Χρειάζεται προσοχή η διατύπωση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους μια γυναίκα με οικονομική επιφάνεια δεν καταγγέλλει τη βία γιατί αφενός δεν είναι απόλυτο, αφετέρου είναι επικίνδυνο να αποδοθεί ταξικός χαρκτήρας στην απόφαση περί μη καταγγελίας και να οδηγήσει σε victim blaming (να είναι δηλαδή πάλι οι γυναίκες οι συμφεροντολόγες της υπόθεσης και να “αξίζουν” αυτό που παθαίνουν εφόσον δε φεύγουν για να μη χάσουν τις ανέσεις και τα χρήματα). Αν γίνει σχετική αναφορά (πράγματι αναφέρεται και στην έρευνα, αλλά στο συνολικότερο πλαίσιο της έκθεσης που δημοσιεύτηκε δεν ακουγόταν τόσο απόλυτο), θα πρότεινα να γίνει λόγος για το ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κάθε γυναίκα. είτε οικονομικά είτε κοινωνικά είτε από κάθε άλλη άποψη, επηρεάζει με συγκεκριμένο τρόπο τις αποφάσεις που ενδέχεται να λάβει (και στη συνέχεια να αναφερθούν κάποια παραδείγματα).
Στις σελίδες 38, 39 και 40 της έρευνας, ερωτώμενοι για το αν υπάρχει ένα γενικό προφίλ οικογενειών στις οποίες υφίσταται βία, η πλειοψηφία των συνεντευξιαζόμενων συμφώνησε πως το φαινόμενο απαντάται σε όλα τα στρώματα, στην επαρχία, καθώς και στα αστικά κέντρα, όπως επίσης και σε κάθε πολιτισμικό περιβάλλον. Τα εξής παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά:
«Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει κάποιο γενικό προφίλ γιατί έχουμε περιπτώσεις οικογενειών σε καλή οικονομική κατάσταση, σε κακή, υψηλού μορφωτικού επιπέδου, χαμηλότερου, με πολλά παιδιά, με λίγα, με κανένα. Θέλω να πω ότι δεν μπορεί κανείς να εξαγάγει κάποιο συμπέρασμα ότι μια συγκεκριμένη οικογενειακή κατάσταση είναι πιο εύφορο έδαφος για την εκδήλωση της βίας», Νομικός
Ορισμένοι/ες συνεντευξιαζόμενοι/ες αναφέρθηκαν ακόμη και σε πρακτικά ζητήματα που εμποδίζουν στο να γίνει αντιληπτή η βία σε υψηλά κοινωνικά επίπεδα:«Είναι πολύ πιο εύκολο να καταγγείλεις κάποιον που είσαστε μεσοτοιχία με έναν λεπτό τοίχο που ακούγονται τα πάντα, από το να αντιληφθείς ότι κάτι γίνεται σε ένα σπίτι που βρίσκεται στα βόρεια προάστια και έχει δυο στρέμματα οικόπεδο γύρω του. Άρα εκεί δεν είναι τόσο εύκολο να φτάσει μια καταγγελία.», Κοινωνική Λειτουργός/ΣύμβουλοςΕπιπλέον, οι πιο εύποροι/εύπορες επιζήσαντες/επιζήσασες έχουν τη δυνατότητα να νοικιάσουν ένα καινούριο σπίτι, να προσλάβουν ιδιωτικό δικηγόρο, να καταβάλουν το αντίτιμο για την παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας από ιδιώτη επαγγελματία προκειμένου να παρασχεθεί υποστήριξη και ενδυνάμωση σε αυτούς/αυτές ή/και τα παιδιά τους. Επομένως το κοινωνικοοικονομικό προφίλ των οικογενειών που θα έρθουν σε επαφή με κοινωνικές υπηρεσίες είναι συνήθως αρκετά συγκεκριμένο και αρκετά χαμηλό – δεν είναι όμως αντιπροσωπευτικό.Παρά ταύτα, είναι γνωστό πως ορισμένοι παράγοντες είναι θετικά συσχετισμένοι με την ενδοοικογενειακή βία – η παρουσία τους, δηλαδή, αυξάνει τις πιθανότητες ενός βίαιου συμβάντος (χωρίς αυτό να σημαίνει πως η βία θα εκδηλωθεί απαραίτητα ή ότι ο σύνδεσμος είναι αιτιώδης). Οι συνεντευξιαζόμενοι αναφέρθηκαν σε προσωπικά χαρακτηριστικά και πεποιθήσεις των εμπλεκόμενων, όπως στερεοτυπικές αντιλήψεις για τους έμφυλους ρόλους και τη διατήρηση της κυριαρχίας, αλλά και σε οικογενειακές δυναμικές που συνδέονται με τη βία. Παράγοντες στους οποίους εστίασαν και που είναι ευρέως γνωστοί από τη σχετική βιβλιογραφία ήταν οι εξής:
- Οικονομική εξάρτηση του μέλους που δέχεται βία (συνήθως της γυναίκας)
Το γεγονός ότι η γυναίκα δεν έχει οικονομική ανεξαρτησία αναφέρθηκε ως ένας κοινός παράγοντας που σχετίζεται με τη βία (όχι μόνο οικονομική). Αν και συνδέεται με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, η οικονομική εξάρτηση δεν είναι απαραίτητα αντικειμενικό ζήτημα. Όπως εξηγεί μία από τις συνεντευξιαζόμενες:
«[…] το “εξαρτώμαι οικονομικά” είναι πολύ γενικό. Έχω δει γυναίκες που εξαρτώνται οικονομικά και λένε “θα τα καταφέρω ακόμα κι αν βρω πέντε δουλειές αρκεί να βγω από αυτή την κατάσταση”. Και έχω δει και γυναίκες οι οποίες λένε “θα μείνω σ’ αυτό το γάμο γιατί θέλω να τελειώσει το παιδί το σχολείο γιατί δε θέλω να σταματήσει το παιδί το ιδιωτικό σχολείο”. Δηλαδή να μη χάσει το επίπεδο ζωής το οποίο είχε», Νομικός
Ειδικά από την παράθεση του τελευταίου quote φαίνεται ότι όταν μιλάμε για την αντίδραση μια γυναίκας σε συνάρτηση με την οικονομική της κατάσταση δεν μπορούμε να προβούμε σε απόλυτα συμπεράσματα, αλλά μιλάμε κυρίως περιπτωσιολογικά. Τελευταίο σημείο είναι η αναφορά στο κείμενο “Στην έκθεση της ΑctionΑid η λύση κρύβεται σε θεσμικές και νομοθετικές αλλαγές με στόχο όχι μόνο την ευαισθητοποίηση και την πρόληψη, αλλά και την ποιοτικότερη παροχή υποστήριξης σε επιζήσασες.” Νομίζω ότι υπάρχει ταύτιση και συμφωνία του συμπεράσματος της έρευνας με αυτό που λες αμέσως μετά, ότι δηλαδή είναι και στο χέρι μας και δεν είναι μόνο οι νομοθετικές και θεσμικές αλλαγές που θα βελτιώσουν τα πράγματα”.