Πήγα να δω το «Οξυγόνο» του Ιβάν Βιριπάγιεφ γεμάτη ανυπομονησία για το τι θα έχει σκαρφιστεί ο Γιώργος Κουτλής αυτή τη φορά, ένας σκηνοθέτης με σερί μεγάλων επιτυχιών- παραστάσεων που συζητήθηκαν όσο λίγες τα τελευταία χρόνια («Οι Παίχτες», «Ο Άνθρωπος απ’ το Παντόλσκ», «Ο Σκύλος, η Νύχτα και το Μαχαίρι», «Ο Άσχημος»). Μέσα από τη ματιά του Κουτλή, η ερωτική ιστορία του Σάσα και της Σάσα στο «Οξυγόνο» δίνεται σε 10 tracks/σκηνές/θεματικές που θυμίζουν τις 10 Εντολές. Είναι μια ερωτική ιστορία με ουσιαστικό πρωταγωνιστή το οξυγόνο, αυτό δηλαδή που σου δίνει λόγο ύπαρξης, τον αέρα σου, την ελευθερία σου. Ο Κουτλής την τοποθετεί σε ένα ατελείωτο ρέιβ πάρτυ. Το ποιητικό κείμενο του Βιριπάγιεφ «κουμπώνει» στο beat της ηλεκτρονικής μουσικής τόσο καλά που απορούσα με τους γύρω μου που κάθονταν ήσυχοι στα καθίσματά τους στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης. Θα μπορούσα να δω αυτή την παράσταση όρθια – ξέχασα να το πω αυτό στον Γιώργο Κουτλή το πρωί που μιλήσαμε. (Γιώργο, ελπίζω να διαβάζεις.)
Ο σκηνοθέτης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νέο Ηράκλειο όπου και επέστρεψε πρόσφατα για να μείνει, με τη γυναίκα του, την ηθοποιό και συνεργάτιδά του Ελένη Κουτσιούμπα (βοηθός σκηνοθέτη στο «Οξυγόνο»). «Ακούω πάντα τη γνώμη των πιο κοντινών μου ανθρώπων, της Ελένης και του Βασίλη (σ.σ. Μαγουλιώτη) δηλαδή», θα μου πει. Στα έργα που έχει σκηνοθετήσει, ακόμη κι όταν το αποτέλεσμα βγάζει πολύ γέλιο («Οι Παίχτες», «Ο Άνθρωπος απ’ το Παντόλσκ»), διαχειρίζεται θέματα δύσκολα και στενάχωρα. Στο «Οξυγόνο», που παρουσιάζεται έως τις 12 Ιανουαρίου στη Στέγη Ωνάση, το έργο ξεκινά με την αφήγηση μιας γυναικοκτονίας. Στο τέλος όμως φεύγεις γεμάτος ενέργεια, θέλεις να συζητήσεις όσα είδες. «Στις παραστάσεις ψάχνω πάντα μ’ έναν τρόπο το φως. Δεν αντέχω στην κατάσταση που είναι αυτή τη στιγμή η πραγματικότητα γύρω μας να έρχονται οι άνθρωποι στις παραστάσεις και να σκέφτονται μόνο τον κυνισμό, τη μιζέρια και την εξαθλίωση. Στους «Παίχτες», για παράδειγμα, όλοι οι ήρωες ήταν ζοφεροί, αλλά ήταν τόσο το γέλιο που εκτονώνεσαι. Το γέλιο είναι φως από μόνο του. Εξαγνίζεσαι μέσα από αυτό. Στο «Οξυγόνο» θεωρώ ότι η ποίηση είναι το φως του έργου. Όπως στα αρχαία κείμενα, όπου διαβάζουμε ζοφερά πράγματα, αλλά είναι τέτοιος ο τρόπος που επικοινωνούνται, είναι η λυρικότητα του λόγου που έχει μέσα της φως. Οπότε κάπως κι αυτή καθαρίζει, εξαγνίζει. Αυτή η διαδικασία τού να έρθεις σε επαφή με σκοτεινά πράγματα στο θέατρο και μέσα από ένα δρόμο, το γέλιο, την ποίηση, να έρθεις σε κάθαρση, είναι, νομίζω, ο λόγος που υπάρχει η τέχνη».
Νομική, Ωδείο, σπουδές στη Μόσχα και σχεδόν μέσα σε μία δεκαετία έχεις φτάσει να σκηνοθετείς και να διδάσκεις στη Σχολή του Ωδείου, να έχεις τη διεύθυνση μιας σκηνής του Εθνικού. Υπήρχε χώρος για ανεμελιά ανάμεσα σε όλα αυτά;
Στα 18 με 21, τα χρόνια της Νομικής, έκανα ό,τι μπορείς να φανταστείς. Αυτό που κάθε βράδυ ξενυχτάς και το πρωί πας στο Πανεπιστήμιο ή να δουλέψεις. Μετά, τα χρόνια στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών είναι φανταστικά, συναντάς ανθρώπους άλλου τύπου, ανοιχτά μυαλά. Για να το πω αλλιώς, εγώ έκανα τρεις φορές φοιτητική ζωή. Οταν πήγα στο Ρωσικό Ινστιτούτο Θεατρικής Τέχνης της Μόσχας ήμουν 25, ενώ οι συμφοιτητές μου ήταν 18, άλλες παρέες εκεί, άλλη ζωή, ένας άλλος κόσμος. Ημουν λοιπόν τρεις φορές πρωτοετής φοιτητής. Δεν έχω απωθημένα, ίσα-ίσα. Και βέβαια, πήρα τα πτυχία μου γιατί μου τη σπάνε οι εκκρεμότητες, θέλω να κλείνει ο κύκλος. Δεν θα μπορούσα να αφήσω τα πράγματα στη μέση.
Από ποιες θεατρικές αξίες είσαι φτιαγμένος, τι καθόρισε την οπτική σου για το θέατρο;
Υπάρχει ένα πρώτο στάδιο σπουδών όπου οι καθηγητές που συναντάς σε επηρεάζουν βαθιά. Είχα την τύχη να έχω φανταστικούς καθηγητές, τον Αρβανιτάκη, τον Ακύλλα (σ.σ.: Καραζήση), την Ευαγγελάτου, τη Μάσχα. Ο Δημήτρης Ημελλος ήταν εκείνος που με επηρέασε και με καθόρισε βαθιά, πυρηνικά, είναι ο δάσκαλός μου με Δέλτα κεφαλαίο. Στη Μόσχα πάλι θα ξεκινήσω από τους καθηγητές μου όπως ο Ντμίτρι Κρίμοφ, ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες στον κόσμο αυτή τη στιγμή. Και βέβαια με καθόρισαν όλες οι παραστάσεις που είδα εκεί την περίοδο 2015-2019, τότε που όλα ανθούσαν. Δεν πίστευα ότι υπάρχει τέτοιο θέατρο. Τώρα βέβαια όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι πια στη Ρωσία. Αλλά είναι μια χώρα όπου βλέπεις μια σκυταλοδρομία μεταξύ των καλλιτεχνών στο θέατρο, υπάρχει μεγάλη εργογραφία, αλλά και μια μέθοδος η οποία εξελίσσεται. Υπάρχει μια βαθιά παράδοση γύρω από την τέχνη του θεάτρου που κάνει τη Ρωσία να ξεχωρίζει από κάθε άλλη χώρα.
Τι σε οδηγεί σε ένα έργο; Πώς έφτασες στο «Οξυγόνο»;
Tο «Οξυγόνο» το είχα διαβάσει όταν ήμουν στη Μόσχα. Τρελάθηκα. Το διάλεξα οκτώ χρόνια πριν. Μου καρφώθηκε η ιδέα αλλά ήθελα budget και πολλούς ανθρώπους για να την πραγματοποιήσω. Δεν γινόταν μέχρι που ήρθε η συνεργασία με τη Στέγη Ωνάση.
Στο έργο παρακολουθούμε τη συνάντηση του Σάσα και της Σάσα, αλλά ο έρωτάς τους αναμετριέται με διλήμματα των ημερών μας και αρχετυπικές απαγορεύσεις, όπως οι 10 Εντολές της Παλαιάς Διαθήκης. Τι σχέση πιστεύεις ότι έχουν οι νέοι με τον Θεό σήμερα;
Μπορεί οι νέοι σήμερα να ακούν εκκλησία και να βγάζουν φλύκταινες, αλλά θεωρώ ότι η ανάγκη για πνευματικότητα είναι κάτι άλλο, εγγεγραμμένο στη φύση μας. Ο τρόπος που ο Βιριπάγιεφ το αντιμετωπίζει είναι να προσεγγίζει το ζήτημα θέλοντας να σε κάνει να σκεφτείς. Με ενδιαφέρει η θρηκευτικότητα, είναι το πιο πνευματικό έργο που έχω κάνει, έργο πολύ τρυφερό μέσα στην αγριάδα του. Το στοίχημα της παράστασης είναι να σε βάλει μέσα από την πόρτα ενός κλαμπ, μέσα από το ρέιβ, σε ένα χώρο πνευματικό. Μου θυμίζει πάρα πολύ θρησκευτικά τελετουργικά, σαν να είναι οι DJ ιερείς και οι χορευτές από κάτω το εκκλησίασμα. Εχει πολύ ενδιαφέρον να ενώσεις το βλάσφημο και το ιερό που έχει ο Βιριπάγιεφ. Όσο για τη μουσική, οι δονήσεις της είναι όπως οι παλμοί, που χτυπάνε όχι μόνο στο αίμα, αλλά και στο στομάχι του ανθρώπου.
Έχεις υπάρξει ρέιβερ;
Επειδή έχω φίλους που είναι πραγματικοί ρέιβερ, δεν θα έλεγα κάτι τέτοιο. Εχω πάει σε τριήμερο ρέιβ πάρτυ στο Βερολίνο, σε ρέιβ φεστιβάλ, έχω ακολουθήσει ρέιβ παρέες σε πολλά πάρτυ στη Ρωσία, στο Βερολίνο και εδώ στην Αθήνα. Επειδή όμως για κάποιους ανθρώπους το ρέιβ είναι η πυρηνική τους κουλτούρα, είναι η ζωή τους γύρω από αυτό, δεν θα έλεγα τον εαυτό μου ρέιβερ, όχι. Θα έλεγα ότι γοητεύομαι, μου αρέσει κι έχω παρακολουθήσει λίγο αυτό το σύμπαν.
Φτάνεις στη μέθεξη (εντάξει, βαριά λέξη) με τη μουσική και το χορό; Αν ναι, με ποια μουσική;
Με την ηλεκτρονική. Την έκσταση μόνο με αυτή τη μουσική την έχω νιώσει και νομίζω ότι είναι φτιαγμένη γι’ αυτό.
Κάνατε τρομερή δουλειά με τον Αλέξανδρο Σταυρόπουλο, εσύ σκηνοθετώντας ένα θίασο από 12 ηθοποιούς και 12 χορευτές επί σκηνής κι εκείνος έχοντας την ευθύνη της χορογραφίας. Σε δυσκόλεψε ο μεγάλος θίασος;
Υπήρχαν 26 άνθρωποι επί σκηνής μαζί με τους δύο DJs. Ο Αλέξανδρος έκανε φανταστική δουλειά με τους χορευτές. Υπήρχαν κορμιά με δυνατότητες που δεν είχα συνηθίσει να βλέπω. Μου αρέσουν τα σύνολα, τα πολλά σώματα πάνω στη σκηνή και μπορώ να σου πω ότι αν μου δίνεται η δυνατότητα από εδώ και στο εξής θα ήθελα να συνεργάζομαι με μεγάλους θιάσους. Είχα ένα άγχος, γιατί πρώτη φορά δούλευα με τόσο κόσμο και με ανθρώπους που δεν γνώριζα προσωπικά. Είχα άγχος μην πω κάτι λάθος, γιατί μου αρέσει να δουλεύω σε κλίμα φιλικό, παρεΐστικο. Πέρασα φανταστικά. Τα παιδιά από την πρώτη μέρα έβγαιναν όλοι μαζί, έγιναν παρέα. Προσπάθησα να ακολουθήσω τον πρώτο καιρό, αλλά μετά δεν άντεξα.
Αν κάποιος μπει στη σελίδα του «Οξυγόνου» στο Ιντερνετ, θα βρει τέσσερις ερωτήσεις που τον βάζουν στο κλίμα του έργου: Τις αντιγράφω. Τι σε κάνει να αναπνέεις;
Το να έχω το χώρο και το χρόνο να κάνω τα πράγματα όπως θέλω.
Τι σου στερεί τον αέρα;
Αυτές είναι ερωτήσεις χωρίς εύκολες απαντήσεις, πάνε να ανοίξουν μια συζήτηση. Θα έλεγα ότι δεν μπορώ την ανθρώπινη κωλυσιεργία, όταν τα πράγματα σέρνονται.
Σε τι πιστεύεις;
Στους ανθρώπους, στο πάθος και στην εργασία, στην ένωση.
Σε τι ορκίζεσαι;
Έχω πολύ καιρό να δώσω όρκους για κάτι. Δεν ξέρω. Ορκίζομαι στο λόγο μου.
Τι θα συμβεί στο «Merde!» («Σκατά»), την παράσταση που θα ανέβει τον Ιανουάριο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά;
Κάτι πάρα πολύ αστείο. Δεν έχω γελάσει ποτέ τόσο πολύ σε πρώτη ανάγνωση έργου. Είμαστε η ομάδα των «Παιχτών» (Νιάρρος, Χρυσανθόπουλος, Μουλάς, Μαγουλιώτης), ο Νίκος Καραθάνος, ο Αποστόλης Ψυχράμης, ο Χρήστος Πούλος-Ρένεσης και η Λυδία Τζανουδάκη. Πάμε να φτιάξουμε κάτι ανάμεσα στο «Σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουεϊ» και το «Σώσε», για την Ελλάδα, ένα μείγμα από μουσικά επιθεωρησιακά νούμερα και σπαρταριστά αστείες σκηνές που καυτηριάζουν και σχολιάζουν, ως μουσική κωμωδία, την πραγματικότητα του ελληνικού θεάτρου.
Έχει μια ωραία αντίστιξη το γεγονός ότι ένα τέτοιο έργο θα παρουσιαστεί σε αυτό το υπέροχο αστικό θέατρο.
Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά είναι τέλειο – θα μπορούσε να υπάρχει μία φωτογραφία του πλάι στον ορισμό του θεάτρου ως χώρου. Συνειδητά πήγαμε εκεί. Θέλαμε να είμαστε σε ένα τέτοιο θέατρο για να φτιάξουμε κάτι που το σατιρίζει. Κάπως συνειδητά θέλαμε να βρούμε έναν τέτοιο, κλασικό χώρο.
Οι «Παίχτες» έγραψαν τη δική τους ιστορία στο ελληνικό θέατρο. Εσένα τι σε έμαθαν;
Με έμαθαν πάρα πολλά, με έβαλαν στο χάρτη. Με έμαθαν ότι αν κάνω αυτό που μου αρέσει με αγάπη και πάθος, δίνοντας όλο μου το είναι, όλα θα πάνε καλά. Είναι σημαντική η αυτοπεποίθηση που σου δίνει η αίσθηση ότι αν είσαι εκεί και δεν το κάνεις για άλλον, αλλά για σένα, με αγάπη, πάθος και καύλα, αν βάζεις το μεράκι σου, θα λειτουργήσει, θα πάνε όλα καλά.
Μου δίνεις την εντύπωση ενός από τη φύση χαρούμενου ανθρώπου. Είναι έτσι; Τι σου δίνει χαρά;
Γενικά, το ουδέτερό μου είναι χαρούμενο. Μεγάλωσα με πολλή αγάπη από το σπίτι μου, τους φίλους μου… Εχω μια πολύ ζεστή σχέση με τους γονείς, την αδερφή και τα ανίψια μου. Είμαι πολλά χρόνια με τη γυναίκα μου σε μια πολύ αγαπημένη σχέση. Παίρνω πολλή αγάπη. Κι όταν είσαι γεμάτος αγάπη, είναι πιο εύκολες η ζωή και η καθημερινότητα. Δηλαδή, δεν αντιλαμβάνομαι πώς μπορεί κάποιος να μην είναι καλά αν δεν έχει γίνει κάτι κακό. Αν δεν έχει γίνει κάτι, πρέπει να είναι όλοι ευτυχισμένοι, νόμιζα. Ξέρω ότι ακούγεται πολύ naive, αλλά επειδή έτσι το βιώνω, το θεωρούσα αυτονόητο μέχρι που κατάλαβα ότι δεν είναι έτσι ο κόσμος γύρω μου και συνειδητοποίησα ότι αυτό που έχω είναι ένα πλεονέκτημα, το οποίο ευτυχώς έχω, γιατί έτσι παλεύεται πιο εύκολα η ζωή.
Τι υπόσχεσαι στον εαυτό σου για τη χρονιά που έρχεται;
Περισσότερο χρόνο για προσωπική ζωή και περισσότερο χρόνο για διάβασμα, μελέτη, χρόνο για να αναρωτηθώ τι θέλω να κάνω και χρόνο για να αφουγκραστώ τα πράγματα και όχι μόνο να τα βλέπω να τρέχουν.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τεύχος 426, Ιανουάριος 2025.