Στις ευρωπαϊκές χώρες, η καφετέρια της γειτονιάς δεν είναι απλά ένα μέρος όπου κάποιος μπορεί να απολαύσει τον καφέ του, αλλά ένα σημείο κοινωνικοποίησης, το οποίο να φέρνει τον κόσμο πιο κοντά, από όποιο υπόβαθρο κι αν προέρχεται καθένας από τους θαμώνες. Σε περίπτωση που ένα τέτοιο μέρος δεν είναι άμεσα προσβάσιμο, τότε οι κοινωνικές ομάδες των Millenial, αλλά και της Gen X, μπορεί να υφίστανται καθημερινά αρνητικές συνέπειες, που φτάνουν ως και την κατάθλιψη.
Ο άνθρωπος έχει ανάγκη για κοινωνική επαφή, ανεξάρτητα από την οικογενειακή του κατάσταση και το αν έχει παρέα στο σπίτι του. Ένα καφέ, ένα «τρίτο μέρος», όπως αποκαλείται από πολλούς, καθώς δεν είναι ούτε το σπίτι, ούτε ο χώρος εργασίας, λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μίας κοινότητας που δημιουργείται με φυσικό τρόπο γύρω από την αναζήτηση ενός προϊόντος. Σε μία καφετέρια ο θαμώνας θα πιάσει την κουβέντα με κάποιον άγνωστο, θα κάνει γνωριμίες που ίσως εξελιχθούν σε φιλίες και γενικότερα μπορεί να βρει την κοινωνική επαφή χωρίς να κουραστεί ιδιαίτερα. Απλώς πηγαίνει στο ταμείο και παραγγέλνει το ρόφημά του.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι πλέον τόσο εύκολο, τουλάχιστον σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, όπου ο καφές απέξω μπορεί να κοστίζει ως και το τριπλάσιο ποσό από αυτό που κοστίζει σε μία πόλη της Ευρώπης. Ακόμα και ο take-away καφές μπορεί να είναι ακριβός κι έτσι οι Αμερικανοί έχουν να αντιμετωπίσουν ένα σημαντικό εμπόδιο στην προσπάθειά τους για κοινωνικοποίηση. Αν είναι ασύμφορο να βγουν έξω και να πιουν έναν καφέ, σε ένα μέρος όπου συχνάζει θεωρητικά όλη η γειτονιά τους, τότε θα παραμείνουν σπίτι και δεν θα κάνουν γνωριμίες.
Οι παλιότερες γενιές στις ΗΠΑ έκαναν ακριβώς αυτό το πράγμα με τον καφέ σε πακέτο. Επισκεπτόντουσαν την κοντινότερη καφετέρια, και με το ρόφημά τους πήγαιναν βόλτες, καθόντουσαν στο πάρκο και γενικώς έβρισκαν αφορμή να μιλήσουν με τον υπόλοιπο κόσμο, που ακολουθούσε την ίδια τακτική. Σε ένα ουδέτερο μέρος, όπως η καφετέρια, μπορούν να έρθουν σε επαφή άνθρωποι που υπό άλλες συνθήκες δεν θα συναντιόντουσαν ποτέ, εξαιτίας κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων, διαμορφώνοντας μία δική τους κοινή καθημερινότητα.
Πλέον, οι τιμές μπορεί να είναι απλησίαστες για τον μέσο μισθωτό, κι έτσι οι Millenial και τα μέλη της γενιάς Χ αναγκάζονται να κάθονται σπίτι, όπου έτσι κι αλλιώς μπορεί να είναι εγκλωβισμένοι λόγω της τηλεργασίας – αν τα ωράριά τους δεν τηρούνται εξαιτίας των εργοδοτών τους.
Η έλλειψη κοινωνικοποίησης και η αίσθηση του ότι δεν ανήκεις σε μία κοινότητα, όπως αυτή της γειτονιάς σου, μπορεί να προκαλέσει στρες, αισθήματα απομόνωσης και να οδηγήσει μακροπρόθεσμα και σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες ως και στην κατάθλιψη. Σύμφωνα με αμερικανική έρευνα, το 61% των Αμερικανών με ηλικίες από 18 ως 25 δηλώνουν συχνά πως αισθάνονται μοναξιά, σε αντίθεση με το 24% όσων ανήκουν στο ηλικιακό φάσμα από 55 ως 65. Η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα, όμως, διαθέτει τα χρήματα για περισσότερες, ακόμα και καθημερινές σύντομες εξόδους, κι έτσι μπορεί να ξορκίσει πιο εύκολα αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα, έστω και με μία πεντάλεπτη επαφή με ξένο κόσμο.
Έτσι κι αλλιώς η κατάχρηση της τεχνολογίας έχει οδηγήσει στην απομόνωση μία μεγάλη μερίδα της γενιάς των Millenial, καθώς η ανθρώπινη επαφή είναι το τελευταίο είδος επικοινωνίας που μπορεί να έχουν, ακόμα κι αν συνομιλούν ολημερίς με κάποιους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αν χαθεί και το προφανές, δηλαδή η δυνατότητα να βγεις έξω για έναν μισάωρο καφέ, τότε τα πράγματα θα γίνουν ακόμα χειρότερα. Οι άνθρωποι θέλουν να έχουν στην καθημερινότητά τους την αίσθηση της κοινότητας, κι αυτό βοηθάει σημαντικά στη διατήρηση της ψυχικής τους υγείας. Ίσως η μείωση της τιμής του καφέ να είναι μία κοινωνική ανάγκη της οποίας οι διαστάσεις να μην έχουν προσδιοριστεί επαρκώς. Ποτέ, ωστόσο, δεν είναι αργά, αρκεί να υπάρχει καλή διάθεση – και χαλό χαρμάνι.