Από τη Μία Κόλλια
Είναι εκείνη που εμπιστεύεσαι, που λατρεύει το παιδί σου, που θα γίνει χίλια κομμάτια όταν τη χρειαστείς. Είναι εκείνη που στην εποχή της οικονομικής κρίσης κράτησε όρθια τα σπίτια που δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν χωρίς δουλειά και δεν είχαν χρήματα να πληρώσουν άνθρωπο για το παιδί τους. Και συνεχίζει να συνδράμει καθοριστικά στη μικροοικονομία κάθε νοικοκυριού. Συνήθως μαγειρεύει «μαμαδίσια» αν είναι της παλιάς σχολής ή πρωτότυπα αν είναι της νέας σχολής. Και ασφαλώς κακομαθαίνει τα εγγόνια -και της επιτρέπεται- και τα γεμίζει χαρά. Είναι ίσως η πιο ζεστή νότα της ζωής του, είναι εκεί για να ομορφαίνει τα πάντα, είναι εκεί μόνο για τα καλά. Επί της ουσίας, τώρα, το τι σημαίνει γιαγιά και πόσο ενεργή θα είναι στη ζωή των εγγονιών της έχει να κάνει πρωτίστως με τη νοοτροπία μιας χώρας, την οικονομική κατάσταση, τις υποδομές για τα παιδιά (και άρα τον πολιτισμό της), την αλλαγή της κοινωνίας λόγω της αύξησης του προσδόκιμου ζωής.
Στην Ελλάδα, και όχι μόνο, η γιαγιά στην οποία ανατίθεται ο ρόλος του μεγαλώματος ενός παιδιού και της πιο εκτεταμένης παροχής βοήθειας είναι η μητέρα της μαμάς και όχι η πεθερά – για προφανείς λόγους· η μητέρα εμπιστεύεται τη δική της μητέρα. Η δεδομένη πολυπλοκότητα, όμως, της σχέσης μάνας – κόρης προκαλεί συχνά προβλήματα που αρκετές οικογένειες αναγκάζονται να υπομείνουν λόγω οικονομικής ανάγκης. Φροντίζοντας, ωστόσο, τα μικρά παιδιά, οι γιαγιάδες και οι παππούδες παίζουν σημαντικό ρόλο, παρέχοντας τη δυνατότητα στις μητέρες να εισέλθουν ή να παραμείνουν στην αγορά εργασίας. Και ευτυχώς. Διότι το Α και το Ω στη χώρα μας είναι το τι παροχές ΔΕΝ προσφέρει το κράτος για το μεγάλωμα ενός παιδιού.
Οι γιαγιάδες και οι παππούδες παρέχουν τη δυνατότητα στις μητέρες να εισέλθουν ή να παραμείνουν στην αγορά εργασίας. Και ευτυχώς. Διότι το Α και το Ω στη χώρα μας είναι το τι παροχές ΔΕΝ προσφέρει το κράτος για το μεγάλωμα ενός παιδιού.
Παραμύθια δεν υπάρχουν
Η γιαγιά έχει το δικαίωμα να κακομαθαίνει το παιδί διότι θέλει να γίνει γρήγορα αρεστή και πιο αγαπητή αφού είναι μαζί του λιγότερες ώρες απ’ ό,τι οι γονείς. Πόσο ανθρώπινο, πόσο δύσκολο, πόσο αναπόφευκτο. Εδώ οι ίδιοι οι γονείς πέφτουν στην παγίδα τού ποιος θα κερδίσει την εύνοια και τη συμπάθεια του παιδιού, δεν θα πέσουν οι γιαγιάδες; Ισχύει όμως το ίδιο από την άλλη μεριά: η μαμά φοβάται πως θα χάσει την πρωτοκαθεδρία στην καρδιά του παιδιού της αν η γιαγιά είναι συνεχώς μαζί του!
Η γιαγιά μου, αυτή που ήταν κοντά μου και μάλιστα για χρόνια αφού μέναμε πάνω-κάτω, δεν ήταν η κλασική περίπτωση γιαγιάς, όπως θα καταλάβαινα μεγαλώνοντας. Είχα την τύχη να είναι εξαιρετικά μορφωμένη και καλλιεργημένη, να με διαβάζει Μαθηματικά και Ιστορία, να με πηγαίνει στο Ηρώδειο και στα μουσεία. Το «κλασική» ή μη δεν αφορά αυτά, αλλά τον τρόπο της: δεν ήταν ποτέ η γιαγιά της χάρης και του καλοπιάσματος, ούτε η γιαγιά της a priori διαθεσιμότητας, παρότι δεν δούλευε κι ας ήταν νέα. Θέλω να πω ότι, ναι, με φυλούσε όταν έπρεπε, αλλά δεν θα την έσερνες όποτε σου ερχόταν χωρίς προειδοποίηση και κυρίως δεν την έβλεπα και δεν κάναμε μαζί πράγματα από ανάγκη, επειδή δεν υπήρχε κάποιος να είναι μαζί μου (σημειωτέον ότι η ανάγκη συνήθως προκαλεί τα παρατράγουδα). Υπήρχε εναλλακτική και βλεπόμασταν από επιλογή. Νομίζω πως αν είχε και καλή σχέση με τη μαμά μου, θα είχα μεγαλώσει σε ένα παραμύθι με ροζ πεταλούδες – αλλά ποτέ δεν τα έχεις όλα στη ζωή.
Η γιαγιά έχει το δικαίωμα να κακομαθαίνει το παιδί διότι θέλει να γίνει γρήγορα αρεστή και πιο αγαπητή αφού είναι μαζί του λιγότερες ώρες απ’ ό,τι οι γονείς. Πόσο ανθρώπινο, πόσο δύσκολο, πόσο αναπόφευκτο.
«Δυο φορές μαμά»
Νομίζω ότι αυτή η φράση ήταν η αρχή του… κακού, ήταν αυτές που προκαλούσαν τις περισσότερες μάχες στα σπίτια. Ο ρόλος της γιαγιάς μυθοποιήθηκε και σταδιακά απομυθοποιείται δημιουργώντας, ελπίζω, καλύτερες οικογενειακές ιστορίες.
Μέχρι πρότινος δεν υπήρχε σπίτι ή ζευγάρι που να μην έχει φέρει στο τραπέζι το θέμα «γιαγιά» και όλα όσα συμπαρασύρει η λέξη. Δεν ξέρω ποιος σκέφτηκε το «δυο φορές μαμά» και έδωσε στις γιαγιάδες το αναφαίρετο δικαίωμα της παρεμβατικότητας, της παντογνωσίας αλλά και της ευθιξίας. Όλα όσα θα εξοντώσουν ένα ζευγάρι στο ναρκοπέδιο της ανοδιοτελούς προσφοράς babysitting από γονείς και πεθερικά, όπου μια λέξη παραπάνω είναι ικανή να προκαλέσει οικογενειακές ρωγμές, πικρίες και συζυγικές αλληλοκατηγορίες περί αχαριστίας. Παρ’ όλα αυτά, στο βιβλίο αναφέρεται ότι η συντριπτική πλειονότητα λέει πως «σχετικά με το μεγάλωμα του παιδιού μου, εάν χρειαζόταν να διαλέξω ανάμεσα στις συμβουλές της μητέρας μου και τις συμβουλές ενός ειδικού βιβλίου, θα ακολουθούσα τις συμβουλές της μητέρας μου» και μόνο δύο στις δέκα θα επέλεγαν τις συμβουλές ενός βιβλίου. Επίσης, οι περισσότερες γυναίκες είπαν ότι «αν και η μητέρα μου έχει τις δικές της απόψεις για το μεγάλωμα των παιδιών, μπορεί να σεβαστεί τις δικές μου».
Η συντριπτική πλειονότητα λέει πως «σχετικά με το μεγάλωμα του παιδιού μου, εάν χρειαζόταν να διαλέξω ανάμεσα στις συμβουλές της μητέρας μου και τις συμβουλές ενός ειδικού βιβλίου, θα ακολουθούσα τις συμβουλές της μητέρας μου»
Τα όρια – αυτά που φέρνουν γαλήνη
Τότε προς τι ο αλληλοσπαραγμός; Μήπως περισσότερο επιθυμούμε και ευχόμαστε να κυλήσουν όλα τέλεια με τη γιαγιά -οι περίφημοι ευσεβείς πόθοι δηλαδή- παρά μπορούμε να εκφράσουμε ξεκάθαρα αυτό που πραγματικά συμβαίνει; Ίσως. Παρά ταύτα και επειδή ο ρόλος της γιαγιάς είναι ένας υπέροχος ρόλος, γεμάτος αγάπη και καλή πρόθεση, οι γονείς πρέπει να τον απολαμβάνουν μαζί της και μαζί με το παιδί βάζοντας τα όριά τους. Όπως και σε κάθε σχέση, επαγγελματική ή προσωπική, που θέλουμε να κυλήσει ομαλά και να διαρκέσει στο χρόνο πρέπει να βάζουμε όρια, έτσι κι εδώ. Τα όρια που θέτουμε είναι σεβασμός στον εαυτό μας, σεβασμός στον άλλον και στην προκειμένη σεβασμός σε ένα παιδί.
Τι λένε οι αριθμοί σε 11 ευρωπαϊκές χώρες
11% των γιαγιάδων και παππούδων φροντίζουν καθημερινά ή σχεδόν καθημερινά τα εγγόνια τους, με υψηλότερα ποσοστά στην Ελλάδα και την Ιταλία (20%) και χαμηλότερα στη Σκανδιναβία και τις Κάτω Χώρες (2%). Για παράδειγμα, στην Ελλάδα και την Ιταλία τα εγγόνια βρίσκονται υπό τη φροντίδα τους περίπου 30 ώρες εβδομαδιαίως όταν λείπουν οι γονείς, ενώ περισσότερες από μία στις πέντε γιαγιάδες τα φροντίζει καθημερινά. Οι χώρες αυτές προσφέρουν μειωμένες δυνατότητες μερικής απασχόλησης στις μητέρες.
42% των γιαγιάδων στην Ελλάδα έχουν συνταξιοδοτηθεί, ενώ μόνο 5% είναι σε καθεστώς έμμισθης εργασίας. Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης οι γιαγιάδες είναι φτωχότερες των παππούδων.
57% στη Σουηδία και 61% στην Ελλάδα: λόγω του μεγαλύτερου προσδόκιμου ζωής των γυναικών σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, υπάρχουν περισσότερες γιαγιάδες απ’ ό,τι παππούδες!
+80% των μητέρων τόσο στο μαιευτήριο όσο και 3-8 μήνες αργότερα ανέφεραν ότι, αν χρειαζόταν να αφήσουν το παιδί τους στη φροντίδα κάποιου άλλου, θα προτιμούσαν τη μητέρα τους.
Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι μητέρες τις οποίες βοηθούσαν οι δικές τους μητέρες στη φροντίδα των παιδιών είχαν λιγότερο άγχος αποχωρισμού από το παιδί τους λόγω εργασίας. Οι γυναίκες οι οποίες εξέφρασαν το μεγαλύτερο άγχος αποχωρισμού από τα παιδιά τους (ηλικίας 3-8 μηνών) ήταν όσες πίστευαν είτε πως η συμμετοχή της μητέρας τους στο μεγάλωμα του παιδιού θα είχε ως αποτέλεσμα αυτό να προσκολληθεί στη γιαγιά και έτσι να χάσουν την επιρροή τους, είτε ότι η μητέρα τους είχε αναχρονιστικές ιδέες και δεν ήθελαν να επηρεαστεί το παιδί από αυτές.
30 ώρες εβδομαδιαίως είναι ο αριθμός ωρών που οι γιαγιάδες ασχολούνταν με τη φροντίδα των εγγονιών. Οι λόγοι που υπαγόρευαν την εμπλοκή τους ήταν πρακτικοί (γειτνίαση κατοικίας), αν και το ένα τέταρτο των μητέρων ανέφεραν πως η απόφαση βασίστηκε στο γεγονός πως μοιράζονταν το ίδιο αξιακό σύστημα. Περίπου 15% των γιαγιάδων ανέφεραν είτε έλλειψη εμπλοκής είτε περίπου έξι ώρες την εβδομάδα ως μέγιστο αριθμό ωρών που αφιέρωναν σε babysitting.
42% των γιαγιάδων στην Ελλάδα έχει συνταξιοδοτηθεί, ενώ μόνο 5% είναι σε καθεστώς έμμισθης εργασίας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Marie Claire Μαρτίου 2022.