Ο Ευτύχιος Αλεξανδράκης δεν ήταν ένας έμπορος. Ο τίτλος αυτός είναι κατάφωρα ανεπαρκής για να περιγράψει τον ευπατρίδη, καινοτόμο, οραματιστή, άνδρα παλαιάς κοπής και αναπόσπαστο κομμάτι μίας Αθήνας που δυστυχώς έχει προ πολλού παρέλθει. Αυτή ήταν που έλειπε και στον ίδιο. «Ήταν πιο περιποιημένη, τώρα δεν είναι το ίδιο. Είναι πολλά καταστήματα που έχουν άλλη όψη, άλλου επιπέδου εμπορεύματα», συνήθιζε να λέει. Λίγες εβδομάδες πριν φύγει από την ζωή, πλήρης ημερών, τον είδα τυχαία ακμαίο και ευθυτενή, παρ’ ότι δεν αποχωρίστηκε λεπτό το μπαστούνι του, στο μαγαζί του. Ένα από τα μέρη όπου άφησαν το αποτύπωμά τους στην παιδική μου ηλικία. Όταν είσαι μικρός, υπάρχει πάντα ένας χώρος που σε προσελκύει και σε μαγεύει, αφήνοντας γλυκά, αλλά και επίμονα πάνω σου μία ανεπαίσθητη μυρωδιά, μία εικόνα, μία λεπτομέρεια, μία υφή, το βλέμμα ενός αγνώστου.
Όταν, όμως, επανέρχεσαι ως ενήλικας δεν μπορείς παρά να έλθεις αντιμέτωπος με μία τεράστια απογοήτευση. Η μαγεία έχει χαθεί και όλα είναι απελπιστικά γήινα: κάθε ρωγμή, κάθε ατέλεια μεγεθύνεται κάτω από το μικροσκόπιο της διαψευσμένης προσδοκίας. Και, όμως, τίποτα από αυτά δεν συνέβη όταν διάβηκα το κατώφλι του παλαιού διώροφου της εποχής του Όθωνος ατον αριθμό 27 της Ερμού. Η αίσθηση που είχα όταν κρατούσα ακόμα το χέρι της μαμάς μου, παρέμεινε αναλλοίωτη και τώρα που ενήλικη πια έμπαινα ως πελάτισσα, κρατώντας από το χέρι το δικό μου παιδί. Ο ίδιος, παρά την ηλικία του, ντυμένος στην πένα, μου θύμισε, όπως κάθε φορά που τον αντίκρυζα, ήρωα του Ονόρε Ντε Μπαλζάκ, άνδρα της αριστοκρατίας, άνθρωπο του πνεύματος, άτομο που αν και ατσαλάκωτο διαπνέεται ακόμα από την ένταση των παθών του. Εξάλλου, λάτρευε το Παρίσι και τον Μπαλζακ.
Είχε σπουδάσει στη Γαλλία σχέδιο μόδας και διατηρούσε την σύνδεση αυτή, έχοντας φιλοξενήσει μεγάλους οίκους στο μαγαζί του. Ο γιός μου, ούτε δύο ετών ακόμα, δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται από την διακόσμηση του μαγαζιού που ακτινοβολούσε αρμονία και αδιαμφισβήτητο γούστο, λες και είχε μείνει σε άλλη εποχή, στο 1860, τότε που άνοιξε τις πόρτες του για πρώτη φορά. Ούτε ρίχνει δεύτερη ματιά στο εντυπωσιακό βιτρό, φτιαγμένο στο χέρι και τα καλαίσθητα έπιπλα. Δείχνει, όμως, να τον ερεθίζει ιδιαίτερα το παπιγιόν του ιδιοκτήτη του. Φοράει ένα καλοδεµένο πουά παπιγιόν, κατάλευκο πουκάμισο και μαύρο σακάκι.
Τα παπούτσια του είναι επίσης εντυπωσιακά και ο ίδιος γελαστός, κρατώντας την λαβή του μπαστουνιού του, επίσης βγαλμένο από ταινία. Στο μαγαζί κυριαρχεί μία αίσθηση, την οποία δυσκολεύομαι να περιγράψω. Ναι! βρισκω την κατάλληλη λέξη και αυτή είναι…ευπρέπεια. Σε όλες τις αίθουσες, σε όλες τις πωλήτριες, σε όλες τις γωνιές. «Οι καλοί τρόποι, παιδί µου», είχε κάποτε πει είναι σημαντικότεροι από το πιο ακριβό ρούχο. Χωρίς αυτούς είσαι γυμνός ακόμη κι αν φοράς το πιο καλοραµµένο κοστούμι». Αυτούς επιδεικνύει όταν κάνει µια ελαφρά υπόκλιση µε το κεφάλι, χαιρετώντας μας παρ’ ότι βγαίνουμε με άδεια χέρια, αλλά και ολίγον τί ντροπή για τον σαματά που προκάλεσε ο ζωηρός Σταύρος-Μάξιμος. Σε αυτόν ψιθυρίζω γοητευμένη: «είδες αγόρι μου τί άνδρες υπάρχουν ακόμα;»