Ο Φοίβος Δεληβοριάς έχει το σπάνιο χάρισμα να μας κάνει να κλαίμε στα καλά καθούμενα με φαινομενικά χαριτωμένα στιχάκια που πυροδοτούν αναμνήσεις που δεν θυμόμασταν ότι έχουμε. Σαν ταχυδακτυλουργός, βγάζει κουνέλια από αόρατα καπέλα και μας οδηγεί μαζί τους σε μια Χώρα των Θαυμάτων που δεν ξέραμε ότι μας ανήκει. Στον ολοκαίνουριο δίσκο του, Anime, που ξεχειλίζει ιδέες και χρώματα, ταυτιστήκαμε με ψέματα, βολτάραμε στη Θεσσαλονίκη, ξαναγίναμε παιδιά, βρίσαμε με την ψυχή μας, νιώσαμε νοσταλγία για αγάπες που χάσαμε και που ίσως δεν ήταν ποτέ αληθινά δικές μας.

Συνάντησα το Φοίβο ένα ανοιξιάτικο απόγευμα στην Ομόνοια. Μιλήσαμε με αφορμή τα τραγούδια του τελευταίου του άλμπουμ (στίχοι και τίτλοι των τραγουδιών έγιναν οι ερωτήσεις μου) για την παιδική ηλικία, τη μουσική, την κοινωνία, τα μελλοντικά του σχέδια. Ψηλά από το μπαλκόνι μιας σουίτας του Light House Athens είδαμε τον ήλιο να χάνεται νωχελικά πάνω την πλατεία που άναψε τα φώτα της και άνοιξε την αγκαλιά της για να υποδεχτεί έναν παραμυθά που παρόλο που μας ανοίγει όλα του τα χαρτιά με κάθε τραγούδι του, παραμένει ένας γοητευτικός άγνωστος.

Τραγούδι πρώτο. «Μόνο Ψέματα». Πώς τα πας με το ψέμα; Σε τρέφει το ζωτικό ψεύδος του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι και του Ίψεν; Ζεις με αυταπάτες;
Από μικρός δεν έλεγα ποτέ ψέματα για να τη γλιτώσω. Ας πούμε δεν γύρισα ποτέ από το σχολείο λέγοντας ότι τα πήγα καταπληκτικά ενώ τα είχα θαλασσώσει. Όμως εφεύρισκα πράγματα, σκαρφιζόμουν ιστορίες, έλεγα στα παιδιά της τάξης ότι ο πατέρας μου διαχειρίζεται όλο το τμήμα των παιχνιδιών της Εθνικής Τράπεζας -της οποίας ήταν υπάλληλος- και ότι θα έχω από ένα παιχνίδι για κάθε παιδάκι την ημέρα των Χριστουγέννων. Εμφανίζονταν παιδιά και με τις μαμάδες τους στο σπίτι μου κι εγώ κρυβόμουν κάτω από το κρεβάτι μου, αφήνοντας τη μαμά μου να τους αντιμετωπίσει. Ή τους έλεγα ότι ο Βέγγος είναι θείος μου και τον περιμένουμε στο σπίτι για φαγητό ή βλέπαμε το τρέιλερ μιας τηλεταινίας βασισμένης σε διήγημα του Παπαδιαμάντη στην τηλεόραση και τους έλεγα ότι παίζω κι εγώ. Έλεγα ότι η μάνα μου είναι έγκυος ενώ δεν ήταν. Ήθελα κάπως να τραβήξω την προσοχή με μια ιστορία έξω από τα συνηθισμένα. Και νομίζω ότι αυτό κάνω ακόμα με τα τραγούδια μου. Πριν βρω την «Ταράτσα» έλεγα σε όλους ότι κάνω ένα αναψυκτήριο στην Αθήνα, ότι ξεκινάω. Και μετά έπρεπε να το κάνω. Κατάλαβα ότι αυτή μου η ροπή ήταν η μεγάλη μου λαχτάρα να δημιουργήσω. Επομένως δεν είναι τυχαίο που έτσι ξεκινά αυτός ο δίσκος με ένα τραγούδι που το λένε «Μόνο Ψέματα». Βγάζω ένα δίσκο, περνάει η μπογιά του και πρέπει, μετά μέσα από τις κουβέντες που θα σου πω κι ένα ζωτικό ψεύδος που θα σου ψιθυρίσω στο αυτί, να πάω στον επόμενο.

Το πιο χορευτικό κομμάτι του δίσκου, το «Απόψε είμαι κοντά σου», είναι ένα τραγούδι αντίδοτο στην καταστροφή; Προτάσσεις τον έρωτα στο ζόφο;
Μου αρέσουν πάρα πολύ οι ταινίες με ζευγάρια που αποδρούν όπως είναι το «Μπόνι και Κλάιντ» ή το Badlands. Γνωρίζονται και πρέπει να φύγουν. Παίρνει ο Μπελμοντό την Αννα Καρίνα στον «Τρελό Πιερό» και σπάνε τις μπάρες των διοδίων, πάνε στη Μεσόγειο, δέρνουν τον βενζινά, ληστεύουν και μια τράπεζα… Μου αρέσει πολύ που η συνθήκη του έρωτα είναι ένα επικίνδυνο γεγονός, μια σχεδόν εγκληματική πράξη. Περιέγραψα την εσωτερική μου ανάγκη, αν θέλεις, βάζοντας τους ήρωες να το σκάνε με μια αναχρονιστική μοτοσικλέτα στο τέλος και ας αλλάζει ο κόσμος βίαια και μίζερα, γύρω τους. Εκείνοι, με το που μυρίζουν ο ένας τον άλλο και αγγίζονται τα σώματά τους, αισθάνονται ελεύθεροι.

Φωτογραφίες: Γιώργος Μαυρόπουλος

 

Με την «Ταράτσα του Φοίβου» έκανες ένα (δικά σου λόγια), «χειροποίητο υπερθέαμα». Τι θα κάνεις μετά από αυτό;
Μου ζήτησαν πολλές φορές να μεταφέρω την «Ταράτσα» στην τηλεόραση, αλλά δεν γινόταν γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο: ήταν χειροποίητο και είχε ανάγκη τη συμμετοχή του κοινού.
Θα κάνω ωστόσο ένα sitcom που θα αφορά κυρίως την ελληνική σόουμπιζ. Ο ήρωάς του, ο Φοίβος, είναι ένας ξοφλημένος τραγουδοποιός, ένας has been με μια παιδική επιτυχία. Το όνειρό του όμως είναι να ξανακάνει τη μάντρα του Αττίκ, ένα βαριετέ στην πρωτεύουσα. Βρίσκει λοιπόν μια παρέα τρελών, που τους υποδύονται ο Θάνος Αλευράς, ο Μιχάλης Σαράντης κι άλλοι καταπληκτικοί ηθοποιοί -δεν ανακοινώνω όλη την παρέα. Η σειρά, που θα λέγεται «Τα Νούμερα» και θα έρθει στο φθινοπωρινό πρόγραμμα της ΕΡΤ σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Καραντινάκη. Είναι τα νούμερα που είμαστε οι ίδιοι, τα νούμερα του βαριετέ… Σε κάθε επεισόδιο θα έρχονται καλλιτέχνες από όλη την ελληνική σόουμπιζ και θα παίζουν μία παραμορφωμένη και γελοία εκδοχή του εαυτού τους. Η σάτιρά μας θα στρέφεται ενάντια στους εαυτούς μας. Με ενδιαφέρει η ελληνική σκηνή, η αλληλεγγύη ανάμεσα στους καλλιτέχνες, οι αγάπες και οι τρέλες και οι εμμονές σε αυτή τη μεγάλη μουσική οικογένεια… Ήθελα να κάνω ένα σχόλιο πάνω σε εμάς, τα γελοία πρόσωπα που θέλουμε να ανεβαίνουμε στις σκηνές και να κάνουμε το κομμάτι μας. Όλη αυτή τη μοναξιά και την ανασφάλεια και την τρέλα και την αγάπη που κουβαλάμε, ήθελα να την κάνω κωμωδία, τα ανασφαλή και λαμπερά «Νούμερα»…Διάλεξα την ΕΡΤ γιατί μου αρέσει πολύ, με εκπομπές όπως το «Μουσικό Κουτί» και σειρές μυθοπλασίας όπως τα «Καλύτερά μας Χρόνια» και «Καρτ Ποστάλ», αλλά και με το ertflix. Αυτά είναι βήματα προς έναν πολιτισμό που με ενδιαφέρει… Θα ήθελα πάντως να έχουμε πολύ περισσότερες σατιρικές εποχές στην τηλεόραση. Με ανησυχεί που απουσιάζει η πολιτική σάτιρα. Πιστεύω πολύ στις τηλεοπτικές κωμωδίες, εδώ είχαμε τους «Απαράδεκτους» ή τις σειρές του Καπουτζίδη φοβερές δουλειές, αλλά το είδος έχει ξεφύγει στην Αμερική, αλλά και αλλού, το «Extras» του Ζερβέ, το «Call my agent»…

Για μένα Νούμερα μπορεί να είναι και «Κάποια παιδάκια», όπως στο καινούριο τραγούδι σου, που δεν μεγάλωσαν ποτέ. Μου αρέσει πολύ που μιλάς εδώ για τη συνάντηση των ανθρώπων μέσα από τα τραύματά τους.
Αν αρχίσεις και βλέπεις τη ζωή από ψυχαναλυτική σκοπιά, αν αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους σαν ψυχές, αρχίζεις και τους βλέπεις μικρούς μέσα στο κεφάλι σου. Σε ένα παιδικό πάρτυ που συνόδευσα την κόρη μου την Ιόλη, μου συνέβη το αντίθετο: έβλεπα τα παιδάκια και τα φανταζόμουν σαν μεγάλους. Ενώ τα παιδεύω πολύ τα τραγούδια μου, έχω γράψει δύο τραγούδια πολύ εύκολα, βγήκαν νεράκι, αυτό και το «Κουνελάκι» που το έγραψα πάλι για την Ιόλη όταν ήμουν πολύ νέος μπαμπάς. Υπάρχει κάτι μέσα μου που όταν το θέμα είναι παιδί βγαίνει πάρα πολύ γρήγορα.

Εσύ τι παιδάκι ήσουν;
Πάρα πολύ μοναχικό και ντροπαλό. Δεν ζητούσα εύκολα από ένα άλλο παιδάκι να παίξουμε, δεν έμπαινα εύκολα σε παρέες – παρόλο που όταν το κατάφερνα ήμουν αγαπητός και συμπαθής. Ήμουν ένα παιδάκι πολύ ονειροπαρμένο. Είχα μανία με την τηλεόραση και το σινεμά, ήξερα σκηνοθέτες, ηθοποιούς, συνθέτες, μουσικούς, ήξερα τι παίζουν όλα τα σινεμά της Καλλιθέας και της Αθήνας και ποιες ώρες. Κι έγραφα. Σεναριάκια, θεατρικά, διηγήματα. Έγραφα συνέχεια.

Ήμασταν το ίδιο κινηματογραφόφιλο και τηλεορασόπληκτο παιδάκι. Το δικό σου παιδάκι τώρα, τι σου έχει μάθει για τον κόσμο καθώς μεγαλώνει;
Ο κόσμος που βλέπει ο άνθρωπος είναι αυτός που θα του διηγηθείς. Η αφήγηση που παίρνει ένα παιδί, έρχεται από τους γονείς του. Η μουσική που ακούν, ο τρόπος που ζουν. Αν οι γονείς ζουν σε έναν γκρίζο κόσμο, εκεί θα ζήσει και το παιδί. Δεν λέω βέβαια πως η παιδική ψυχή δεν έχει αντιστάσεις, αλλά μεγαλώνει στον κόσμο που της δείχνεις εσύ. Αν η Ιόλη έγινε μέσα από την αφήγησή μας ένα γελαστό και φιλοπερίεργο πλάσμα, τόνωσε τις καλές πλευρές που είχα κι εγώ. Της διηγήθηκα έναν κόσμο, ξεκίνησε να τον ανακαλύπτει ενθουσιασμένη επειδή εκεί την οδήγησε η διήγησή μου κι άρχισε μετά να μου τον ξαναδείχνει και να ενθουσιάζομαι κι εγώ. Έλεγε ο Άκης Πάνου σε ένα τραγούδι που είχε γράψει για την κόρη του «είσαι του κόσμου, που κάποτε θα φτάσει από το χρόνο να τρέχει πιο μπροστά». Έτσι είναι, κάθε παιδί θα τρέξει σε ένα χρόνο που εμείς δεν τον υποψιαζόμαστε.

Φωτογραφίες: Γιώργος Μαυρόπουλος

 

«Κάποιος με πέντε ακόρντα χτίζει παλάτι» λες στους Λωτοφάγους. Είναι αυτό ένα τραγούδι για τη μουσική στην Ελλάδα; Τι σου αρέσει και τι όχι σε όλα αυτά που ακούμε σήμερα;
Πάντα δεν μου αρέσει η μουσική που ακούγεται γύρω μας και πάντα βρίσκω κάτι που μου αρέσει. Τα trends, αυτό που πασάρεται ως κεντρική πληροφορία Είναι πληκτικό. Αυτή την κυρίαρχη ιδεολογία που υπάρχει και στη μουσική, τη βαριέμαι.

Δεν αισθάνεσαι κι εσύ λίγο κυρίαρχος; Τόσος κόσμος σε αγαπάει.
Ναι, έχω μεγαλώσει, τα πράγματα είναι πιο εύκολα, όταν βγάζω κάτι η πληροφορία κυκλοφορεί πιο εύκολα απ’ ό,τι παλιά. Πιθανόν να είμαι και νερόβραστος για τους νεότερους. Το θέμα είναι τα νεότερα πράγματα που παλεύουν να βγουν στο φως. Εγώ τα ανακάλυπτα από μικρός. Άκουγα ραδιόφωνο και ξαφνικά κάτι άστραφτε, ένα τραγούδι του Βαγγέλη Γερμανού, των Κατσιμίχα, του Λάκη Παπαδόπουλου πριν γίνουν γνωστοί. Το ίδιο μου συμβαίνει και σήμερα με τον Μαζόχα, τη Sophie lies, τους αδερφούς Καλογεράκη… Ακούω αυτά τα παιδιά και κάτι αστράφτει, συντονίζεται η ψυχή μου.

Η Θεσσαλονίκη γιατί πήρε ένα από τα τραγούδια του δίσκου, τι της χρωστάς;
Α, την αγαπώ πολύ, δεν είναι η πρώτη φορά που της γράφω τραγούδι. Της έγραψα και το «Αδιάκοπα». Την αγάπησα από τότε που πρωτοπήγα 17 χρόνων, ανακάλυψα κάτι στην υγρασία της, στο άρωμά της, στον τρόπο με τον οποίο σε κοίταζαν οι άνθρωποι, στα κορίτσια της που εμένα με ενδιέφεραν. Κάνοντας πια βόλτα ως σαρανταπεντάρης στη Θεσσαλονίκη και κοιτάζοντάς τα όλα σαν να ՚ναι και λίγο πίσω μου και κεντράροντας σε αυτό το βυζαντινό στοιχείο που το σχολίασε ωραία ο Μάνος Χατζιδάκις όταν πήγε πρώτη φορά και είδε όλες αυτές τις εκκλησίες και είπε «οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να είναι πολύ αμαρτωλοί». Υπάρχει ένας ερωτισμός που συμβαίνει ακόμη και στους αυλόγυρους των εκκλησιών.

Φωτογραφίες: Γιώργος Μαυρόπουλος

Εξαιτίας της «Άγριας Ορχιδέας», που ακούγεται στη διαπασών από το αυτοκίνητό μου, θέλω να ξέρεις ότι με κοιτάζουν περίεργα οι άλλοι οδηγοί στα φανάρια. Με ποιον τα βάζεις σε αυτό το τραγούδι;
Με τον άνθρωπο που προτάσσει τις «ορχιδέες» του, που αντλεί ταυτότητα από έναν τύπο αντρίλας που πλέον δεν έχει καμία γοητεία, αλλά σε σκλαβώνει και σε οδηγεί σε ασφυξία. Πρέπει να τους αφήσουμε πίσω μας αυτούς τους τύπους, πρέπει να πάμε στο επόμενο στάδιο. Και θα πάμε γελώντας.

Τι ανταπόκριση είχες για το τραγούδι που έγραψες για την Ελένη Τοπαλούδη;
Νομίζω ότι όλοι αισθάνονται περίεργα ένοχοι όταν ακούν αυτό το τραγούδι, όπως αισθάνθηκα κι εγώ όταν το έγραψα. Σαν να φταίω εγώ. Στις πρώτες εκτελέσεις στα μαγαζιά υπήρχε απόλυτη σιωπή. Με το που ξεκίναγε, κάπως όλοι σταματούσαν ό,τι κι αν έκαναν. Όταν το έγραφα αισθανόμουν μέρος μιας κοινωνίας που δολοφονεί τα κορίτσια της, που ευνουχίζει τα κορίτσια της, που μαντρώνει την ερωτική τους ελευθερία.

Στον «Αταίριαστο» για ποιους ήθελες να μιλήσεις; Πέρα από την αναφορά στους μη ζευγαρωμένους, είναι το τραγούδι ένας ύμνος στους ανένταχτους; Είναι εύκολο να είναι κανείς ανένταχτος σήμερα;
Πιο εύκολο από παλιά πάντως -σκέψου να ήσουν ανένταχτος σε ένα χωριό. Είναι πάντα άβολο και δύσκολο. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν τρομερά μεγάλη ανάγκη να ενταχθούν γι’ αυτό και πιστεύουν σε παράλογα πράγματα που λέγονται ΑΕΚ, Παναθηναϊκός… Καταλαβαίνω ότι η πολιτική οργάνωση είναι κάτι σοβαρότερο αφού οδηγεί και στο πολίτευμα, μπορεί να οδηγήσει και στην ενίσχυση της δημοκρατίας… Αλλά εγώ ως καλλιτεχνική φύση ένιωθα ανέκαθεν μεγάλη καχυποψία για τους ανθρώπους που οργανώνονται. Από έναν απολιτίκ άνθρωπο προτιμώ πάντα έναν πολιτικοποιημένο. Από έναν πολιτικοποιημένο, προτιμώ έναν άνθρωπο με ελεύθερο πνεύμα γιατί μπορεί να κρίνει τα πράγματα και από μία άλλη πολιτική σκοπιά.

Ποια ήταν η πρώτη απόφαση που θα έπαιρνες αν γινόσουν ποτέ Υπουργός Πολιτισμού;
Πολύ δύσκολο αυτό. Θα ενίσχυα τον σύγχρονο πολιτισμό με διάφορες δομές. Για παράδειγμα, το θεωρώ πολύ σημαντικό να μπορείς να γυρίσεις ταινίες στην Ελλάδα, να τονώσεις την τοπική βιομηχανία, να δώσεις δουλειά στα κινηματογραφικά συνεργεία. Θα ενίσχυα την ποιότητα της τηλεόρασης, την ελευθερία της. Θα ήθελα να υπάρχει ανθοφορία του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Εχθρός μας είναι η αδράνεια. Να βλέπουμε ξανά και ξανά τις ίδιες ταινίες ή να κάνουμε παραγωγές μόνο με βάση τι θέλει ο κόσμος.

Τι θέλει ο κόσμος;
Ούτε ο ίδιος δεν ξέρει. Θέλει και την ασφάλειά του, θέλει και το καινούργιο. Θέλει μια νέα γεύση που θα τον ενθουσιάσει, και θέλει και την παραδοσιακή γεύση. Δεν μπορεί το ένα να αποκλείει συνεχώς το άλλο. Αυτό κάνει ένας υπουργός πολιτισμού, φροντίζει αυτές οι δύο γεύσεις να μην αλληλοεπικαλύπτονται. Αυτή θα ήταν μία ωραία χώρα. Μία χώρα που περπατάς και βλέπεις έναν αρχαίο ναό και γυρίζεις το κεφάλι σου από την άλλη και ακούς ένα ολοκαίνουργιο τραγούδι που δεν έχει όμοιό του. Αυτό που ήταν η Ελλάδα του 1960-1965 που ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Ζαμπέτας, ο Καλδάρας έβγαζαν κάθε μέρα ένα αριστούργημα. Το 1966 έβγαινε η μία καλή ταινία μετά την άλλη. Τις υπέγραφαν ο Μανθούλης, ο Γλυκοφρύδης, ο Δαμιανός…Έβλεπες ότι μπορούσε να έρθει ένα ελληνικό nouvelle Vague. Αλλά ήρθε η Χούντα.

Φωτογραφίες: Γιώργος Μαυρόπουλος

Για να επιστρέψουμε στα τραγούδια, στον Αταίριαστο ακούγεται και ο φοβερός στίχος “Θα σου μάθω να μου μείνεις άγνωστη”.
H ρουτίνα είναι προϊόν φόβου. Ο φόβος για το άγνωστο κάθεται σαν κρούστα πάνω σε δύο ανθρώπους που είναι καθημερινά μαζί. Όταν γνωρίστηκαν ήταν αλλιώς εμβάθυναν ο ένας στις αναμνήσεις και το σώμα του άλλου. Κάποια στιγμή φτάνουν στο τελευταίο σύνορο. Οι άνθρωποι που αγαπάνε πάρα πολύ μαθαίνουν στον άλλον να τους είναι άγνωστος. Να μην έχουν ένα τραγούδι που το άκουγαν την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους και λένε “αυτό είναι το τραγούδι μας”. Το τραγούδι τους να είναι ένα άλλο που μένει να ανακαλύψουν στο μέλλον μαζί.

Αισιόδοξο σε βρίσκω.
Μπορεί να είναι μία φαντασίωση όλο αυτό, μία δική μου υπαρξιακή επιθυμία. Μπορεί να είμαι κακομαθημένος που το θέλω.

Στην «Μπαλάντα», για μένα ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έχεις γράψει ποτέ, λες «μες την καρδιά μου δεν έχω αγαπήσει/άλλη από σένα που είσαι κοντά μου/ και που ακουμπάς μια σιωπή στη δικιά μου». Να μιλήσουμε για την αξία της σιωπής, για φινάλε;
Είναι τεράστια η σημασία της σιωπής, όχι μόνο στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και στη φύση. Το ότι σκοτώνουμε τη σιωπή ως πολιτισμοί με όλο και πιο βάναυσο τρόπο δείχνει πόσο φοβόμαστε τη δύναμή της. Ανεβάζουμε τα ντεσιμπέλ κάθε χρόνο και πιο πολύ μπας και καλύψουμε τη μοναξιά, το υπαρξιακό κενό. Ένας δημιουργός που καλλιεργεί τη σιωπή του, ένας τύπος που ζει ασκητικά, ένα ζευγάρι που χαίρεται να κάθεται ο ένας πλάι στον άλλο κάνοντας κάτι διαφορετικό και νιώθοντας τη σιωπηλή παρουσία του συντρόφου του, αυτά είναι μία νίκη της ύπαρξης, ένας ορισμός της αγάπης.

Δεν σε ρώτησα αυτό που ρωτούσαν κάποτε τις γυναίκες, που ίσως ρωτούν ακόμη τη γυναίκα σου, τη Βάσω Καβαλιεράτου (ελπίζω όχι), “πώς κατάφερες να συνδυάσεις καριέρα και οικογένεια”;
Προστάτευσα πολύ το ένα από το άλλο. Γιατί μπορούν να γίνουν καταστροφικά το ένα για το άλλο. Πολύ άνετα μπορώ να πω ότι πάρα πολύ σημαντικό είναι το ζευγάρι να έχει βασίσει τη ζωή του σε ένα κοινό ιδανικό. Τότε μπορείς να σιωπήσεις πλάι στον άλλο, να μελετήσεις πλάι στον άλλο. Δεν μπορεί να ισχύσει πάντα. Ο έρωτας είναι ανεξήγητος, ζήτημα χημείας, μας αρέσουν τα αντίθετα, μας εξισορροπούν… Αλλά το να φτιάξεις μία οικογένεια, μία μικρή ομάδα, μία θρησκεία, μία αίρεση, έχει σημασία τα δύο πρόσωπα που τη φτιάχνουν να σέβονται τον ίδιο κώδικα, να εννοούν τα ίδια πράγματα.

Φωτογραφίες: Γιώργος Μαυρόπουλος

Ραντεβού με τον Φοίβο στις 6 Σεπτεμβρίου στην Τεχνόπολη σε μια πολύ μεγάλη συναυλία που θα παρουσιαστεί το Anime με όλους τους συντελεστές και μετά θα ακολουθήσει χαμός!

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below