Το φαινόμενο της έμφυλης βίας δεν γνωρίζει σύνορα, συμβαίνει σε γυναίκες και κορίτσια ανεξαρτήτου ηλικίας, θρησκευτικών πεποιθήσεων, μορφωτικού ή κοινωνικοοικονομικού υποβάθρου. Οποιαδήποτε μορφή βίας αποτελεί λανθασμένη ενέργεια και νομικά θεωρείται σοβαρή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με ποικίλες επιπτώσεις στο θύμα. Μετά την έναρξη της πανδημίας και την επιβολή περιοριστικών μέτρων παρατηρήθηκε γεωμετρική αύξηση της έμφυλης βίας, με τις γυναικοκτονίες να αυξάνουν τη μακρά λίστα δολοφονιών παγκοσμίως.
Στο παρόν βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση, η συγγραφέας επιδιώκει να εξηγήσει το φαινόμενο και να προσδιορίσει τους λόγους ανάπτυξής του. Μέσα από επισταμένη έρευνα διαπιστώνει ότι η βία έχει βαθιές ρίζες, με χρονική αναφορά στα πατριαρχικά πρότυπα του παρελθόντος, όπου οι μισογυνικές διακρίσεις έβριθαν στην κοινωνική ζωή. Η σύγχρονη εξέλιξή της εκδηλώνεται στην πράξη μέσω της ενδοοικογενειακής βίας, της σωματεμπορίας, των βιασμών και της σεξουαλικής παρενόχλησης και λοιπών ειδεχθών πράξεων. Στο βιβλίο τέλος δίνεται έμφαση στην αναγνώριση τρόπων για να τερματιστεί ο κύκλος της έμφυλης βίας.
Η παρότρυνση των γυναικών να καταγγέλλουν κάθε βίαιο γεγονός μέσω των αστυνομικών αρχών και τη βοήθεια ειδικών καταφυγίων και κέντρων κοινωνικής αλληλεγγύης θυμάτων είναι σημαντικό βήμα. Οι γυναίκες οφείλουν να διεκδικήσουν μέσα από τα συλλογικά όργανα καλύτερη ποιότητα ζωής απέναντι σε μια κοινωνία που δημιουργεί και συντηρεί το ρατσισμό και το σεξισμό. Στόχος να γίνει κατανοητό ότι χρειάζεται μακροχρόνιος αγώνας για την εξάλειψη της έμφυλης βίας, με θεσμικές παρεμβάσεις και ριζικές αλλαγές, αλλά κυρίως συστηματική ατομική και μαζική κινητοποίηση απέναντι σε στερεότυπα και νοοτροπίες. Τον πρόλογο υπογράφει ο Γιάννης Πανούσης, Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας.
Στις σελίδες γίνεται αναφορά στον διάχυτο σεξισμό που συναντάμε στην πολιτική αλλά και στα μέσα ενημέρωσης, συμβάλλοντας κατά συνέπεια στην αναπαραγωγή στερεότυπων κοινωνικών ρόλων για το φύλο και τροφοδοτώντας την ανοχή τη βίας κατά των γυναικών. Πάνω σε αυτό το κοινωνικοπολιτικό υπόστρωμα πρακτικές και πολιτικές διακρίσεων εναντίων των γυναικών συναντώται σε πολλούς τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Ενδεικτικά αναφέρεται το φορολογικό δίκαιο, το οποίο εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τις γυναίκες ως πολίτες β’ κατηγορίας και υπαγορεύει μια σχέση κηδεμονίας ανάμεσα στους συζύγους, την οπισθοδρομική τροπολογία του Αστικού Κώδικα για το Οικογενειακό Δίκαιο με την οποία καταργείται ουσιαστικά το αμετάβλητο των επωνύμων των συζύγων (ν. 3719/2008), το αναχρονιστικό νομικό καθεστώς της Σαρία (ιερός ισλαμικός νόμος), που εφαρμόζεται στη μουσουλμανική μειονότητα στη Δ. Θράκη και με την οποία παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα γυναικών και παιδιών, τη διαπόμπευση οροθετικών γυναικών.
Στις σελίδες γίνεται αναφορά στον διάχυτο σεξισμό που συναντάμε στην πολιτική αλλά και στα μέσα ενημέρωσης, συμβάλλοντας κατά συνέπεια στην αναπαραγωγή στερεότυπων κοινωνικών ρόλων για το φύλο και τροφοδοτώντας την ανοχή τη βίας κατά των γυναικών.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μόλις τον περασμένο μήνα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) έκρινε ότι η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει συνολικά 70.000 ευρώ στις προσφεύγουσες για ηθική βλάβη. Οι προσφεύγουσες είναι έντεκα Ελληνίδες υπήκοοι που γεννήθηκαν μεταξύ 1976 και 1986. Δέκα από εκ των οποίων ήταν ιερόδουλες που είχαν διαγνωστεί ως οροθετικές και η τελευταία ήταν αδερφή μιας ιερόδουλης. Το ΕΔΑΔ καταδίκασε την Ελλάδα κρίνοντας ομόφωνα ότι η αποκάλυψη της ταυτότητας και των ιατρικών δεδομένων των ιερόδουλων που διαγνώστηκαν με HIV το 2012, ήταν παραβίαση του δικαιώματός τους στην ιδιωτική ζωή.
Θυμίζουμε την υπόθεση
Σε διαφορετικές ημερομηνίες το 2012, και στο πλαίσιο μιας αστυνομικής επιχείρησης στο κέντρο της Αθήνας, συνελήφθησαν από την αστυνομία ιερόδουλες, μεταξύ των οποίων δέκα από τις προσφεύγουσες. Χρειάστηκε να υποβληθούν σε έλεγχο ταυτότητας, ιατρικό έλεγχο για σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και εξετάσεις αίματος οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι ήταν θετικές στον ιό του HIV. Σε βάρος τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για απόπειρα πρόκλησης σοβαρής σωματικής βλάβης από πρόθεση μαζί με το αδίκημα της απλής βλάβης. Ακολούθως ο εισαγγελέας διέταξε, βάσει του νόμου 2472/1997, να δημοσιοποιηθούν τα ονόματα και οι φωτογραφίες τους, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον τους και αναφορά στην οροθετική τους κατάσταση.
Η εισαγγελική εντολή ανέβηκε στον ιστότοπο της Αστυνομίας και η διάδοση των προσωπικών τους δεδομένων έλαβε εκτεταμένη κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης για αρκετές ημέρες, ειδικά στην τηλεόραση. Μετά από αυτά τα γεγονότα, η προσφεύγουσα, της οποίας η αδερφή ήταν ιερόδουλη και είχε διαγνωστεί με HIV, ειδοποιήθηκε -από έναν γνωστό της- ότι το όνομά της και η φωτογραφία της είχαν μεταδοθεί στο κεντρικό απογευματινό τηλεοπτικό πρόγραμμα ειδήσεων αντί για το όνομα της αδερφής της. Ενώπιον του Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες παραπονέθηκαν για τη διάδοση ευαίσθητων προσωπικών και ιατρικών δεδομένων. Δέκα προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν επίσης ότι δεν είχε ζητηθεί η συγκατάθεσή τους πριν από τις εξετάσεις αίματος.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Βασιλική Π. Μελέτη γεννήθηκε και κατοικεί στην Αθήνα. Είναι Οικονομολόγος-Περιφερειολόγος και ενεργό μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και του Συνδέσμου Ελλήνων Περιφερειολόγων. Με σπουδές στη Σχολή Επιστημών Οικονομίας και Δημόσιας Διοίκησης τον Παντείου Πανεπιστημίου Κ Π.Ε. Αθηνών, έλαβε πτυχίο από το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, με βαθμό «Άριστα». Με «Άριστα» έλαβε και μεταπτυχιακό τίτλο (M.Sc.) από το Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης της ίδιας Σχολής. Παράλληλα, πραγματοποίησε στη Γαλλία μεταπτυχιακές σπουδές (D.E.S.S.), στο Πανεπιστήμιο Μαrc Bloch του Στρασβούργου, με αντικείμενο τη Διοίκηση Ανθρώπινων Πόρων στις Επιχειρήσεις, και έχει απασχοληθεί σε Θέση διοικητικού-μεταφραστή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε Βρυξέλλες και Λουξεμβούργο καθώς και στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο. Η Βασιλική Π. Μελέτη είναι Διδάκτωρ Κοινωνικής Πολιτικής (Ph.D.), με εξειδίκευση στις έμφυλες διακρίσεις στον τραπεζικό κλάδο στα χρόνια της κρίσης: εργάστηκε επί σειρά ετών σε καταστήματα και κεντρικές διευθύνσεις της τ. Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος και της Τράπεζας Πειραιώς, αποκτώντας γνώση των εσωτερικών αγορών εργασίας, ενώ διετέλεσε εκλεγμένη εκπρόσωπος στο πρωτοβάθμιο και στο δευτεροβάθμιο σωματείο εργαζομένων των Τραπεζών. Μιλάει άπταιστα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Ως ενεργός πολίτης, διατέλεσε επιστημονική σύμβουλος στις δημοτικές παρατάξεις «Δημιουργία Αλληλεγγύη» και «Αλλαγή για τη Νέα Ιωνία» του Δήμου Νέας Ιωνίας Αττικής. Διαθέτει πλούσια αρθρογραφία σε επιστημονικές επιθεωρήσεις, εφημερίδες, επιχειρηματικά περιοδικά και site, ενώ, ως υποστηρικτής της δια βίου μάθησης, αντλεί και μοιράζει γνώσεις σε Επιστημονικές και Κοινωνικές Ημερίδες, Συνέδρια και Σεμινάρια. Σήμερα εργάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Το 2020 κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο με θέμα «Έμφυλα Πρόσωπα σε Κρίση: η ισότητα στη επαγγελματική και την πολιτική ζωή» από τις Εκδόσεις Παπαζήση.