Κρύο, μποτιλιαρισμένοι δρόμοι, ασφυκτικά γεμάτα καταστήματα, υποχρεώσεις της τελευταίας στιγμής, προσκλήσεις σε γεύματα και δείπνα όπου αναγκάζεσαι να πας παρότι θα προτιμούσες ως και να έσκαβες αντί να ντυθείς και να βγεις από την πόρτα του σπιτιού σου: Αυτοί ίσως είναι μερικοί λόγοι για τους οποίους δεν περνάω καλά πριν έρθουν τα Χριστούγεννα. Μήπως όμως οι αληθινές αιτίες βρίσκονται θαμμένες πιο βαθιά και είναι πράγματι δύσκολα διαχειρίσιμες;

Παλιά, όταν ήμουν παιδί, θυμάμαι δύο ειδών Χριστούγεννα. Το ένα στο σπίτι των παππούδων μου, με μίνιμαλ στολισμό αποτελούμενο από ένα δεντράκι χωρίς φύλλα, τυλιγμένο με αλουμινόχαρτο, με μία τεχνική που το διατηρούσε έτσι για πολλά χρόνια, και μια σειρά από μικρές μπάλες σε έντονα χρώματα. Το άλλο ήταν στο σπίτι των γονιών μου, που έμοιαζε με το φωταγωγημένο ΜΙΝΙΟΝ (για όσους ξέρουν), απλά χωρίς φωτάκια γιατί πάντα είχαμε μία φοβία μη γίνει κανένα βραχυκύκλωμα. Το σπίτι έλαμπε χάρη στα χρυσά του στολίδια, τις εκλεπτυσμένες μπάλες από πρες παπιέ, τις πράσινες γιρλάντες, κάθε μία από τις οποίες είχε τη θέση της, σαν τον Σέλντον Κούπερ στο Big Bang Theory, τα γιορτινά τραπεζομάντιλα, τις πιατέλες με τα γλυκά που ήταν σκεπασμένες με σελοφάν και, φυσικά, τις χριστουγεννιάτικες χαρτοπετσέτες. Ισορροπούσα λοιπόν ανάμεσα στον μινιμαλισμό και το εσωτερικό καταστήματος ειδών διακόσμησης, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, διότι μέχρι να γίνω 12 χρονών περίμενα την κούκλα που θα έπαιρνα ως κύριο χριστουγεννιάτικο δώρο, συνεπώς όλο αυτό εμπεριείχε μία προσμονή.

Μετά τα 12 ζούσα μόνο τα large Χριστούγεννα, καθώς η γιαγιά μου δεν στόλιζε πλέον, και περνούσα τον περισσότερό μου χρόνο στο σπίτι των γονιών μου, όπου κάπως φοβόμουν να κυκλοφορήσω ελεύθερα, μην ακουμπήσω κάτι κάπου και κάνω καμιά ζημιά. Το αποτέλεσμα ήταν αισθητικά άρτιο, απλά εμένα κάτι με χαλούσε σε όλη αυτή τη λάμψη. Μεγαλώνοντας στα 90s, Χριστούγεννα σήμαιναν, για ένα παιδί του γυμνασίου, δύο εβδομάδες διακοπές, επαναλήψεις στα μαθήματα του σχολείου και του φροντιστηρίου, άπειρες κασέτες με ταινίες στο πνεύμα της εποχής, πιτζάμες όλη μέρα και εξόδους για τραπέζια στα οποία ήθελες να πας μόνο αν ήξερες πως εκεί θα έβρισκες κάποιον φίλο σου. Αλλιώς, προτιμούσες να ξαναδείς για 800ή φορά το Μόνος στο Σπίτι (με την κρυφή ευχή να σου συνέβαινε ό,τι και στην ταινία, μείον την παρουσία των κλεφτών) και να φας τέσσερις χιλιάδες κουραμπιέδες μέχρι να επιστρέψουν οι μεγάλοι και να σου πουν «ακόμα παιδί μου δεν κοιμήθηκες;». Πώς ακριβώς να κοιμηθείς με τόση ζάχαρη – αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.

Στα 90s, λοιπόν, τα δικά μου Χριστούγεννα ήταν ωραία. Δε μου προκαλούσαν δυσφορία. Ποτέ, επίσης, δεν με πείραζε ο καταναλωτισμός, αλλιώς δεν θα περίμενα με τόση αγωνία την Μπάρμπι ή, αργότερα, το τζιν που φορούσαν όλοι στο σχολείο και έπρεπε να έχω κι εγώ. Τι άλλαξε; Στη δική μου περίπτωση, μετά το γυμνάσιο, τα Χριστούγεννα σήμαιναν πάρα πολύ διάβασμα. Είχες χρόνο; Διάβαζες. Δε με ανάγκαζε κανείς, αλλά αυτό το κενό των δύο εβδομάδων δεν ήταν πλέον ξεκούραστο όπως παλιά. Προετοιμαζόμασταν για τις πανελλαδικές και έπρεπε να διαβάζουμε non stop. Οι επισκέψεις στα σπίτια των άλλων και τα καλέσματα στα δικά μας είχαν γίνει κάπως πιο ανεκτά. Εξάλλου υπήρχε η δικαιολογία «έχω διάβασμα».

Περνώντας στο πανεπιστήμιο, τα Χριστούγεννα ήταν κάπως πιο χαλαρά – ή έτσι νομίζαμε ως το πρώτο εξάμηνο – καθώς όσοι ήμασταν από επαρχία γυρίζαμε στον τόπο μας, βλέπαμε τους φίλους και την οικογένειά μας και συνεχίζαμε κάπως τη σχολική ζωή που είχαμε αφήσει πίσω και μας έλειπε (όχι το διάβασμα, τα υπόλοιπα).

Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν μπήκαμε με τα μπούνια στον εργασιακό στίβο. Η δική μου δουλειά ήταν κάποτε πολύ απαιτητική στο τέλος του χρόνου. Έπρεπε να κυνηγάω προθεσμίες για να μην με κυνηγήσουν αυτές, είχα πολύ λίγο χρόνο για να ξεκουραστώ και κάποια στιγμή άρχισαν οι υποχρεώσεις που έπρεπε να φέρνεις εις πέρας μόνη ή σχεδόν μόνη. Ήθελες να προσκαλέσεις τους φίλους σου ανήμερα των Χριστουγέννων, συνεπώς έπρεπε να βρεις τι θα μαγείρευες. Κι επειδή εσύ δούλευες 10 και 12 ώρες την ημέρα (με ή χωρίς τη διαδρομή από και προς τη δουλειά), έκανες μεν μία προσπάθεια να φτιάξεις όσα είχες φανταστεί για να δώσεις χαρά σε πέντε δικούς σου ανθρώπους, το αποτέλεσμα όμως ήταν συνήθως μέτριο. Ένα μοσχαράκι που δεν έμοιαζε με τίποτα με αυτό που είχες οραματιστεί, ένα ψητό γουρουνόπουλο στο φούρνο που δεν είχε λιώσει όπως στη φωτογραφία του Τσελεμεντέ, οι πατάτες κάτι έλεγαν, το στήσιμο του τραπεζιού δεν σου άρεσε όμως, ήσουν πολύ κουρασμένη, είχες συνωστιστεί για να ψωνίσεις όλα αυτά τα πράγματα και μετά, ακόμα κι αν ήξερες με τι σειρά θα τα μαγείρευες για να βγουν όλα ζεστά, κάτι δε σου άρεσε.

Εγώ εντοπίζω ένα κομμάτι του προβλήματος στο ότι με βάση κάποιο άγραφο νόμο πρέπει να είσαι χαρούμενος και τουλάχιστον ευγνώμων για όλα όσα έχεις. Αυτό βέβαια, μπορείς να το κάνεις και την υπόλοιπη χρονιά, δεν χρειάζεται να είσαι σε φάση απολογισμού του έτους για να χαμογελάς σαν τον Τζόκερ (με λίγο καλύτερο blending στο makeup σου). Υπάρχει, επίσης, ένα ψευδεπίγραφο ενδιαφέρον για όσους δυσκολεύονται οικονομικά ή από άποψης υγείας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Α, είναι Χριστούγεννα, πρέπει να τους πάει κάποιος δώρα, να μαζέψει χρήματα για να έχουν να φάνε στο γιορτινό τραπέζι. Όχι, τα Χριστούγεννα δεν έπρεπε να είναι η αφορμή γι’ αυτό. Δεν είναι κακό που γίνεται, είναι κακό που γίνεται μόνο στις γιορτές. Επίσης, εκεί έξω υπάρχουν οι χωροφύλακες των συναισθημάτων και των τύψεων. «Δεν σου αρέσουν τα Χριστούγεννα; Άλλοι άνθρωποι δεν έχουν σπίτι, πώς τολμάς να λες ότι δεν σου αρέσει η πιο σημαντική γιορτή της ανθρωπότητας». Συγγνώμη κιόλας, όλοι γεννηθήκαμε, δεν ξέρω πολλούς να αναστήθηκαν, έστω και με βάση τη θρησκεία και όχι την ιστορία, άρα ποια είναι πιο σημαντική γιορτή με αυτή τη λογική, τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα;

Όπως καταλαβαίνετε, το να ξεκινούν οι στολισμοί για τα Χριστούγεννα από τις 31 Οκτωβρίου είναι κάτι που με δυσκολεύει ιδιαίτερα, όσο κι αν κάνω ότι δεν το βλέπω μπροστά μου. Μου φαίνεται πως αυτή η παρατεταμένη προεορταστική περίοδος ευτελίζει κάπως το νόημα που θεωρητικά έχει η γιορτή, τη γέννηση της ελπίδας, την καλοσύνη, την αγάπη, και στη θέση τους φέρνει το ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης, το οποίο είχε καλλιεργηθεί ειδικά γι’ αυτό το σκοπό, θα στολίσει x μέρες μία πλατεία και μέχρι την Πρωτοχρονιά θα έχει γίνει ρίγανη, γιατί πόσο ν’ αντέξει κι αυτό χωρίς ρίζες; Στο μεταξύ, από αισθητικής άποψης, κάποιοι στολισμοί είναι πανέμορφοι, αλλά σε μένα δεν λένε τίποτα. Είναι too much; Είναι κιτς; Και μίνιμαλ να είναι πάλι με δυσκολεύουν, θεωρώ ότι από πάρα πολύ νωρίς, σχεδόν για 60 ημέρες κάτι με σπρώχνει να μπω σε έναν τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς που δεν θέλω να έχω μόνο μία φορά το χρόνο ή για μία περίοδο συγκεκριμένων ημερών πριν τις 25 Δεκεμβρίου.

Και το χειρότερο όλων είναι πως, όταν φτάσει αυτή η μέρα, δεν τελειώνουν όλα μπας και ησυχάσει το μάτι μας, αλλά έχουμε και τους εορτασμούς για την Πρωτοχρονιά και μετά τον ξεχασμένο, σκονισμένο διάκοσμο, που παραμένει στο σπίτι μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου και κάποια στιγμή θα σιχαθείς να βλέπεις, αλλά δεν θα το παραδεχτείς ποτέ. Όχι γιατί πέρασες όμορφα τα Χριστούγεννα και τις γιορτές γενικά και λες χαλάλι, αλλά επειδή είναι κι αυτό ένα κομμάτι της καθημερινότητας που συμβαίνει μηχανικά. Δεν θέλω να στολίζω μηχανικά, δεν θέλω να αισθάνομαι πως θα πάθω επιληψία από τα φωτάκια, δεν θέλω να μαζεύω ψεύτικα χιόνια από το σπίτι μέχρι τον Ιούνιο, δεν θέλω να κατεβάζω από το πατάρι στολίδια που μυρίζουν κλεισούρα και να λέω στον εαυτό μου «γέλα, είναι μέρες χαράς». Όποιες θέλω εγώ θα είναι οι μέρες χαράς ή όποιες μου τύχουν θα είναι.

Και δεν βάζω καθόλου στην εξίσωση το κρύο, διότι πλέον παίρνουμε μία γεύση για το πώς είναι τα Χριστούγεννα στην Αυστραλία, πράγμα πάρα πολύ κακό, διότι είναι ενδεικτικό του τι θα συμβεί με την κλιματική αλλαγή με την πάροδο των μηνών, ούτε καν των ετών. Στο μυαλό μου, λοιπόν, όλη αυτή η προεορταστική υπερβολή υπάρχει εκεί έξω για να αποσπάει την προσοχή σου από όσα σε απασχολούν. Θα την αποσπάσει μία φορά, δύο, τρεις, μετά θα πάψεις να τη βλέπεις και θα φτάσεις πάλι στο μηδέν. Δεν μηδενίζω τα πάντα, ωραία είναι να περνάς ένα βράδυ με τους αγαπημένους σου ανθρώπους, αλλά δε χρειάζεται να σκοτωθείς στην προετοιμασία για να σου βγουν όλα τέλεια, όπως τα θυμάσαι όταν μεγάλωνες. Φτιάξε τα Χριστούγεννα και την περίοδο πριν τα Χριστούγεννα με τον δικό σου τρόπο. Πες τα κάπως αλλιώς. Μην τα αποκαλέσεις τίποτα. Φάε τους κουραμπιέδες από την 1η Νοεμβρίου, με 25 βαθμούς Κελσίου έξω, πιες το γκλουβάιν που δεν είχες στο χωριό σου – κι αυτό είναι ένα από τα καλά της παρόδου των ετών – ξενύχτησε, ξύπνα με hangover, ορκίσου στον εαυτό σου ότι δεν θα ξαναφάς/ πιείς τόσο, πλησίασε το τέρας των Χριστουγέννων, αλλά μην το αφήσεις να σε τυλίξει άμα το φοβάσαι ακόμα εξαιτίας των αναμνήσεών σου, παλιότερων ή πιο πρόσφατων. Δεν χρειάζεται να γίνετε φίλοι. Αποδέξου ότι δεν είσαι χριστουγεννιάτικος τύπος λόγω τραυμάτων ή κάποιων δυνατών άσχημων αναμνήσεων και προχώρα. Και μόλις φτάσουν τα Θεοφάνεια, στόλισε το σπίτι με αυγά, λαγούς, κουνέλια, κοχύλια, βατραχοπέδιλα, ομπρέλες θαλάσσης. Και πες τους «είναι το πνεύμα όλου του έτους: είμαι ευγνώμων και για την άνοιξη και για το καλοκαίρι που θα έρθει, πιο σύντομα από ό,τι θα έπρεπε δυστυχώς, δεν περιμένω να ακούσω τα κάλαντα για να αισθανθώ τυχερή που ζω και όποτε μπορώ περνάω καλά».

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below