Αν έχεις συνδέσει την Ήπειρο με βαριά τσάμικα, μαυροφορεμένες γιαγιάδες σε χωριά- φαντάσματα με λιγότερους από είκοσι κατοίκους το χειμώνα και ποτάμια με κρυστάλλινα νερά το καλοκαίρι, αυτό το μουσικό φεστιβάλ θα σε κάνει να αλλάξεις εικόνες. Εντάξει, ίσως να κρατήσεις τα ποτάμια με τα κρυστάλλινα νερά. Γιατί σε αυτό που είδαμε στο Σπίτι της Χάμκως στην Κόνιτσα, στο φεστιβάλ Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά ’24: Οι μουσικές κουλτούρες των Βαλκανίων, που διοργάνωσε για δεύτερη χρονιά η Στέγη Ωνάση, η νοσταλγία και ο νόστος συνάντησαν το διονυσιασμό που φέρνουν το νταούλι και ο ζουρνάς, πολυφωνικά σχήματα από την Αλβανία και την Κροατία έστειλαν χαιρετίσματα σε άλλες διαστάσεις πάνω από τα σύννεφα και φοβεροί σολίστες μουσικοί των πανηγυριών έφεραν κάτι από τη βαλκανική τρέλλα, από αυτή την ένθεη μανία των αληθινά βιρτουόζων Ρομά μουσικών από τη Βουλγαρία, στο χωράφι έξω από το σπίτι της μάνας του Αλή Πασά.
Ο ιθύνων νους του φεστιβάλ, Αμερικανός μουσικολόγος, βραβευμένος με Γκράμι παραγωγός, συγγραφέας και φανατικός συλλέκτης δίσκων των 78 στροφών Κρίστοφερ Κινγκ, έλαμπε από χαρά, γελούσε και το μουστάκι του καθώς μοιραζόταν μαζί μας τα πολύτιμα δισκάκια του, έπινε τσίπουρο ή δεχόταν πειράγματα για το T-Shirt του (με τη φράση νέο κρυφο αποικιοκράτης). Όπως εξηγεί ο ίδιος, «Αυτή η δεύτερη χρονιά του “Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά: Οι μουσικές κουλτούρες των νότιων Βαλκανίων” εστίασε στη σύγχρονη έννοια της μουσικής σύγκλισης και τον ρόλο των Ρομά στη μουσική των νότιων Βαλκανίων». Ενώ η Διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτη Παναγιωτάκου, σημειώνει: «Η μουσική αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει φυλετική καθαρότητα και η ανυπαρξία της μας κάνει πιο γεμάτους, πιο ωραίους, πιο ενδιαφέροντες. Στην αγωνία και την επιθυμία μας να μιλάμε για δημοκρατία, μέσω των παραγωγών μας στη Στέγη και φυσικά με το STEGI.RADIO και το πολυσυλλεκτικό πρόγραμμά του, τόσο στο ραδιόφωνο όσο και σε φυσικές σκηνές, το φεστιβάλ Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά είναι ένας ακόμα τρόπος να γιορτάσουμε τη δημοκρατία και την ειρήνη».
Με τον Κινγκ ξεκινούσε κάθε μία από τις τρεις αξέχαστες βραδιές που έζησαν όσοι επισκέφθηκαν το φεστιβάλ στην Κόνιτσα. Με τα καταπράσινα βουνά στο βάθος και τον μεταφραστή Δημήτρη Δάλλα στο πλευρό του, ο Αμερικανός που πολιτογραφήθηκε Έλληνας (και στην καρδιά Ηπειρώτης), μας έλεγε ιστορίες από το παρελθόν, τις συνέδεε με τα δισκάκια του και μας έβαζε να ακούσουμε στο πικάπ βινύλια σπάνιας ομορφιάς –τους θησαυρούς του- με ηχογραφήσεις ανάμεσα στο 1913 και 1958, με τις οποίες προλόγιζε τους καλεσμένους μουσικούς που ακολουθούσαν. Όπως σημειώνει ο Κρίστοφερ Κινγκ στο βιβλίο του, Ηπειρώτικο μοιρολόι (εκδ. Δώμα) «Οι άνθρωποι της βορειοδυτικής Ελλάδας ζούνε τα πανηγύρια τους πιο έντονα και φυλάνε τις παραδόσεις τους πιο αυστηρά. Μεγάλο μέρος της Ελλάδας, όπως και της υπόλοιπης Ευρώπης, έχει παραδοθεί στην παγκοσμιοποίηση. Όμως οι τοπικές γιορτές στην Ήπειρο και σ’ άλλες απομακρυσμένες περιοχές της χώρας έχουν διατηρήσει την καθαρότητά τους». Στο Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά είχαμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε.
Καθώς το δειλινό έβαφε πορτοκαλί το σπίτι της Χάμκως, ψηλά, πάνω από έναν μαντρότοιχο οι έξι τραγουδιστές του πολυφωνικού συγκροτήματος Grupi Lab από τη Λιαπουριά της Αλβανίας, εμφανίστηκαν φορώντας τις παραδοσιακές φορεσιές τους για να μας ταξιδέψουν σε άλλες εποχές και τόπους τόσο μακρινούς αν και γειτονικούς. Μη γνωρίζοντας τη γλώσσα, άρχισα να φαντάζομαι ότι τραγουδούν για μυθικούς πολεμιστές και δράκους που φυλάνε θησαυρούς, γενναίες βοσκοπούλες και ατρόμητα παλικάρια που τα βάζουν με αρκούδες. Ύστερα, μου φάνηκε πιο πιθανό ότι θα τραγουδούσαν για κάποια μηλιά φορτωμένη μήλα που λάμπει κάτω από τον ήλιο, έναν καυγά σε ένα καπηλειό ή τα γάργαρα βουνά ενός ποταμού – όπως και να ‘χει, άκουγα κάτι σε μια άλλη γλώσσα, το οποίο μου φαινόταν τόσο οικείο ώστε να φτιάχνω στο κεφάλι μου τους στίχους, κάτι λέει αυτό.
Τους ακολούθησαν ο Ηλίας Κακαρούκας και το σχήμα του από το Αγρίνιο, τρεις Ρομά μουσικοί, που αφού έπαιξαν σε ένα άτυπο πάλκο, κατέβηκαν ανάμεσα στο κοινό με μέλη του Συλλόγου Πανηγυριστών «Ο Άη Σύμιος» και μας χάρισαν ένα χορευτικό δρώμενο.
Για το κλείσιμο της βραδιάς ο Κινγκ είχε διαλέξει μία ταινία του Viktor Gjika, το «Gjeneral Gramafoni» με θέμα τη μουσική της νότιας Αλβανίας την περίοδο της ιταλικής κατοχής. Την ταινία προλόγισε η κόρη του σκηνοθέτη, Ester Gjika. Ήταν μια μαγική προβολή πάνω στις πέτρες του Σπιτιού της Χάμκως, που στέκουν εκεί τουλάχιστον 200 χρόνια, με τον κόσμο να παρακολουθεί συγκινημένος.
Τη δεύτερη μέρα του Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά, στην κεντρική πλατεία της Κόνιτσας, οι θιασώτες του φεστιβάλ πήραν ένα σπάνιο δώρο: Εργαστήρι πολυφωνίας με τις πέντε φοβερές τραγουδίστριες που αποτελούν τις Fige, που δίδαξαν στο κοινό παραδοσιακά Κροάτικα τραγούδια όπως το «Μπουκοβίκο, παχιά σκιά μου» ή το «Όταν τραγουδώ» από το Κάλι της νήσου Ούγκλιαν.
Οι Fige ήταν αυτές που άνοιξαν το φεστιβάλ το ίδιο βράδυ, όταν μαζί με τον Adam Semijalac ερμήνευσαν παραδοσιακά τραγούδια από την Κροατία που άλλοτε φλέρταραν με το heavy metal και τους Dead Can Dance και άλλοτε με τα αμερικανικά μπλουζ.
Τις ακολούθησαν οι Nova Prespa Band με τον Πάνο Σκουτέρη και τον Aurel Qirjo με τους μουσικούς με τα χάλκινα πνευστά από την περιοχή των Πρεσπών στη Βόρεια Μακεδονία, αλλά και μουσικούς από την Ήπειρο. Όλοι μαζί, κατέβηκαν από τη σκηνή και περπάτησαν ανάμεσα στον κόσμο, που έστησε αυθόρμητα γύρω τους κυκλωτικούς χορούς σηκώνοντας σύννεφα σκόνης στο χωράφι και ανεβάζοντας την αδρεναλίνη στα κόκκινα.
Η ταινία του Σαββάτου ήταν το «Ενθύμιον – Μια ωδή στην Ήπειρο», του Νίκου Ζιώγα, που μετέφερε τους θεατές ένα Πάσχα στο Γιρομέρι Θεσπρωτίας σε μία σπαρακτική καταγραφή της ερήμωσης ενός χωριού, αλλά και της προσπάθειας που κάνουν οι κάτοικοι για να κρατήσουν ζωντανές τις παραδόσεις, τη μουσική και τα τραγούδια τους.
Το βράδυ της Κυριακής, μετά από την εισαγωγή του Κινγκ, που μας ταξίδεψε από την Σμύρνη μέχρι τον Πόντο, αφήνοντας αιχμές και για το Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά του 2025, στη σκηνή ανέβηκε η υπέροχη Alkyone, αυτό το φανταστικό κορίτσι από την Έδεσσα που συναρπάζει με τη φωνή του και συγκινεί με τον τρόπο που ξαναδιαβάζει και ερμηνεύει τα παραδοσιακά τραγούδια.
Η 31χρονη τραγουδοποιός που είχε εκείνη τη μέρα τα γενέθλιά της, συνοδευόταν επί σκηνής από τον Θοδωρή Παπαδημητρίου στο τσέλο και τον Σάκη Αζά στην ηλεκτρική κιθάρα, ενώ στο τραγούδι «Με γέλασαν τα πουλιά» ακορντεόν έπαιξε ο άνθρωπος που την ενέπνευσε να ασχοληθεί με τη μουσική, ο πατέρας της.
Αυτό που ακολούθησε ήταν κυριολεκτκά η κορύφωση του φεστιβάλ, αφού στην …αυλή του Σπιτιού της Χάμκως ήχησε ο βακχικός ήχος του ζουρνά από τον δεξιοτέχνη Samir Kurtov και το σεληνιασμένο νταούλι του Oleg Mitrev.
Μαζί τους οι Demir Kurtov και Ognyan Lazarov, επίσης στους ζουρνάδες. Αυτό που ακολούθησε γύρω τους, ενώ γνωστές μελωδίες των Βαλκανίων και της τσιγγάνικης παράδοσης ηχούσαν ως τα ψηλά βουνά, ήταν χοροί κυκλωτικοί, ναστρίτζινι και γκάιντες, αλλά κι ό,τι ποθούσε η ψυχούλα των ανθρώπων που είχαν κυριολεκτικά διονυσιαστεί.
«Το Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά στην Κόνιτσα είναι μια ευκαιρία να συνδεθούμε συναισθηματικά και να ζήσουμε μια κοινή εμπειρία μέσω της μουσικής, αυτής της πανανθρώπινης γλώσσας που μας κάνει να αντιληφθούμε όσα μας ενώνουν», σημειώνει η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση. Διάβαζα τις προάλλες ότι «Δύο άνθρωποι που, με τον ίδιο τρόπο, χαίρονται ή κλαίνε παρακολουθώντας έναν χορό είναι αδέλφια»*.
Από αυτή την άποψη όλοι όσοι βρέθηκαν στο Σπίτι της Χάμκως στο φεστιβάλ της Στέγης Ωνάση Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά ήταν μια μεγάλη οικογένεια.
* Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Ο Θεός φταίει που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο, εκδόσεις Κέδρος.