Παλιότερα ήταν η οθόνη της τηλεόρασης, στη συνέχεια πήρε τη θέση της η οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή και πλέον όλα περιστρέφονται γύρω από την οθόνη του έξυπνου τηλεφώνου: Η εκτεταμένη χρήση στου κινητού πολλές φορές μάς αποσπάει την προσοχή από το διάβασμα βιβλίων ή περιορίζει σημαντικά τον ελεύθερο χρόνο που διαθέτουμε και μπορούμε να αφιερώσουμε σε αυτό, αν δεν σκρολάρουμε μανιωδώς.
Η μείωση του καθημερινού χρόνου ανάγνωσης μπορεί να οφείλεται και σε παράγοντες όπως οι πολλές ώρες εργασίας, το άγχος και η κόπωση. Σε κάθε την περίπτωση, αν κάποιος αγαπάει το διάβασμα και δεν θέλει να βλέπει τα βιβλία να στιβάζονται στο τραπεζάκι του σαλονιού ή να αποθηκεύονται μαζικά στην ηλεκτρονική συσκευή ανάγνωσής του, μπορεί να αναζητήσει τη λύση στις εφαρμογές κινητών που προσφέρουν περιλήψεις βιβλίων, τα οποία διαβάζονται ή ακούγονται μόλις σε ένα τέταρτο της ώρας.
Μία από αυτές τις εφαρμογές είναι το Blinklist, που δημιουργήθηκε πριν από 11 χρόνια από μια παρέα πρώην συμφοιτητών με έδρα το Βερολίνο και μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει πάνω από 6,5 χιλιάδες περιλήψεις βιβλίων. Ο αρθρογράφος του New Yorker, Anthony Lane, χρησιμοποίησε την εφαρμογή για κάποιο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια επισκέφτηκε τα γραφεία της εταιρείας για να δει από κοντά πού συμβαίνει το θαύμα της συμπύκνωσης της γνώσης.
Για να χρησιμοποιήσει κάποιος την εφαρμογή, η οποία έχει κατεβεί σε πάνω από 31 εκ. συσκευές ανά τον κόσμο, πρέπει να γεμίσει το προφίλ του με τις αναγνωστικές του προτιμήσεις. Στη συνέχεια, ο αλγόριθμός της αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει προτάσεις που ταιριάζουν στον χρήστη και καθημερινά μπορεί να του στέλνει και από μία νέα σχετική ειδοποίηση. Η ποικιλία των ειδών λογοτεχνίας και των non fiction βιβλίων είναι μεγάλη, ωστόσο σύμφωνα με τον ένα από τους δημιουργούς της εφαρμογής, οι προτάσεις που γίνονται σε κάθε χρήστη είναι πάντα κοντά στα ενδιαφέροντα που έχει δηλώσει, καθώς μόνο έτσι είναι σίγουρο πως η εφαρμογή θα αναπτυχθεί με κερδοφόρο τρόπο.
Το 70% των χρηστών του Blinklist προτιμούν να ακούνε τα Blinks – όπως αποκαλούνται τα τμήματα των περιλήψεων – αντί να τα διαβάζουν, συνδυάζοντάς τα με άλλες δραστηριότητες, όπως το γυμναστήριο. Τα τεράστιας έκτασης και πολυπλοκότητας βιβλία, για τα οποία ένας μέσος αναγνώστης μπορεί να χρειαστεί ως και 20 ώρες διαβάσματος, απλοποιούνται, χωρίς να χάνεται το νόημά τους και «σερβίρονται» στον αναγνώστη σε προσιτή μορφή, μέσα από την οποία μπορεί να μαθαίνει ό,τι είναι απαραίτητο για να λέει πως γνωρίζει το περιεχόμενό τους.
Φυσικά, τα Blinks δεν περιλαμβάνουν στοιχεία τεκμηρίωσης, όπως είναι τα αποδεικτικά έγγραφα που μπορεί να συνοδεύουν ένα βιβλίο, αυτά ωστόσο έχουν μελετηθεί από τους συνεργάτες που έχουν αναλάβει να εκπονήσουν τις περιλήψεις. Η εταιρεία αναθέτει αυτά τα έργα σε υποψηφίους διδάκτορες, συμβούλους και coaches που μελετούν κάθε βιβλίο και στη συνέχεια «ξεφορτώνονται» τα στοιχεία που οι ίδιοι κρίνουν ότι είναι περιττά, προκειμένου να καταλήξουν σε ένα κείμενο που συνοψίζει όλα τα βασικά νοήματα, χωρίς παραλείψεις.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ωστόσο, προκύπτουν διάφορες γενικεύσεις, καθώς δεν είναι εφικτό να εξηγήσεις μέσα σε λίγες γραμμές ιστορικές ή άλλες έννοιες με την πληρότητα που θα έκανες αν έγραφες ένα κανονικό βιβλίο. Στο ίδιο πλαίσιο υπεισέρχεται και ο υποκειμενικός παράγοντας με βάση τον οποίο κρίνει κάθε συντάκτης πώς πρέπει να παρουσιαστεί μια πληροφορία. Ο Lane αναφέρει χαρακτηριστικά το παράδειγμα του βιβλίου Περηφάνεια και Προκατάληψη της Jane Austen, στα Blink του οποίου ο χαρακτήρας του Fitzwilliam Darcy αναφέρεται ως «ρομαντικός», ενώ πουθενά στο βιβλίο της συγγραφέα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Η αυτοέκφραση βρίσκει, λοιπόν, το δρόμο της μέσα από τις περιλήψεις, ωστόσο αυτό το αναγκαίο κακό μπορεί να θεωρηθεί έλασσον σε σχέση με τη γνώση που προσφέρουν. Οι δημιουργοί της εφαρμογής τονίζουν τον εκπαιδευτικό της χαρακτήρα και το πώς μπορεί να παρέχει πολύτιμες γνώσεις στον χρήστη της, ο οποίος χωρίς αυτή θα περνούσε το χρόνο του στο κινητό του, παίζοντας π.χ. ένα παιχνίδι που δεν θα του προσέφερε τίποτα παραπάνω από διασκέδαση.
Η ψυχαγωγία και η ευκολία της ανάγνωσης δύσκολων κειμένων βρίσκονται στην καρδιά της δημιουργίας αυτής της εφαρμογής, η οποία λαμβάνει υπόψιν και τους ανθρώπους που δεν έχουν πρόσβαση σε πολύπλοκα αναγνώσματα και εξεζητημένα νοήματα, τα οποία μπορούν να γίνουν πιο εύκολα κατανοητά με τη μεσολάβηση ενός ειδικού.
Οι επιτομές, όπως ονομάζονται οι περιλήψεις βιβλίων, εκδίδονται εξάλλου εδώ και εκατοντάδες χρόνια, ιδίως με αφορμή την εκπαίδευση των παιδιών. Η Βίβλος ήταν ένα από τα πρώτα βιβλία που κυκλοφόρησαν συντμημένα ειδικά για νεαρούς αναγνώστες και στη συνέχεια ακολούθησαν βιβλία ιστορίας, ψυχολογίας, ακόμα και λογοτεχνικά βιβλία, που διαμορφώθηκαν από την αρχή για να γίνονται πιο εύκολα κατανοητά σε μικρές ηλικίες. Τη δεκαετία του 1950 κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ για πρώτη φορά το περιοδικό The Reader’s Digest, που ενημέρωνε τους αναγνώστες του για όσα βιβλία κυκλοφορούσαν και άξιζαν την προσοχή του, φέρνοντας το κοινό πιο κοντά στη γνώση, σε εποχές χωρίς τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε πολλές πηγές της.
Η ίδια η περίληψη ως τεχνική χειρισμού του γραπτού λόγου είναι ένα αντικείμενο που διδάσκεται ακόμα στα σχολεία και πάνω του βασίζεται σε μεγάλο βαθμό ολόκληρο το εκπαιδευτικό οικοδόμημα χωρών, όπως η Γαλλία. Είναι εντάξει όμως το να διαβάζουμε σε σύντμηση λογοτεχνικά αριστουργήματα, όπως το Έγκλημα και Τιμωρία; Ο Lane υποστηρίζει ότι «λίγη λογοτεχνία» είναι καλύτερη από την καθόλου λογοτεχνία. Από την άλλη, όμως, επισημαίνει ότι υπάρχει περίπτωση η λογοτεχνία να περιβληθεί, μέσα από τις περιλήψεις, τον χαρακτήρα της διεκπεραίωσης, καθώς αμφιβάλλει για το αν τα μειράκιά της είναι επαρκή για να δημιουργήσουν στον αναγνώστη κάτι έστω παραπλήσιο με την αίσθηση που μπορεί να του προκαλέσει το ίδιο το βιβλίο.
Ίσως το Blinklist και οι εφαρμογές που κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος να είναι πολύ χρήσιμες για τα βιβλία που περιλαμβάνουν πολλές πληροφορίες, όπως τα ιστορικά, και να μην προσφέρονται τόσο για να εξερευνήσουμε σε βάθος κάποιο συγγραφέα. Σίγουρα πρέπει να έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας, όταν επωφελούμαστε από τέτοιες εφαρμογές, ότι για κανένα λόγο δεν μπορούν να εξομοιωθούν με την κλασική λογοτεχνική εμπειρία της απόλαυσης ενός ολόκληρου βιβλίου. Ακόμα πιο σίγουρα, πρέπει να βάλουμε στόχο να μειώσουμε το χρόνο παραμονής μπροστά από τις οθόνες, έστω κι αν τον αξιοποιήσουμε για κάτι άλλο, πέραν του διαβάσματος.