Έχει τύχει να πάθουμε κρίσεις τελειομανίας σε διάφορες φάσεις της ζωής μας, αλλά μεγαλώνοντας καταλάβαμε ότι δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα τέλεια κι αυτό είναι ΟΚ, αρκεί μόνο να το πάρουμε απόφαση. Ωστόσο, η αίσθηση του ανικανοποίητου εξακολουθεί να υπάρχει παντού γύρω μας. Σε μικρά και μεγάλα πράγματα. Να ανεβάσω φωτογραφία μου στο Ιnstagram χωρίς σωστό φωτισμό και τουλάχιστον ένα φίλτρο; Να εμφανιστώ σε κάλεσμα χωρίς τα σωστά παπούτσια; Να με ρωτήσουν πού πήγα διακοπές και να πω απλά «στην Κάρυστο» χωρίς ν’ αραδιάσω δυο-τρεις trendy προορισμούς; Να φέρουν τα παιδιά τους βαθμούς από το σχολείο και να είναι κάτω από 18; Και δεν συμβαίνουν μόνο αυτά.
Πόσο δύσκολο είναι να παραδεχτείς, ακόμη και στον εαυτό σου, ότι έχεις τρία χρόνια να μιλήσεις με την αδελφή σου και ότι, όχι, η σχέση σας δεν είναι καλή, δεν είναι καν σχέση. Ή ότι θέλεις πολύ να δουλέψεις στο εξωτερικό, αλλά διστάζεις γιατί δεν είσαι τόσο ικανή, δεν νιώθεις καν αρκετή για να στηρίξεις μια τέτοια απόφαση. Αν μάλιστα έχεις υποστεί μια μόνιμη βλάβη στην εικόνα της επιτυχίας, όπως ένα ψεγάδι ή μία αναπηρία, τότε το τέρας της τελειομανίας σε κυνηγάει νύχτα-μέρα για να σου θυμίζει όλα όσα δεν πρόκειται να είσαι. Γιατί δεν μπορούμε να είμαστε πλέον ευτυχισμένοι ως συνηθισμένοι άνθρωποι;
«Στη δουλειά μου ως ψυχαναλυτής αντιμετωπίζω άνδρες και γυναίκες που επιβάλλουν στον εαυτό τους ένα άπιαστο επαγγελματικό, ερωτικό, αθλητικό ή ηθικό στόχο», λέει ο ψυχαναλυτής Τζος Κοέν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. «Σχεδόν κάθε μέρα βλέπω ασθενείς που πενθούν για όσα δεν καταφέρνουν ή αυτομαστιγώνονται επειδή δεν έφτασαν στα στάνταρ που είχαν θέσει στον εαυτό τους. Η δυστυχία είναι ακόμη μεγαλύτερη αν υπάρχει κάποιος γνωστός, φίλος ή συγγενής τους που έχει ήδη πετύχει κάτι από αυτά που επιδίωκαν οι ίδιοι».
Το lockdown ήταν ένα καλό τεστ για να καταλάβουμε τη διαφορά του να ζεις στο καθεστώς της τελειομανίας σε σχέση με την απλή καθημερινότητα. Καθώς εργαζόμασταν από το σπίτι και χωρίς να έχουμε κάποια κοινωνική δραστηριότητα στην οποία έπρεπε ν’ αποδείξουμε τι αξίζουμε, η ανάγκη να είμαστε τέλειοι έπεσε σε λήθαργο. Δεν είχε πια σημασία ποιος φορούσε το πιο ακριβό ρολόι, οδηγούσε το πιο γρήγορα αυτοκίνητο ή πήγε το πιο μακρινό ταξίδι αφού όλοι ήμασταν κλεισμένοι μέσα. Η αγωνία της πρωτιάς αντικαταστάθηκε από φουρνιές με κουλουράκια, περιπάτους γύρω από το τετράγωνο και σειρές στην τηλεόραση. Ωστόσο, όταν βγήκαμε από τον εγκλεισμό, η τελειομανία επέστρεψε και μας έβαλε και πάλι στη διαδικασία να κρίνουμε και να συγκρίνουμε τον εαυτό μας.
Δεν είναι μόνο το ράλι της καταναλωτικής κοινωνίας και η παγίδα των social media που προβάλλουν αποσπασματικές εικόνες ευτυχίας. Εκείνο που ουσιαστικά μας έχει κάνει άλογα κούρσας είναι το γεγονός ότι τώρα πια το «προϊόν» είμαστε εμείς. Η ζωή μας δεν είναι απλώς το δικαίωμά μας να απολαμβάνουμε την κάθε μέρα, αλλά αποτελεί πλέον ένα προϊόν με συγκεκριμένες προδιαγραφές: πρέπει να είμαστε χαρούμενοι, πετυχημένοι, παραγωγικοί, να έχουμε μία οικογένεια χωρίς προβλήματα, να συντηρούμε έναν κύκλο με φίλους, να βρισκόμαστε σε καλή φυσική κατάσταση, να έχουμε χόμπι, και όλα αυτά να τα κάνουμε συγχρόνως.
Η κουλτούρα της επένδυσης στο «εγώ» ως το κεφάλαιό μας ξεκίνησε το 1841, όταν ο Αμερικανός φιλόσοφος Ραλφ Εμερσον δημοσίευσε το δοκίμιο «Αυτο-εξάρτηση» τονίζοντας τη σημασία της ατομικότητας και την επίδρασή της στην ικανοποίηση που αποκομίζει το άτομο από τη ζωή. Πάνω σε αυτή την αρχή βασίστηκε μία ολόκληρη βιομηχανία αυτοβοήθειας που μέχρι σήμερα μας τροφοδοτεί με βιβλία, διαλέξεις, σεμινάρια, ομάδες ψυχοθεραπείας, ακόμη και προσωπικούς προπονητές οι οποίοι θα μας εκπαιδεύσουν ώστε να κατακτήσουμε τα όνειρά μας. Αρα: πρώτον, πρέπει να έχεις όνειρα. Δεύτερον, πρέπει να τα κυνηγήσεις.
Πότε το καλό είναι αρκετά καλό;
Ο καταναγκασμός αυτός δεν είναι καινούριος, όμως οι μηχανισμοί επιβολής του ολοένα τελειοποιούνται. Τα παιδιά αναμετρώνται με τα στάνταρ της επιτυχίας από τα πρώτα τους κιόλας βήματα – σε ποιο μήνα περπάτησε το δικό σας; Ενα νήπιο που λύνει εξισώσεις στα τέσσερά του ή διαβάζει παραμύθια σε ξένες γλώσσες γίνεται αμέσως σταρ στο Instagram. Εντάξει, δεν έχουν όλοι οι μαθητές εξαιρετικά ταλέντα, όμως όλοι πρέπει να ξέρουν από νωρίς ποιο σπουδαίο επάγγελμα θα κάνουν όταν μεγαλώσουν και τι ακριβώς θα σπουδάσουν. Σε κάθε άλλη περίπτωση, θεωρούνται αποτυχημένοι και αυτοί και οι γονείς τους.
Οι Βρετανοί ψυχολόγοι Κέραν και Χιλ που ειδικεύονται στην έρευνα της τελειομανίας αποδίδουν την εκθετική αύξησή της σε «ολοένα και πιο απαιτητικές κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους στις οποίες πρέπει να αντεπεξέρχονται οι νέοι» και φυσικά στις «αυξανόμενα αγχωτικές και χειριστικές πρακτικές των γονιών». Σε μία τέτοια κουλτούρα, η νέα γενιά δεν μπορεί πλέον να ικανοποιηθεί ούτε με αυτά που έχει και ούτε με αυτά που είναι.
Οταν ένας άνθρωπος δεν διαθέτει εσωτερικό σύστημα αξιολόγησης ώστε να εκτιμάει τον ίδιο του τον εαυτό, τότε αναμετριέται με τα εξωτερικά κριτήρια: τα πτυχία, τις αθλητικές επιδόσεις, τη δημοτικότητα, την καριέρα. Αν όμως δεν καταφέρει να σταθεί στο ύψος των συγκεκριμένων προσδοκιών, τότε ο τελειομανής νιώθει αποτυχημένος. Αυτό βέβαια έχει πολλές όψεις. Αποτελεί σίγουρα την κινητήρια δύναμη για προσωπική εξέλιξη, συγχρόνως όμως λειτουργεί ως καθοριστικός παράγοντας της ψυχικής διάθεσης. Τα επιτεύγματα γίνονται τα ναρκωτικά που σε ανεβάζουν πολύ ψηλά όταν τα κατακτάς, σε ρίχνουν όμως χαμηλά όταν αποτυγχάνεις ή όταν τα κερδίζει κάποιος άλλος. Οπως λέει η συγγραφέας βιβλίων ψυχολογίας Μάγια Σάρνερ, «είναι δύσκολο να ζεις για όσα δεν έχεις παρά γι’ αυτά που έχεις».
Ο Αμερικανός ψυχολόγος Ράντι Φροστ έχει καταρτίσει ένα ερωτηματολόγιο με 35 σημεία για τη μέτρηση της τελειομανίας. Η «πολυδιάστατη κλίμακα» καταλήγει σε τρία είδη.
Το πρώτο είναι η αυτοπροσδιοριζόμενη τελειομανία, όταν δηλαδή μία εσωτερική φωνή επαναλαμβάνει διαρκώς μέσα μας ότι μπορούμε και καλύτερα. Ετσι δημιουργείται μία δυναμική προσωπικότητα αποφασισμένη για την επιτυχία, αλλά και μία αγχώδης πορεία διαρκούς αυτοαξιολόγησης να γίνεις πιο ευτυχισμένος, πιο γυμνασμένος, πιο πλούσιος, όλα αυτά τέλος πάντων που υπόσχονται τα βιβλία αυτοβοήθειας στο οπισθόφυλλο.
Ο δεύτερος τύπος είναι η κοινωνικά προσδιοριζόμενη τελειομανία που μας αναγκάζει να ζούμε εκπληρώνοντας τις προσδοκίες των άλλων και καλλιεργεί ένα μόνιμο συναίσθημα κατωτερότητας ή ανεπάρκειας, ότι δεν είμαστε τόσο όμορφοι, πλούσιοι ή επιτυχημένοι όσο απαιτεί το περιβάλλον στο οποίο ανήκουμε. Θεωρητικά αν με τα δικά μας προσόντα βρισκόμασταν σε ένα χωριό το 1950, θα ήμασταν αρχηγοί, αλλά αυτό τώρα δεν έχει καμία σημασία.
Στο τρίτο είδος ανήκει η τελειομανία που προσδιορίζεται από τους σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μας. Ειδικά αν πρόκειται για πρόσωπα που έχουν ψυχολογική εξουσία πάνω μας, τα πράγματα είναι σοβαρά. Οπως ένας γονιός που απαιτεί βαθμούς πάνω από 18 από το παιδί του ώστε να το εκτιμήσει ή ένας άνδρας που δίνει τόση σημασία στην εξωτερική εμφάνιση της γυναίκας του ώστε εκείνη μπαινοβγαίνει στους πλαστικούς χειρουργούς για να κερδίσει την αγάπη του.
Τα πρότυπα που μας επιβάλλουν οι άλλοι είναι πάντα μία ψυχολογική «προβολή» που κάνουν εκείνοι σ’ εμάς, προβάλλουν δηλαδή στο πρόσωπό μας τα στοιχεία που δεν αντέχουν να δουν στον εαυτό τους, συγκαλυμμένα πάντα με το πέπλο της έπαρσης του ξερόλα – ο γονιός που τα ξέρει όλα, ο άνδρας που ξέρει από γυναίκες κ.λπ.
Στην πράξη είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τα είδη της τελειομανίας στον εαυτό του, μπορεί να μη συνειδητοποιεί καν ότι τον διακρίνει τέτοιο χαρακτηριστικό. Κλινικά όμως μπορεί να εκφραστεί με συμπτώματα όπως η κατάθλιψη, το άγχος, ο ναρκισσισμός, ή οι διατροφικές, ψυχαναγκαστικές και άλλες διαταραχές. Η τελειομανία έχει την ιδιότητα να προσαρμόζεται ανάλογα με το χαρακτήρα και τις αδυναμίες της κάθε προσωπικότητας και γι’ αυτό δεν έχει περιγραφεί μέχρι τώρα ως μία ξεχωριστή ψυχική διαταραχή. Ούτε και μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα σε κάποια παιδικά βιώματα.
Οι Βρετανοί ψυχολόγοι Κέραν και Χιλ τονίζουν ότι οι «γονείς-ελικόπτερα», εκείνοι δηλαδή που επιβλέπουν ασφυκτικά τις ακαδημαϊκές και τις άλλες επιδόσεις του παιδιού τους, σίγουρα συνεισφέρουν στην αύξηση της προσπάθειας. Μπορεί όμως να συμβεί και το αντίθετο. Οι αποστασιοποιημένοι γονείς με το φιλελεύθερο στυλ ανατροφής μπορεί να προκαλέσουν στο παιδί την επιτακτική ανάγκη για αναγνώριση και επιβεβαίωση, να το κάνουν να μαζεύει βραβεία μέχρι να καταφέρει να τραβήξει την προσοχή τους.
Ομως και οι «γονείς-μαζορέτες» που ενθουσιάζονται ακόμα και με τις μουντζούρες του μικρού τους μπορεί ουσιαστικά να το αναγκάζουν ώστε σε όλη του τη ζωή να αναζητά την επιβράβευση για κάθε επίτευγμά του. Οποιο είδος ανατροφής κι αν επιλέξουν, πάντα υπάρχει η πιθανότητα να δημιουργήσουν έναν άνθρωπο που δεν θα μπορεί να ξεχωρίσει τις δικές του επιθυμίες από εκείνες της μαμάς και του μπαμπά. Από αυτή την άποψη, η ψυχανάλυση έχει δίκιο που υποστηρίζει ότι για όλα φταίνε οι γονείς, αφού ό,τι κι αν κάνουν εκείνοι, το αποτέλεσμα παραμένει ίδιο.
Είναι τελικά διαταραχή;
Κάποιοι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι η τελειομανία δεν είναι απαραίτητα παθολογική. Τραβώντας μία διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη «φυσιολογική» και τη «νευρωτική» κατάσταση, θεωρούν ότι στην πρώτη περίπτωση θέτουμε απλώς υψηλά στάνταρ στον εαυτό μας χωρίς να τον τιμωρούμε με την αυτοκριτική της δεύτερης. Στην πραγματικότητα, όμως, η επιθυμία να είμαστε τέλειοι δεν μπορεί να είναι ποτέ υγιής γιατί πρόκειται για την αυταπάτη ότι μπορούμε να γίνουμε κάτι που δεν υπάρχει.
Όσο κι αν βελτιωθούμε, ποτέ δεν θα είμαστε άψογοι γιατί είμαστε άνθρωποι. Ο αγώνας να πετύχουμε κάτι που είναι πάνω από τις προδιαγραφές των θνητών θα προκαλέσει αναγκαστικά αισθήματα θυμού και ανεπάρκειας και η τελειομανία θα φάει σαν πάκμαν την αυτοεκτίμηση. Για τον ψυχαναλυτή Τζος Κοέν, πρόκειται για μία θεμελιωδώς παιδιάστικη συμπεριφορά που μας κάνει να πιστεύουμε ότι η ζωή μας θα τελειώσει όταν σταματήσουμε να προσπαθούμε για να γίνουμε η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Ε, λοιπόν, όχι. Η ζωή μας ξεκινάει εκείνη ακριβώς τη στιγμή.