Στα αγγλικά ακούγεται καλύτερα: ageism. Στα ελληνικά,η πιο πιστή ερμηνεία τουφαινομένου είναι «διακρίσεις λόγω ηλικίας» και ακούγεται πολύ πιο κατασκευασμένο, γκρινιάρικο, ενδεχομένως και ανύπαρκτο για όποιον δεν έχει χρειαστεί να σκρολάρει δύο φορές για να βρει τη χρονιά γέννησής του σε κάποια ψηφιακή φόρμα συμπλήρωσης στοιχείων, κάτω-κάτω, λίγο πιο πάνω από τη γυναίκα του Λωτ και τον Τυραννόσαυρο Ρεξ. Ολοι οι υπόλοιποι, ειδικά αν έχουν την τύχη να είναι γυναίκες, ξέρουν πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλάμε.
Οι διακρίσεις ηλικίας όμως, αόρατες στους μη έχοντες κανέναν προσωπικό λόγο να ενοχληθούν με το παράλογο της ιστορίας, είναι πραγματικότητα και είναι παντού. Από γελοίες lifestyle συστάσεις περί του τι πρέπει να φοράς αν έχεις περάσει τα 40, όπου ως γνωστόν η μπούργκα είναι το νέο μαύρο (για το τι πρέπεινα φοράς αν είσαι 28 αλλά σαν τετραθέσιος καναπές επικρατεί η πολιτισμένη επιλογή της αποδοχής), μέχρι σοβαρές διακρίσεις που επηρεάζουν την επιβίωσή σου αν ανήκεις στο αρχαίο δημογραφικό, όπως οι διακρίσεις στην αγορά εργασίας, όπου μεταξύ των 40 και της ηλικίας συνταξιοδότησης οι άνεργες γυναίκες έχουν βασικά την ελεύθερη επιλογή αν θα τοποθετηθούν στην άλμη ή στην κατάψυξη. Όχι μόνο στην Ελλάδα, όπου η εύρεση εργασίας πλέον πρέπει να ανατεθεί απευθείας στον ΟΠΑΠ, αλλά και στις ΗΠΑ, όπου οι ευκαιρίες είναι περισσότερες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει το «Forbes», το οποίο βασίστηκε σε έρευνα της Εθνικής Υπηρεσίας Οικονομικών Ερευνών, οι διακρίσεις λόγω ηλικίας στην αγορά εργασίας είναι πιο ορατές στις άνω των 60 που έχουν το θράσος να θέλουν να συνεχίσουν να είναι παραγωγικά μέλη της κοινωνίας, αλλά αφορούν και το γκρουπ των ελαφρώς νεότερων. Αυτό, σε συνδυασμό με τον περιρρέοντα σεξισμό που χρωματίζει τη ζωή στη Δύση με διακριτικές αλλά επίμονες πινελιές, δημιουργεί την ανυπόφορη κατάσταση που βιώνουν οι γυναίκες άνω των 40, που ίσως δεν είναι άνθρωποι καριέρας για να έχουν κάπου γερά να πατήσουν, αλλά ταυτόχρονα δεν θέλουν να περάσουν ήσυχα μέσα στη νύχτα. Το πώς συμφιλιωθήκαμε, ως κοινωνία, τόσο εύκολα με μια συνθήκη που πετάει στο περιθώριο τόσους πολλούς απόλυτα λειτουργικούς ανθρώπους δεν είναι άσχετο με την ποπ κουλτούρα.
Η βιομηχανία της ψυχαγωγίας, δημιουργεί τάσεις, πρότυπα, αλλά και προκάτ κανόνες περί ωραίου και «φυσιολογικού», που ενδεχομένως δεν είναι πάντα ωραίο, ούτε φυσιολογικό. Σε ό,τι έχει να κάνει με τις γυναίκες, το ωραίο είναι μέχρι 35, το πολύ 40 ετών και το φυσιολογικό είναι ότι όποια περάσει αυτό το μάξιμουμ, πρέπει να πιάσει το βελονάκι και να καθίσει στη γωνίτσα της δίπλα στο τζάκι παρακολουθώντας τη νεολαία να παίζει. Όπου στη νεολαία συγκαταλέγονται άνδρες που μπορεί να της ρίχνουν καμιά δεκαετία. Στη σόουμπιζ, μετά τα 35, η αναλογία έτους μεταξύ ανδρών και γυναικών εξισούται με την αναλογία έτους μεταξύ ανθρώπου και σκύλου, όπου κάθε ανδρικός χρόνος είναι επτά γυναικείοι, οπότε ένας 50χρονος ηθοποιός κάποτε ήταν συνομήλικος με μια γυναίκα που σήμερα είναι περίπου 120 ετών. Ακολουθούν λαμπρά παραδείγματα αυτής της λογικής: η Σάλι Φιλντ έπαιξε τη μητέρα του Φόρεστ Γκαμπ, κι ας είναι μόνο 12 χρόνια μεγαλύτερη από τον Τομ Χανκς. Η Εϊμι Πόελερ ήταν η καμένη μητέρα της Ρέιτσελ Μακ Ανταμς στο «Mean Girls», που σημαίνει ότι γέννησε όταν ήταν 7. Στα 6 της επίσης πρέπει να γέννησε η Γουινόνα Ράιντερ τον Ζάκαρι Κουίντο, γιο της στο «Star Trek».
Το ρεκόρ νεαρότερης μητέρας βέβαια κατέχει η Αντζελίνα Τζολί, αφού στο «Αλέξανδρος» ήταν η μητέρα του Κόλιν Φάρελ! (11 μήνες διαφορά ηλικίας είναι λογικοφανής, επειδή στην αρχαιότητα οι γυναίκες έκαναν παιδιά μικρότερες, ας πούμε προτού σταματήσουν τις αλεσμένες τροφές). Στον «Πρωτάρη», η ώριμη σέξι Αν Μπάνκροφτ που «απο-λανεί» τον Ντάστιν Χόφμαν τον περνάει έξι ολόκληρα χρόνια, ενώ στο «Tammy» κάποιος βρήκε λογικό να βάλει τη Σούζαν Σαράντον (70) να παίξει τη γιαγιά της Μελίσα ΜακΚάρθι (46).
Στον ερχόμενο «Aquaman» η 50χρονη Νικόλ Κίντμαν θα υποδυθεί τη μητέρα του Τζέισον Μαμόα (37), αλλά μάλλον καλά θα κάνει, δεδομένου ότι η ηρωίδα του κόμικ, Ατλάνα, είναι αθάνατη 500 ετών, αγέραστη και κούκλα.
Εν τω μεταξύ, το σετάρισμα νεαρών γυναικών με ώριμους σταρ θεωρείται νορμάλ, και είκοσι χρόνια διαφοράς δεν αποτελούν βασικό παράγοντα του σεναρίου, όπως συμβαίνει όταν η ηρωίδα είναι μεγαλύτερη από τον πρωταγωνιστή τότε το ηλικιακό χάσμα είναι ο άξονας της υπόθεσης, γιατί, όπως και να το κάνουμε, είναι πρόβλημα. Είναι προφανές ότι η σόουμπιζ δεν διαχειρίζεται τις ώριμες γυναίκες με τον καλύτερο τρόπο. Οταν, το 2015, η Μαντόνα φίλησε τον Drake επί σκηνής, εκείνος έδειξε αηδιασμένος. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος σε random γαλλικά φιλιά, αλλά η ηλικία της σταρ δεν θα έπρεπε να παίζει πρώτο ρόλο στα σχόλια που ακολούθησαν (σαν να σε φιλάει θεία με μουστάκι», «γεύση γριάς» κ.ο.κ.). Η Μαντόνα που συνεχίζει να ντύνεται και να φέρεται χωρίς να υπακούει σε κανόνες τοποετήθηκε σχετικά στο «Rolling Stone»: «Κανείς δεν θα τολμούσε να κάνει κάποιο υποτιμητικό σχόλιο για κάποιον επειδή είναι μαύρος ή γκέι, όμως για την ηλικία μου, οποιοσδήποτε θέλει λέει κάτιγια να με μειώσει. Γιατί είναι αυτό αποδεκτό; Τι διαφορά έχει αυτό από το ρατσισμό ή οποιαδήποτε διάκριση; Οι γυναίκες έχουν αποδεχτεί ότι μετά από μια ηλικία δεν επιτρέπεται να συμπεριφέρονται κάπως. Δεν ακολουθώ τους κανόνες ποτέ δεν το έκανα, ούτε πρόκειται να αρχίσω τώρα». Ενδεχομένως η Μαντόνα να έχει δίκιο όταν λέει ότι οι γυναίκες αποδέχονται κατά κάποιον τρόπο τις ηλικιακές διακρίσεις σε βάρος τους – κι εκεί βρίσκεται η ρίζα, αλλά και η λύση του προβλήματος. Απόδειξη, τα σχόλια κάτω από φωτογραφίες της Μιράντα Κερ με τον σύζυγό της Εβαν Σπίγκελ. Επειδή τον περνά επτά χρόνια κάποιοι σχολιαστές τη χαρακτήρισαν «κούγκαρ». Οι περισσότεροι εξ αυτών, ήταν, δυστυχώς, γυναίκες.