Από τον Δημήτρη Θεοδωρόπουλο
Τον γνώρισε σε ένα από τα πάρτυ που θέλεις να πας. Αυτός ήταν διάσημος και όχι και τόσο όμορφος, αυτή άσημη, αλλά όμορφη. Τα ρούχα ήταν ωραία, η ατμόσφαιρα ερωτικά χαλαρή. Αυτός είχε μια ρετρό κάμερα με φιλμ, με την οποία έπαιξαν λίγο, σαν καλοί χίπστερ, εκεί ανάμεσα σε όλα τα iPhone του κόσμου. Χάθηκαν ανάμεσα στο πλήθος, αλλά διαρκώς κοιτούσαν ο ένας τον άλλον σε στρατηγικές στιγμές του πάρτυ. Αντάλλαξαν τηλέφωνα.
Λίγες μέρες μετά, αυτός την κάλεσε να βγουν και αυτή έφτιαξε ένα κοριτσίστικο γκρουπ στο Messenger με τις φίλες της για να αποφασίσουν τι θα φορέσει, τι θα πει, πώς θα αντιμετωπίσει αυτό το ραντεβού. Βγήκαν, έφαγαν, ήπιαν, φλέρταραν και κατέληξαν κάτω από το σπίτι του. Την κάλεσε και ανέβηκε. Ηπιαν κρασί («μου έβαλε κόκκινο, αν και εγώ προτιμούσα λευκό») σημειώνει στην καταγγελία της, δείχνοντας μια κάποια βιαστική προκατάληψη. Σύντομα άρχισαν να φιλιούνται, αλλά αυτή σκεφτόταν ότι δεν ένιωθε καλά. Δεν είπε τίποτα. Σκεφτόταν ότι δεν της αρέσει. Δεν είπε τίποτα. Λίγο πριν από τη συνουσία του είπε: «Νιώθω άβολα». Ο άλλος της απάντησε: «Εντάξει, ας βάλουμε τα ρούχα μας και να χαλαρώσουμε». Της κάλεσε ένα Uber, έφυγε και την επόμενη μέρα με ένα SMS του εξήγησε ότι δεν πέρασε καλά. Της ζήτησε συγγνώμη.
Θα ήταν απλώς μια ιστορία ενός κακού ραντεβού -η ιστορία της ανθρωπότητας δηλαδή- αν ο άλλος δεν ήταν ένας διάσημος ηθοποιός, ο Αζίζ Ανσάρι. Και αυτή μια μπερδεμένη κοπέλα που διάβαζε για μήνες όλα τα φριχτά πράγματα που γίνονταν κρυφά, πίσω από βαριές πόρτες ξενοδοχείων στη showbiz. Που κατανάλωσε εμετικές ιστορίες με πρωταγωνιστή τον Χάρβεϊ Γουαϊνστάιν, τον Λούις Σι Κέι και τους υπόλοιπους. Που θυμήθηκε όλες τις ταπεινώσεις, τις παρενοχλήσεις και τις προσβολές που ανεχόταν επειδή τις ανεχόταν η κοινωνία και μπερδεύτηκε. Προσπάθησε να γίνει μέρος του κινήματος #metoo, με το οποίο με τόσο επιτακτικό τρόπο αποφάσισε η liberal Αμερική να ξεπλύνει την οσμή του Τραμπ από πάνω της.
Αυτή η καταγγελία, που δημοσιεύτηκε στο site Babe, ένα κάπως επιθετικό Μέσο για γυναίκες που «don’t give a fuck», όπως διατείνεται στο μότο του (αποτέλεσμα της αναδυόμενης οικονομίας του νεοφεμινισμού) είναι ένα δείγμα της λογικής σύγχυσης. Hταν η κακή εκδοχή του #metoo. Η στιγμή που η επανάσταση κάνει μια λογική υπερβολή.
Οι υπερβολές -δικαιολογημένες- εξακολουθούν να συμβαίνουν στα media. Το επιθετικό κίνημα δεν διστάζει να επιτεθεί στην υπέροχη Μάργκαρετ Ατγουντ, τη συγγραφέα του δυστοπικού «Handmaid’s Tale», που αναρωτήθηκε μήπως το #metoo έχει χάσει τον στόχο του και έχει γίνει ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. To κίνημα απείλησε με κινηματογραφική λήθη τον Ματ Ντέιμον, που ζήτησε να μπει ένα όριο ανάμεσα στη σεξουαλική παρενόχληση και το φλερτ. Σνόμπαρε την Κατρίν Ντενέβ η οποία, κάπως επιπόλαια, προσπάθησε να επιτεθεί στον αμερικανικό συντηρητισμό της υπερβολής προβάλλοντας μια αύρα γαλλικού ερωτισμού. Μακριά από τα στερεότυπα, οι Γαλλίδες έχουν αγνοήσει τα σύμβολα του παρελθόντος. Απάντησαν στο #metoo, με το hashtag #BalanceTonPorc (αποκάλυψε το δικό σου γουρούνι), μια προτροπή σε όλες όσες έχουν δεχθεί μια κακοποίηση να αποκαλύψουν τον άντρα/ζώο που είναι υπαίτιος.
Συμβαίνουν αυτά σε κάθε επανάσταση. Στην αρχή νιώθεις ότι όλα αλλάζουν, μετά σε παρασέρνει το δίκιο και κινδυνεύεις να το χάσεις με το πάθος σου. Είναι η κουβέντα που συμβαίνει στην Αμερική και κατ’ επέκταση σε όλο τον κόσμο αυτή τη στιγμή: πώς θα είναι ο κόσμος μετά τους τελευταίους μήνες του 2017 και τους πρώτους του 2018 στις σχέσεις ανδρών και γυναικών; Πώς θα αντιμετωπιστεί η λογική θηλυκή οργή και η απαραίτητη αρσενική αμηχανία; Πώς θα διαχωριστούν οι ρόλοι, πώς η ιστορία θα παραμείνει μαχητική και δεν θα γίνει υποκριτικά συντηρητική;
Και στην Ελλάδα; Τι γίνεται στη χώρα της αέναης ματσίλας; Πώς αντιδρούμε στη χώρα όπου οι ιστορίες μεσήλικων αντρών με επαγγελματική εξουσία να παρενοχλούν κορασίδες μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν ήταν αιτία φρίκης, αλλά διήγηση ρουτίνας διανθισμένη με φανταρίστικες ατάκες; Πώς αντιδρούμε στη χώρα όπου δημοσιεύεται σε mainstream media μέσα στο 2018 η άποψη ότι αν φοράς κάτι που δείχνει το ντεκολτέ σου δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς για παρενόχληση; Πώς ισορροπούμε σε μια κατάσταση που θυμίζει περισσότερο Ιράν και λιγότερο Ευρώπη; Πώς αντιστρέφουμε τα στερεότυπα της πατριαρχικής κοινωνίας που δέχεται τη μητριαρχία μόνο κατ’ οίκον;
Οπως σε όλες τις μπερδεμένες καταστάσεις, καλό θα είναι να επιστρέψουμε στα βασικά.
Ως Ελληνας άνδρας, αρχικά αισθάνομαι ενοχές. Πριν από λίγες μέρες, στην έρευνα Gender Equality Index, η Ελλάδα αναδείχθηκε η χειρότερη χώρα της Ευρώπης για να ζει μια γυναίκα. Οι έξι τομείς μέτρησης της έκθεσης αφορούν τα εργασιακά ζητήματα, την πρόσβαση σε χρηματικούς πόρους, τη συμμετοχή στην εκπαίδευση, το χρόνο και την κατανομή του ανάμεσα στα οικιακά και σε αυτόν που απομένει για προσωπικές δραστηριότητες. Η Σουηδία αναμενόμενα πρώτη, η Ελλάδα θλιβερά τελευταία.
Η έρευνα ήταν κάπως περιττή. Στην Ελλάδα ο σεξισμός είναι βαθύς, ριζικός, δομικός. Ξεκινάει από τη μάνα, από τον πατέρα, από τα παιδικά πάρτυ (στη Γαλλία, π.χ., δεν υπάρχουν δώρα για κοριτσάκια και αγοράκια, αλλά δώρα για παιδάκια, ενώ στην Ελλάδα ακόμα πωλούνται κουζινάκια σε κοριτσάκια για να εμπεδώσουν από τη βρεφική ηλικία τον προορισμό τους). Συνεχίζεται με έναν τύπο στο στρατό που μου εξηγούσε με απόλυτη φυσικότητα ότι μόλις επιστρέψει στην Κρήτη θα παντρευτεί και θα κλειδώσει (χωρίς εισαγωγικά) τη γυναίκα που του έλαχε σαν συσκευή αναπαραγωγής στο σπίτι τους σε ένα ορεινό χωριό. Ξεπερνάει τα μπρουτάλ στερεότυπα και εμφανίζεται σε δημοσιογραφικά γραφεία που υποτιμούν τις γυναίκες γονιδιακά. Παλιότερα φανερά, τώρα τελευταία λιγότερο επιδεικτικά, αλλά εξίσου αποδοτικά. Είναι βαθύς και στον παράδεισο του συμπλεγματικού, στα σχόλια στο Internet, εκεί όπου κάτω από κάθε βιασμό, από κάθε χούφτωμα, από κάθε παρενόχληση ξεκινά ένα πονηρό γελάκι και ακολουθεί ένα «ναι, αλλά το ήθελε».
Οπότε; Τι κάνουμε; Ως άντρας, μετά την παραδοχή, αντιμετωπίζω την αμηχανία. Κι εγώ τι μπορώ να κάνω; Πιθανότατα τίποτα δραστικό, εκτός από μια έξτρα σκέψη τις στιγμές που θα μου βγει αυθόρμητα η διάκριση που έχει τοποθετηθεί μέσα μου από τον κατασκευαστή. Και πώς θα αντιδράσω όταν νιώσω να αδικούμαι από μια καταπιεσμένη γυναίκα, όπως η κυρία της πρώτης ιστορίας; Κάπου εκεί, πρέπει να καταπιέσω την αυθόρμητη αντίδραση του ξεβολεμένου. Πρέπει να ανεχθώ την όποια αδικία.
Και να ελπίζω πως σε λίγα χρόνια, σε λίγες γενιές ακόμα, όλες οι φριχτές ιστορίες που εγώ δεχόμουν ως φυσιολογικές μεγαλώνοντας (η φίλη μου που πήγε σε μια συνέντευξη για δουλειά και την αγκάλιασε ένας ιδρωμένος wannabe προϊστάμενος, η γνωστή μου που απολύθηκε επειδή δεν κοιμήθηκε στο ίδιο δωμάτιο με το αφεντικό της σε ένα επαγγελματικό ταξίδι, οι γυναίκες που έπρεπε να γίνουν άνδρες για να κάνουν καριέρα) θα είναι αντικείμενο αντίδρασης, κουβέντας, ακόμα και αδικίας. Μόνο όταν ο τελευταίος σεξιστής καταλάβει ότι επιστρέφουμε στα αυτονόητα θα ζητήσω από το κίνημα να αναλάβει τις ευθύνες του.
Μέχρι τότε, ως ένας λευκός, προνομιούχος άνδρας (η κορυφή της τροφικής αλυσίδας), δεν μπορώ παρά να προσέχω τι κάνω, να μαθαίνω μόνος μου όλα αυτά που η κοινωνία δεν με έμαθε να κάνω και να ανέχομαι ακόμα και άδικες επιθέσεις. Δεν είναι ευχάριστο, ενίοτε είναι και εκνευριστικό. Αλλά τίποτα δεν είναι πιο απελευθερωτικό από έναν ακούσιο δυνάστη που ξεπερνάει τις ενοχές του. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι απλώς πρέπει να μάθει, επιτέλους, να σιδερώνει.