμετοχή και η δική μας και του κόσμου στην παράσταση πλέον. Θέτει κι άλλα ζητήματα το έργο βέβαια, για τα ανδρικά στερεότυπα, την κατάχρηση εξουσίας. Είναι συγκινητικό το έργο».

«Η παράσταση έγινε δυστυχώς εξαιρετικά επίκαιρη με τη γνωστοποίηση όλων αυτών των γυναικοκτονιών, που ίσως και πριν συνέβαιναν, αλλά τώρα, ευτυχώς, μέρος της κοινωνίας δεν σκοπεύει να επιτρέψει να περάσουν απαρατήρητες».

Έχει σίγουρα ωραίο τίτλο: «Αξύριστα πηγούνια». Μπορεί να παραπέμπει σε πολλά πράγματα: σε κάτι μπρουτάλ, σε εφήβους που αρνούνται να ξυριστούν για να γίνουν πιο γρήγορα άνδρες… 

«Έχει μια ποιητική διάσταση ο τίτλος, αν και, ναι, συνειρμικά μου φέρνει στο μυαλό μία μπρουτάλ εικόνα. Κάποια στιγμή λέει ένας από τους άνδρες: “Ξέρεις πότε σκληραίνουν τα γένια των αντρών; Στην κούραση, στη στεναχώρια και στην αγαμία”».

Πώς προσέγγισες το κάθαρμα που υποδύεσαι στα «Αξύριστα πηγούνια»;

«Είναι ένας χαρακτηριστικός τύπος, λίγο μάγκας, ένας άνδρας που “φοράει παντελόνια”, πολύ στερεοτυπικός. Τον συναντάς δυστυχώς πολύ συχνά. Κι έχει κι εξουσία, καρέκλα στο Δημόσιο, είναι και συνδικαλιστής, δεν τον κουνάει κανείς, είναι ριζωμένος στη θέση και γι’ αυτό έχει μια αλαζονεία προς τους υφιστάμενούς του. Πολύ αναγνωρίσιμος τύπος, δεν βρίσκεις;».

Υποδύεσαι το κάθαρμα της διπλανής πόρτας. Πώς θα γίνει να έχουμε λιγότερα τέτοια καθάρματα γύρω μας; 

«Είναι θέμα παιδείας και πολιτικών αποφάσεων, πώς θα αντιμετωπίσει η Πολιτεία συγκεκριμένα θέματα. Πρώτα απ’ όλα η παιδεία ξεκινά από το σπίτι, την οικογένεια, μετά όμως γίνεται πάλι ευθύνη της Πολιτείας, στο σχολείο και τα πλαίσια που όχι μόνο βάζει η ίδια, αλλά πρέπει και να τα στηρίζει για να έχει αποτέλεσμα».

Δεν είναι παράδοξο που ενώ ζούμε σε μια πατριαρχική κοινωνία, οι οικογένειες όχι μόνο είναι μητριαρχικές, αλλά βασίζονται συχνά και σε δυναμικές γυναίκες που στηρίζουν οικονομικά το σπίτι τους;

«Μα υπάρχει ένα μεγάλο μέρος γυναικών που έχουν αποδεχτεί αυτή την πατριαρχία και την αναπαράγουν, δείχνουν τον ίδιο δρόμο στις κόρες τους. Γι’ αυτό το ζήτημα της Παιδείας είναι πολύ σημαντικό, για να δώσει σε ένα παιδί τα εφόδια να αποκτήσει κριτική σκέψη σε σχέση με τα πρότυπα που του δίνει το σπίτι του. Είμαστε μία ευρωπαϊκή χώρα που ασπάζεται αξίες της Δύσης περί ανεξαρτησίας των φύλων και ελευθερίας σεξουαλικού προσανατολισμού, αλλά πίσω από κλειστές πόρτες αναπαράγουμε σκουριασμένα στερεότυπα».

Κοστούμι, πουκάμισο, γραβάτα και ποσέτ, Brooks Brothers.

Στα «Αξύριστα πηγούνια» παρακολουθούμε μία έμμεση γυναικοκτονία, μία γυναικοκτονία που έρχεται μετά από σωματική και ψυχολογική βία και ενώ έχει προηγηθεί ένας βιασμός.

«Είναι ένα ντόμινο πράξεων που οδηγεί αυτή τη γυναίκα στο θάνατο. Πρώην στρίπερ αναγκάζεται να επιστρέψει στο στριπτίζ για να βοηθήσει τον εραστή της να διατηρήσει την αμαξάρα του και υπομένει το βιασμό της από το αφεντικό του, με αποτέλεσμα να αρχίσει να παίρνει ψυχοφάρμακα, που την οδηγούν στην ανακοπή και το θάνατό της. Και οι δύο άνδρες την οδηγούν με σταθερά βήματα στο θάνατο».

Ένας φαινομενικά καθωσπρέπει οικογενειάρχης βιάζει την ερωμένη του φίλου του. Τελικά, τίποτα δεν μπορεί να σταθεί ανάμεσα στον άνθρωπο και τα άγρια ένστικτά του;

«Η μόρφωση, η κοινωνική τάξη, η οικογενειακή κατάσταση, τίποτε από αυτά δεν έχει να κάνει με τον έλεγχο των ενστίκτων. Η παιδεία, ναι. Γιατί η παιδεία είναι η εκτίμηση των αξιών. Το μοναδικό πράγμα που ίσως καταφέρει να χαλιναγωγήσει τέτοια ένστικτα είναι η ευθύνη του περίγυρου. Έχει σημασία να αντιδρούμε σε κακοποιητικές συμπεριφορές, να τις επισημαίνουμε, να λέμε “ωπ, τι κάνεις εκεί;”. Μπορεί ένας θύτης να μην αντιλαμβάνεται άμεσα τις πράξεις του, είναι ευθύνη όλων μας να βγαίνουμε μπροστά και να δηλώνουμε τέτοια περιστατικά, να αντιδρούμε».

«Έχει σημασία να αντιδρούμε σε κακοποιητικές συμπεριφορές, να τις επισημαίνουμε, να λέμε “ωπ, τι κάνεις εκεί;”. Μπορεί ένας θύτης να μην αντιλαμβάνεται άμεσα τις πράξεις του, είναι ευθύνη όλων μας να βγαίνουμε μπροστά»

Νομίζω πως τον λυπάσαι λίγο τον ήρωα που υποδύεσαι, τον συγχωρείς.

«Ναι, γιατί είναι ερωτευμένος μαζί της και στο τέλος του έργου το ομολογεί στον εαυτό του με έναν τρόπο. Αρχικά αντιμετωπίζει το θάνατό της πολύ κυνικά, για να φτάσει στο τέλος να αποφασίσει να την αντιμετωπίσει με την αξιοπρέπεια που της χρωστάει. Δεν την αφήνει να καταλήξει στα αζήτητα, προσπαθεί να τη στείλει να ταφεί στην πατρίδα της».

Η συγχώρεση του εαυτού μας και των άλλων μάς βοηθάει να πάμε μπροστά, λένε.

«Η συγχώρεση είναι μια αποδοχή και η αποδοχή είναι μια λύτρωση. Αποδέχεσαι τα πράγματα όταν συγχωρείς κάποιον, στην ουσία είναι σαν να του λες ότι τον κατανοείς, ότι αποδέχεσαι τους λόγους του, ότι τον αποδέχεσαι σαν άνθρωπο. Θα συγχωρέσεις τον άλλο αν έχεις μάθει να συγχωρείς τον εαυτό σου».

Να πούμε και για τις εξωσχολικές σου δραστηριότητες;

«Ωραία το έθεσες. Έχω μία στενή συνεργασία με το επικοινωνιακό κομμάτι του WWF και ενίοτε συμμετέχω και σε διάφορες δράσεις».

Η αγάπη σου για την αναρρίχηση πόσο παλιά ιστορία είναι; 

«Ξεκινά το 1986 στον ορειβατικό σύλλογο “Φενεός” Αθηνών. Μου αρέσει πολύ ο αλπινισμός, η πεζοπορία, η κίνηση στο βουνό, σε μεικτό πεδίο, με ή χωρίς χιόνι».

Τι κερδίζεις από την ορειβασία και τον αλπινισμό;

«Την ψυχική μου υγεία, μια ηρεμία, ένα ζεν, την επαφή με τον εαυτό μου, κερδίζω και σοφία αν θες. Με κρατάει σε ισορροπία, με μαθαίνει τα όριά μου, με βοηθάει να πάρω αποφάσεις, μαθαίνω τι με παίρνει και τι δεν με παίρνει, ποια είναι τα θέλω μου, τι θυσίες είμαι διατεθειμένος να κάνω. Εμπεριέχει και κάποιο ρίσκο και πρέπει να σκεφτείς γιατί το κάνεις, γιατί ρισκάρεις. Σε επαναπροσδιορίζει συνέχεια».

Κάτι που ίσως μας επαναπροσδιορίζει συνέχεια είναι οι σχέσεις μας. Δηλώνεις πολύ χαρούμενος και ευτυχισμένος. Κάτι μου λέει ότι είσαι έτοιμος να κάνεις οικογένεια.

«(Γελάει.) Συγκατοικούμε τρία χρόνια. Είμαστε κοντά».

Eπιμέλεια: Kωνσταντίνα Λειβαδίτη. Grooming: Marfe. Η φωτογράφιση έγινε στο 1900 the barber shop (Υψηλαντου 35 , αθήνα, τηλ.: 210 7220511), του οποίου τη διεύθυνση ευχαριστούμε θερμά.

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below