Ο Δημήτρης Ξανθόπουλος είναι ένας ηθοποιός που παρακολουθώ φανατικά από τότε που είδα τη δική του εκδοχή της Ηλέκτρας, σχεδόν μία δεκαετία πριν. Γαλουχημένος με τις υποκριτικές αξίες της Σχολής του Θεατρικού Οργανισμού Μορφές στο θέατρο Εμπρός, έχει εμφανιστεί στο θέατρο, το σινεμά και την τηλεόραση. Το Νησί στο Mega είναι ένα σημείο αναφοράς, η σκηνοθεσία του Γλάρου του Τσέχωφ με την ομάδα η ομάδα θεάτρου Pequod, όπως και Οι Δαιμονισμένοι του Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Konstantin Bogomolov (ως ηθοποιός) ή ο Μοσκώβ-Σελήμ, τον οποίο σκηνοθέτησε (και τα δύο στη Στέγη).
Φέτος τον χειμώνα έχει τριπλή παρουσία σε θέατρο και τηλεόραση. Αφενός επαναλαμβάνεται η επιτυχημένη παράσταση Τέλειοι Ξένοι στο θέατρο Αθηνά, αφετέρου συνεχίζεται η πολύ επιτυχημένη Παραλία στην ΕΡΤ1. Εκεί υποδύεται «έναν τύπο που κάνει ό,τι κακό υπάρχει, αλλά κακός δεν είναι», όπως λέει ο ίδιος, χωρίς να μας πει πολλά περισσότερα για τον Σήφη για να μην κάνει σπόιλερ. «Είναι μια πολύ προσεγμένη δουλειά, έχει ωραία αισθητική, ωραίο καστ…Ήταν μεγάλη μαγκιά του Στέφανου Μπλάτσου που μάζεψε όλο αυτόν τον κόσμο. Υπάρχει εμπιστοσύνη, δουλεύουμε πολύ ωραία».
Κι ενώ τρέχουν αυτά τα δύο πρότζεκτ έρχεται και ένα τηλεφώνημα από τον σκηνοθέτη Ορέστη Τάτση με μία πρόταση στην οποία δεν μπορεί να πει όχι: το ανέβασμα του “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;” στο Από μηχανής Θέατρο. Και κάπως έτσι ο Δημήτρης Ξανθόπουλος βρίσκεται να υποδύεται τον Τζορτζ, καθηγητή Ιστορίας σε ένα κολέγιο και παντρεμένο με τη Μάρθα, κόρη του πρύτανη. Οι δυο τους, ενώ βιώνουν μία δύσκολη προσωπική σχέση γεμάτη συγκρούσεις, υποδέχονται ένα βράδυ σπίτι τους ένα νεαρό ζευγάρι προσκεκλημένων και ξαφνικά ο πόλεμός τους αποκτά ακροατήριο…
Ποια σχέση είχες με το έργο του Έντουαρντ Άλμπι;
Το ήξερα από τη σχολή. Μετά δεν είχα ξαναδιασταυρωθεί με το έργο ούτε είχα δει κάποιο από τα πρόσφατα ανεβάσματα. Είναι πολύ παρθένα η προσέγγισή μου στο ρόλο του Τζορτζ. Στο κέντρο του έργου βρίσκεται ο λόγος. Είναι ένα λεκτικό μαρτύριο για όλους τους χαρακτήρες, που αντιμετωπίζουν λεκτική βία μέσα από ατέλειωτες επαναλήψεις. Είναι ένα πολύ σκληρό έργο.
Έχει κάνει με ανθρώπους που ζουν τόσο αποκλεισμένοι στο μικρόκοσμό τους, που έχουν ο καθένας τη δική του εκδοχή για την πραγματικότητα. Η Μάρθα και ο Τζορτζ ζουν ο καθένας στη δική του ψευδαίσθηση;
Μα δεν είναι πολύ αληθινό αυτό, έτσι δεν είναι η ζωή;. Κανείς δεν βλέπει την ίδια ζωή, οι προοπτικές μας για τα πράγματα, ακόμη κι αν δεν είναι αντικρουόμενες, είναι διαφορετικές. Ακόμη κι αν νομίζουμε ότι έχουμε κοινή προοπτική, δεν μπορεί να συμπίπτουμε απόλυτα. Αν κάτι με τρελαίνει στο “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;” είναι αυτό που λένε συνέχεια. «Αλήθεια ή ψέμματα;» Αυτό που προσλαμβάνουμε ως πραγματικότητα δεν ξέρουμε τι είναι. Είναι αληθινό αυτό που ζούμε; Το φτιάξαμε εμείς; Τι μας χρειάζεται για να πορευόμαστε στη ζωή; Με συγκινεί αυτή η αναζήτηση. Βλέπεις δύο ανθρώπους και δεν είσαι σίγουρος αν αγαπιούνται ή αν μισιούνται, αν λένε ποτέ αλήθεια. Έτσι είναι γραμμένο το έργο να μην ξέρεις πότε λένε ψέμματα και πότε αλήθεια. Αυτός είναι ο πυρήνας του έργου για μένα.
Είναι ένα έργο-ακτινογραφία μίας σχέσης;
Είναι οι προσδοκίες που έχουμε από τη ζωή. Η Μάρθα δεν συγχωρεί στον Τζορτζ το γεγονός ότι δεν έφτασε στο επίπεδο της επαγγελματικής καταξίωσης που εκείνη ήθελε, να γίνει δηλαδή ο διάδοχος του πατέρα της στο κολέγιο. Εκείνος φαίνεται ότι για κάποιο λόγο, σε κάποια στιγμή της ζωής του, έχει αρνηθεί σχεδόν τη ζωή. Είναι ένας ιστορικός που έχει αποστασιοποιηθεί, γιατί ο κόσμος κάνει τα ίδια λάθη ανά τους αιώνες. Αυτό έχει αντιληφθεί για τον άνθρωπο μέσα από τη μελέτη της Ιστορίας. Είναι ένα έργο σχέσεων, πάρα πολύ θελκτικό για τους ηθοποιούς γιατί καλούνται να είναι alert όλη την ώρα πάνω στη σκηνή. Κι αυτό έχει να κάνει με το τι σου δίνει ο άλλος που είναι η βάση του θεάτρου: ακούω-απαντάω.
Τι σε έμαθε ο Τζορτζ το διάστημα που κάνετε παρέα;
Τον καταλαβαίνω βαθιά αυτόν τον άνθρωπο, τον βλέπω με εξαιρετικά μεγάλη συμπάθεια. Κοιτάζοντας τις σημειώσεις μου από τις πρόβες, έχω σημειώσει: Ο Τζορτζ, ένας άνθρωπος που ήθελε ησυχία. Μέσα σε όλο αυτό το χάος των συζητήσεων και των καυγάδων και του λεκτικού μακελειού, αυτός ο άνθρωπος θα ήθελε απλά να έχει λίγη ησυχία. Το πώς την αναζητά και πως καταφέρνει αυτή την ησυχία είναι άλλο θέμα.
Την αποζητάς κι εσύ;
Ναι, πολύ.
Με τη ματαιότητα της δουλειάς σου, πώς πορεύεσαι; Ποια είναι η ασπίδα σου στον παραλογισμό και τη ματαιοδοξία της;
Η ασπίδα μου είναι το σπίτι μου. Μεγαλώσαμε με τη γυναίκα μου δύο παιδιά, είχαν συγκεκριμένες απαιτήσεις και έβαζα τη δουλειά σε άλλη μοίρα. Με ενδιέφερε να τελειώσω την παράστασή μου και να γυρίσω στο σπίτι μου. Όταν είχα χρόνο, τον πέρναγα κυρίως με τα παιδιά μου, κάναμε πράγματα μαζί. Τώρα που μεγαλώνουν, φτάνουν πιο κοντά στην ενηλικίωση, δεν σου κρύβω ότι μ’ αρέσει να δουλεύω περισσότερο, ελπίζοντας ότι θα βρίσκω να κάνω και πράγματα που με ενδιαφέρουν πραγματικά, όπως αυτό το έργο. Έχω σταθεί τυχερός. Δεν έχω ματαιοδοξία γιατί η δουλειά μου έχει μεγάλη ματαιότητα. Παίζεις σήμερα σε μία παράσταση, νιώθεις εσύ ο ίδιος καταπληκτικά, έρχεται και ο κόσμος και σου λέει, μπράβο, ακούς υπέροχα πράγματα και την άλλη μέρα δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα ενώ εσύ κάνεις τα ίδια πράγματα, λες τα ίδια λόγια. Ξέρεις, υπάρχουν σίγουρα πολύ πιο σπουδαία πράγματα από τους ηθοποιούς και τις παραστάσεις. Αλλά, το καλό θέατρο, όπως λέει ο Σαίξπηρ στον Άμλετ, ορθώνει έναν καθρέφτη στην ανθρώπινη φύση. Αν αυτό καταφέρει να το κάνει μία παράσταση, έστω και για λίγες στιγμές, αν ο θεατής δει τον εαυτό του, σκεφτεί, αναλογιστεί για τη ζωή του, τότε η παράσταση έχει κάνει μεγάλη επιτυχία. Έτσι μετράω την επιτυχία μίας παράστασης, να καταφέρνει να κάνει τον θεατή να σκεφτεί. Είναι πολύ ωραίο να θέτει η παράσταση ένα ερώτημα, να κάνει τον θεατή ακόμη και να ταυτιστεί. Είναι μία από τις χαρές της δουλειάς μου. Με βάζει να ασχολούμαι με κλασικά έργα που μιλούν για την ανθρώπινη κατάσταση.
Τι σε απωθεί και τι σε γοητεύει στην ανθρώπινη κατάσταση;
Έχω αποδεχτεί το πολύπλοκο του ανθρώπου κι αυτό με έχει κάνει να μαλακώσω, να ηρεμήσω –γιατί ήμουν πολύ αυστηρός. Αυτή η αντίφαση του μέσα με το έξω, οι συγκρούσεις, ο τρόπος που ο καθένας επιλέγει να συγκρούεται. Γιατί είναι σύγκρουση η ζωή. Ακόμη και όταν μοιράζεσαι, συγκρούεσαι, πώς να το πω, έρχεσαι σε επαφή, συναντιέσαι. Αυτή η συνάντηση εμπεριέχει τη σύγκρουση. Το πώς ο καθένας μας χειρίζεται αυτή τη σύγκρουση και πώς πορεύεται είναι τρομερά γοητευτικό κι εμείς με τη δουλειά που κάνουμε έχουμε την ευκαιρία να δούμε πώς είναι ο ένας χαρακτήρας, πως ο άλλος, πώς είναι ο Σήφης στην Παραλία και πώς ο Ρόκο στους Τέλειους Ξένους, πώς επιλέγουν να χειριστούν καταστάσεις; Κι έτσι φτάνουμε να καταλάβουμε καλύτερα τους ανθρώπους.
Είναι σύγκρουση η ζωή. Ακόμη και όταν μοιράζεσαι, συγκρούεσαι, πώς να το πω, έρχεσαι σε επαφή, συναντιέσαι. Αυτή η συνάντηση εμπεριέχει τη σύγκρουση.
Στους Τέλειους Ξένους, που συνεχίζεται για δεύτερη χρονιά στο θέατρο, ποιον υποδύεσαι;
Τον οικοδεσπότη μίας βραδιάς στο σπίτι με φίλους, που ενώ ξεκινά με γέλια, πάει πολύ στραβά. Εκεί ας πούμε, τίθεται το ερώτημα, «είναι καλύτερο να μην ξέρεις ότι η γυναίκα σου σε κερατώνει ή είναι προτιμότερο να ζεις με αυτή τη γνώση;
Πάντα καίριο ερώτημα. Έχεις καταλήξει σε μία απάντηση;
Λέω ότι είναι προτιμότερο να μην γνωρίζεις, μπορεί να είσαι και καλύτερα έτσι. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει απάντηση.
Νομίζω ότι ο θεσμός του γάμου έχει κυριολεκτικά βασιστεί στην εθελοτυφλία των συζύγων για να επιβιώσει στο χρόνο.
Ειλικρινά δεν ξέρω να σου πω τι είναι προτιμότερο. Στους “Τέλειους Ξένους” αναμετριέται η κωμωδία με το δράμα. Με το όχημα της κωμωδίας γίνεται ό,τι γίνεται, αλλά στο τέλος πέφτουν οι μάσκες και βλέπεις ένα κοινό που γελάει και σχολιάζει στο τέλος να παγώνει και να μην ακούγεται κιχ.
Από πού αντλείς ενέργεια;
Από τη ζωή που συνεχίζεται απτόητη. Πρέπει να σηκωθείς το πρωί, να πληρώσεις λογαριασμούς, να πας σουπερμάρκετ, να πας τον γονιό σου για εξετάσεις, το παιδί σου να παίξει μπάσκετ, να δεις τη σύντροφό σου. Σε προσγειώνουν όλα αυτά.
Υπάρχει μεγάλος αριθμός ανθρώπων με παιδεία, κουλτούρα και κάπως λειτουργεί ισότιμα σε σχέση με το φύλο, δείχνει ανεκτικότητα σε μειονότητες. Ας μην νομίζουμε ότι είναι όλοι έτσι. Η κοινωνία κάνει βήματα προς τα εμπρός και το βλέπω μεγαλώνοντας τα παιδιά μου, ειδικά όταν αναλογίζομαι πώς μεγάλωσα εγώ.
Παλιά οι δημοσιογράφοι ρωτούσαν τις γυναίκες πώς συνδυάζεται οικογένεια με καριέρα. Μου αρέσει που έβαλες πριν το μεγάλωμα των παιδιών στην κουβέντα. Με κάνει να νιώθω ότι κάτι στην κοινωνία μας αλλάζει προς το καλύτερο.
Αλλάζει σίγουρα, αρκεί να μην κρίνουμε τα πράγματα μόνο από τον μικρόκοσμο μας. Υπάρχει μεγάλος αριθμός ανθρώπων με παιδεία, κουλτούρα και κάπως λειτουργεί ισότιμα σε σχέση με το φύλο, δείχνει ανεκτικότητα σε μειονότητες. Ας μην νομίζουμε ότι είναι όλοι έτσι. Η κοινωνία κάνει βήματα προς τα εμπρός και το βλέπω μεγαλώνοντας τα παιδιά μου, ειδικά όταν αναλογίζομαι πώς μεγάλωσα εγώ. Η γενιά τους είναι μπροστά σε πολλά πράγματα, αλλά έχουμε πολλά βήματα ακόμη μπροστά μας. Από την άλλη υπάρχει μία στροφή προς τη συντήρηση και την ακροδεξιά παγκοσμίως, που θα έπρεπε να μας απασχολεί… Το ότι έχει συμβεί ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η ανθρωπότητα συνεχίζει να κάνει πολέμους με ξεπερνά. Βλέπεις ότι ενώ έχει καταγραφεί αυτή τη θηριωδία που έχει συντελεστεί, αυτή τη στιγμή συμβαίνουν πόλεμοι στην Ουκρανία, στην Παλαιστίνη. Πότε θα μάθουμε; Γυρίζω στα λόγια του Τζορτζ, στο Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ: «Πιστεύεις πως ο άνθρωπος δεν διδάσκεται με τίποτα από την Ιστορία;»
Μένουν τρεις τελευταίες παραστάσεις για το “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;” του Έντουαρτ Άλμπι, σε σκηνοθεσία Ορέστη Τάτση, με τους εξαιρετικούς Ναταλία Στυλιανού, Δημήτρη Ξανθόπουλο, Άγγελο Ανδριόπουλο και Σεμίνα Πανηγυροπούλου στο Από Μηχανής Θέατρο στις 12, 18 και 19/12.