Μια συζήτηση με τον Αιμίλιο Χειλάκη μπορεί να ξεκινήσει με τον Επίκουρο και να καταλήξει στην παιδική ηλικία, όπως μια βραδιά μπορεί να ξεκινήσει κάπου πολύ επίσημα και να καταλήξει στην Κρεαταγορά, στο στομάχι της πόλης, εκεί που κάποτε έφταναν οι ξενύχτηδες γλεντζέδες Αθηναίοι για ένα τελευταίο φαγοπότι τα ξημερώματα. Μακριά από τέτοιες συνήθειες πια, μιλήσαμε για το ρόλο του κακού, τις προδοσίες, την απώλεια και τη χαρά τού να υπερασπίζεσαι το διαφορετικό.

Σκηνή Πρώτη

Ένα ηλιόλουστο πρωινό στην Κεντρική Κρεαταγορά Αθηνών. Στις στοές της σκοτάδι, νέον φώτα και διαπεραστικές μυρωδιές. Ενώ ο Αιμίλιος Χειλάκης περπατάει με τον φωτογράφο Γιώργο Μαυρόπουλο στο κατόπι του σε ρόλο παπαράτσο, ο κόσμος τον σταματάει για να τον χαιρετήσει, μία κοπέλα σχεδόν βάζει τα κλάματα από τη χαρά της, ένας κύριος ζητά φωτογραφία να τη δείξει στο χωριό του, ένας άλλος του φωνάζει: «Σε μισεί ο κόσμος». Ο τελευταίος αναφέρεται προφανώς στο ρόλο του στις «Άγριες Μέλισσες», το πολυαγαπημένο σίριαλ του ΑΝΤ1, όπου ο Αιμίλιος εμφανίζεται φέτος ως ειδεχθής κακός, ο εργολάβος της χούντας Ακύλας. Ίσως δεν είμαστε έτοιμοι να τα δούμε αυτά στην τηλεόραση. «Ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, “κλωτσάει” ο κόσμος», θα μου πει αργότερα. Κάποιοι «πατριώτες», λένε, «δεν συνέβησαν έτσι τα πράγματα». Όσοι υπέστησαν τα βασανιστήρια μιας εποχής, είτε από τους γονείς τους, είτε από το καθεστώς, ως ιδεολογική τιμωρία, αντιλαμβάνονται τι βλέπουν. Ακούω όμως και κάποιους να ισχυρίζονται το 2021 ότι «η χούντα ήταν η προσπάθεια της Ελλάδας να γλιτώσει η χώρα από τον κομμουνισμό». Ο Αιμίλιος είχε για πολλά χρόνια μεγάλη άρνηση να κάνει τηλεόραση. Στο πρώτο γύρισμα για τις «Άγριες Μέλισσες» είχε τόσο τρακ που δεν μπορούσε να μάθει τα λόγια του. Σχεδόν δεν πιστεύω στα αφτιά μου.  «Φτάνω στο γύρισμα το πρωί φοβούμενος ότι θα εκθέσω όλο τον κόσμο, αυτούς που με έχουν διαλέξει, τους συναδέλφους μου… Το μόνο που έκανα τελικά ήταν αυτό που κάνω πάρα πολλά χρόνια: αφέθηκα στα βλέμματά τους, στις ανάσες τους και αρχίσαμε να παίζουμε, όχι ο καθένας μόνος του, όπως στο σπίτι όταν διαβάζεις τα λόγια σου, αλλά όλοι μαζί. Ο κόσμος νομίζει πως όσο μεγαλώνεις τόσο λιγότερο τρακ έχεις, όμως όσο μεγαλώνεις τόσο μεγαλώνει η ανασφάλειά σου. Μιλάω για τη δημιουργική ανασφάλεια, όχι αυτή που σε ακυρώνει. Τρακ και ανασφάλεια έχεις όταν ξέρεις τι ακριβώς πρέπει να γίνει, έχεις ευθύνη για το αποτέλεσμα. Μεγαλώνοντας τα παίρνεις και τα κάνεις κινητήριο δύναμη». Για να γίνεις πιο δυνατός; «Είναι λάθος να μιλάμε με όρους όπως “καλύτερος” και “πιο δυνατός”. Σημασία έχει να συνυπάρχουμε καλά με τους άλλους, να είμαστε χρήσιμοι σε αυτό που συμβαίνει μεταξύ των ανθρώπων. Δεν γίνεται πιο εύκολο αυτό όσο μεγαλώνουμε, όχι χωρίς συνεχή προσπάθεια». Θέλει μεγάλη προσπάθεια για να παίξει κανείς το ρόλο του σατανικού κακού; «Έχω πει παντού ότι δραματουργικά οι κακοί είναι οι δρώντες, οι καλοί είναι οι πάσχοντες. Αυτός που δολοπλοκεί κάνει πολύ περισσότερη δουλειά από αυτόν που τη δέχεται. Πώς είναι για μένα να υποδύομαι τον κακό; Πανηγύρι. Παιδική χαρά. Πεδίον δόξης λαμπρόν. Γιατί κακός δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που σε κοιτάει στραβά, κακός είναι ο άνθρωπος που σου χαμογελάει. Εκείνος που εκεί που σου μιλάει σπάει το τραπέζι και μετά γυρίζει και σου λέει γλυκά: “Συγγνώμη, τι λέγαμε;”. Αυτούς φοβάσαι. Φοβάσαι τους Δούρειους Ίππους. Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας». Στο χωριό των «Άγριων Μελισσών» οι συντελεστές κυριολεκτικά τον αγκάλιασαν. «Θαυμάζω τα παιδιά, τους συναδέλφους μου, που το κάνουν όλο αυτό τόσα χρόνια: μια καθημερινή σειρά εποχής στην τηλεόραση. Άθλος! Και ειδικά φέτος που δεν έχουμε ξαναδεί στην τηλεόραση χούντα και χουντικούς. Λέει κάτι πολύ ωραίο ο Λεωνίδας Κακούρης: “Αμάν πια, ο Χειλάκης κι εγώ είμαστε οι κακοί! Δεν υπάρχει… κακόμετρο”. Είναι άνθρωποι οι οποίοι προσπαθούσαν να κάνουν τη δουλειά τους πατώντας επί πτωμάτων. Υπάρχει το επάγγελμα “εργολάβος της χούντας”, ο άνθρωπος που δεν ολοκλήρωσε ποτέ το έργο του, αλλά πήρε όλα τα λεφτά. Αυτός είμαι εγώ». Όχι άδικα, λοιπόν, ανάμεσα στα πολλά βλέμματα θαυμασμού και μερικά φαρμακερά. Αυτός ο ηθοποιός που παίζει εκείνο τον παλιάνθρωπο. Τον φέραμε εδώ, στο στομάχι της πόλης, έχοντας στο μυαλό μας μια βραδινή φωτογράφηση στο σημείο όπου κάποτε κατέληγαν όλοι μετά από ένα ωραίο ξενύχτι, αλλά το πρόγραμμά του δεν μας άφηνε περιθώριο: μετά τα γυρίσματα ο Αιμίλιος ανεβαίνει στη σκηνή του θεάτρου «Βρετάνια» μαζί με την Αθηνά Μαξίμου και τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο, για να υποδυθεί έναν από τους τρεις ήρωες στην «Προδοσία» του Πίντερ.

 

Φωτογραφίες: Γιώργος Μαυρόπουλος

Σκηνή Δεύτερη

Ένα ζεστό φθινοπωρινό βράδυ στο θέατρο «Βρετάνια». Τα κόκκινα βελούδινα καθίσματα γεμίζουν σιγά-σιγά σε αυτό το κατεξοχήν αστικό θέατρο όπου σε λίγο θα παρακολουθήσουμε ένα ανατρεπτικό ανέβασμα της «Προδοσίας» του Πίντερ, έργο ρεαλιστικό που ο Αιμίλιος διάλεξε να το δει μέσα από το πρίσμα της θεατρικής φόρμας, αφαιρετικά, παίζοντας με σχήματα, αποστάσεις που μεγαλώνουν και μικραίνουν με τη βοήθεια σκηνικών κατασκευών και παιχνιδιών με τα φώτα. Του λέω ότι, παρόλο που έχω ήδη δει αρκετές παραστάσεις σε κλειστούς χώρους, ακόμη δεν πιστεύω ότι καταφέραμε να επιστρέψουμε στα θέατρα, έστω και με μάσκες, έστω και με πιστοποιητικά εμβολιασμού. «Δεν πρέπει να ξεχνάς την υποχρέωσή σου στο κοινωνικό σύνολο. Όταν σε έναν πόλεμο σου δίνεται ένα όπλο, πρέπει να το σηκώσεις και να πυροβολήσεις. Κι έχουμε έναν πόλεμο με έναν ιό. Μπορώ να καταλάβω τους ανθρώπους που φοβούνται το εμβόλιο, το φοβόμουν κι εγώ, αλλά το έκανα το καλοκαίρι γιατί δεν ήθελα να ακυρωθεί μια παράσταση και να χάσουν 20 άνθρωποι τη δουλειά τους επειδή εγώ δίσταζα. Ωστόσο δεν μπορώ να καταλάβω τους ανθρώπους που έχουν θεωρητικοποιήσει το φόβο τους και τον έχουν κάνει θεωρίες συνωμοσίας». Επί σκηνής διαδραματίζονται αντίστροφα, από το τέλος στην αρχή, μία, δύο, τρεις τελικά ιστορίες προδοσίας. Οι ήρωες προδίδουν τους ερωτικούς συντρόφους τους, τους φίλους τους, τον εαυτό τους. «Μπορεί να έχει προηγηθεί απίστευτος χαβαλές στο καμαρίνι με τον Λάζαρο και την Αθηνά και μετά να βγαίνουμε επί σκηνής και να πρέπει να δημιουργήσουμε για το κοινό ένα πολύ βαρύ πεδίο συναισθημάτων. Για εμάς είναι ένα πολύ μεγάλο και σπουδαίο παιχνίδι μέσα από έναν κώδικα που τον έχουμε αποδεχτεί και λειτουργεί και δεν βρίσκουμε την ώρα να αρχίσει η παράσταση. Θα ήθελα οι θεατές να συνειδητοποιήσουν μέσα από το έργο ότι είμαστε όλοι καθ’ έξιν προδότες και να μπουν στη διαδικασία να αναλάβουν τις ευθύνες τους σε σχέση με αυτό». Στην «Προδοσία» τον οδήγησε, όπως πάντα, η πολιτική του σκέψη. «Δεν έχει να κάνει με την απιστία στον έρωτα η προσέγγισή μου, αλλά με την προδοσία του εαυτού και των πιστεύω σου. Είναι πολιτικός πάντα ο λόγος μου στο θέατρο. Ο άνθρωπος που προδίδει τον εαυτό του είναι ένας κακός πολίτης, δεν είναι χρήσιμος στο κοινωνικό σύνολο γιατί διαρκώς επιβουλεύεται με κάθε τρόπο αυτό που θα έπρεπε να γίνει σωστά είτε από τον εαυτό του είτε από τους άλλους». Πότε έγινε από παίκτης σκηνοθέτης; «Αγαπούσα πάρα πολύ ένα έργο, τον “Δον Ζουάν” του Μολιέρου, και ήθελα να δηλώσω την άποψή μου για το έργο, να το συνδέσω με τη διδασκαλία του Επίκουρου. Κι επειδή αγαπώ και τον Μολιέρο πάρα πολύ, τον θεωρώ έναν πολιτικό συγγραφέα και μεγάλο επαναστάτη της εποχής του, έναν από τους ανθρώπους που μίλησαν για τον Θεό και το κράτος πριν από τον Μπακούνιν, γι’ αυτό σκηνοθέτησα και τον “Δον Ζουάν” και τον “Ταρτούφο”. Αυτό ήταν το 2009. Ξανασκηνοθέτησα το 2013 όταν κάναμε μαζί με τον Μανώλη Δούνια το “Μόνος με τον Αμλετ”. Εγώ ήθελα απλώς να παίζω. Κάποια στιγμή όμως συνειδητοποίησα το μάταιο του να είσαι ένας καλός μαθητής. Θέλησα να εκτεθώ, να παρουσιάσω τις ιδέες μου, σωστές ή λάθος, να πω την άποψή μου». Περίπου μία δεκαετία αργότερα τι έμαθε από αυτή την εμπειρία; «Θέλω να νιώθουν οι συνεργάτες μου ότι είναι οι καλύτεροι του κόσμου και ότι χωρίς αυτούς δεν μπορώ να κάνω τη δουλειά που θέλω να κάνω. Τους λέω ότι ήδη μπορούν να το κάνουν καλά και χωρίς τις υποδείξεις μου, όχι λέγοντας ψέματα, αλλά θέλοντας να τους εμφυσήσω την αυτοπεποίθηση που πρέπει να έχει ο καλλιτέχνης που δοκιμάζεται σε ακροβασίες. Γιατί οι σκηνοθεσίες μας με τον Μανώλη Δούνια ενέχουν στοιχεία ακροβασίας, είναι σε τεντωμένο σχοινί». Οι αγαπημένες του δουλειές από αυτή την άποψη είναι ο «Ταρτούφος» και η «Αντιγόνη». «Στον “Ταρτούφο” διασκευάσαμε ολόκληρη την τελευταία πράξη ώστε να καταλήγει σε ανθρωποφαγία. Αλλά και τώρα στην “Προδοσία”, που είναι ξεκάθαρα ένα ρεαλιστικό έργο, δεν υπάρχει ούτε μία πολυθρόνα, καρέκλα, τραπέζι, κρεβάτι, παράθυρο. Έχει ένα χώρο μνήμης η σκηνή, ο οποίος διαρκώς μεταβάλλεται, τρία μεγάλα ταμπλό που δημιουργούν πίνακες, φωτεινά ταμπλό που έρχονται και φεύγουν. Σκηνοθέτησα και παίζω με φόρμα ένα έργο ρεαλιστικό που έχει να κάνει με το τι θυμούνται αυτοί οι τρεις ήρωες. Γι’ αυτό και ο υπότιτλος του έργου είναι “Μια σπουδή στο χρόνο, στη μνήμη και την απιστία”».

Ο ίδιος, πάντως, απωθημένα στο θέατρο δεν έχει. Ήθελε να είναι ο άνθρωπος που έχει την ευθύνη των άλλων και σκηνοθετώντας το πέτυχε. Υπάρχει όμως ένα σημείο στη ζωή και την καριέρα του που το θεωρεί κομβικής σημασίας, και αυτό είναι η συνάντησή του με την Αθηνά Μαξίμου. «Είναι πολύ απλό. Το να συμβιώνεις και να είσαι σύντροφος είναι πολύ θαρραλέα πράξη. Και με την Αθηνά έχω μάθει να είμαι θαρραλέος», θα μου πει δύο μέρες μετά στο σπίτι τους. Αγαπημένο ζευγάρι του ελληνικού θεάτρου, παραμένει μακριά από την υπερβολική δημοσιότητα ή ακόμη και τα social media. «Αντιλαμβάνομαι την όποια διασημότητα μου λες ότι έχω, αλλά δεν βλέπω τη χρησιμότητά της. Όσο για τα social media, είναι για μένα σαν το Ολυμπιακό Στάδιο, γεμάτο με 80.000 κόσμο, με ανθρώπους που λένε ταυτόχρονα τη γνώμη τους και, όπως καταλαβαίνεις, δεν ακούγεται τίποτα. Ο διπλανός σου, που μπορεί να σε ακούσει, μπορεί να σε βρίσει ή να σου πει μπράβο. Στην απέναντι κερκίδα δεν ξέρουν καν ότι υπάρχεις. Το έλεγαν οι φιλόσοφοι του 20ού αιώνα ότι η πληροφορία τον 21ο θα είναι ανακατεμένη με τόσο πολύ σκουπίδι, που θα είναι πολύ δύσκολο να ανακαλύψεις τι είναι όντως χρήσιμο να γνωρίζεις».

Φωτογραφίες: Γιώργος Μαυρόπουλος

Σκηνή τρίτη

Ένα συννεφιασμένο κυριακάτικο μεσημέρι στο σπίτι του Αιμίλιου και της Αθηνάς στις παρυφές του κέντρου με θέα στην Ακρόπολη. Η Αθηνά (εξαιρετική μαγείρισσα) έχει ετοιμάσει φανταστικά πιάτα και σαλάτες με γνώμονα όμως και την απογευματινή παράσταση που ακολουθεί στις 7. Η απουσία του Μπιπ, του γλυκύτατου και αεικίνητου σκυλάκου τους, από το σπίτι είναι ολοφάνερη και όχι μόνο σε όποιον έχει περάσει αυτό το κατώφλι. Ήταν μέλος της οικογένειάς τους, τίποτε λιγότερο. «Η χαρά που είχα όταν γύριζα στο σπίτι στο τέλος της μέρας για να δω τα σκυλιά μας, τον Μπιπ και τη Φούσκα, δεν συγκρίνεται με τίποτα, με καμία βόλτα σε μπαρ», λέει ο Αιμίλιος. «Ο Μπιπ είναι καθημερινό θέμα συζήτησης με την Αθηνά, είναι η μεγάλη μας απώλεια. Θα είναι πλέον σηματωρός στη ζωή μας, θα θυμόμαστε πράγματα προ και μετά Μπιπ. Είναι εκείνο το στοιχείο, μία παρουσία αγάπης που κρατούσε πολύ ψηλά τη σχέση μας και με την Αθηνά και με τη Φούσκα, το άλλο μας σκυλί. Η στιγμή που παίρνεις την απόφαση να του κάνεις πιο εύκολη την έξοδο είναι πολύ σκληρή. Και τώρα, είπαμε να αφεθούμε λίγο σε εκείνες τις στιγμές που μας βαραίνουν, να λυγίσουμε κάτω από το βάρος της απώλειας για να δούμε τι μας συμβαίνει. Το λέει πολύ σωστά το λαϊκό τραγούδι: “Σαν μεθώ και πέφτω κάτω και λασπώνομαι, βάζω μπρος τα δυο μου χέρια και σηκώνομαι”». 

Η αναφορά στο λαϊκό τραγούδι μού φέρνει στο μυαλό τη Γιώτα Νέγκα και δίνει την πάσα που χρειάζομαι για να πάω την κουβέντα στη συνεργασία της με το ζευγάρι, το καλοκαίρι που έρχεται, στη «Μήδεια» του Ευριπίδη. «Η Γιώτα Νέγκα θα είναι μαζί μας, κορυφαία του Χορού, όπως και η Μυρτώ Αλικάκη, εγώ θα είμαι η Τροφός, ο Κρέων και ο Ιάσονας και η Αθηνά θα είναι η Μήδεια. Συνεχίζει να με ενδιαφέρει η μελέτη του συστήματος των τριών υποκριτών στο αρχαίο δράμα. Με απασχολεί η έννοια της Πολιτείας. Τι είναι η Πολιτεία, πώς φέρεται σε έναν ξένο και πώς αυτός ο ξένος επιστρέφει και εκδικείται. Η Μήδεια δεν σκοτώνει μόνο τα παιδιά της, σκοτώνει τα αγόρια του Ιάσονα, τα αγόρια της εξουσίας. Τα τελευταία χρόνια προσπαθούμε να ανακαλύψουμε ποια είναι η σχέση του διαφορετικού με το κοινωνικό σύνολο, γιατί η κοινωνία χυμάει σαν σμάρι από σφήκες εναντίον ενός, γιατί ο κοινωνικός ιστός αντί να προλαμβάνει τιμωρεί; Αυτό θέλω να μελετήσω σε σχέση με την τέχνη μας και την κοινωνία. Γιατί φοβόμαστε το διαφορετικό». Ένα από τα μεγαλύτερα προσόντα του ηθοποιού που έχω απέναντί μου είναι η φωνή του, σφυρηλατημένη σε κάποιο σπάνιο καμίνι για να παίζει αρχαίο δράμα. Ευτυχώς, όχι μόνο. Εδώ και μερικούς μήνες ο Αιμίλιος διαβάζει και ηχογραφεί τα αγαπημένα του βιβλία στο bookvoice.gr, όπου μπαίνεις, διαλέγεις και κατεβάζεις. Μέχρι στιγμής έχει διαβάσει το Συμπόσιον του Πλάτωνα, Τα Εις Εαυτόν του Μάρκου Αυρήλιου, τον Υπέροχο Γκάτσμπι του Φιτζέραλντ. «Ήταν προσωπικές μου επιλογές, όπως και της Αθηνάς, που μόλις τέλειωσε τον Τελευταίο Πειρασμό του Καζαντζάκη». Ποιο είναι άραγε το βιβλίο που ο ίδιος θα ήθελε να ακούει στο αγαπημένο του νησί, τα Κύθηρα, αγναντεύοντας τη θάλασσα; «Πλάτωνα και Επίκουρο. Γιατί ο Επίκουρος σου επισημαίνει ότι η θάλασσα δεν είναι ένα πράγμα. Είναι η θάλασσά μου και η θάλασσά σου. Μπορεί για τον έναν να είναι πνιγμός και δυστυχία και για τον άλλον μπάνια το καλοκαίρι». Για εκείνον είναι παιδικά χρόνια. «Δεν θα ξεπεράσω ποτέ τα παιδικά χρόνια στη θάλασσα, 10 το πρωί με 10 το βράδυ να παίζουμε σε μια παραλία, ίσως και γιατί δεν θα το ξαναβρούμε ποτέ, εκείνη την ηλικία αγκαλιά με ένα καρπούζι, φέτα και βουτιές στη θάλασσα».

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below