Ένα βροχερό Δευτεριάτικο βράδυ κατεβαίνω τα σκαλιά του θεάτρου Νέος Ακάδημος, εκεί όπου η Λίλλυ Μελεμέ σκηνοθετεί το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» του Τενεσί Ουίλιαμς. Στη σκηνή με περιμένουν, μεταξύ άλλων, η αυταρχική κυρία Βέναμπλ (Φιλαρέτη Κομνηνού), μια πλούσια αστή του Αμερικανικού Νότου που λάτρευε παθολογικά τον ποιητή γιο της Σεμπάστιαν, η νεαρή ξαδέρφη του Κάθριν (Αναστασία Παντούση), που τον συνόδευσε στο τελευταίο καλοκαιρινό ταξίδι πριν από το θάνατό του και ένας διακεκριμένος νευροχειρουργός (Δημήτρης Τσίκλης) που καλείται να την χαρακτηρίσει φρενοβλαβή και να της κάνει λοβοτομή. Τι πραγματικά συνέβη όμως εκείνο το καλοκαίρι;
Επί σκηνής μεταμορφώνεσαι κυριολεκτικά, γίνεσαι η Βέναμπλ. Από τι έπλασες τη δική σου εκδοχή της ηρωίδας;
Η δική μου εκδοχή για την Βέναμπλ είναι αποτέλεσμα μεγάλης μελέτης και έρευνας. Έχω διαβάσει και δουλέψει πολύ για να την αποκρυπτογραφήσω. Είναι τόσο πολύπλοκη, πολυσύνθετη αυτή η σχέση μάνας – γιου, που θα έπρεπε να την μελετούν στις σχολές ψυχανάλυσης. Είναι ένας γρίφος. Τις προάλλες ήρθε στην παράσταση μία παρέα ανθρώπων που ασχολούνται με την ψυχανάλυση και λέγαμε ότι δεν μπορείς να την κατατάξεις εύκολα. Είχα κι εγώ την αγωνία μου. Ποια ακριβώς είναι η Βέναμπλ και ποια είναι η σχέση εξάρτησης που έχει με το γιο της; Είναι μόνο η λατρεία που του έχει, η οποία αγγίζει τα όρια του ερωτισμού; Είναι η προστατευτικότητα μιας μάνας προς τον ομοφυλόφιλο γιο της; Γιατί είναι μια ιδιαίτερη σχέση. Όπως λέει ο Ουίλιαμς, που μας δίνει τα κλειδιά για να δουλέψουμε, “όταν το αγόρι της το έπιανε ο τρόμος και τα μάτια του έβλεπαν προς τα μέσα και τα χέρια του έτρεμαν”, εκείνη ήξερε τι του συμβαίνει και γινόταν μια ασπίδα προστασίας από τον κοινωνικό περίγυρο. Γι’ αυτό και το καλοκαίρι που εκείνος την αφήνει πίσω, την εγκαταλείπει, ίσως επειδή θέλει να σπάσει το γόρδιο δεσμό, να κόψει τον ομφάλιο λώρο, συμβαίνει αυτό το βίαιο γεγονός . Το έργο αγγίζει κάτι πολύ ακραίο που δεν ξέρω αν οι θεατές θέλουν να το αντιληφθούν και να το εισπράξουν: μία μάνα που λειτουργεί ως δόλωμα, ως κράχτης για να προσελκύει εραστές για τον γιο της.
Σκέφτομαι ότι ίσως ο Σεμπάστιαν απορρίπτει τη μητέρα του ως γυναίκα, δεν του κάνει πια ως δόλωμα. Με έναν τρόπο της λέει ότι γέρασε και δεν είναι πια τόσο θελκτική.
Είναι και αυτό. Αυτή η σχέση μάνας-γιου που έφτανε στα όρια της νοσηρότητας. Αυτοί οι δύο χρησιμοποιούν ο ένας τον άλλον. Για τη Βέναμπλ ο Σεμπάστιαν είναι ο λόγος της ύπαρξής της.
Η αγάπη της Βέναμπλ για τον γιο της την οδηγεί σε ακραίες καταστάσεις. Πώς είδες αυτή τη σχέση;
Αυτή η γυναίκα, ξεκινώντας από την άρνηση να αποδεχτεί τι ακριβώς συνέβη στο γιο της το περσινό, μοιραίο καλοκαίρι, κατασκευάζει ένα διαφορετικό λεξιλόγιο. Η ζωή τους μαζί, η σχέση τους ήταν ένα μονοπάτι που έμοιαζε σαν έργο τέχνης! Έτσι ονομάζει όσα έκαναν θέλοντας να καλύψει και να προστατέψει την ερωτική ζωή του γιου της και την ιδιαίτερη σεξουαλικότητά του. Λέει πράγματα που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.”Είναι αμόλυντος, αγνός” – έτσι μιλάει για έναν άνδρα στα 40 του! Δηλώνει ευθαρσώς ότι εκείνη και ο γιος της είχαν γίνει διάσημοι ως ζευγάρι στα καλοκαιρινά τους ταξίδια. Τους αποκαλούσαν η Βάιολετ και ο Σεμπάστιαν, όχι μητέρα και γιο.
Ερμηνεύεις με ανατριχιαστικό τρόπο έναν μονόλογο που περιγράφει μία σκηνή στην παραλία, με νεαρά χελωνάκια που τρέχουν προς τη θάλασσα, ενώ πάνω από τα κεφάλια τους βουτούν αρπαχτικά θαλασσοπούλια και τα κατακρεουργούν. Ποιος είναι ο συμβολισμός αυτής της σκηνής;
Η φύση δεν απολογείται, κυριαρχεί ο νόμος της τροφικής αλυσίδας. Ο Τενεσί Ουλίαμς χρησιμοποιεί συμβολικά αυτή την σκηνή για να μάθουμε στη διάρκεια του έργου ότι κάτι αντίστοιχο μπορεί να συμβαίνει και ανάμεσα σε ανθρώπους, θα ακούσουμε για μία σκηνή ανθρωποφαγίας.
Ο θεατής θέλει στην αρχή να συμπονέσει τη Βέναμπλ για τον τρόπο που βιώνει την απώλεια του γιου της, ενώ στη συνέχεια βλέπει ότι είναι έτοιμη να γίνει αυτή το αρπακτικό και να κατασπαράξει την αθώα κοπέλα που βεβηλώνει τη μνήμη του με τις περιγραφές της για τον τρόπο του θανάτου του. Τι σε γοήτευσε σε αυτή την ηρωίδα με αποτέλεσμα να γοητεύεις κι εσύ το κοινό;
Αυτό ήθελα να πετύχω. Δεν ήθελα να βγει σχηματικά η Βέναμπλ, να δούμε όλοι ένα τέρας, έναν σκληρό χαρακτήρα. Αυτή είναι η μεγάλη παγίδα του ρόλου. Όμως η Βέναμπλ είναι αδίστακτη γιατί πρωταρχικός της στόχος είναι να υπερασπιστεί τη μνήμη του γιου της. Είναι σαν φυσικό φαινόμενο, είναι όπως η φύση, που δεν έχει καμία ενοχή όταν προκαλεί καταστροφές. Με γοήτευσε αυτό το πλάσμα, η δύναμη που έχει η γυναικεία της φύση, το πόσο χειριστική και πανέξυπνη είναι, το πόσο λαχταράει να προστατέψει το γιο της… Έχει κατασκευάζει το δικό της ζωτικό ψεύδος και ζει μέσα σε αυτό. Αυτοί οι ρόλοι, όπως και οι συγγραφείς που μας τους παρέδωσαν είναι πάντα γοητευτικοί για τον ηθοποιό, τον ερμηνευτή. Μπαίνεις σε περιοχές που ξεφεύγουν της κανονικότητας όχι μόνο της δικής σου ζωής αλλά και της ζωής των άλλων. Θα πω και θα ξαναπώ και δεν θα σταματήσω να το διατυμπανίζω: έχω λατρεία για τον Τενεσί Ουίλιαμς και τα έργα του.
Οι ηρωίδες των έργων του πάντως μοιράζονται σε θύτες και θύματα. Την Μπλανς την παίρνουν σηκωτή για το ψυχιατρείο, την Κάθριν την προορίζουν για λοβοτομή. Έτσι δεν είναι;
Η λοβοτομή εκείνη την εποχή θεωρείτο μία αθώα επέμβαση, την οποία εφάρμοζαν σε άτομα με διανοητικές διαταραχές ή ψυχικές ασθένειες, με σκοπό την εξάλειψη των συμπτωμάτων τους. Σκέψου ότι τον άνθρωπο που σκέφτηκε αυτή την επέμβαση, τον Πορτογάλο γιατρό Μονίζ, τον τίμησαν με το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής το 1949. Η αδερφή του Τενεσί Ουίλιαμς Ρόουζ, υπέστη λοβοτομή, όπως και η αδερφή του Τζον Κένεντι, Ρόζμαρι. Μόλις το 1975 σταμάτησαν αυτές οι επεμβάσεις μετά από τη γενική κατακραυγή και τον μεγάλο αριθμό ατόμων που, μετά από την επέμβαση είχαν μείνει φυτά. Την εποχή που η Βέναμπλ προτείνει τη λοβοτομή της Κάθριν, θέλει απλώς να την κάνει να σωπάσει. Ο Τενεσί ζούσε με τους χαρακτήρες του, μιλούσε για την Αμάντα τη Λόρα, την Μπλανς σαν να ήταν δικοί του άνθρωποι. Έλεγε, “δεν υπάρχουν καλοί και κακοί στα έργα μου. Όλοι ζουν στην ίδια περιοχή. Τα πλάσματά μου έχουν αδυναμίες γιατί κι εγώ. Έτσι τα έχω αγαπήσει, ως αδύναμα πλάσματα”. Όλες αυτές οι γυναίκες είναι ο Ουίλιαμς. Ο ίδιος έλεγε, “Η Μπλανς είμαι εγώ”. Στο «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» ο Ουίλιαμς είναι μάλλον ο Σεμπάστιαν. Πόσο μου άρεσε ν΄ακούω, εμμονικά σχεδόν, το τραγούδι των Steve Harley & Cockney Rebel, “Sebastian”.
Την παράσταση σκηνοθετεί η Λίλλυ Μελεμέ. Πώς είδαν δύο γυναίκες τον Ουίλιαμς; Με αγάπη, με αυστηρότητα;
Αυστηρότητα προς τον Τένεσι Ουίλιαμς; Την πετάω αυτή τη λέξη. Με αφόρητη τρυφερότητα τον είδαμε, με απόλυτη κατανόηση. Ένα πληγωμένο πλάσμα που λάτρευε την ποίηση, που πάλεψε με τους δαίμονες του μυαλού του, με τον ερωτισμό του. Δεν μπορώ να εκλογικεύσω αυτό που για χρόνια νιώθω γι’ αυτόν. Αν ζούσε, θα ήθελα να του κάνω μια τεράστια αγκαλιά.
Με τη Λίλλυ προσεγγίσαμε το έργο με τον κώδικα που έχει αναπτυχθεί ανάμεσά μας από προηγούμενες συνεργασίες μας. Υπήρχε ένας κώδικας επικοινωνίας. Αφουγκραστήκαμε τη μουσικότητα και το ρυθμό στις λέξεις του κειμένου. Δεν πήγαμε να αμβλύνουμε τις γωνίες του έργου. Αφήσαμε το σκοτάδι και τη σκληρότητα να περάσουν μέσα από τις λέξεις.
Υπάρχει ένα κλισέ που λέει ότι μερικοί ηθοποιοί είναι φτιαγμένοι για κάποιους ρόλους. Υπάρχει κάποια αλήθεια εδώ;
Από τα χρόνια της δραματικής σχολής νομίζω, νιώθω ότι είχαμε δώσει ένα ραντεβού με τη Βέναμπλ. Και συναντηθήκαμε.